Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Αύγουστος, 2019
Εικόνα
"Το τελευταίο ρόδο"  της Άννας Αχμάτοβα, μτφρ.-απόδοση: Ranele "Στίχους θα γράψετε για μας πλαγίως και πλαγιαστά με μία κοντυλιά" *                                                                                                          Ι.Μπ. Της μοίρας μου μαζί με τη Μορόζοβα**να προσκυνώ, παρέα με του Ηρώδη την προγονή να σέρνω το χορό, να φεύγω σαν καπνός απ΄ της Διδούς   φωτιά, ώστε και πάλι με την Ιωάννα να καώ επάνω στην πυρά. Θεέ μου! Με βλέπεις; Έχω κουραστεί για τα καλά  να ανασταίνομαι, και να πεθαίνω, και να ζω. Πάρ΄τα μου όλα, τούτου του ρόδου μονάχα τη δροσιά Δωσ΄μου ξανά να την χαρώ. Κομαρόβο, 1962 * Ο στίχος αναφέρεται στην Άννα Αχμάτοβα και ανήκει στον Ιωσήφ Μπρόντσκι, τον οποίο θεωρούσε μαθητή και διάδοχό της ρωσικής ποιητικής παράδοσης.  ** Η βογιάρα Θεοδοσία Μορόζοβα εναντιώθηκε σθεναρά στις θρησκευτικές μεταρρυθμίσεις του Πατριάρχη της Μόσχας Νίκωνος. Με εντολή του τσάρου οδηγήθηκε στη φυλακή όπου π
Εικόνα
Ένα μοναχικό πανί  , Μ. Λέρμοντοφ  ( μτφρ. – απόδοση: Ranele) Μες στης θαλάσσης τη γαλανή αχλύ Ασπρίζει ένα μοναχικό πανί!.. Τι ψάχνει άραγε στη χώρα μακρινή; Τι ν΄άφησε στην πατρική του γη;… Ορθώνεται το κύμα – ο άνεμος σφυρά, Το υψηλό κατάρτι τρίζει και λυγά … Αλίμονο! Την τύχη του δεν αναζητά Μήτε από την τύχη φεύγει φυσικά! Νερό που σκίζει είναι καθάρια κυανό Η ηλιαχτίδα πάνω του από ατόφιο χρυσό … Και κείνο ρέμπελο ψάχνει για τρικυμία Σάμπως στις τρικυμίες κρύβεται η ευτυχία! 1832
Εικόνα
Ένα χαμένο τραμ του Νικολάι Γκουμιλιόφ, μτφρ.-απόδοση:Ranele Σ΄έναν δρόμο άγνωστο βάδιζα στο φως των φαναριών,  άκουσα κάτι μακρινά μπουμπουνητά, κρώξιμο κοράκων και δόνηση χορδών. Ξάφνου πετάχτηκε ένα τραμ απ΄το πουθενά. Πώς πήδησα στο μαρσιπιέ ψηλά παρέμεινε ένα μυστήριο για πάντα σκοτεινό. Εκείνο στον αέρα μια πύρινη ουρά Θα άφηνε και στης ημέρας φως αγνό. Έτρεχε σαν σίφουνας με τα φτερά στην άβυσσο των χρόνων  χάνοντας την ώρα... Παρακαλώ, σταμάτα, κυρ-ελεγκτά, σταμάτα τον συρμό εδώ και τώρα! Πάει. Είχαμε περάσει πια τα τείχη και τον στύλο, είχαμε αφήσει πίσω την όαση με φοινικιές, είχαμε διασχίσει τον Νέβα, τον Σηκουάνα και το Νείλο, αντηχώντας πάνω στις γέφυρες αψιδωτές. Και πρόβαλε στο παραθύρι για μια στιγμή στο φως, ρίχνοντας ξοπίσω μας ένα βλέμμα ερωτηματικό, ένας γερο-επαίτης, ίδιος με κείνον ασφαλώς, που πέθανε πριν ένα χρόνο στη Βηρυτό.    Πού΄μαι; Το καρδιοχτύπι μου απαντά με πόνο και ταραχή:  νά στον σταθμ
Εικόνα
  Μια άγνωστη καλλονή του Αλεξάντρ Μπλοκ, μτφρ. - απόδοση: Ρανελέ Τα βράδια πάνω απ΄τα καπηλειά καυτό ντουμάνι πυκνώνει άγριο και νοσηρό και κουμαντάρει τα μεθυσμένα ουρλιαχτά της άνοιξης το πνεύμα φθοροποιό. Πιο πέρα πάνω απ΄τη σκόνη των σοκακιών, πάνω απ΄τη βαρεμάρα των εξοχικών σπιτιών λάμπει ελαφρά το κουλουράκι του ψωμά και του παιδιού το κλάμα τρυπάει τ΄αυτιά. Και κάθε βράδυ, πέρα απ΄τις μπάρες, τσακίζοντας το γείσο του καπέλου μιραμπό, βολτάρουν στα κανάλια με τις ντάμες οι μάγκες που αμολάν τ΄αστεία με το κιλό. Πάνω απ΄τη λίμνη τρίζουν των σκαρμών καρφιά, ακούγονται των γυναικών γελάκια προκλητικά. Ενώ ψηλά στον ουρανό μαθημένος στην προστυχιά στραβομουτσουνιάζει ο δίσκος σιωπηλά. Και κάθε βράδυ ένας σύντροφος πιστός  μες στο ποτήρι καθρεφτίζεται σκυφτός. Και απ΄ το μυστήριο, στυφό υγρό έχει γίνει πράος σαν αρνί όπως κι εγώ. Και πλάι στα τραπέζια των διπλανών λακέδες νυσταγμένοι ξεροσταλιάζουν και μεθυσμένοι με τ
Εικόνα
Άννα Αχμάτοβα, μουσική: Σεργκέι Προκόφιεφ μτφρ. - απόδοση: Ρανελέ 8 Νοεμβρίου 1913 Οι ηλιαχτίδες την κάμαρή μου πλημμυρούν με σκόνη κίτρινη και διαφανή. Ξυπνώ και φέρω εις το νουν : Αγαπημένε, γιορτάζεις σήμερα εσύ. Γι΄αυτό τα χιονισμένα μακρινά περάσματα πίσω απ΄τα τζάμια φαντάζουν τόσο φιλικά, Γι΄αυτό κι εγώ, ξαγρύπνησα ως τα χαράματα ωσάν μια συνωμότρια που συνεχώς παραφυλά. 1913, Ποιητική Συλλογή "Ροζάριο"
Εικόνα
Μούσα, Άννα Αχμάτοβα μτφρ. - απόδοση: Ranele                                     Euterpe (Muse der lyrischen Dichtung), 1775,  Jakob Emanuel Handmann Τη νύχτα σαν καρτερώ της Μούσας μου τον ερχομό,                                                                              από μια κλωστή βαστιέται ολάκερη μου η ζωή. Τι είναι οι τιμές, τα νιάτα,   η ελευθερία ποθητή μπρος στην καλεσμένη μου που δράττει τον αυλό; Να την, μπήκε.   Μεριάζοντας το πέπλο της βαρύ μου ρίχνει ένα βλέμμα κάπως εξεταστικό. Με τη σειρά μου την ρωτώ κι εγώ: "Ώστε του Άδη την ωδή στον Δάντη υπαγόρευες εσύ; " Μου αποκρίνεται: "Εγώ". 1924