Νικολάι Αλεξέγιεβιτς Νεκράσοφ, μτφρ.- απόδοση: Ρανελέ

Οι γυναίκες της Ρωσίας

Πριγκίπισσα Τρουμπετσκάγια

Ποίημα Πρώτο (1826)

Μέρος Α΄

Τ΄αμάξι φτιάχτηκε με μπόλικη στοργή
κι είναι βολικό, γερό, λαφρύ, 

Ο ίδιος ο γερο-κόμης μια και δυο 
δοκίμασε αν το σκαρί ΄ναι γερό 

εζέψαν΄ έξι άλογα σ΄αυτό, 
ανάψαν΄ μέσα ένα λίχνο αμυδρό. 

Ο κόμης διόρθωσε τα μαξιλαράκια, 
δορά αρκούδας έστρωσε στα ποδαράκια, 

Κάνοντας το σταυρό, μια εικονίτσα 
κρέμασε στου αμαξιού δεξιά γωνίτσα 

και δάκρυσε… Η κόρη του πριγκιπική 
απόψε ένας θεός ξέρει για πού αναχωρεί …
  
1

«Αχ! Άδικα ραγίζει την καρδιά 
ο ένας στον άλλον, καλέ μπαμπά, 
Η στενοχώρια δεν μας ωφελεί! 
Δεν έχει άλλη λύση πιο καλή! 

Ο μόνος που μπορούσε να μας σώσει, 
εκείνος τώρα … Την κόρη σου, συγχώρα! 
Δώς΄μου την ευχή να΄χω δύναμη, την τόση 
που να διασχίσω ως πέρατα τη χώρα! 

2

Ποιος ξέρει αν ξανασμίξουμε μαζί
Αλίμονο! Η ελπίς δε χάνεται ποτέ. 
Συγχώρα με. Η δική σου η στοργή,
να ξέρεις, οι κουβέντες σου, γλυκέ,
θα μου κρατάνε συντροφιά
εκεί στο μέρος μακρινό…
δεν κλαίω, μα με ψυχή βαριά
θα σε αποχωριστώ!

3

Ο Θεός μου μάρτυς !...  Ένα άλλο χρέος 
με καλεί πιο δύσκολο, πιο υψηλό … 
Καλέ μου, συγχώρεση ζητώ με δέος
Μη χύνεις δάκρυα επί ματαίω! 

Τη μοίρα μου δεν τη ζηλεύει άλλη, 
έχω δρόμο δύσκολο και μακρινό, 
το στέρνο μου το΄ντυσα ατσάλι 
Καμάρωσέ με, δικιά σου κόρη είμαι΄γω. 

4

Έχε γεια, γενέθλια μου γη, 
Σ΄αφήνω πίσω μ΄ όλα τα κακά.
Κι εσύ, ω πόλη δυστυχή,
Αντίο... Των τσάρων μισητή φωλιά. 

Όσοι τη Λόνδρα, το Παρίσι, 
τη Βενετία και τη Ρώμη έχουν δει,
Το θάμβος σου δεν πρόκειται να τους ελκύσει 
Κι όμως εγώ σ΄έχω ερωτευτεί. 

5

Ξένοιαστα κύλησε η δική μου νιότη
εντός δικών σου των τειχών,
χορούς σου λάτρεψα με πρώτη
Κατεβασιές με έλκυθρα από πλαγιές βουνών,

Μαγεύτηκα απ΄του Νέβα τον παφλασμό
Το δείλι που σιγούν όλα τ΄άλλα, 
Αγάπησα και την πλατεία τούτη δώ 
Με τον γενναίο ήρωα καβάλα …

6

Δε τα ξεχνώ … Όλοι μετά από καιρό
θα πουν αλήθεια για τη δική μου τη φαμίλια…
Μα τώρα στέλνω κατάρες στον οίκο ζοφερό, 
όπου εχόρεψα την πρώτη μου καντρίλια…

Και η παλάμη εκείνη μισητή
Ακόμα κατακαίει το δικό μου χέρι …
Εμπρός, τη νίκη σου δειλή  
να χαίρεσαι και χαίρε. . . . . . . . . .»

Τ΄αμάξι βολικό, γερό, λαφρύ,
Διασχίζει την πόλη παγερή. 

Μες στα μαύρα, σαν λείψανο χλωμή, 
Ταξιδεύει μόνη της η κόρη πριγκιπική,

Και ο γραμματέας του πατέρα
Με τα παράσημα για τη φοβέρα

Σαν υπηρέτης καλπάζει από μπροστά…
Ανοίγοντας το δρόμο για την  κυρά.

Άφησε πίσω την πρωτεύουσα ο αμαξάς...
Δρόμος μακρύς στρωνόταν ενώπιον της κυράς,

Δριμύς χειμώνας με ψύχος πολικό…
Σε κάθε ενδιάμεσο σταθμό

Φώναζε με ανυπομονησιά:
«Γοργά αλλάξτε άλογα, παιδιά!»      

Στους αμαξάδες σκορπούσε το χρυσό
Μην χάσει χρόνο ακριβό.

Κι όμως μόλις την ημέρα εικοστή 
είχαν φτάσει στο Τιουμέν σκαστοί

«Θα δούμε μετά από πορεία δέκα ημερών 
το Γενισέι , το βασιλιά των ποταμών, -

Είπε στην πριγκίπισσα ο γραμματεύς. 
- Δεν ταξιδεύει έτσι ούτε ο ίδιος ο βασιλεύς!...»

Ο δρόμος όλο και χειροτερεύει, 
Γεμάτη θλίψη είναι η ψυχή,
Όμως ο ύπνος-λυτρωτής την γαληνεύει 
Καθώς την ταξιδεύει στην πρότερη ζωή

Στου Νέβα την προκυμαία, 
Μεγάλο σπίτι με πλούτη και χλιδή 
δυο λιοντάρια στην είσοδο γενναία,
Σκάλα στρωμένη με παχύ χαλί,

Η σάλα καμαρώνει τον πλούσιο της στολισμό  
Ολούθε λάμπουν οι πολυέλαιοι χρυσοί.
Τα πάντα ΄ναι έτοιμα για το χορό 
Ακούτε! Πιο δυνατά ηχεί η μουσική!

Όπως συνηθίζουν οι Ρωσιδούλες χωρικές
σε δυο κοτσίδες δυο κορδέλες πορφυρές,
Όλα  - λουλούδια, τουαλέτες λαμπερές
για να αναδείξουν της κόρης τις ομορφιές.

Ήρθε να την φωνάξει ο μπαμπάς,
ροδομάγουλος γκριζομάλλης όλο κέφι
«Κατιούσα! Είναι θαύμα το φουστάνι που φοράς!
θα σε λατρέψουν καθώς θα στροβιλίζεσαι με ντέφι!»

Αχ, πόσο της αρέσουν οι παιδικές τρελίτσες 
Ένας ανθώνας από κεφαλάκια παιδικά,
χαρούμενα μουτράκια και μπουκλίτσες 
να στροβιλίζονται μπροστά.

λουλούδια γιορτινά μοιάζουν τα παιδιά 
Μα οι γέροι στο ντύσιμο τα ξεπερνούν :
λογής λογής κορδέλες, σταυροί, φτερά,
τακούνια που μες στη σάλα αντηχούν…

Χοροπηδά, χορεύει το παιδί
Μες στην απόλυτη την ξεγνοιασιά
Και χρόνια παιδικά σαν αστραπή
Περνάνε ανεπιστρεπτί … Μετά

Άλλη στιγμή, άλλος χορός 
Βλέπει στον ύπνο έναν νεαρό δανδή 
να στέκεται εμπρός 
και κάτι να της ψιθυρίζει μες στ΄αυτί … 

Και πάλι χοροί, χοροί, χοροί… 
Και κείνη πια ως οικοδέσποινα τρανή 
να δέχεται αξιωματούχους κάθε λογής, 
όλη την αφρόκρεμα της κοινωνίας υψηλής… 

«Καλέ μου, γιατί είσαι τόσο σκυθρωπός;  
Τι κρύβεις στη δική σου την καρδιά;» 
«Όλος ετούτος συρφετός μου΄ναι βαρετός, 
Ας φύγουμε, ας φύγουμε μακριά!» 

Και να ορίστε αναχωρεί μαζί 
με της καρδιάς της τον εκλεκτό. 
Μπροστά της απλώνεται μια χώρα θαυμαστή, 
η Ρώμη, άστυ αιώνιο και ξακουστό…

Αχ! Τι άλλο να θυμηθούμε απ΄τη ζωή – 
εξόν τις ημέρες που την κοσμούν ως κορωνίδα 
Σαν καταφέραμε να φύγουμε μαζί 
Απ΄την δική μας την πατρίδα 

Και μετά απ΄τις χώρες ψυχρές και βαρετές 
Επιτέλους φάνηκε ο νότος προσφιλής.
Χωρίς υποχρεώσεις της κοινωνίας φορτικές, 
Τι ευτυχία να συναναστρέφεται κανείς

Μόνο με κείνους που αγαπά πολύ,
Να ζει ελεύθερα όπως το θέλουμε κι εμείς
Σήμερα τον ναό αρχαίο και μεγαλοπρεπή 
Να θαυμάσουμε  μαζί και αύριο νωρίς νωρίς

Παλάτια, ερείπια και μουσεία ξακουστά…
Τι ευτυχία παράλληλα με αυτό
Να λες τις σκέψεις σου ελεύθερα και ανοιχτά
στο πλάσμα αγαπητό και λατρευτό! 

Μαγεμένος απ΄το κάλλος μοναδικό, 
Βυθισμένος στις σκέψεις περί θανάτου και ζωής, 
περιπλανιέσαι στο Βατικανό
σκυθρωπός και κατηφής.

Τριγύρω ένας κόσμος περασμένος,
Έχεις ξεχάσει πια τον ζωντανό
Γι΄αυτό είσαι τόσο παράξενα εντυπωσιασμένος 
Όταν αφήνοντας πια το Βατικανό

την πρώτη στιγμή που θα γυρίσεις
και θα επανέλθεις στον κόσμο ζωντανό
όπου ο γάιδαρος γκαρίζει, το σιντριβάνι κελαρύζει 
και το μαστόρι τραγουδά έναν εύθυμο σκοπό.
  
Στο παζάρι οι πωλητές με κέφι
Σε όλους τους τόνους την πραμάτεια διαλαλούν:
«Κοράλλια! Όστρακα! Σιντέφι!»
Και οι νερουλάδες νερό πηγής πουλούν.

Χορεύει, τρώει, παίζει ξύλο η φτωχολογιά,
Δίχως να νιώθει την παραμικρή κακομοιριά,
Και την πλεξούδα μαύρη ωσάν πίσσα
Στη νεαρά Ρωμαίισσα

Χτενίζει μια γριά…  Φωτιά και λαύρα, 
Ανυπόφορη της πλέμπας η οχλοβοή
Πού άραγε να βρούμε λίγη σιγαλιά και αύρα;
Μπαίνουμε σ΄όποια εκκλησιά στο δρόμο μας βρεθεί.

Στην ησυχία, στο ημίφως και στη δροσιά …
Μακριά από του κόσμου τη βοή,
Αιώνιους προβληματισμούς ξανά
Γεμίζει η ανήσυχη ψυχή.

Ένα πλήθος αγγέλων και αγίων
Του μεγαλόπρεπου ναού κοσμεί την οροφή
Ο ίασπις με τη πορφύρα φαντάζει σαν τάπητας των ίων
ενώ οι τοίχοι μαρμαρένιοι ορθώνονται επιβλητικοί…

Χαϊδεύει το αυτί της θάλασσας ο παφλασμός
ώρες κάθεσαι βουβός μπροστά της στην ακτή 
καθώς ο νους ακμαίος, καθαρός
δουλεύει ωσάν λεπίδα αιχμηρή …

Σκαρφαλώνεις μέσα απ΄το μονοπάτι ορεινό
στον ήλιο όσο μπορείς όλο και πιο κοντά -
Το στέρνο σου γεμίζει τον αιθέρα καθαρό!
Και την αυγή θαυμάζεις από ψηλά!

Διψά η βλάστηση απ΄το λιοπύρι φοβερό
Πουθενά οι στάλες της πρωινής δροσιάς 
Ας βρούμε λίγο ίσκιο ποθητό
Κάτω απ΄τα πελώρια όστρακα π΄ανοίγουνε σαν σκιάς

Στη μνήμη της πριγκίπισσας έχουν χαραχθεί
Οι μέρες κείνες με βόλτες και λόγια τρυφερά, 
Έχουν αφήσει στη δική της την  ψυχή
Σημάδια  ανεξίτηλα, βαθιά.

Ωστόσο δε γυρνάνε οι μέρες περασμένες πίσω
Γεμάτες προσδοκίες και όνειρα γλυκά
Όπως δε δύναται να στρέψει πίσω
Τα δάκρυα που έχυσε αργότερα γι΄αυτά.

Σκορπίσανε γλυκών ονείρων οι μορφές
Και ξαφνικά  μπροστά της αναδύθηκαν σκηνές
Της τυραννισμένης, δόλιας γης
Απ΄ τη μια ο αφέντης-βασανιστής

Απ΄την άλλη ο άθλιος δουλευταράς,
Μουζίκος με την  κεφαλή σκυμμένη χαμηλά …
Κι όσο ο πρώτος διαφεντεύει ως τσιφλικάς
τόσο βυθίζεται ο άλλος στη μεγαλύτερη σκλαβιά!

Και βλέπει της φτωχολογιάς μπουλούκια ταπεινά
Παντού στα βοσκοτόπια, στα χωράφια
Ακούει των  γεδεκτζήδων βογγητά
που στα νερά του Βόλγα ρυμουλκούν καράβια…

απ΄το φόβο της τον αφελή για το λαό
δεν τρώει, δεν κοιμάται γεμάτη συγκινήσεις
γυρεύει απ΄τον σύντροφο της ακριβό
για όλα τούτα να βρει τις απαντήσεις:

«Δεν μπορεί να΄ναι έτσι η ζωή των αλλονών!
Πουθενά ούτε ίχνος από ευημερία και χαρά;»
-Ζεις στο βασίλειο των σκλάβων και φτωχών! –
Της απαντήθηκε λακωνικά…
  
Τινάχτηκε απ΄τ όνειρο προφητικό!
Άκου, άκου αυτόν τον ήχο θλιβερό!
Έτσι βροντούν μονάχα αλυσίδες και δεσμά!
«Για σταμάτα, καλέ μου αμαξά!»

Των καταδίκων είναι η πομπή,
Η καρδιά της απ΄τον πόνο σπαρταρά
τους μοιράζει χρήματα η σπλαχνική
«Σπολλάτι και να πάτε στην ευχή, κυρά!»

Αν και έφυγαν, οι άθλιες τους μορφές
Ακόμα της στοιχειώνουν  την ψυχή
αδύνατον να αποδιώξει τις σκέψεις της βαριές
ούτε να βυθιστεί ξανά στον ύπνο-λυτρωτή!

«Άντε, κάνε γρήγορα, καλέ μου αμαξά!…
Από δω έχει περάσει και η δική του η πομπή 
Παρότι τα ίχνη τους έχουν χαθεί μες στο χιονιά…
Σίγουρα γιατί δεν έχει άλλο δρόμο κατά κει» …

Παγωνιά. Όσο προχωρούν ανατολικά
στο δρόμο τους δεν συναντούν ψυχή
και μόνο ανά τρακόσια βέρστια, τόσο αραιά
διασχίζουν καμιά πολίχνη μίζερη και ελεεινή,

Κι όμως πόσο χαίρονται να αντικρίσουν 
Ανάμεσα στα χιόνια τα σπίτια που μαυρίζουν
Μα πού΄ν΄τος ο λαός;  Παντού ερημιά,
Εδώ δεν αλυχτούν μήτε καν σκυλιά.

έχουν κλειστεί στα σπίτια απ΄τον παγετό 
τσαγάκια πίνουν πλήττοντας σφοδρά.
Περνά κάνα κάρο, κατόπιν ένα φανταράκι βιαστικό
Στης πόλης τον πυργίσκο το ρολόι χτυπά.

Τα παραθύρια παγωμένα και θολά... Ένα φωτάκι
Φωτάει μέσα αμυδρά…
Παρ΄έξω μια φυλακή… Ένα εκκλησάκι…
Ο αμαξάς έδωκε στ΄άλογα μια καμτσικιά:

«Μπρος!» - και πάει η πολίχνη η μικρή
το τελευταίο της σπιτάκι εχάθη σε στιγμή …
ένας ποταμός μαζί με τα βουνά - δεξιά,
ένα δάσος σκοτεινό - ζερβά …

Κοχλάζει το εξημμένο άρρωστο μυαλό
Ως το πρωί δουλεύει δίχως αναπαμό
οι σκέψεις της καλπάζουν διαδοχικά
Βυθίζοντας στη θλίψη την καρδιά.

Η πριγκίπισσα μια τους φίλους της αναπολεί
Μια θυμάται το σκοτεινό κελί
Και ξαφνικά  μες στη θολούρα του μυαλού
Της έρχεται ένα όραμα ένας θεός ξέρει από πού

Βλέπει τον ουρανό διάστικτο από λογής λογής αστέρι
σαν πασπαλισμένο με κόκκους άμμου χαρτί επιστολικό
Και το φεγγάρι – σαν κύκλο κόκκινο απ΄το βουλοκέρι
που σφραγίζει του γράμματος το μυστικό…
  
Πίσω τους έχουν αφήσει τα βουνά
Και τώρα μια πεδιάδα δίχως τέλος και αρχή
Ακόμα πιο αδειανή απλώνεται μπροστά
Δε συναντάς εκεί μήτε ένα ζωντανό δεντρί

«Να και η τούνδρα αχανής!» -
Λέει ο ντόπιος Μπουριάτης-αμαξάς.
Η πριγκίπισσα εστράφη ατενής
και συλλογίστηκε μετά θλίψεως βαριάς:

Ο άνθρωπος με το ταμάχι χρυσοθήρων
Έρχεται δω ν΄αρπάξει το χρυσό!
Εκείνο κρύβεται στις κοίτες των ποταμών
Και μες στων βούρκων το βυθό.

Δύσκολη΄ναι η εξόρυξή του σε ποταμούς
Ακόμα πιο δύσκολη σε βάλτους φαρμακερούς
Μα η δυσκολότερη απ΄όλα σε ορυχεία σκοτεινά
Που΄ναι χωμένα μες στης γης βαθιά!

όπου βασιλεύει του τάφου η σιωπή
Επικρατεί η έρεβος χωρίς αυγή…
Γιατί, ω χώρα καταραμένη, μισητή,
Ο Ερμάκ να σ΄έχει βρει;
  
Της νύχτας η αχλύς απλώθηκε ξανά
Το φεγγάρι ανέτειλε ψηλά.
Η πριγκίπισσα δεν έχει κλείσει μάτι
Τις σκέψεις της βαριές γεμάτη

Αποκοιμήθηκε… Βλέπει έναν πύργο αψηλό…
τον εαυτό της να στέκεται ψηλά σ΄αυτό
και από κάτω να θορυβεί
μια πόλη γνώριμη, από παλιά γνωστή

Ολούθε προς την πλατεία κεντρική κινούν
Τ΄αθρόα πλήθη να συναχθούν:
Γραμματικοί, πραματευτάδες
εμπόροι και παπάδες.

Πολύχρωμα καπέλα, βελούδο και μετάξι
Γούνες και καφτάνια σωρηδόν…
Ένα σύνταγμα παραταγμένο με σειρά και τάξη
και άλλα συντάγματα να΄ναι καθοδόν.

Πάνω από χίλιοι στρατιώτες έχουν μαζευτεί
Φωνάζουν και ζητωκραυγάζουν με μια φωνή
Και κάτι αναμένουν να συμβεί…
Χαζεύει, οχλαγωγεί και ο λαός
Ζήτημα να καταλαβαίνει ο κάθε εκατοστός
Τι΄ναι τούτο που εκτυλίσσεται εκεί …

Όμως κρυφογελάει κάτω απ΄το μουστάκι
μισοκλείνοντας με πονηριά το μάτι
ένας Γάλλος, το μοδάτο μπαρμπεράκι,
Που ξέρει από επαναστάσεις κάτι…
  
Και άλλα συντάγματα έχουν σταλεί εκεί
«Παραδοθείτε!» - τους μεταβιβάζουν τη διαταγή.
Με σφαίρες και εφ΄όπλου λόγχες τους απαντούν,
δε θέλουν εκείνοι με τίποτα να παραδοθούν.

Έναν έφιππο, φορτσάτο στρατηγό
Που μπήκε στον τετράγωνο τους σχηματισμό
τον έριξαν απ΄τη σέλα παρά φοβέρες και απειλές.
Πλησίασε ο άλλος τις παρατεταγμένες τους σειρές:

«Ο τσάρος σας απονέμει χάρη και συγχωρεί!»
Τον σκότωσαν και κείνον σε στιγμή.

Ο ίδιος ο μητροπολίτης οδηγεί πομπή
Μετά λαβάρων και σταυρών:
«Μετανοήστε, Χριστιανοί!
Στου τσάρου πόδια πέστε πρηνηδόν!»

Κάνοντας το σταυρό τον ακούν με προσοχή
Μα απαντούν με μια φωνή:
«Φεύγα, γέροντα! Υπέρ μας προσευχήσου!
Μα με τα δικά σου τράβα και ασχολήσου…»

Τα κανόνια σημάδεψαν τον εξεγερμένο το στρατό
ο τσάρος μόνος του διέταξε «πυρ!» στο ψαχνό…

«… Ω, καλέ μου! Μη τυχόν και έχεις σκοτωθεί;»
Η πριγκίπισσα χάνοντας τα λογικά
Όρμησε μπρος σαν αστραπή
Και έπεσε χάμω από ψηλά.

Μπροστά της είναι μια υγρή,
Μακριά, υπόγεια στοά,
Σε κάθε πόρτα κάθονται φρουροί
Και πάνω κρέμεται μια κλειδαριά.

Απ΄έξω ακούγεται ο παφλασμός
Όμοιος με των κυμάτων τον χτύπο που΄ναι δυνατός
Μέσα – η κλαγγή, το αντιφέγγισμα των τουφεκιών      
Φαίνεται στο φως των φαναριών.

Ακούγονται επίσης τα βήματα στο βάθος των στοών
Και η ηχώ διαρκής των βηματισμών,
Και οι αυστηρές φωνές φρουρών,
Και ο χτύπος αντικριστός των ρολογιών …

Ένας γέρο-δεσμοφύλακας με άσπρο το μαλλί,
ένας σακάτης με μουστάκι το παχύ  
Της είπε ψιθυριστά στ΄αυτί:
 «Εμένα ακολούθα, καψερή!–

Θα σε οδηγήσω σε αυτόν
Μην ανησυχείς. Είναι σώος και αβλαβής…»
Δεν είχε παρά να τον εμπιστευτεί λοιπόν,
Κατά πόδας τον ακολούθησε η ευπειθής…

Εκεί που είχαν προχωρήσει αρκετά…
Επιτέλους έτριξε μια πόρτα, - και ξαφνικά
Ενώπιόν της …  εμφανίστηκε ένας ζωντανός-νεκρός…
Ενώπιόν της – ο σύντροφός της ο καλός!

Πέφτοντας στη δική του αγκαλιά σφιχτή
Αμέσως τον ρωτάει με δίχως υπομονή
 «Πες μου τι να κάμνω; Είμαι δυνατή,
και ικανή να εξαπολύσω την εκδίκηση σφοδρή!

Μες στα στήθη μου έχω τσαγανό
Και αρκετό δυναμισμό
ή μήπως θες να παρακαλέσω;» - Μη το διανοηθείς,
Το δήμιο με παρακάλια δε συγκινείς!

«Αγαπημένε μου, τι άραγε να θες;
Δεν ακούω τα λόγια που μου λες.
Μια το ρολόι χτυπά φριχτά,
Μια των φρουρών αντηχούν τα ουρλιαχτά!

Γιατί άραγε υπάρχει ένας τρίτος ανάμεσα μας;»
- Είναι αυτονόητο αυτό που με ρωτάς.
«Συντομεύετε. Η ώρα σας τελειώνει!» -
Εκείνος «ο τρίτος» τους το ανακοινώνει.

Η πριγκίπισσα τινάχθηκε – ολόγυρα κοιτά
γεμάτη φόβο και πανικό,
Που της παγώνουν την καρδιά:
Πόσο αληθινό ήταν όνειρο αυτό!...

Το φεγγάρι έπλεε μες στον ουρανό
με φέγγος μουντό και αμυδρό
Ζερβά ορθώνονταν τα δάση σκυθρωπά
ο Γενισέι απλωνότανε στα δεξιά.

Στο δρόμο τους μήτε ψυχή. Παντού σκοτάδι!
Στο κάθισμα κοιμόταν ο αμαξάς,
Έβγαζε ο λιμασμένος λύκος μες στα δάση
τα ουρλιαχτά που΄φταναν στα βάθη της καρδιάς,

Σφύριζε, μαινόταν τ’αγέρι δυνατό
Χαιρόταν τον ποταμό δεξιά ζερβά να πιλαλά
Και ένας ιθαγενής τραγούδαγε ένα σκοπό
Στην άγνωστη, παράξενη ντοπιολαλιά

Με ύφος σοβαρό η άγνωστη μιλιά,
πιότερο ράγιζε τη δική της την καρδιά,
ωσάν του γλάρου η κραυγή
κατά τη θαλασσοταραχή …

Η ταξιδιώτισσά μας πάγωσε γερά
εκείνη τη βραδιά είχε πολύ μεγάλη παγωνιά
έχασε δυνάμεις, δεν μπορούσε πια
να παλεύει με την καταχνιά.

Κόντευε να χάσει το μυαλό
Στη σκέψη μη δε φτάσει στον προορισμό.
Καιρό τώρα δεν άκουγε τον αμαξά να τραγουδά,
Μήτε να προγκίζει τα άλογα να πάνε πιο γοργά,

Μήτε η άλλη τρόικα να προπορεύεται μπροστά,
«Ει! Είσαι καλά, βρε αμαξά;
Τι δε μιλάς; Μη είσαι κοιμισμένος!»
-Μη με φοβάστε, είμαι μαθημένος…

Καλπάζουν… Από το παραθύρι το θαμπό
Δε βλέπει το παραμικρό,
Τον ύπνο ύπουλο να αποδιώξει προσπαθεί,
μα δεν τα καταφέρνει και πολύ!

Και όπως έχει τσακισμένο το ηθικό
Ο ύπνος την κυριεύει σε στιγμή
Και σαν από έναν μάγο-θαυματοποιό
Μεταφέρεται σε χώρα μακρινή.
  
Η χώρα κείνη της είναι γνώριμη, γνωστή, -
Και σαν παλιά γεμάτη τρυφηλή ζωή,
Και με την ηλιαχτίδα τη ζεστή
Και με των κυμάτων τον παφλασμό γλυκύ

Την χαιρετούσε σαν φίλη καρδιακή…
Όπου και να ρίξει το βλέμμα της εκστατικό:
«Μα, τωόντι είναι μια χώρα νότια, θαλασσινή!»
τα πάντα μαρτυρούν το σκεπτικό αυτό…

Μήτε ένα συννεφάκι στο κυανό του ουρανού,
Η πεδιάδα ντυμένη στο φόρεμα της λουλουδί
Τα πάντα λούζονται στο φως του ήλιου ζεστού
Όλα: από κάτω ως των βουνών την κορυφή,

Τα σφραγίζει η παντοδύναμη της φύσης ομορφιά
Πανηγυρίζει η φύσις απ΄άκρη σ΄άκρη περιχαρής
ο ήλιος, η θάλασσα και τα λουλούδια ευωδιαστά
Της τραγουδούν μαζί: «είναι ο νότος προσφιλής!»

Μες στην κοιλάδα ανάμεσα στο βουνό
Και στη θάλασσα τη γαλανή
Μαζί με της καρδιάς της τον εκλεκτό
Εκείνη καλπάζει σαν αστραπή.

Ο δρόμος τους μοιάζει με έναν κήπο ανθηρό,
Τα δέντρα εκλύουν ένα άρωμα γλυκό,

Σε κάθε δέντρο λάμπουν σαν ήλιοι μικροί
Κόκκινοι, εξαίσιοι καρποί
φαντάζουν ανάμεσα στα πράσινα κλαδιά
του ουρανού και της θαλάσσης τα χρώματα κυανά
  
Καράβια αρμενίζουν μες στο κύμα θαλασσινό
Πέρα αχνοφαίνονται λογής λογής πανιά
Και χάνονται μες στον ουρανό
Τα τριγύρω τα βουνά.

Χαίρεσαι τούτο των χρωμάτων όμορφο παιχνίδι!
Λίγο πριν ρουμπίνια πορφύριζαν σε βουνοπλαγιές
Και τώρα διάσπαρτο τοπάζι λαμπυρίζει
Ψηλά στις άσπρες βουνοκορυφές …

Στολισμένο με λούλουδα και κουδουνάκια
το αγωγιάτικο μουλάρι προχωρά σημειωτόν
Πίσω του μια γυναίκα με στεφάνι στα μαλλάκια
Ακολουθεί κρατώντας ένα πανέρι λουλουδιών.

Εκείνη τους χαιρετά: «Να πάτε στο καλό!»
Και ξεσπώντας σε γέλια κελαριστά,
Της πετά ένα ρόδο στο λαιμό…
Ω, ναι, είναι ο νότος με όλη την ανεξάντλητη χαρά!

Η χώρα των ηλιοκαμένων καλονών
Και των αιώνιων ρόδων και ανθών …
Ακούς;! Ηχούν οι μελωδικοί σκοποί,
Ακούς;! Ακούγεται η εξαίσια μουσική!...

«Ναι, είναι τωόντι ο νότος προσφιλής!
(την βαυκαλίζει το όνειρο γλυκό)
Και πάλι είσαι με το σύντροφό σου αγαπητό,
Και είναι πάλι ελεύθερος και ευτυχής!...»
  
Μέρος Β΄




Έχει συμπληρώσει ταξίδι δυο μηνών
Και όλο ταξιδεύει νυχθημερόν

Τ΄αμάξι ως εκ θαύματος έχει φτιαχτεί γερό,
Μα δεν έχει τέλος τούτο το ταξίδι μακρινό!

Είχε τόσο κουραστεί ο δικός της συνοδός
Που πριν φτάσουν στο Ιρκούτσκ έπεσε ξερός.

Μετά δυο ημερών μάταιης αναμονής
Εξαναγκάστηκε να συνεχίσει μονάχη το ταξίδι της …

Στο Ιρκούτσκ την υποδέχτηκε τιμητικώς
ο ίδιος της πόλης ο αρχηγός 
Σαν ξύλο άτεγκτος, σαν λείψανο στεγνός,
Ένας ψαρομάλλης αψηλός.

Φάνηκε κάτω απ΄τη γούνα του βαριά
ένα αμπέχονο και κάθε λογής σταυρός
Το καπέλο του κοσμούσαν του πετεινού φτερά.
Ένας ταξίαρχος καθόλα σεβαστός

Στον αμαξά έχοντας βάλει χέρι,
Πετάχτηκε γοργά σαν αστραπή
Να ανοίξει της αμάξης το πορτί,
να της προτείνει ευγενικά το χέρι …
  
Πριγκίπισσα

(μπαίνοντας στο σταθμαρχείο)
Στο Νέρτσινσκ να φύγω αυθωρεί!   
Καινούρια άλογα ζέψτε δίχως αναβολή!

Κυβερνήτης

Αυτοπροσώπως έχω έρθει να σας υποδεχτώ
σε αφιλόξενη ετούτη χώρα.

Πριγκίπισσα

Φροντίστε τότε γρήγορα να εξυπηρετηθώ,
η άμαξά μου να ετοιμαστεί εδώ και τώρα!

Κυβερνήτης

Πριγκίπισσα, σας παρακαλώ
να περιμένετε μια ώρα. 

Οι δρόμοι μας είναι δύσβατοι, κακοί
Πρέπει να ξαποστάσετε για κάμποσο καιρό …

Πριγκίπισσα

Σας ευχαριστώ πολύ, μα είμαι δυνατή…
Σχεδόν έχω φτάσει στον προορισμό …

Κυβερνήτης

Κι όμως σας έχουν μείνει οχτακόσια βέρστια ως εκεί,
Και το χειρότερο απ΄όλα: από΄δω κι εμπρός
ο δρόμος θα΄ναι πιο δύσκολος, πιο γλιστερός
άκρως επικίνδυνη η διαδρομή!...

Εξάλλου πρέπει δυο κουβέντες να σας πω
Και ως κυβερνήτης και επειδή
Είχα την τύχη με τον κόμη να συναναστραφώ,
Επτά έτη υπηρετούσα κάτω απ΄τη δική του την αρχή.

Ο πατέρας σας είναι άνθρωπος με σπάνια ομορφιά
Και της ψυχής και του μυαλού,
έχει χαραχθεί για πάντα μες στη δική μου την καρδιά  
νιώθω απέραντη ευγνωμοσύνη επ΄αυτού,

γι΄αυτό δηλώνω της κόρης του δούλος ταπεινός
στη διάθεσή σας βρίσκομαι λοιπόν …

Πριγκίπισσα

Μα δε χρειάζομαι απολύτως τίποτα, παρδόν!   
(Ανοίγοντας την πόρτα στον προθάλαμο.)
Είναι έτοιμη η άμαξά μου να φύγω τελικώς; 

Κυβερνήτης

Η άμαξά σας δε θα ετοιμαστεί…
Ώσπου να το διατάξω εγώ,

Πριγκίπισσα

Τότε παρακαλώ δώστε τη εντολή…

Κυβερνήτης

Υπάρχει ένα κώλυμα εδώ:
Με την τελευταία αλληλογραφία έχει σταλεί
Ένα χαρτί…

Πριγκίπισσα

                        Που γράφει τι;
Μήπως πρέπει να γυρίσω;

Κυβερνήτης

Μάλιστα, θα΄ταν πιο συνετό αν επιστρέφατε πίσω.

Πριγκίπισσα

Ποιος το΄χει στείλει και τι γράφει ακριβώς;
Τι στο καλό είχε συμβεί εκεί πέρα;
Άραγε τον είχαν εμπαίξει τον πατέρα;
Τα΄χε όλα κανονίσει μοναχός!

Κυβερνήτης

Όχι… Για κάτι τέτοιο δεν παίρνω όρκο…
Μα είναι πολύς ακόμα ο δρόμος ως εκεί;

Πριγκίπισσα

Γιατί να φλυαρούμε τότε δίχως λόγο!
Η άμαξά μου έχει άραγε ετοιμαστεί;

Κυβερνήτης

Όχι! Ακόμα δεν ήρθε η ώρα της διαταγής…
Πριγκίπισσα! Εδώ ο τσάρος είμαι γω!
Καθίστε! Όπως είπα εξ΄αρχής,
Γνωρίζω τον κόμη ακόμη απ΄το στρατό,

Ο κόμης… αν και σας έχει αφήσει να φύγετε μακριά
Επειδής έχει χαρακτήρα μαλθακό και αγαθό
Την απουσία σας την πήρε πολύ βαριά…
Γυρίστε το συντομότερο στο σπίτι πατρικό!
  
