Ένα χαμένο τραμ του Νικολάι Γκουμιλιόφ, μτφρ.-απόδοση:Ranele



Σ΄έναν δρόμο άγνωστο βάδιζα στο φως των φαναριών, 
άκουσα κάτι μακρινά μπουμπουνητά,
κρώξιμο κοράκων και δόνηση χορδών.
Ξάφνου πετάχτηκε ένα τραμ απ΄το πουθενά.

Πώς πήδησα στο μαρσιπιέ ψηλά
παρέμεινε ένα μυστήριο για πάντα σκοτεινό.
Εκείνο στον αέρα μια πύρινη ουρά
Θα άφηνε και στης ημέρας φως αγνό.

Έτρεχε σαν σίφουνας με τα φτερά
στην άβυσσο των χρόνων  χάνοντας την ώρα...
Παρακαλώ, σταμάτα, κυρ-ελεγκτά,
σταμάτα τον συρμό εδώ και τώρα!

Πάει. Είχαμε περάσει πια τα τείχη και τον στύλο,
είχαμε αφήσει πίσω την όαση με φοινικιές,
είχαμε διασχίσει τον Νέβα, τον Σηκουάνα και το Νείλο,
αντηχώντας πάνω στις γέφυρες αψιδωτές.

Και πρόβαλε στο παραθύρι για μια στιγμή στο φως,
ρίχνοντας ξοπίσω μας ένα βλέμμα ερωτηματικό,
ένας γερο-επαίτης, ίδιος με κείνον ασφαλώς,
που πέθανε πριν ένα χρόνο στη Βηρυτό.
  
Πού΄μαι; Το καρδιοχτύπι μου απαντά
με πόνο και ταραχή:  νά στον σταθμό εκεί
ένας υπάλληλος ως την Ινδία - φάντασμα πουλά
με σέσουλα τα εισιτήρια χωρίς επιστροφή.

Νά και η ταμπέλα... που στάζει αίματα από νεκρούς,
κραυγάζει από πέρα - μανάβικο -μα ξέρω εδώ πέρα
αντί γογγύλια και λογής λογής βολβούς 
πουλούν τις κεφαλές νεκρών με τη φοβέρα.

Με κόκκινο πουκάμισο και μούρη σαν παντζάρι 
ο δήμιος μου πήρε το καύκαλο του κεφαλιού
που ρίχτηκε μαζί με τ΄άλλα σαν κουβάρι
στον πάτο του γλιτσιασμένου κοφινιού.

Μες στο σοκάκι ένας φράχτης από σανίδια,
σπίτι με τρία παραθυρούλια και κήπο φτωχικό.
Σταμάτα, κυρ-ελεγκτά, άι στα τσακίδια!
Σταμάτα, σου λένε, τον συρμό!

Μαριώ, εδώ καθόσουν και τραγούδια έλεγες σερί
σε μένα, τον μνηστήρα σου, υφαίνοντας  χαλί.
Πού΄ναι τώρα η φωνή σου και το κορμί;
Να΄χες πεθάνει τάχα - όχι , δεν το πιστεύω, δεν μπορεί! 

Πώς στέναζες μες στο γυναικωνίτη αψηλό
κι εγώ με την πουδραρισμένη μου κοτσίδα
στην Αυτοκράτειρα είχα πάει να παρουσιαστώ.
Από τότε πλια ούτε που σε ξαναείδα.

Τώρα κατάλαβα: απ΄τη δική μας τη λευτεριά,
μόνο από κει το φως καλπάζει σαν τον ίππο,
Άνθρωποι και ίσκιοι κάθονται μπροστά
στων πλανητών τον ζωολογικό τον κήπο.

Και νά, φυσά το αεράκι γνώριμο και  ελαφρώς κρυστάλλινο,
έρχεται κατά πάνω μου πέρα απ΄τις γέφυρες τις τοξωτές
η χείρα του αναβάτη μες στο γάντι το ατσάλινο
και του δικού του ίππου δύο οπλές.

Σαν στερέωμα ορθοδοξίας
υψώνεται ο Άγιος Ισαάκ στον ουρανό.
Εκεί πέρα θα κάμνω το ευχέλαιο υπέρ υγείας
για τη Μαριώ μου και ένα τρισάγιο για μένα, το νεκρό.

Και όμως ες αεί  θα παραμείνει  η καρδιά μου σκυθρωπή,
Ασφυκτιώ,  ζω και πονώ, Μαριώ , 
δεν σκεφτόμουν ποτέ μου στη ζωή
που θα μπορούσα έτσι ν΄αγαπώ  και να θρηνώ!   
29-30 Δεκέμβρη, 1919
                

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο