«Ο Διαβάτης», Μαρίνα Τσβετάγιεβα (μτφρ.-απόδοση: Ranele)






Βαδίζεις, καρφώνοντας στη γη το βλέμμα,
ίδιος με μένα, κάποτε παλιά
χαμήλωνα κι εγώ το βλέμμα -
Διαβάτη, στάσου λίγο ανάμεσά στο πουθενά!

Διάβασε – σαν κόψεις κάτι κρίνα
και παπαρούνες μία αγκαλιά,
ότι με λέγανε Μαρίνα,
και ηλικία πού΄φυγα από κοντά.

Μη σκέπτεσαι πως μες στο μνήμα ούσα
θα πεταχτώ σαν φάντασμα φουριόζα
Αν και παλιά τις πιο παράταιρες στιγμές γελούσα
και ας φαινόμουνα κουριόζα!
               
Το πρόσωπό μου έβαφέ το αίμα,
Κυμάτιζαν σε μπούκλες τα μαλλιά …
Υπήρξα κάποτε κι εγώ διαβάτισσα εις της ζωής το ρέμα!
Διαβάτη, στάσου λίγο ανάμεσα στο πουθενά!

Βλαστάρι κόψε του αγρού
Και γεύσου τον καρπό –
Από το χαμοκέρασό του μνήμουριού
Υπάρχει άρα κάτι πιο γλυκό;

Μονάχα σκυθρωπός να μην σταθείς,
Σκυμμένος χάμου με την κεφαλή,
Ανάλαφρα να με σκεφτείς
Κι ύστερα να με ξεχάσεις αυτοστιγμεί.

Μα πώς σε λούζει η ηλιακτίς!
Ολάκερον στη σκόνη τη χρυσή…
-Ας μην, καλέ μου, φοβηθείς
Την ερχόμενη μες απ΄τη γη φωνή.

3 Μαΐου, 1913, Κοκτεμπέλ (Κριμαία)

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο