Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Δεκέμβριος, 2022
Εικόνα
  Ranele · Το Άστρο Των Χριστουγέννων, Μπρόντσκι Το άστρο των Χριστουγέννων,  Ιωσήφ Μπρόντσκι (μτφρ.-απόδοση: Ρανελέ   Την εποχή του χιονιά, στα μέρη όπου το λιοπύρι είναι πιο φυσικό, παρά το κρύο σφοδρό, όπου το οροπέδιο είναι πιο συχνό, παρά το βουνό, γεννήθηκε ένα μωρό μες στη σπηλιά για να σώσει λαό: Χιόνιζε, όπως μόνο στην έρημο μπορεί να χιονίζει τούτον τον κρύο καιρό.   Όλα του φαίνονταν πελώρια: η κίτρινη πάχνη απ' τα ρουθούνια βοδιών, της μάνας το στήθος, οι μορφές των τριών: των Βαλτασάρ, Γκασπάρ, Μελχιόρ, τα δώρα που' μπασαν μες στη σπηλιά. Εκείνο - μόλις μία κουκιδούλα. Μία κουκίδα ήταν και τ΄ αστέρι ψηλά.   Ασκαρδαμυκτί και προσεκτικά, μες΄απ΄τα σύννεφα αραιά, μακρόθεν εις την σπηλιά το κοιμώμενο μέσ' στη φάτνη μωρό, μέσ'απ' τα βάθη της οικουμένης απ'την άλλη μεριά, κοιτούσε το άστρο. Και ήτο του πατρός του το άγρυπνο μάτι λαμπρό.   24 Δεκεμβρίου 1987
Εικόνα
  Ranele · Θεατρικό, Μπρόντσκι Θεατρικό, Ιωσήφ Μπόντσκι (μτφρ.-απόδοση: Ρανελέ)   Στον Γιούρσκι «Ποιος είναι που στέκει κάτω από της ακροπόλεως τα τείχη;» «Δεν είναι σαν κι εμάς: ετούτος φοράει ένα κοστούμι ολόμαλλο στην τρίχα!» «Μια γυρνάει ανφάς μια γυρνάει με πλάτη και βήχει.»   «Γιατί ήρθε εδώ; Επιπλέον ένα νομάτι! «Από τι χτυπάει τις πύλες με άχτι; «Δεν θα μας στέρξει.» «Και τανάπαλιν, κάνε κράτει».   «Ας παραδώσει το ξίφος του!» «Μαζί με το θηκάρι!» «Εδώ δε θα βρει μήτε γυναίκα μήτε κεφαλάρι!» «Δεν τον θέλουμε». Δε μας θέλει μήτε αυτός σαν είναι παλικάρι».   «Το κεφάλι ψαρό». «Μα φαίνεται μπουνταλάς». «Ας μας πει ο ίδιος πώς βρέθηκε στα μέρη μας!» «Μάλλον έχει σφάξει κάποιον ο φυγόδικος φονιάς».   «Το γράφει στο κούτελό του ανάμεσα στα άλλα!» «Η μοίρα διαλέγει εμάς, όχι εμείς τη μοίρα, ρε κουφάλα». «Αμέ! Θέλει να μπει στον παράδεισο στις πλάτες μας καβάλα!»   «Τι τσαμπουνάς εκεί! Είμαστε ο παράδεισος εμείς;» «Και τι μ΄αυτό: εμένα μ΄αρέ
Εικόνα
Ranele · Οι Προσκυνητές Του Μπρόντσκι Ιωσήφ Μπρόντσκι Προσκυνητές  σε μτφρ. - απόδοση της Ρανελέ Προσπερνώντας παλαίστρες, βωμούς, προσπερνώντας καπηλειά και ναούς, προσπερνώντας μεγαλόπρεπα μαυσωλεία και μεγάλα παντοπωλεία, ανθρώπους και λογής λογής δυστυχία, τη Ρώμη και τη Μέκκα αφήνοντας πίσω κατά την πορεία,  κάτω απ' τον ήλιο που τα πάντα τα πυρπολεί  οι προσκυνητές διασχίζουν όλη τη γη. Σακατεμένοι και καμπουριασμένοι, πεινασμένοι και κουρελιασμένοι, τα μάτια τους τα έχει τυφλώσει η δύση, οι καρδιές τους ανατολή έχουνε πλυμμηρίσει. Η έρημος πίσω τους ψέλλει, χαράζει η αυγή, το άστρο από πάνω τους ανατέλλει, τους κρώζει υπόκωφα ένα πουλί: η γη θα μείνει δίχως καμία αλλαγή, μάλιστα, δίχως καμιά αλλαγή, μες στο χιόνι στραφταλιστό τυλιχτή θα φαντάζει μονάχα ως τρυφερή  επειδή είναι αδιόρθωτα απατηλή, κι έτσι θα παραμείνει παντοτινή, ίσως προβλέψιμη και περατή  κι όμως θα την λόγιαζουμε ασύλληπτα αχανή. Άρα η πίστη στον εαυτό μας και