Πριγκίπισσα

Όχι! Ό, τι μιας έχει αποφασιστεί
Θα το εκπληρώσω ως να πέσω καταγής νεκρή!
Είναι αστείο να σας πω
τον πατέρα μου πόσο πολύ τον αγαπώ,

και πόσο εκείνος μ΄αγαπά. Μα ένα χρέος με καλεί
πιο υψηλό και πιο ιερό.
Τύραννέ μου, βασανιστή!
Δώστε μου άλογα να φύγω στο καλό!

Κυβερνήτης

Επιτρέψτε μου. Ο ίδιος συμφωνώ
Ότι η καθεμιά στιγμή είναι άκρως ακριβή,
Κι όμως δεν πρέπει να ξέρετε το παραμικρό
Για το τι σας περιμένει αν φτάσετε εκεί.

Ο τόπος τούτος δω είναι άγονος, τραχύς
Εκείνος όμως είναι της φτώχειας η επιτομή
η άνοιξη εκεί είναι πιο σύντομη και βροχερή
Και ο χειμώνας είναι πιο μακρύς

Μάλιστα, οχτώ μήνες ο χειμών διαρκεί
Εκεί – βέβαια, πού να το ξέρετε εσείς;
Εκεί ζουν όλο κακοποιοί και σπανίζουν οι καλοί
Και αυτοί δίχως αβρότητα ψυχής.

Λυμαίνονται όλη την περιοχή
Μονάχα οι δραπέτες και οι ληστές
Η φυλακή είναι φριχτή
Το ίδιο και των ορυχείων οι βαθιές στοές.

Με το σύντροφο της δικής σας της ζωής
Δε θα χαρείτε καμιά προσωπική στιγμή
Θα ζείτε στα παραπήγματα κοινά της φυλακής
Και για φαΐ θα έχετε μηλίτη και ξερό ψωμί.

Πέντε χιλιάδες κατάδικοι ζουν εκεί
εξαγριωμένοι απ΄ τις δικές τους ατυχίες
τη νύχτα γίνονται οι μεταξύ τους ξυλοδαρμοί,
ξεκαθαρίσματα, φόνοι και ληστείες.

Η καταδίκη τους είναι συνοπτική και αυστηρή
Για αυτούς δεν υπάρχει τιμωρία πιο βαριά!
Κι εσείς, πριγκίπισσα, στα πόδια τους εκεί
Μια μάρτυς άκρως επικίνδυνη… Έτσι είναι αυτά!

Πιστέψτε με, δεν πρόκειται να σας σεβαστεί,
Μήτε και να σας λυπηθεί κανείς!
Ο άντρας σας τουλάχιστον έχει καταδικαστεί…
Ενώ εσείς; … Γιατί να υποφέρετε εσείς;

Πριγκίπισσα

Το ξέρω, του άντρα μου η ζωή
θα΄ναι ανυπόφορα σκληρή.
Ας γίνει και η δική μου η ζωή
Όχι λιγότερο φριχτή!

Κυβερνήτης

Μα δε θα επιβιώσετε εκεί:
Εκείνο το κλίμα είναι εχθρικό πολύ!
Είμαι υποχρεωμένος να σας πείσω
Να γυρίσετε αμέσως κατά πίσω!

Άχ! Πού να ζήσετε σ΄έναν τέτοιον τόπο
Όπου το χνότο παγώνει επιτόπου
Βγαίνοντας απ΄το στόμα όχι σαν την άχνη/α,
Μα σαν την παγωμένη πάχνη.

Όπου το σκοτάδι και το κρύο βασιλεύουν,
Ενώ τις ημέρες ζεστές και λιγοστές
Απ΄τα έλη ανεβαίνουν
Οι αναθυμιάσεις βρομερές;

Μάλιστα… τόπος τρομερός! Από κει
Αποδημούν ακόμα και του δάσους τα θεριά,
Σαν πλακώσει όλον τον τόπο και όλον τον ντουνιά
Η νύχτα ατέλειωτη που μέρες εκατό διαρκεί…

Πριγκίπισσα

Μα κάπως ζουν οι άνθρωποι εκεί,
Θα τον συνηθίσω κι εγώ σιγά σιγά…

Κυβερνήτης

Παιδί μου… ζωή είναι αυτή;
Θυμηθείτε τα χρόνια σας τα παιδικά!
  
Εδώ μια μάνα έχοντας γεννήσει
Με το χιονόνερο θα το ξεπλύνει το παιδί,
Και ύστερα όλην νύχτα θα το βαυκαλίσει
της χιονοθύελλας η άγρια βοή,

Και ύστερα θα το ξυπνήσει το ανήμερο θεριό 
γρυλίζοντας κοντά στην καλυβούλα 
και ο χιονιάς χτυπώντας το παραθύρι σφαλιστό
σαν τον απρόσκλητο μπαμπούλα.

Απ΄τα παρθένα δάση και τους ανέγγιχτους ποταμούς
Μαζεύοντας της φύσης τους δασμούς
Έχει σκληρύνει ο ιθαγενής
Παλεύοντας με αντιξοότητες της φύσης παρθενικής,

Ενώ εσείς;

Πριγκίπισσα

Έστω μου΄ναι γραφτό  εκεί να αποθάνω -
Κι όμως δε με κρατάει τίποτα εδώ!...
Ας πάω! Γιατί νιώθω πως δεν μπορώ
Παρά κοντά στον άντρα μου να ζω και να πεθάνω.

Κυβερνήτης

Δίχως άλλο θα αποθάνετε εκεί
Μα ως τότε θα ΄χετε βασανίσει τόσον καιρό
Εκείνον που έχει αμετάκλητα καταδικαστεί
Γι΄αυτό σας εκλιπαρώ

Κάντε το για κείνον: μην πάτε από κει!
Είναι πιο υποφερτά έχοντας κουραστεί
στα κάτεργα, να γυρίσει στη φυλακή
δίχως να τον περιμένει κανείς εκεί,

Και να ξαπλώσει πάνω στο γυμνό σανίδι
Και να αποκοιμηθεί με ένα παξιμάδι αγκαλιά
… και άμα έρθει κάνα όνειρο σαν το παραμύθι-
Σε στιγμή ένας δεσμώτης μεταμορφώνεται σε βασιλιά!

Πετώντας κοντά στους φίλους, στην φαμελιά
Σε σας χάρη στον ύπνο-θαυματουργό
Θα ξυπνήσει ακμαίος και πράος στην καρδιά
Για να αντέξει το μόχθο του καθημερινό,

Ενώ με σας;… Με σας κοντά
Δε θα γνωρίσει όνειρα γλυκά,
Τον εαυτό του θα θεωρεί σε κάθε λογική ενάντια
Υπαίτιο για τα δικά σας δάκρυα και την κατάντια.

Πριγκίπισσα

Αχ! … Αυτά τα λόγια γεμάτα εκφοβισμούς
καλύτερα για άλλους να τα φυλάξετε στην άκρια.
δε θα υποκύψω στους δικούς σας εκβιασμούς
ούτε θα να μου αποσπάσετε τα δάκρυα!

Αφήνοντας τη γενέθλια μου γη,
Τον αγαπημένο μου πατέρα
Παίρνοντας όρκο στην ψυχή
Να φέρω το χρέος μου εις πέρας

Δεν πρόκειται να  φέρω δάκρυ
Μες στην καταραμένη φυλακή
Θα ανασύρω την περηφάνιά του απ΄την άκρη
θα του δώσω θάρρος, δύναμη, πυγμή!

Η καταφρόνια προς τους δήμιους στυγνούς,
Η συνείδηση του σωστού
Θα μας στηρίζουν σε χαλεπούς καιρούς.

Κυβερνήτης

Ονείρατα ενός πνεύματος ρομαντικού!

Που θα κρατήσουν πέντε μέρες το πολύ
Αδύνατον να θλίβεστε σερί
Πιστέψτε τη δική μου πείρα θλιβερή
Κάποια στιγμή θα σας λείψει η κανονική ζωή

Εδώ η περιφρόνηση, το ξερό ψωμί και η φυλακή,
Η ένδεια και ο μόνιμος ζυγός,
Ενώ εκεί τιμές, η ελευθερία ποθητή,
Η λαμπερή αυλή και ο ατέλειωτος χορός.

Ποιος ξέρει; Θεού θέλοντος μπορεί…
Να ερωτευτείτε έναν άλλον
Ο νόμος δεν σας το στερεί…

Πριγκίπισσα

Σωπάτε!...  Θεέ μου, αρνούμαι να ακούσω άλλο…

Κυβερνήτης

Μάλιστα, σας μιλώ χωρίς περιστροφές
Γυρίστε πίσω στην κοσμική ζωή.

Πριγκίπισσα

Για τις καλές σας συμβουλές
Σας ευχαριστώ πολύ!

Λίγο πριν είχε επίγειο παράδεισο εκεί,
Και τώρα παίρνοντας το κολάι
Με το νοικοκυρεμένο χέρι του βαρύ  
Το έχει ξεπατώσει σύρριζα ο Νικολάι.

Εκεί οι άνθρωποι σαπίζουν ζωντανοί-
Είναι ζωντανοί –νεκροί,
Οι άντρες -των Ιούδων συρφετός
Και οι γυναίκες –των σκλαβών όχλος σιχαμερός.

Τι τάχα να μου λείπει από κει;
Η υποκρισία, η τσαλαπατημένη μου τιμή,
Ο θρίαμβος της παλιανθρωπιάς 
Ή τα πειράγματα της προστυχιάς;

Όχι, το δάσος φαλακρό αυτό
καθόλου δε με τραβά,
Εκεί που ορθώνονταν οι δρύες ίσαμε τον ουρανό,
Τώρα κούτσουρα εξέχουν ποταπά!

Να επιστρέψω και να ζω ανάμεσα σε συκοφαντίες,
Κενοδοξίες και μηχανορραφίες;..
δεν έχει φίλους, είναι παρείσακτος εκεί,
Εκείνος που έχει μιας αφυπνιστεί!

Όχι, όχι, όχι, δε γουστάρω να δω
Τους πουλημένους και τους ηλιθίους
Ενώπιον του δημίου δε θέλω να εμφανιστώ
Αφού κατέστρεψε τω πνεύματι ελευθέρους και αγίους.

Να ξεχάσω εκείνον που μ’αγαπά
Να γυρίσω πίσω διαγράφοντας τα όλα μονοκονδυλιά;

Κυβερνήτης

Μα δε σας νοιάστηκε εκείνος αρκετά;
Για σκεφτείτε το, κόρη μου καλά:

Ποιον αγαπάτε και ποιον πονάτε;

Πριγκίπισσα

Στρατηγέ, παρακαλώ σωπάτε!

Κυβερνήτης

Εννοείται πως δε θα μιλούσα
Αν μες στις φλέβες σας γενναίο αίμα δεν κυλούσε.

Αν σπεύδετε σ΄αυτόν προτού να ξημερώσει
Αψηφώντας τη δική μου νουθεσία
Τότε ίσως η περηφάνιά σας να σας σώσει
Εκείνος σας πήρε με όνομα, με ζηλευτή περιουσία,

Με μυαλό ίσο με των  δέκα
Με καλοκάγαθη ψυχή
Και κείνος δίχως να σκεφτεί στιγμή
Τι θα απογίνει η δική του η γυναίκα,

Παρασύρθηκε από το όραμα της μόδας
Και να ορίστε η κατάληξη γι΄αυτόν φριχτή! ..
Κι εσείς να τον ακολουθείτε καταπόδας
Σαν δούλη ελεεινή !

Πριγκίπισσα

Δεν είμαι δούλη ελεεινή,
Είμαι γυναίκα και σύζυγος μαζί!
Ας είναι η μοίρα μου πικρή –
Θα΄μαι σε αυτήν πιστή!

Ακόμα και να με ξέχναγε χάριν μιας άλλης γυναικός,
Θα΄βρισκα κουράγιο και πυγμή
ώστε μήτε δική του μήτε κανενός
να μην είμαι δούλη ελεεινή!

Η αντίζηλός μου η μεγάλη
Είναι η αγάπη του προς την πατρίδα δυστυχή
Και αν χρειαζόταν πάλι
Θα του το συγχωρούσα ασυζητητί!...

Η πριγκίπισσα δεν είχε κάτι άλλο να του πει..
Ο γέρο-πεισματάρης σε βαριά βυθίστηκε σιωπή.
 «Τι θα γίνει, στρατηγέ; Επιτέλους δώστε τη διαταγή
Η άμαξά μου να ετοιμαστεί;»

Χωρίς να απαντά,
Εκείνος κοιτούσε χαμηλά,
«Θα τα ξαναπούμε αύριο», - είπε σκεπτικά
και αποσύρθηκε βουβά…

Και την άλλη μέρα ξανά μανά
απανωτά παρακαλετά διαρκώς
Μα και μ΄αυτά πάλι δεν κατάφερε πολλά
Ο σεβάσμιος μας στρατηγός

Μάταια χάνοντας υπομονή,
επιχειρήματα αραδιάζοντας σε μια σειρά
Εκείνος σοβαρός και σιωπηλός για ώρα αρκετή
Βημάτιζε μες στο γραφείο πέρα δώθε νευρικά
  
Και επιτέλους είπε:  Εντάξει!
Δε γίνεται παρά τη θέλησή σας να σωθείτε
Όμως να ξέρετε: αποτολμώντας αυτή την πράξη,
Τα πάντα κινδυνεύετε να στερηθείτε!

«Τι άλλο άραγε μπορώ να στερηθώ;»
-Ακολουθώντας το σύζυγό σας αγαπητό,
Να παραιτηθείτε οφείλετε γραπτώς
Όλων των δικαιωμάτων σας δυστυχώς!

Έκανε μια παύση βαρυσήμαντη ο πονηρός,
περίμενε κάποιο όφελος της προκοπής
απ΄τα λόγια που έπεσαν σαν κεραυνός
Μα η απάντηση που πήρε ήταν η εξής:

«Στρατηγέ, αν και έχετε ψαρά μαλλιά ,
φέρεστε σαν ένα άβγαλτο μωρό!
τα προνόμια αυτά τα παίρνετε στα σοβαρά
και τα προσκυνάτε σαν θεό;

Ενώ εγώ τα θεωρώ γελοία και μηδαμινά 
Πού΄ν ΄ το χαρτί; Να βάλω αμέσως την υπογραφή!
Να απαλλαγώ το συντομότερο απ΄αυτά!
Αρκεί τ΄άλογα να πάρω αυτοστιγμεί!..»

Κυβερνήτης

Θεέ μου! ... Έχετε τρελαθεί!
Αν υπογράψετε ετούτο το χαρτί
σε στιγμή γινόσαστε φτωχή
Μια λαϊκή γυναίκα, ταπεινή

Θα αναγκαστείτε όλα να τα΄αποχωριστείτε  
Όλα όσα σας έχουν κληροδοτηθεί απ΄τον πατέρα
Όλα όσα έπρεπε να τα διαδεχτείτε
με κληρονομιά εσείς ως θυγατέρα

Να χάσετε τους τίτλους ιδιοκτησίας
Μαζί με τίτλο ευγενείας!
Όχι, σκεφτείτε το καλά, -
Θα περάσω αργότερα να σας δω ξανά!..

Έφυγε και έλειπε ολόκληρη τη μέρα…
Η πριγκίπισσα πήγε να τον βρει μονάχη,
αδύναμη ίδια φτερό εκτεθειμένο στον αέρα
σαν έπεσε της νύχτας το σκοτάδι.

Δεν έγινε δεκτή απ΄το στρατηγό
για λόγους αδιαθεσίας…
πέντε μέρες όσο ο πρώτος είχε πυρετό
εκείνη ζούσε ώρες αγωνίας.

Την έκτη ήρθε αυτοπροσώπως
Και της ανακοίνωσε ορθά κοφτά:
- Δεν μου επιτρέπει, Πριγκίπισσα, ο νόμος  
να σας δώσω τα άλογα ταχυδρομικά!

Θα σας οδηγήσουν πεζή με την υπόλοιπη πομπή
Συνοδευόμενη απ΄τη φρουρά…

Πριγκίπισσα

                        Χριστέ και Παναγιά!
Μα έτσι θα περάσουν μήνες στη διαδρομή;

Κυβερνήτης

Την άνοιξη με το καλό θα φτάσετε εκεί,

Στο Νέρτσινσκ δηλαδή,
Αν δεν πεθάνετε στο μεταξύ στο δρόμο.
Καθώς οφείλουν οι δεσμώτες απ΄το νόμο
4 βέρστια διανύοντας την ώρα να περπατούν σερί.

Με μόλις ένα διάλειμμα το μεσημέρι  
Και μια ανάπαυση λειψή ως του ηλίου ανατολή.
Και άμα τους πετύχει η χιονοθύελλα στη διαδρομή
σκάβουν λαγούμια μες στο χιόνι με το χέρι!

Μάλιστα υπάρχουν αναρίθμητες καθυστερήσεις
Ένας πέφτει απ΄την κούραση, ο άλλος λιποθυμά…

Πριγκίπισσα

Δεν κατάλαβα πολύ καλά, θέλω εξηγήσεις
Τι πάει να πει η συνοδεία με φρουρά;

Κυβερνήτης

Με τη συνοδεία την ένοπλη κοζακική φρουρά
οδηγούμε στα κάτεργα πομπές
με καταδίκους και ληστές
δεμένους με αλυσίδες και δεσμά.

Όλο φασαρίες προκαλούν στο δρόμο
Για να το σκάσουν στη ζούλα απ΄το νόμο
Γι΄αυτό τους δένουν με σκοινιά
Τον έναν στον άλλον κολλητά.

Δυσβάσταχτη ετούτη η πεζοπορία!
Και άμα ξεκινήσει μια ολάκερη πομπή
Μέχρι του Νέρτσινσκ τα ορυχεία
Δε φτάνει ούτε η μισή!

Ψοφούν σαν μύγες καθοδόν
Ιδίως το δριμύ χειμώνα
Και εσείς; Με το παρδόν
Γυρίστε κάλιο στο σπίτι σας, κοκώνα!

Πριγκίπισσα

Ω! Το περίμενα …  δε θέλει και μεγάλη εξυπνάδα
Μα είστε… είστε ένας ραδιούργος!...
Έχει περάσει μια ολόκληρη βδομάδα…
Καρδιά δεν έχετε, είστε σωστός κακούργος!

Γιατί να μην το πείτε απ΄την αρχή; …
Ήδη θα βάδιζα στο δρόμο…
Διατάξτε να μαζευτεί μια καινούρια πομπή-
Εδώ και τώρα Ξεκινάω! Δίχως φόβο!...

Όχι! Θα φύγετε με άμαξα κανονικά!
Αναφώνησε ο γερο-στρατηγός στα ξαφνικά,

Καλύπτοντας τα μάτια του με χέρι
Θεέ μου σας έχω υποβάλει σε βάσανο τρανό
(Ένα δάκρυ κύλησε κάτω από το χέρι
Μουσκεύοντας το μουστάκι του λευκό).

Να με συμπαθάτε! Βασανίζοντας εσάς,
Βασανιζόμουν κι εγώ ο ίδιος φουκαράς,
Μα μου΄χαν δώσει εντολή ρητή
Να βάζω εμπόδια μη φτάσετε ποτέ στη φυλακή!

Σάμπως αυτό δεν έκανα κι εγώ ως στρατηγός;
Έκανα όλα όσα μπορεί ένας θνητός,
Ενώπιον του τσάρου η δική μου η ψυχή
Μάρτυς μου θεός, είναι καθαρή!

Με της φυλακής ξηρά τροφή,
Με την έγκλειστη ζωή,
Με της πορείας την ντροπή
μες στων καταδίκων την πομπή

Να σας τρομάξω προσπαθούσα
Βράχος εσείς όσο και να σας τρομοκρατούσα
Ακόμα και να με τιμωρήσουν για ανυπακοή
Με καρατόμηση άδικη και σκληρή

Δε θέλω, δεν μπορώ, δεν έχω σθένος ηθικό
Να σας βασανίζω και άλλη ώρα …
στο άψε σβήσε θα φτάσουμε εκεί με καλπασμό
(ανοίγοντας την πόρτα φωνάζει)
Βρε, ζέψτε άλογα εδώ και τώρα!








 * Το Τιουμέν είναι η παλαιότερη ρωσική πόλη στη Σιβηρία.


 * Ο Γενισέι είναι ποταμός της κεντρικής Ρωσίας και αποτελεί το μεγαλύτερο ποτάμιο σύστημα που εκβάλλει στον Αρκτικό ωκεανό. Οι κάτοικοι της Σιβηρίας αποκαλούν τον ποταμό πατερούλη Γενισέι.
Η ρωσική κατάκτηση της Σιβηρίας άρχισε το 1580, όταν ο Ερμάκ Τιμοφέγεβιτς μαζί με τους Κοζάκους του εισέβαλε στο χανάτο της Σιβηρίας.








Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο