Βενέδικτος Γιεροφέγιεφ, μτφρ. (Ρανελέ - Ριζίκοβα)

Μόσχα - Πετουσκί

Ποίημα ή Ποιητικό αφήγημα (ΣτΜ: ποιητικό παραλήρημα ή ρωσική εκδοχή της Οδύσσειας, περιπλάνηση-παραλήρημα στη θάλασσα από βότκα)

Σημείωμα του συγγραφέα
Προς μεγάλη μας τύχη η πρώτη έκδοση του «Μόσχα-Πετουσκί» δεν πήγε για ανατύπωση και ως εκ τούτου εξαντλήθηκε πολύ γρήγορα. Από τότε έλαβα πολλά επικριτικά σχόλια για το κεφάλαιο «Σφυροδρέπανο –Καρατσάροβο», πράγμα που ήταν εντελώς άδικο. Και αυτό επειδή στον πρόλογο της πρώτης έκδοσης είχα προειδοποιήσει όλες τις δεσποινίδες ότι καλό είναι να παραλείψουν και να μη διαβάσουν καθόλου το κεφάλαιο «Σφυροδρέπανο – Καρατσάροβο», γιατί εκεί μετά τη φράση «Και το ήπια μονορούφι» ακολουθούσε μιάμιση σελίδα καθαρό βρισίδι και ότι σ΄όλο αυτό το κεφάλαιο δεν υπήρχε ούτε μια λέξη που υπό άλλες συνθήκες θα μπορούσε να περάσει από τη λογοκρισία εκτός από τη φράση «Και το ήπια μονορούφι». Δυστυχώς με αυτή την εντελώς ευσυνείδητη προειδοποίηση κατάφερα ακριβώς το αντίθετο, ότι δηλαδή όλοι οι αναγνώστες, ιδιαίτερα δε οι δεσποινίδες, ευθύς εξαρχής καταπιάνονταν με το κεφάλαιο «Σφυροδρέπανο – Καρατσάροβο», χωρίς καν να διαβάσουν τα προηγούμενα κεφάλαια, χωρίς καν να διαβάσουν τη φράση «Και το ήπια μονορούφι». Για το λόγο αυτό θεώρησα σκόπιμο στη δεύτερη έκδοση να προβώ σε αυτολογοκρισία αφαιρώντας από το κεφάλαιο «Σφυροδρέπανο – Καρατσάροβο» όλα τα βρισίδια. Θα΄ναι καλύτερα έτσι, πρώτον επειδή θα με διαβάζουν χωρίς να παραλείπουν τίποτα και δεύτερον δε θα νιώθουν ότι αυτό που διαβάζουν τους προσβάλλει.                                            
Β. Γιερ. 
Στον Βαντίμ Τίχονοφ, αγαπημένο πρωτότοκο τέκνο, αφιερώνει ο συγγραφέας αυτές τις τραγικές σελίδες.

Μόσχα. Καθοδόν προς τον σιδηροδρομικό σταθμό Κούρσκι

Όλος ο κόσμος λέει: Κρεμλίνο, Κρεμλίνο. Έχω ακούσει όλους να μιλάνε για το Κρεμλίνο και όμως δεν το΄χω δει ούτε μια φορά. Τόσες φορές  (μυριάδες φορές) σε κατάσταση μέθης ή την επομένη της κραιπάλης έχω διασχίσει όλη τη Μόσχα απ΄άκρη σ΄άκρη, απ΄τον Βορρά προς τον Νότο και απ΄τη Δύση προς την Ανατολή, διαγώνια και σταυρωτά και δεν το΄χω πετύχει ούτε μια φορά.

Δεν το΄χα πετύχει ούτε χθες, - αν και όλο το βράδυ γυρόφερνα εκεί κοντά και όχι ότι ήμουν πολύ μεθυσμένος: με το που βγήκα στο σταθμό Σαβιόλοβο, για αρχή ήπια μόλις ένα ποτήρι της «Ζουμπρόφκα»[u1] , μιας και εκ πείρας γνωρίζω ότι δεν έχει εφευρεθεί ακόμα κάτι καλύτερο για θεραπευτικό πρωινό αφέψημα.

Λοιπόν έχουμε και λέμε: ένα ποτήρι της «Ζουμπρόφκα». Και ύστερα – στην (οδό) Καλιάγιεφσκα – ένα δεύτερο ποτήρι, αυτή τη φορά όχι της «Ζουμπρόφκα», μα της «Κοριάντροβα[u2] ». Ένας γνωστός μου΄λεγε ότι η «Κοριάντροβα» επιδρά εντελώς απάνθρωπα στον ανθρώπινο οργανισμό, ήτοι τονώνει όλα του τα μέλη και χαλαρώνει την ψυχή του. Με μένα για κάποιο λόγο συνέβη ακριβώς το αντίθετο, δηλαδή η ψυχή μου τονώθηκε όσο δε γίνεται ενώ όλα τα μέλη μου παρέλυσαν εντελώς, παρόλα αυτά συμφωνώ και επαυξάνω ότι είναι άκρως απάνθρωπο παρασκεύασμα. Γι΄αυτό επιτόπου εκεί, στην Καλιάγιεφσκα, κοπάνησα ακόμα δύο μεγάλα ποτήρια μπύρα «Ζιγκουλιόφσκογιε» και ένα μπουκάλι κρασί «Άλμπ – ντε – ντεσσέρτ[u3] » πίνοντάς το κατευθείαν απ΄τη φιάλη.

Σίγουρα θα θελήσετε να με ρωτήσετε: και μετά, Βένιτσκα, τι έχεις πιει μετά; Ούτε και ο ίδιος καλά καλά θυμάμαι τι έχω πει. Θυμάμαι όμως – αυτό το θυμάμαι ξεκάθαρα – ότι στην οδό Τσέχοφ έχω πιει δύο ποτήρια της «Οχότνιτσγια[u4] ». Θα μπορούσα τάχα να διασχίσω το δακτύλιο Σαντόβογιε, χωρίς να βρέξω το λαρύγγι μου; Με τίποτα. Άρα σίγουρα έχω πιει και κάτι άλλο.

Και μετά κατευθύνθηκα προς το κέντρο και αυτό επειδή πάντα μου συμβαίνει το ίδιο πράγμα: όποτε αναζητώ το Κρεμλίνο, βρίσκομαι απαρέγκλιτα στον σιδηροδρομικό σταθμό Κούρσκι. Και πράγματι ενώ έπρεπε να πάω στον σταθμό Κούρσκι και όχι στο κέντρο κατευθύνθηκα προς το κέντρο για να ρίξω τάχα έστω μια ματιά στο Κρεμλίνο: έτσι κι αλλιώς ήμουν βέβαιος ότι δεν επρόκειτο να το δω αντί αυτού ο δρόμος θα μ΄έβαγαζε ακριβώς μπροστά στον σταθμό.

Τώρα μου΄ρχεται να κλάψω απ΄το θυμό. Και φυσικά δε θυμώνω που δεν κατάφερα χθες να βγω στον σταθμό Κούρσκι. (Σιγά τα ωά: δεν βγήκα χθες – θα βγω σήμερα). Και σίγουρα ούτε επειδή ξύπνησα το πρωί στο πλατύσκαλο μιας άγνωστης πολυκατοικίας (όπως μαρτυρούσαν τα στοιχεία, χθες βράδυ κάθισα σ΄ένα σκαλοπάτι της πολυκατοικίας, ήταν το σαρακοστό από κάτω, σφίγγοντας στην αγκαλιά μου, ακριβώς πάνω στην καρδιά το βαλιτσάκι μου – σ΄αυτή την κατάσταση με πήρε ο ύπνος). Κι όμως δεν έχω θυμώσει γι ΄αυτό. Έχω θυμώσει για έναν άλλο λόγο: μόλις τώρα υπολόγισα ότι από την οδό Τσέχοφ μέχρι αυτήν εδώ την πολυκατοικία είχα ξοδέψει για πιόμα ακόμα έξι ρούβλια, μα τι και πού τα΄πινα; Και με πια σειρά; Ήταν άραγε ευεργετικό ή επιζήμιο για τον οργανισμό μου; Κανείς δεν το γνωρίζει και δεν πρόκειται πια να το μάθει ποτέ, όπως δεν πρόκειται ποτέ να μάθουμε πότερος σκότωσε, ο τσάρος Μπορίς (ΣτΜ.: Γκοντουνόφ) το τσαρόπουλο Δημήτριο ή το ανάποδο;

Δεν είχα την παραμικρή ιδέα τι σόι πολυκατοικία ήταν αυτή, πράγμα για το οποίο ακόμα και τώρα παραμένω σε πλήρη άγνοια, αλλά αυτό είναι απολύτως φυσιολογικό. Όλα τα γεγονότα στον κόσμο πρέπει να εκτυλίσσονται αργά και ανορθόδοξα, ώστε ο άνθρωπος να παραμένει μουδιασμένος, ανίκανος να αντιδράσει και πάντα να νιώθει θλιμμένος και χαμένος.

Βγήκα έξω όταν πια είχε χαράξει. Όλοι γνωρίζουν – όλοι όσοι έτυχε όντας τύφλα στο μεθύσι να βρεθούν μέσα σε μια άγνωστη πολυκατοικία και να την εγκαταλείψουν το χάραμα – όλοι αυτοί γνωρίζουν τι λογής βάρος μου πλάκωνε την καρδιά καθώς κατέβαινα αυτά τα σαράντα σκαλοπάτια της άγνωστης για μένα πολυκατοικίας και με τι λογής βάρος κατάφερα να βγω έξω.

«Όλα καλά, - είπα στον εαυτό μου, - όλα εντάξει. Να εκεί πέρα υπάρχει ένα φαρμακείο, δεν το βλέπεις; Το βλέπεις. Και εδώ ορίστε ένας μαλάκας με το καφέ μπουφάν σέρνεται στο πεζοδρόμιο. Και αυτό το βλέπεις. Ησύχασε λοιπόν. Όλα βαίνουν καλώς. Βένιτσκα, αν θες να πας αριστερά, τράβα αριστερά δεν σε εξαναγκάζω σε κάτι που δε το θες. Αν πάλι θες να πας δεξιά – τράβα δεξιά».

Τράβηξα λοιπόν δεξιά, σαλεύοντας απ΄το κρύο και απ΄τον καημό, ναι, ναι, απ΄το κρύο και απ΄τον καημό. Ω, αυτό το πρωινό άχθος μες στην καρδιά! Ω, απατηλή αίσθηση της καταστροφής και του ανεπανόρθωτου! Τι υπερέχει σ΄αυτό το άχθος που κανείς δεν κατάφερε ως τώρα να το προσδιορίσει: σμπαράλιασμα ή ναυτία; νευρική εξάντληση ή θανατερή πλήξη που φωλιάζει κάπου κοντά στην καρδιά; Και αν όλα αυτά συνυπάρχουν ισομερώς, τότε και πάλι κάτι μέσα σ΄όλα αυτά πρέπει να υπερέχει, τι όμως: μούδιασμα ή ρίγος;

«Όλα καλά, - είπα μέσα μου, - καλύψου μη σε χτυπάει ο αέρας και τράβα σιγά σιγά μπρος. Και ανάσανε αριά αριά. Να ανασαίνεις έτσι που να μην τρεκλίζουν τα πόδια σου και να μη χτυπάνε μεταξύ τους τα γόνατά σου. Και τράβα όπου θες αρκεί να προχωράς μπροστά. Δεν έχει σημασία πού. Ακόμα και αριστερά να πας, θα βρεθείς στον σταθμό Κούρσκι, και ευθεία να πας – πάλι θα φτάσεις στον σταθμό Κούρσκι. Γι΄αυτό τράβα δεξιά για να βρεθείς σίγουρα εκεί πέρα».

Ω, ματαιότης! Ω, προσκαιρότης! Ω, η ώρα της μεγαλύτερης αδυναμίας και ταπείνωσης για το λαό μου - διάστημα από το χάραμα ως το άνοιγμα των καταστημάτων! Πόσες αχρείαστες άσπρες τρίχες εκείνο πρόσθεσε στα κεφάλια όλων μας που είμαστε θλιμμένοι, άστεγοι και περιπλανώμενοι! Τράβα, Βένιτσκα, τράβα.

Μόσχα. Πλατεία του σταθμού Κούρσκι

Ορίστε, λοιπόν, δεν σας τα΄λεγα μετά λόγου γνώσεως: αν πας δεξιά – όπως και δήποτε θα βγεις στον σταθμό Κούρσκι. Βένιτσκα, είχες βαρεθεί κόβοντας βόλτες, γύρευες κόσμο και φασαρία – πάρε λοιπόν να΄χεις…

- Απεταξάμην, - έκανα να αποδιώξω τις σκέψεις μου, - άραγε τι τον χρειάζομαι τον πολύ κόσμο; Άραγε τι δουλειά έχω με όλους αυτούς τους ανθρώπους; Να ακόμα και ο Σωτήρας ο ίδιος στην ίδια του τη μάνα έλεγε: «Τί ἐμοὶ καὶ σοί, γύναι;» Πόσο μάλλον εγώ - τι δουλειά έχω εγώ με όλους αυτούς τους φωνασκούντες άγνωστους ανθρώπους;

Καλύτερα να ακουμπήσω σ΄έναν στύλο και να κλείσω σφιχτά τα μάτια μου για να μην ξεράσω…

Ω! Τους έχω καταλάβει! Αυτοί είναι πάλι! Οι Άγγελοι του Κυρίου! Εσείς είστε και πάλι;
-Μάλιστα, εμείς είμαστε, - και πάλι άρχισαν να μου μιλάνε τόσο τρυφερά και νανουριστικά!...
- Όμως ξέρετε κάτι, Άγγελοί μου; - τους ρώτησα κι εγώ σιγά σιγά.
-Πες το. – απάντησαν εκείνοι.
-Έχω ένα βάρος…
-Ναι, το ξέρουμε ότι έχεις ένα βάρος, - έσυραν τραγουδιστά οι Άγγελοι. – Περπάτα λίγο για να συνέλθεις και εκεί που λες σε κάνα μισάωρο θα ανοίξουν τα παντοπωλεία: η αλήθεια είναι ότι η βότκα εκεί διατίθεται μετά τις εννέα, μα το κόκκινο κρασάκι θα στο δώσουν αμέσως…
-Κόκκινο;
-Μάλιστα, κόκκινο, - επανέλαβαν τραγουδιστά οι Άγγελοι του Κυρίου.
-Παγωμένο;
-Μάλιστα, παγωμένο…

Ω, είμαι όλος προσμονή!...

-Να εσείς λέτε: περπάτα λίγο για να συνέλθεις. Μα δεν έχω κουράγιο να περπατήσω… Αφού και μόνοι σας ξέρετε πώς είναι να περπατάς στην κατάστασή μου!..

Οι Άγγελοι δεν μου απάντησαν τίποτα. Και μετά βάλθηκαν και πάλι να ψέλνουν:

-Τότε, να τι θα κάνεις: θα πας στο εστιατόριο του σταθμού. Εκεί μπορεί να βρεις κατιτίς. Χθες βράδυ εκεί σερβίρανε γλυκύ οίνο. Αδύνατον να τον έχουν καταναλώσει όλο σε μια βραδιά!...

-Ναι, ναι, ναι. Θα πάω εκεί. Θα πάω να το τσεκάρω. Ευχαριστώ, Άγγελοί μου.

Και κείνοι έσυραν σιγά σιγά και τραγουδιστά:

-Εις υγείαν, Βένια…

Και μετά τρυφερά-τρυφερά:

- Μη μας ευχαριστείς...

Τι γλύκες που είναι!... Ας πάω λοιπόν. Τι ωραία που έχω πάρει τα πεσκέσια από τα χθες ακόμη, - Πώς θα μπορούσα να πάω στα Πετουσκί χωρίς πεσκέσια; Δε γίνεται να πάω στα Πετουσκί χωρίς δώρα. Οι Άγγελοι ήταν αυτοί που μου τα θύμισαν, επειδή εκείνοι για τους οποίους προορίζονται μοιάζουν με Αγγέλους. Καλά που τα αγόρασα… Μα πότε ακριβώς τα αγόρασες; Για θυμήσου… άντε θυμήσου…

Προχωρούσα διασχίζοντας την πλατεία – για την ακρίβεια δεν προχωρούσα, μα σερνόμουνα. Δύο ή τρεις φορές σταματούσα και κοκάλωνα για να μετριάσω το αίσθημα της ναυτίας. Μιας και ο άνθρωπος δεν έχει μόνο τη φυσική του πλευρά, αλλά έχει και την πνευματική, έχει και - κάτι παραπάνω – την μυστικιστική, την υπερπνευματική πλευρά, περίμενα από λεπτό σε λεπτό να αρχίσω να ξερνάω καταμεσής της πλατείας και από τις τρεις πλευρές αυτές. Έτσι  ξανασταματούσα και ξανακοκάλωνα.

-Και όμως ποια ώρα χθες αγόρασες τα πεσκέσια σου; Μήπως μετά από την «Οχότνιτσγια»; Όχι. Μετά απ΄την «Οχότνιτσγια» δεν είχα κουράγιο για πεσκέσια. Μήπως ανάμεσα στο πρώτο και στο δεύτερο ποτήρι της «Οχότνιτσγια»; Και πάλι όχι. Ανάμεσα σε αυτά είχαν μεσολαβήσει μόλις τριάντα δευτερόλεπτα και φυσικά δεν είμαι κάνας υπεράνθρωπος ώστε σε τριάντα δευτερόλεπτα να προλάβω να κάνω το παραμικρό. Επιπλέον ο υπεράνθρωπος θα είχε πέσει ξερός αμέσως μετά το πρώτο ποτήρι της «Οχότνιτσγια» χωρίς καν ν΄ακουμπήσει το δεύτερο… Και όμως πότε; Σπλαχνικέ Κύριε, πόσα μυστήρια μας επιφυλάσσει ο κόσμος! Ένα αδιαπέραστο πέπλο μυστηρίου! Άραγε πριν την «Κοριάντροβα» ή ανάμεσα στις μπύρες και το «Άλμπ-ντε-ντεσσέρτ»;

Μόσχα. Εστιατόριο στον σταθμό Κούρσκι

Μπα αποκλείεται μεταξύ της μπύρας και του «Άλμπ-ντε-ντεσσέρτ», ανάμεσα σε αυτά τα δύο δεν είχα κάνει καθόλου διάλειμμα. Ενώ πριν την «Κοριάντροβα» - θα μπορούσα να το΄χω κάνει άνετα. Μάλλον τα πράγματα έγιναν ως εξής: τα καρύδια τα αγόρασα πριν την «Κοριάντροβα», ενώ τα σοκολατάκια – μετά. Ίσως και ανάποδα: έχοντας πιει την «Κοριάντροβα» …

-Τα οινοπνευματώδη – γιοκ, - είπε ένας μπράβος και με κοίταξε από πάνω προς τα κάτω σάμπως να΄μουν ένα ψοφίμι ή μια καχεκτική νεραγκούλα.

«Τα οινοπνευματώδη – γιοκ!!!»

Αν και σφίχτηκα από απόγνωση, κατάφερα να ψελλίσω ότι δεν ήρθα διόλου για αυτό. Άλλωστε υπήρχαν τόσοι και τόσοι λόγοι για τους οποίους θα μπορούσα να΄ρθω. Θα μπορούσε για παράδειγμα η αναχώρηση της ταχείας μου με προορισμό το Περμ για κάποιο λόγο να΄χει καθυστέρηση και να λοιπόν έχω έρθει από δω να φάω ένα Στρογκανόφ, να ακούσω κάτι του Ιβάν Κοζλόφσκι ή κάτι τέλος πάντων απ΄ τον «Κουρέα (της Σεβίλλης)»

Τελικά κατάφερα να περάσω μέσα το βαλιτσάκι μου και όπως ψες στην πολυκατοικία το΄σφιξα πάνω στην καρδιά μου περιμένοντας να παραγγείλω.

Τα οινοπνευματώδη - γιοκ! Επουράνια Τσαρίνα των ουρανών! Αν πιστέψουμε τους Αγγέλους, εδώ το καλό γλυκό κρασί δεν στερεύει ποτέ. Και τώρα - έχει μείνει μονάχα η μουσική και αυτή σε κάποιες τονικότητες που θα ταίριαζαν περισσότερο σε σκυλάδικα. Και πράγματι τραγουδά ο Ιβάν Κοζλόφσκι, τον έχω καταλάβει αμέσως, πιο χάλια φωνή δεν υπάρχει. Όλες οι φωνές όλων των τραγουδιστών είναι το ίδιο απαίσιες, αλλά στον καθένα απαίσιες με διαφορετικό τρόπο. [u5] Γι΄αυτό εξάλλου τους ξεχωρίζω εύκολα με το αφτί… Και βέβαια είναι ο Ιβάν Κοζλόφσι… «Ο-ο-ο, το κύπελλο των προ-ο-ογόνων μου… [u6] Ο-ο-ο, δώσ΄ μου να σε θαυμάσω κάτω απ΄το φως του έναστρου ουρανού» … «Ο-ο-ο, πόσο πολύ είμαι μαγεμέ-ε-ενος από σένα… Μη με αποδιώ-ω-ωχνεις»…

-Τι θα παραγγείλετε;

- Μονάχα τη μουσική σερβίρετε;

-Γιατί «μονάχα τη μουσική»; Έχουμε Στρογκανόφ, πάστες. Πατσά[u7] 

Πάλι κόντεψα να ξεράσω.

-Μήπως έχετε γλυκύ οίνο;

-Ο γλυκύς οίνος μας έχει τελειώσει.

-Περίεργο. Έχετε πατσά και δεν έχετε γλυκύ οίνο!

-Μάλιστα. Πολύ περίεργο. Δεν έχουμε γλυκύ οίνο, αλλά έχουμε πατσά.

Επιτέλους η σερβιτόρα ξεκουμπίστηκε αφήνοντάς με να αποφασίσω τι θα πάρω. Κι εγώ για να μην ξεράσω βάλθηκα να περιεργάζομαι τον πολυέλαιο που κρεμόταν πάνω από το κεφάλι μου…

Ωραίος ο πολυέλαιος, μα πολύ βαρύς. Άμα στα καλά του καθουμένου κοπεί και πέσει σε κανενός κεφάλι, - θα πονέσει φριχτά… Μπα μάλλον δε θα προλάβει να πονέσει: την ώρα που εκείνο ξαφνικά ξελασκάρει και πέσει εσύ θα κάθεσαι ανυποψίαστος και θα πίνεις, ας πούμε, το κρασάκι σου. Και με το που σε πλησιάσει – θα φύγεις ακαριαία απ΄τον μάταιο τούτο κόσμο. Δυσβάσταχτη, βαριά σκέψη: κάθεσαι και πάνω από το κεφάλι σου επικρέμεται ένας βαρύς πολυέλαιος. Πάρα πολύ βαριά σκέψη…

Και γιατί παρακαλώ βαριά;… Αν εσύ, ας πούμε, πίνεις το κρασί σου, αν πρόλαβες δηλαδή να συνέλθεις από το χθεσινό μεθύσι πίνοντας λίγο γλυκό κρασάκι – τούτη η σκέψη δε σου φαίνεται πια και τόσο βαριά… Αν όμως κάθεσαι μετά από κραιπάλη χωρίς να προλάβεις να πιεις έστω μια γουλιά για να συνέλθεις και δε σου σερβίρουν λίγο απ΄τον γλυκύ οίνο ενώ πάνω από το κεφάλι σου επικρέμεται ένας πολυέλαιος – αυτό είναι πια δυσβάσταχτο… Η σκέψη αυτή είναι πάρα πολύ βασανιστική. Είναι μια σκέψη που δεν μπορεί να την αντιπαλέψει όποιος κι όποιος, ιδίως μετά από κραιπάλη…


Θα συμφωνούσες άραγε αν σου πρότειναν το εξής: σου σερβίρουμε 800 γραμμάρια γλυκύ οίνο αντί αυτού όμως λασκάρουμε τον πολυέλαιο που κρέμεται πάνω από το κεφάλι σου και…

-Έχετε αποφασίσει λοιπόν; Θα πάρετε κάτι;

- 800 γραμμάρια γλυκύ οίνο παρακαλώ.

-Θα΄σαι φτιαγμένος! Αφού σου΄ξήγησα απλά και ξάστερα: δεν έχουμε γλυκύ οίνο!

-Τότε… θα περιμένω… πότε θα σας τον φέρουν…

-Καλά περίμενε … και θα δεις!... Τώρα θα το λουστείς το κρασάκι σου!

Και η σερβιτόρα ξεκουμπίστηκε πάλι αφήνοντάς με σε ησυχία. Κοίταξα ξοπίσω της με αηδία. Ιδίως ήμουν αηδιασμένος από το λευκό της καλσόν χωρίς ραφή, η ραφή θα με συμφιλίωνε, ίσως ακόμα και να ξαλάφρωνε την ψυχή και τη συνείδησή μου…

Γιατί άραγε όλοι τους να΄ναι τόσο αγενείς; Ε; Και όχι απλώς αγενείς, αλλά επιδεικτικά αγενείς ιδίως εκείνες τις στιγμές όταν δεν πρέπει κανείς να είναι αγενής, όταν τα νεύρα του ανθρώπου μετά από  κραιπάλη έχουν γίνει τσατάλια, όταν είναι λιγόψυχος και πράος. Γιατί έτσι;! Ο, αν όλος ο κόσμος, αν ο κάθε ένας στον κόσμο ήταν όπως είμαι εγώ αυτή τη στιγμή, πράος και φοβισμένος, όλο αμφιβολίες  για την ταπεινή μου ύπαρξή και την θεσούλα μου κάτω απ΄τον ήλιο – πόσο καλά θα ήταν! Δε θα υπήρχαν ούτε οι ένθερμοι εθελοντές ούτε τα ένδοξα ανδραγαθήματα ούτε τα εξημμένα πάθη! – Θα επικρατούσε μια γενικευμένη λιποψυχία. Θα δεχόμουν να ζήσω μια αιωνιότητα πάνω στη γη εάν μου έδειχναν μια γωνιά όπου τα ανδραγαθήματα δεν έχουν θέση. «Η γενικευμένη λιποψυχία» - μα αυτό είναι η σωτηρία απ΄όλες τις συμφορές, είναι η πανάκεια, είναι ο ορισμός της μεγίστης τελειότητας! Όσο για δραστήριες προσωπικότητες…

- Ποιος εδώ πέρα ζητάει γλυκύ οίνο;!..

Πάνω μου είχαν γείρει δυο γυναίκες και ένας άντρας, όλοι τους ήταν ντυμένοι στα λευκά. Σήκωσα τα μάτια μου για να τους κοιτάξω – ο, πόση σύγχυση και απρέπεια θα΄κρυβαν τα μάτια μου – το΄χα καταλάβει απ΄τα δικά τους επειδή μέσα τους είχαν καθρεφτιστεί και η σύγχυση και η απρέπειά μου… Κι αμέσως λούφαξα έχοντας γίνει ένα ψυχικό ράκος.

- Μα εγώ… δεν το πολυζητάω. Δεν με πειράζει, θα περιμένω… έτσι απλά…

-Τι πάει να πει «έτσι απλά»!.. Τι ακριβώς «θα περιμένετε»!..

-Μα σχεδόν τττίποτα… Λίγα πππράγματα... Απλά θα φύγω για Πετουσκί, πάω στην καλή μου (χα-χα! «στην καλή μου!») – έχω αγοράσει και πεσκέσια…

Εκείνοι ως δήμιοι περίμεναν τι άλλο θα τους πω.

-Μα είμαι… από Σιβηρία, είμαι ορφανός… Και για να μην ξεράσω… θέλω λίγο γλυκό κρασάκι.

Κακώς ξανανάφερα το κρασί, πολύ κακώς! Αυτό τους έκανε αμέσως να εκραγούν. Και οι τρεις μαζί με έσυραν σηκωτό μέσα από την αίθουσα – ο, οδύνη ενός τέτοιου διασυρμού! – με έσυραν μέσα απ΄όλη την αίθουσα και μ΄έσπρωξαν έξω. Στο κατόπι μου΄ριξαν και το βαλιτσάκι μου με τα πεσκέσια.

Και πάλι έξω, στον καθαρό αέρα! Ω, αέρα κοπανιστέ! Ω, άγριο μειδίαμα της ανθρώπινης ύπαρξης!

Μόσχα. Καθοδόν απ΄το παντοπωλείο προς το τρένο

Το τι συνέβη στη διαδρομή απ΄το εστιατόριο προς το παντοπωλείο και από το παντοπωλείο προς το τρένο – δεν μπορεί να το αρθρώσει καμιά ανθρώπινη γλώσσα. Δε θα το επιχειρήσω ούτε κι εγώ. Και αν το αποπειραθούν οι Άγγελοι, θα ξεσπάσουν σε κλάμα και δε θα μπορέσουν να μιλήσουν απ΄τ΄αναφιλητά τους.

Ας κάνουμε το εξής – ας τιμήσουμε αυτές τες δυο θανάσιμες ώρες τηρώντας ενός λεπτού σιγή. Να τις θυμάσαι, Βένιτσκα, αυτές τις ώρες. Σε πιο λαμπρές και σε πιο ακτινοβόλες ημέρες της ζωής σου – μην τις λησμονάς. Αυτές δεν πρέπει να επαναληφθούν. Απευθύνομαι σ΄όλους τους συγγενείς και γνωστούς, σ΄όλους τους ανθρώπους καλής θέλησης, απευθύνομαι σ΄όλους  που οι καρδιές τους είναι ανοιχτές να προσλαμβάνουν την ποίηση και να συμπάσχουν. 

Αφήστε στην άκρη όλες τις ασχολίες σας και ας σταματήσουμε για να τιμήσουμε από κοινού με ενός λεπτού σιγή εκείνο που είναι ανομολόγητο. Εάν κατά τύχη έχετε πρόχειρα καμιά κόρνα – πατήστε την.

Ιδού. Κι εγώ σταματώ να προχωρώ και ακριβώς επί ένα λεπτό κάθομαι σαν στήλη άλατος καταμεσής της πλατείας του σταθμού Κούρσκι κοιτάζοντας με ένα θολό βλέμμα το ρολόι του σταθμού. Τα μαλλιά μου μια ανεμίζουν, μια σηκώνονται κάγκελο και ξανά ανεμίζουν. Τα ταξί με προσπερνούν και από τις τέσσερεις μεριές. Το ίδιο και οι άνθρωποι εντούτοις με λοξοκοιτούν παράξενα: μάλλον σκεπτόμενοι αν πρέπει ή δεν πρέπει να σμιλευτεί σε μάρμαρο η δική μου μορφή έτσι όπως είναι στην παρούσα κατάσταση, δηλαδή ένα αριστούργημα που θα το ζήλευαν ακόμα και οι αρχαίοι πολιτισμοί.  

Και ξαφνικά όλη αυτήν την γεμάτη κατάνυξη στιγμή την διαταράσσει μια βαριά γυναικεία φωνή που έρχεται απ΄το πουθενά.

«Προσοχή! Η αμαξοστοιχία με προορισμό τον σταθμό Πετουσκί αναχωρεί από την αποβάθρα υπ΄ αριθμόν 4 στις 8 και 16 ακριβώς. Στάσεις θα πραγματοποιηθούν στους σταθμούς: Σφυροδρέπανο, Τσούχλινκα, Ρεούτοβο, Σιδηροδρομική και στη συνέχεια κανονικά σ΄όλους τους σταθμούς της γραμμής πλην του Γιέσινο».

Εντούτοις εγώ εξακολουθώ να στέκομαι ακίνητος.

«Επαναλαμβάνουμε! Η αμαξοστοιχία με προορισμό τον σταθμό Πετουσκί αναχωρεί από την αποβάθρα υπ΄ αριθμόν 4 στις 8 και 16 ακριβώς. Στάσεις θα πραγματοποιηθούν στους σταθμούς: Σφυροδρέπανο, Τσούχλινκα, Ρεούτοβο, Σιδηροδρομική και στη συνέχεια κανονικά σ΄όλους τους σταθμούς της γραμμής πλην του Γιέσινο».

Και να ορίστε. Το λεπτό σιγής έχει περάσει. Και τώρα όλοι εσείς με βομβαρδίζετε με τις ερωτήσεις: «Έρχεσαι από το παντοπωλείο, Βένετσκα, έτσι δεν είναι;»

-Ναι, - σας απαντώ, - απ΄το παντοπωλείο. – Και ο ίδιος συνεχίζω να προχωρώ προς την αποβάθρα, γέρνοντας το κεφάλι μου προς τα αριστερά.

-Το βαλιτσάκι σου έχει βαρύνει πια, έτσι δεν είναι; Και η καρδιά σου παίζει ταμπούρλο; Ισχύει, έτσι δεν είναι;

-Όπως το βλέπει κανείς! – απαντώ γέρνοντας το κεφάλι μου στα δεξιά. –Το βαλιτσάκι όντως έχει γίνει βαρούτσικο. Όσο για το ταμπούρλο είναι ακόμα νωρίς να πούμε το οτιδήποτε…

-Κι όμως, Βένιτσκα, τι είναι αυτό που έχεις αγοράσει; Πεθαίνουμε απ΄την περιέργεια…

-Το΄χω καταλάβει ότι σας τρώει η περιέργεια. Μισό να απαριθμήσω:
πρώτον, δυο μπουκάλια της Κουμπάνσκαγια με δυο εξήντα δύο το ένα, σύνολο πέντε και είκοσι τέσσερα. Παρακάτω: δυο καραφάκια της Ρωσσίσκαγια με ένα ρούβλι και εξήντα τέσσερα καπίκι. Πέντε και είκοσι τέσσερα συν τρία και είκοσι οκτώ μας κάνουν οχτώ ρούβλια και πενήντα δυο καπίκι. Προσθέστε και ένα κόκκινο κρασί. Περιμένετε να θυμηθώ ποιο ακριβώς. Ναι – ένα δυνατό ροζέ με ένα και τριάντα επτά.

-Λοιπ-οοόν, - με ρωτάτε, -ποιος είναι ο τελικός απολογισμός; Μιας και μας τρώει η περιέργεια…

Τώρα αμέσως θα σας πω τον τελικό απολογισμό.

-Ο τελικός απολογισμός είναι εννιά ρούβλια και ογδόντα εννιά καπίκι, - λέω φτάνοντας στην αποβάθρα. – Μα αυτό δεν είναι ο τελικός τελικός απολογισμός. Αφού έχω πάρει και δυο σάντουιτς για να μην ξεράσω.

-Βένετσκα, ήθελες να πεις: «για να μην ανακατευτώ»;

-Όχι. Αυτό που είπα. Το πρώτο ποτήρι δεν μπορώ να το πιω χωρίς το μεζέ, επειδή υπάρχει περίπτωση να ξεράσω. Ενώ το δεύτερο και το τρίτο μπορώ να τα πιω ξεροσφύρι, επειδή ενώ μπορεί να ανακατευτώ και σίγουρα θα ανακατευτώ, δεν πρόκειται με τίποτα να ξεράσω. Και έτσι ώσπου να φτάσω μέχρι το ένατο ποτήρι. Και εκεί πάλι θα χρειαστώ ένα άλλο σάντουιτς.

-Γιατί; Πάλι θα ανακατευτείς;

-Μπα, όχι, δεν πρόκειται πια να ανακατευτώ, μονάχα να ξεράσω.

Βέβαια, όλοι σας ακούγοντας όλα αυτά κουνάτε τα κεφάλια σας. Σας βλέπω κιόλας από δω, από τούτη τη βρεγμένη αποβάθρα πως όλοι σας που είστε σκορπισμένοι σ΄όλη μου τη χώρα, κουνάτε τα κεφάλια σας και σπεύδετε να με ειρωνευτείτε:

-Πωπώ! Πόσο σύνθετο και εκλεπτυσμένο φαντάζει όλο αυτό, Βένετσκα!

-Αμέ!

-Τι διαύγεια σκέψης! Λοιπόν αυτά είναι όλα κι όλα; Αυτά είναι όλα που χρειάζεσαι για να είσαι ευτυχισμένος; Τίποτα άλλο;

-Πώς, δηλαδή, τίποτα; - διαμαρτύρομαι, μπαίνοντας στο βαγόνι. – Αν είχα περισσότερα λεφτά, θα΄παιρνα ακόμα κάμποσες μπύρες και δύο μπουκάλια κρασί του Πόρτο, αλλά δυστυχώς…

Κι εδώ όλοι σας αρχίζετε να στενάζετε.

-Αμάν, Βένετσκα! Αμάν πόσο πρωτόγονος είσαι!

Τι να κάνω δηλαδή; Ας είμαι πρωτόγονος, λέω. Και στο εξής δε σας μιλώ. Ας είμαι πρωτόγονος. Και στις ερωτήσεις σας δεν απαντώ πια. Καλύτερα να καθίσω, να σφίξω πάνω στην καρδιά το βαλιτσάκι μου και να χαζεύω απ΄το παράθυρο. Έτσι ακριβώς. Ας είμαι πρωτόγονος!

Και εσείς όμως δε λέτε να ξεκολλήσετε:

-Μας έχεις θυμώσει;

-Όχι δα, - σας απαντώ.

-Μη μας θυμώνεις. Θέλουμε το καλό σου. Βρε κουτό, πες μας μονάχα ένα: γιατί όλη την ώρα σφίγγεις τούτο το βαλιτσάκι πάνω στην καρδιά σου; Μη μας πεις, είναι επειδή μέσα έχεις βάλει την βότκα;

Εδώ θυμώνω για τα καλά: τι σχέση έχει η βότκα;

«Αγαπητοί επιβάτες, το τρένο μας εκτελεί δρομολόγιο με προορισμό  τον σταθμό Πετουσκί. Στάσεις θα πραγματοποιηθούν στους σταθμούς: Σφυροδρέπανο, Τσούχλινκα, Ρεούτοβο, Ζελεζνοντορόζναγια` και στη συνέχεια κανονικά σ΄όλους τους σταθμούς της γραμμής πλην του Γιέσινο».

Και πράγματι τι σχέση έχει η βότκα; Βλέπω ότι δεν μπορείτε να κουβεντιάσετε για τίποτ΄άλλο εκτός απ΄τη βότκα. Τι στο καλό σας χρειάστηκε η βότκα! Εγώ άμα θέλετε να ξέρετε και στο εστιατόριο το έσφιγγα πάνω στην καρδιά μου, παρόλο που δεν την είχα μέσα. Και μες στην πολυκατοικία, αν θυμάστε, - πάλι κι εκεί το έσφιγγα αν και δεν είχε ούτε ίχνος βότκας!.. Αν θέλετε να τα ξέρετε όλα, - θα σας τα πω, περιμένετε λίγο. Στον σταθμό Σφυροδρέπανο μόλις πάρω κάνα ποτηράκι για να στανιάρω, τότε

Μόσχα – Σφυροδρέπανο

θα σας τα πω όλα με το "νι" και με το "σίγμα". Κάντε υπομονή. Αφού κι εγώ το ίδιο κάνω!

Και βέβαια, όλοι με θεωρούν αλήτη. Κάθε πρωί και ιδίως μετά την κραιπάλη κι εγώ ο ίδιος το πιστεύω για μένα. Ωστόσο δεν πρέπει κανείς να εμπιστεύεται τη γνώμη ενός ανθρώπου που δεν έχει προλάβει να στανιάρει πίνοντας κάνα ποτηράκι! Αλλά όμως τα βράδια τι άβυσσο κρύβω μέσα μου! – αυτό βέβαια με την προϋπόθεση ότι τα κοπανήσω γερά στη διάρκεια της ημέρας, - τι άβυσσος κρύβεται μέσα μου τα βράδια!

Ας είμαι. Ας είμαι ένας αλήτης. Γενικώς έχω παρατηρήσει: αν ο άνθρωπος το πρωί νιώθει χάλια ενώ το βράδυ τον κατακλύζουν λογής λογής ιδέες, οράματα, ενθουσιασμοί – ένας τέτοιος άνθρωπος είναι ένας σκέτος παλιάνθρωπος. Το γεγονός ότι το πρωί εκείνος νιώθει χάλια ενώ το βράδυ είναι στα χάι αποτελεί ένα αξιόπιστο στίγμα ενός αλήτη. Αν όμως συμβαίνει το αντίθετο – αν δηλαδή το πρωί ο άνθρωπος νιώθει ευεξία και είναι γεμάτος ελπίδες ενώ το βράδυ τον καταβάλλει ένα αίσθημα κόπωσης – αυτό πια σίγουρα δείχνει ότι ο άνθρωπος αυτός δεν είναι παρά μια τιποτένια πολυάσχολη μετριότης. Μου προκαλεί αηδία ένας τέτοιος άνθρωπος. Δεν ξέρω τι προκαλεί σε σας, αλλά σε μένα - μια σκέτη σιχαμάρα.

Φυσικά υπάρχουν και τέτοιοι, οι οποίοι νιώθουν το ίδιο ευχάριστα τόσο το πρωί όσο και το βράδυ,  απολαμβάνουν τόσο την ανατολή όσο και τη δύση, -  αυτοί λοιπόν είναι σκέτοι αλητάμπουρες, και μόνο που μιλάω για αυτούς αηδιάζω. Και άμα κάποιος νιώθει το ίδιο χάλι – τόσο το πρωί όσο και το βράδυ –  εδώ σηκώνω ψηλά τα χέρια, δεν ξέρω τι να πω - είναι ένας τελειωμένος μαλάκας, μιας κι όλα τα παντοπωλεία είναι ανοιχτά μέχρι τις 9 το βράδυ, ενώ το κατάστημα Γελισέγιεφσκι μένει ανοιχτό ως τις προχωρημένες 11 και αν δεν είσαι τελειωμένος, πάντοτε έχεις την ευκαιρία ως το βράδυ να αρθείς μέχρι κάποιου σημείου, να φτάσεις μέχρι κάποια έστω την πιο ταπεινή άβυσσο…

Λοιπόν, τι έχουμε στη διάθεσή μας;

Έβγαλα από την βαλίτσα όλα όσα είχα και τα ψηλάφισα ένα ένα προσεκτικά : από το σάντουιτς ως το δυνατό ροζέ με ένα ρούβλι και τριάντα επτά καπίκι. Τα ψηλάφισα – και ξαφνικά μου πιάστηκε η ψυχή και χλόμιασα… Κύριε, να ορίστε δες τι έχω στην κατοχή μου. Και όμως αυτό είναι που πραγματικά χρειάζομαι; Αυτό είναι που λαχταρά η καρδιά μου; Να τι μου΄δωσαν οι άνθρωποι αντί εκείνου που λαχταρά η ψυχή μου! Και αν μου΄διναν εκείνο, θα΄χα άραγε ανάγκη από τούτα; Δες τα, Κύριε, να ορίστε το δυνατό ροζέ με ένα ρούβλι και τριάντα εφτά καπίκι…

Και ο Κύριος ζωσμένος με τα γαλάζια αστροπελέκια μου απάντησε:

-Και για ποιο λόγο θαρρείς πως η Αγία Θηρεσία χρειάζεται τα στίγματα του Ιησού; Στην πραγματικότητα ούτε κι εκείνη τα χρειάζεται. Τα θέλει όμως.

-Ακριβώς! - του απάντησα με ενθουσιασμό. - Κι εγώ, κι εγώ επίσης τα θέλω αυτά, αν κι δεν τα χρειάζομαι!

" Λοιπόν, Βένιτσκα, αφού τα θες που τα θες, πιες τα" ,  - σκέφτηκα από μέσα μου περιμένοντας μην τυχόν και μου πει κάτι άλλο ο Κύριος.

Μα ο Κύριος σιωπούσε.

Καλά, λοιπόν. Πήρα ένα μικρό καραφάκι και βγήκα στον προθάλαμο. Λοιπόν. Η ψυχή μου στέναζε φυλακισμένη μες στο σώμα μου τεσσερισήμισι ώρες και τώρα θα την αφήσω να ξεσκάσει λίγο. Έχω ένα ποτήρι και ένα σάντουιτς για να μην ανακατευτώ. Έχω και την ψυχή μου που δειλά δειλά ανοίγεται για να ρουφήξει τις εμπειρίες  της ζωής. Μοιράσου μαζί μου τούτο το ταπεινό γεύμα, Κύριε!

Σφυροδρέπανο - Καρατσάροβο

Και το ήπια μονορούφι.

Καρατσάροβο -Τσούχλινκα

Και αφού το ήπια, - το είδατε και μόνοι σας πόσην ώρα στραβομουτσούνιαζα και κρατιόμουν να μην ξεράσω, πόσο σιχτίριζα και βωμολοχούσα. Μην ήταν πέντε, μην ήταν επτά, μην ήταν ακόμα και ολόκληρη η αιωνιότητα - έτσι και παραδερνόμουν μες στους τέσσερις τοίχους, σφίγγοντας [Θ8] το λαρύγγι μου, και εκλιπαρούσα το Θεό μου να μη μου κάνει κακό.

Και σ΄όλο το δρόμο μέχρι να φτάσουμε στο ίδιο το Καρατσάροβο, από το Σφυροδρέπανο μέχρι το Καρατσάροβο δηλαδή, ο Θεός μου δεν μπορούσε να εισακούσει τις προσευχές μου, -  το ποτήρι που είχα πιει καθόταν ως κόμπος κάπου ανάμεσα στο στομάχι και στον οισοφάγο, μια ανέβαινε προς τα πάνω, μια κατέβαινε κάτω. Τούτο έμοιαζε με τον Βεζούβιο, το Ερκολάνο και την Πομπηία, με τα πυροτεχνήματα της Πρωτομαγιάς στην πρωτεύουσα της χώρας μου. Κι εγώ υπέφερα και προσευχόμουν.

Και μόνο πλησιάζοντας στο Καρατσάροβο επιτέλους ακούστηκα και εισακούστηκα από τον Θεό μου. Όλα μέσα μου καταλάγιασαν και ηρέμησαν. Κι εγώ άμα τύχει να ηρεμήσω και να καταλαγιάσω δεν υπάρχει περίπτωση να ξανακυλήσω στη πρότερη κατάσταση. Να΄στε σίγουροι. Επειδή σέβομαι τη φύση, θα΄ταν άκομψο να της επιστρέψω τα δώρα της... Συμφωνείτε;

Ίσιαξα όπως όπως τα μαλλιά μου και γύρισα μες στο βαγόνι. Ο κόσμος με κοίταξε σχεδόν αδιάφορα με τα ορθάνοιχτα και μάλλον άπραγά τους μάτια ...

Μ' αρέσει αυτό. Μ΄αρέσει ότι ο λαός της χώρας μου έχει τόσο ανέκφραστα και ορθάνοιχτα μάτια. Τούτο δικαιολογημένα με γεμίζει αίσθημα εθνικής υπερηφάνειας... Μπορείτε να φανταστείτε τι μάτια υπάρχουν εκεί, όπου όλα πωλούνται και αγοράζονται:... Μάτια προσποιητά, πονηρά, αρπαχτικά και φοβισμένα... Πληθωρισμός, διαφθορά, ανεργία, φτώχεια... Σε κοιτάνε δύσπιστα με τη μόνιμη ανησυχία και αγωνία - να τι μάτια υπάρχουν στον κόσμο όπου κυβερνά το παραδάκι...

Ενώ ο λαός μου - τι ματάρες! Αν και παραμένουν πάντα ορθάνοιχτες, εντούτοις δεν έχουν καμιά ένταση. Φανερώνουν την παντελή απουσία όποιας σκέψης, μα συνάμα εκπέμπουν μια τρομερή δύναμη! (πνευματική δύναμη!) Αυτά τα μάτια δεν πρόκειται να σε πουλήσουν. Δεν πουλάνε και δεν αγοράζουν τίποτα. Ό, τι κι αν συμβεί στην πατρίδα μου τις ημέρες της αμφιβολίας και της  λιποψυχίας, τις μέρες της βαθιάς περισυλλογής, την ώρα οποιωνδήποτε δοκιμασιών και καταστροφών - τούτα τα μάτια θα σε κοιτάνε πάντα ασκαρδαμυκτί. Για τούτα τα μάτια τα πάντα στον κόσμο είναι η δρόσος του Θεού...

Μ' αρέσει ο λαός μου. Είμαι πανευτυχής που έχω γεννηθεί και έχω αντρωθεί κάτω απ΄το άγρυπνο βλέμμα αυτών των ματιών. Ένα πράγμα μ΄ενοχλεί: και τι αν πρόσεξαν ποιες χαζομάρες είχα κάνει μες στον προθάλαμο; ... Αφού σαν τον τραγικό ερμηνευτή Φιόντορ Σαλιάπιν χτυπιόμουν από μια γωνιά στην άλλη κάνοντας τρομερές γκριμάτσες με το χέρι πάνω στο λαρύγγι σάμπως κάτι να μ΄έπνιγε.

Εν πάση περιπτώσει ας με είδανε. Χαλάλι σ΄όποιον με είδε. Ποιος ξέρει μπορεί να΄κανα καμιά πρόβα; Μάλιστα... Και γιατί όχι; Ίσως να προβάριζα το αθάνατο δράμα "Οθέλλος, ο μαύρος της Βενετίας". Ίσως να το προβάριζα υποδυόμενος όλους τους ρόλους ταυτόχρονα. Για παράδειγμα, είχα απιστήσει απέναντι στον εαυτό μου, απέναντι στις πεποιθήσεις μου: για την ακρίβεια είχα αρχίσει να υποψιάζομαι τον εαυτό μου για προδοσία απέναντι στον εαυτό μου και στις πεποιθήσεις μου, είχα διαβάλει τον εαυτό μου - με τον πιο αισχρό τρόπο! - και νά, εγώ που για τα βάσανά μου είχα κιόλας προλάβει να αγαπήσω τον εαυτό μου ως εαυτόν, - πάσχιζα πια να πνίξω τον εαυτό μου αδράχνοντας το λαρύγγι μου μην τυχόν και με προδώσει η ψυχή μου. Τέλος πάντων τι τους κόφτει τι έχω κάνει εκεί πέρα; 

Να, δεξιά στο παράθυρο κάθονται δύο. Ο ένας με καπιτονέ μπουφάν έχει πολύ χαζό ύφος, ενώ ο άλλος με παλτό από χοντρό μάλλινο ύφασμα - πολύ έξυπνο. Και να ορίστε, δεν ντρέπονται κανέναν, γεμίζουν τα ποτήρια τους και πίνουν χωρίς να κρύβονται στον προθάλαμο, χωρίς να ξεριζώνουν τα χέρια τους ψάχνοντας για γελοίες δικαιολογίες. Ο χαζός μόλις πιει, ξεφωνίζει: "Α! Ωραία κατέβηκε η πουτάνα!" Ενώ ο έξυπνος μόλις πιει, λέει: "Α- σύλ-ληπ-τα υπέροχα! Και το λέει με τόσο χαρούμενη φωνή λες και βρίσκεται σε πανηγύρι! Ο χαζός τσιμπάει τον μεζέ και λέει: "Σήμερα έχουμε έναν πρώτης τάξεως μεζέ! Ο μεζές τύπου "δε θα βρεις καλύτερο"! Ενώ ο έξυπνος μασουλάει και λέει: "Μά-α-α- λιστα... Ασύλληπτα υπέροχος!"

Είναι να απορεί κανείς! Ενώ εγώ γυρίζοντας στο βαγόνι βασανίζομαι στη σκέψη αν με περάσουν για τον μαύρο της Βενετίας ή όχι, αν έχουν σκεφτεί κάτι κακό για μένα ή όχι, εκείνοι πίνουν ανοιχτά και ανερυθρίαστα, λες και οι δυο τους είναι η κορωνίδα της Δημιουργίας, πίνουν με την συναίσθηση της απόλυτης τους κυριαρχίας πάνω σ΄ όλη την πλάση... "Ο μεζές τύπου " δε θα βρεις καλύτερο"!"... Ενώ εγώ για να στανιάρω το πρωί, κρύβομαι και απ΄τον ουρανό και απ΄τη γη, επειδή τούτη η στιγμή είναι πολύ προσωπική, πιο προσωπική δεν γίνεται!... Κάθε φορά που πίνω το πρωί, κρύβομαι. Κάθε φορά που πίνω στη δουλειά - πάλι κρύβομαι... ενώ τούτοι δω ξεφωνίζουν:  "Ασύλληπτα υπέροχα!"

Μου κάνει κακό η ντροπαλότητά μου, μού έχει καταστρέψει τα νιάτα μου, τα παιδικά και τα εφηβικά μου χρόνια... Για την ακρίβεια δεν πρόκειται για την ντροπαλότητα, απλά έχω διευρύνει όσο δεν πάει τη σφαίρα της ιδιωτικότητάς μου - και αυτό μ΄έχει βλάψει αμέτρητες φορές...

Μισό να σας εξηγήσω. Θυμάμαι κάπου δέκα χρόνια πριν είχα πάει να μείνω στο Ορέχοβο-Ζούγιεβο. Ως να εγκατασταθώ εκεί πέρα, στο δωμάτιο ήδη έμεναν τέσσερα άτομα, με μένα γίναμε πέντε. Ζούσαμε ήρεμα, χωρίς καβγάδες. Άμα κάποιος ήθελε να πιει κρασί του Πόρτο, σηκωνόταν κι ανακοίνωνε: "Παιδιά, ψήνομαι να πάω για κρασί του Πόρτο". Και όλοι του΄λεγαν: "Κανένα πρόβλημα. Πιες το. Θα σου κάνουμε κιόλας παρέα". Άμα κάποιος είχε όρεξη για μπύρα ούτε και οι υπόλοιποι είχαν αντίρρηση.

Ωραιότατα. Και ξαφνικά άρχισα να παρατηρώ ότι και οι τέσσερις σαν να με αποφεύγουν, σαν να με σχολιάζουν ψιθυριστά και με περιεργάζονται, σαν να με λοξοκοιτάζουν παρατηρώντας την κάθε μου κίνηση. Αισθανόμουν τόσο περίεργα που μ΄έπιασε μια ανησυχία... Μα και στα πρόσωπά τους μάντευα τον ίδιο προβληματισμό ακόμα και κάτι σαν φόβο... "Τι τρέχει; - πάσχιζα να καταλάβω. - Τι φταίει άραγε;"

Κι επιτέλους ένα βράδυ κατάλαβα τι συνέβαινε και γιατί. Αν θυμάμαι καλά, εκείνη τη μέρα δεν σηκώθηκα καν απ΄το κρεβάτι μου: είχα πιει μπύρες και μ΄είχε πιάσει μια μελαγχολία. Απλά: καθόμουν στο κρεβάτι και μελαγχολούσα.

Και ξαφνικά βλέπω και τους τέσσερις να με κυκλώνουν - οι δύο είχαν βολευτεί στο προσκεφάλι μου και οι άλλοι δύο στα πόδια. Με κοίταζαν στα μάτια, με κοίταζαν και με κατηγορούσαν, με κοίταζαν με μοχθηρό ύφος ανθρώπων που αδυνατούν να καταλάβουν κάποιο μυστήριο που κρύβεται στα μύχια σου... Δίχως άλλο κάτι περίεργο είχε συμβεί ...

-Άκου, μάγκα, - μου΄παν εκείνοι, - κόφ΄το.

-Τι να "κόψω"; - ρώτησα έκπληκτος και ανασηκώθηκα στο κρεβάτι.

-Πάψε να θεωρείς τον εαυτό σου ανώτερο απ΄τους άλλους ... ότι δηλαδή είμαστε πλέμπα κι εσύ- ο Κάιν και ο Μάνφρεντ...

- Μα τι σας ήρθε!..

- Έτσι, μας ήρθε. Έχεις πιει μπύρα σήμερα;


Τσούχλινκα - Κούσκοβο

- Έχω.

- Έχεις πιει πολύ;

- Πολύ.

- Σήκω λοιπόν και τράβα.

- Πού να "πάω";;

- Λες και δεν ξέρεις! Βγαίνει πως είμαστε τίποτα μικρολαμόγια και παλιανθρωπάκια και εσύ - ο Κάιν και ο Μάνφρεντ...

- Περιμέντε, - τους είπα, - δεν έχω ισχυριστεί κάτι τέτοιο...

- Όχι, δεν το΄χεις ισχυριστεί. Αφότου ήρθες να μείνεις μαζί μας, κάθε μέρα μας προβάλλεις τον ισχυρισμό σου. το δείχνεις. Όχι με λόγια, αλλά με έργα. Ούτε καν με έργα, μα με την απουσία τους. Τον προβάλλεις  ισχυρίζεσαι με την άρνησή σου...

- Μα ποια "έργα"; Και ποια "απουσία"; -  τους κοίταζα με μάτια ορθάνοιχτα απ΄την έκπληξη.

- Φως φανάρι ποια έργα. Δεν πας προς νερού σου - να ποια έργα. Το είχαμε καταλάβει με το που ήρθες: κάτι μας κλότσαγε. Αφότου ήρθες να μείνεις μαζί μας, δε σε΄χουμε δει ούτε μια φορά να πας τουαλέτα. Και το να μην πηγαίνεις για χοντρό πάει και έρχεται! Μα εδώ δεν έχεις πάει ούτε μια φορά για ψιλό... ούτε μια φορά!

Και όλα αυτά ειπώθηκαν με πολλή σοβαρότητα, με ύφος θανάσιμα προσβεβλημένων ανθρώπων.

- Όχι, παιδιά, δε μ΄έχετε καταλάβει σωστά.

- Μπα, μια χαρά σε καταλάβαμε...

- Όχι, μ΄έχετε παρεξηγήσει. Δε μου βγαίνει το ίδιο με σας: να σηκωθώ δηλαδή απ΄το κρεβάτι και να ανακοινώσω μεγαλόφωνα: "Παιδιά, πάω για χέσιμο!" ή "Παιδιά πάω για κατούρημα!" Δεν μπορώ έτσι...

- Και γιατί παρακαλώ δεν μπορείς; Εμείς μπορούμε κι εσύ - όχι! Δηλαδή είσαι καλύτερος από μας! Είμαστε τίποτα βρομερά κτήνη κι εσύ - κάνα αγνό κρίνο!

- Καθόλου... Πώς να σας το΄ξηγήσω...

- Τι να μας εξηγήσεις; Όλα είναι φως φανάρι.

- Ακούστε... υπάρχουν πράγματα που...

- Μην μας κάνεις τον εξυπνάκια. Ξέρουμε και μόνοι μας τι υπάρχει και δεν υπάρχει...

Δεν μπορούσα με τίποτα να τους μεταπείσω. Εκείνοι με αδυσώπητα βλέμματα μου σούβλιζαν την ψυχή... Άρχισα να κλονίζομαι...

- Σίγουρα κι εγώ μπορώ... θα μπορούσα...

- Α, νάτα, νάτα. Δηλαδή εσύ μπορείς να κάνεις το ίδιο με μας ενώ εμείς - όχι. Εσύ δηλαδή όλα τα μπορείς ενώ εμείς τίποτα. Είσαι ο Μάνφρεντ, είσαι ο Κάιν και εμείς είμαστε τα ρόχαλα κάτω από τα πόδια σου...

- Μα όχι, όχι, - είχα πάθει μια σύγχυση. - Υπάρχουν πράγματα... υπάρχουν τέτοια θέματα... μα δεν μπορεί κανείς έτσι απλά να σηκωθεί και να πάει στο μέρος. Είναι σαν να υπάρχει κάποιος αυτοπεριορισμός... ένας άγραφος κανόνας καλής συμπεριφοράς που ισχύει από τον καιρό του Ιβάν Τουργκένιεφ... έπειτα και αυτός ο όρκος στους λόφους των Σπουργιτιών[Θ9] ... Και μετά απ΄όλα αυτά μπορεί τάχα κανείς να σηκωθεί και να πει: "Παιδιά, πάω για ..." Είναι κάπως προσβλητικό... Και άμα ο άλλος είναι ευαίσθητος...
Και οι τέσσερις με κοίταζαν γεμάτοι μίσος. Σήκωσα τους ώμους μου και σώπασα χάνοντας την κάθε ελπίδα να γίνω κατανοητός.

- Χεσ΄ τον Ιβάν Τουργκένεφ. Τα παραλές. Τον έχουμε διαβάσει κι εμείς. Πες μας καλύτερα αν έχεις πει μπύρες.

- Μάλιστα, έχω πιει.

-Πόσες;

-Δύο μεγάλες και μια μικρή.

- Τότε άρον τον κράββατον σου και περιπάτει. Και να σε δούμε όλοι να περπατάς. Μην μας περιφρονείς και μας σκας. Σήκω και τράβα.

Τι να έκανα; Σηκώθηκα και πήγα. Και αυτό όχι για να ανακουφιστώ ο ίδιος, αλλά περισσότερο να ανακουφίσω εκείνους. Όταν γύρισα, ένας απ΄αυτούς μου δήλωσε: "Με τέτοιες κατάπτυστες αντιλήψεις, θα΄σαι πάντα μοναχικός και δυστυχισμένος".

Έτσι ακριβώς. Και είχε απόλυτο δίκαιο. Λίγο πολύ αντιλαμβάνομαι τις βουλές του Θεού, μα ως κι αυτή τη στιγμή αγνοώ παντελώς το λόγο για τον οποίο Εκείνος με προίκισε με τόση ντροπαλότητα. Και αυτή η ντροπαλότητα - εδώ βρίσκεται και το πιο γελοίο! - αυτή η ντροπαλότητα πάντα γινόταν αντικείμενο παρεξηγήσεων, έτσι που οι άλλοι αρνούνταν να μου δείξουν ακόμα και τα πιο στοιχειώδη ψήγματα ευγένειας...  

Φερ΄ειπείν, στο Παύλοβο-Πασάντ έτυχε να με οδηγήσουν κοντά σε κάποιες κυρίες και με συστήσουν ως εξής;

- Νάτος και ο περιβόητος Βένιτσκα Γιεροφέγιεφ αυτοπροσώπως. Είναι διάσημος για πολλούς και διάφορους λόγους, μα κυρίως επειδή δεν έχει κλάσει ούτε μια φορά στη ζωή του...

-Πώς;!! Ούτε μια φορά!! - εξίστανται οι κυρίες και με κοιτάνε σαν να΄μαι κάνα ούφο. - Ούτε μια φορά!!

Εγώ, φυσικά, αρχίζω να κάνω τις ντροπές μιας και παρουσία των κυριών δεν καταφέρνω να κρύψω την αμηχανία μου. Τους λέω:

-Όχι ακριβώς ούτε μια φορά! Πού και πού... όμως...

-Πώς!! - εξίστανται ακόμα περισσότερο οι κυρίες. - Ο Γιεροφέγιεφ - Μα ... ποιος θα μπορούσε να το πιστέψει!.. "Πού και πού όμως!"

Τότε είναι που τα χάνω εντελώς και τους λέω περίπου το εξής:

- Και...τι μ΄αυτό, εγώ τέλος πάντων... αφού το κλάσιμο είναι κάτι το απολύτως φυσιολογικό... Δεν έχει κάτι το φαινομενικό [Θ10] υπερφυσικό στο να κλάνει κανείς...

- Ποιος θα το΄λεγε! - οι κυρίες για ένα διάστημα μένουν κατάπληκτες και μετά το διαλαλούν σ΄όλη την γραμμή των Πετουσκί:

"Κλάνει φάτσα φόρα και ισχυρίζεται ότι δεν κάνει κάτι το άσχημο, αλλά κάτι το απολύτως φυσιολογικό!"

Βλέπετε, λοιπόν. Το ίδιο μου συμβαίνει συνέχεια. Όλη μου τη ζωή με καταδυναστεύει αυτός ο εφιάλτης - ο εφιάλτης να σε παρεξηγούν, και όχι απλώς να σε παρεξηγούν, μα να σε αντιλαμβάνονται εντελώς στραβά, δηλαδή χυδαία, δηλαδή ανάποδα.

Θα μπορούσα να αφηγηθώ πολλά σε σχέση μ΄αυτό το θέμα, μα αν τα πω όλα, θα τελειώσω μονάχα σαν φτάσουμε στα Πετουσκί. Καλύτερα να μην σας τα πω όλα παρά μόνο ένα και μοναδικό περιστατικό, επειδή αυτό μου΄χει συμβεί πρόσφατα: έχει να κάνει με το πώς πριν από μια βδομάδα με ξήλωσαν από το πόστο του εργοδηγού "για την εισαγωγή ενός φαύλου συστήματος των προσωπικών διαγραμμάτων". Σύμπαση η γενική μας διεύθυνση στη Μόσχα κυριολεκτικά φρικάρει κάθε φορά που θυμάται αυτά τα περιβόητα διαγράμματα. Μα τάχα πόσο συνταρακτικά ήταν!

Μάλιστα! Για να μην ξεχνιόμαστε πού είμαστε;..

Κούσκοβο! Περνάμε σφαίρα το Κόσκοβο χωρίς να κάνουμε στάση! Είναι ένας καλός λόγος για να πιούμε κάτι, αλλά δε βαριέσαι, ας τα πω πρώτα,


Κούσκοβο - Νοβογκιρέγιεβο

και μετά πάω και πίνω.

Όπως είπαμε πριν από μια βδομάδα με ξήλωσαν από τη θέση του εργοδηγού, ενώ πριν από πέντε βδομάδες μ΄είχαν διορίσει εκεί πέρα. Σε τέσσερις βδομάδες, όπως καταλαβαίνετε, δεν μπορείς να αλλάξεις και πολλά, ούτως ή άλλως δεν είχα εισαγάγει τίποτα τρομερές αλλαγές, και αν σε κάποιον φάνηκε ότι τις είχα εισαγάγει, δε με έδιωξαν τελικά για τις ραγδαίες αλλαγές.

Τα πράγματα ήταν πιο απλά. Πριν αναλάβω εργοδηγός η παραγωγική μας διαδικασία είχε την εξής διάταξη: το πρωί καθόμασταν και παίζαμε πόκα ποντάροντας χρήματα (παρεμπιπτόντως εσείς ξέρετε να παίζετε πόκα;). Λοιπόν. Ύστερα σηκωνόμασταν, ξετυλίγαμε το καρούλι με το καλώδιο και το στρώναμε κάτω στο χώμα. Έπειτα - ως γνωστόν: καθόμασταν και ο καθένας σκότωνε τον ελεύθερο του χρόνο ανάλογα με το όραμα και το ταμπεραμέντο του: ο ένας έπινε βερμούτ, ο άλλος, αυτός που δεν είχε τουπέ - κολόνια "Φρεσκάδα / Σβέζεστ"  και εκείνος με τουπέ - κονιάκ στον διεθνή αερολιμένα Σερεμέτιεβο. Και τέλος όλοι πηγαίναμε για ύπνο.

Και το πρωί: αρχικά καθόμασταν και πίναμε βερμούτ. Στη συνέχεια σηκωνόμασταν και ξεθάβαμε το καλώδιο που είχαμε περάσει απ΄την προηγούμενη και το πετούσαμε στα σκουπίδια, επειδή στο μεταξύ είχε βραχεί, φυσικά. Και μετά; - τι κάναμε μετά; - Καθόμασταν να παίξουμε πόκα ποντάροντας χρήματα. Και τέλος μας έπαιρνε ο ύπνος προτού τελειώσουμε την παρτίδα.

Νωρίς το πρωί πια ξυπνούσαμε ο ένας τον άλλον: "Λιόχα! Σήκω να παίξουμε πόκα!" " Στάσικ, σήκω πάνω να τελειώσουμε την χτεσινή παρτίδα!" Σηκωνόμασταν λοιπόν και την τελειώναμε. Και ύστερα - πρωί πρωί χωρίς να έχουμε πιει ούτε "Φρεσκάδα" ούτε βερμούτ, αρπάζαμε το καρούλι με το καλώδιο και αρχίζαμε να το ξετυλίγουμε ώστε να΄χει βραχεί και να΄χει αχρηστευτεί ως την επομένη. Και μετά ο καθένας ήταν ελεύθερος να κάνει ό, τι ήθελε, γιατί ο καθένας έχει δικά του ξεχωριστά ιδανικά. Φτου και πάλι απ΄την αρχή.

Έχοντας γίνει εργοδηγός, απλοποίησα αυτήν τη διαδικασία στο πλαίσιο του εφικτού. Αρχίσαμε πια και τηρούσαμε το εξής πρόγραμμα: την πρώτη μέρα παίζαμε πόκα, τη δεύτερη - πίναμε βερμούτ, την τρίτη - πάλι πόκα, την τέταρτη - πάλι βερμούτ. Ενώ εκείνος με τον υψηλό δείκτη νοημοσύνης, εκείνος είχε χαθεί στον αερολιμένα Σερεμέτιεβο: καθόταν εκεί και έπινε κονιάκ. Το καρούλι, φυσικά, δεν το αγγίζαμε ούτε κατά διάνοια - ακόμα και να τους το πρότεινα, όλοι, ίδιοι Ολύμπιοι, θα΄βαζαν τα γέλια, ύστερα θα΄τρωγα μπουνιές στη μούρη και μετά θα σκόρπιζαν: ο ένας να παίξει πόκα ποντάροντας χρήματα, ο άλλος να πιεί βερμούτ, και ο τρίτος τη "Φρεσκάδα¨.

Μέχρι ενός σημείου όλα έβαιναν καλώς: μια φορά το μήνα τους στέλναμε τις σοσιαλιστικές μας δεσμεύσεις [Θ12] και εκείνοι με τη σειρά τους, κάθε δεκαπενθήμερο την αμοιβή μας. Για παράδειγμα τους γράφουμε: ενόψει της εκατονταετίας εκείνου ή άλλου γεγονότος δεσμευόμαστε να θέσουμε τέλος σε εργατικά ατυχήματα. Ή το εξής:  εν όψει της ένδοξης εκατονταετίας θα επιτύχουμε ώστε ο κάθε έκτος εργαζόμενος να σπουδάζει [Θ13] σε Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα. Τώρα ποιος νοιάστηκε για τους τραυματισμούς και τα ΑΕΙ, όταν δεν προλαβαίναμε να ξεκολλήσουμε τα μάτια μας απ΄την πόκα και ήμασταν όλοι κι όλοι πέντε!

Ζήτω, η ελευθερία και η ισότητα! Ζήτω, η αδελφοσύνη και ο παρασιτισμός! Ζήτω, η γλύκα του να μην είσαι υπόλογος σε κανέναν! Ζήτω, η μακαριότατη περίοδος στη ζωή του λαού μου - διάστημα απ΄το άνοιγμα μέχρι και το κλείσιμο των καταστημάτων!

Έχοντας παραμερίσει την ντροπή και τις επίγειες έγνοιες ζούσαμε μια απόλυτα πνευματική ζωή. Πάσχιζα στο μέτρο του δυνατού να διευρύνω τον πνευματικό τους ορίζοντα και τους άρεζε όταν τους τον διεύρυνα: ιδιαίτερα σε σχέση μ΄όλα όσα αφορούσαν το Ισραήλ και τους Άραβες. Είχαν κατενθουσιαστεί και απ΄το Ισραήλ και από τους Άραβες, ιδίως όμως από τα υψώματα του Γκολάν. Κι είχαν κάνει καραμέλα τα ονόματα των Άμπα Ίμπαν και Μοσέ Νταγιάν. Γύριζαν, για παράδειγμα, το πρωί μετά από γαμήσι και ο ένας ρωτούσε τον άλλο: "Πώς πήγε; Της Νίνκας απ΄το δωμάτιο 13 τής άμπα-ίμπασες το μουν-τα-γιαν;" Και κείνος του απαντούσε χαμογελώντας φιλάρεσκα: "Πού θα μου πήγαινε η πουτάνα; Φυσικά και την άμπα-ίμπασα!"

Και ύστερα και ύστερα (μάνα μου!), σαν έμαθαν από τι πέθανε ο Πούσκιν, τους έδωσα να διαβάσουν το ποίημα "Ο κήπος των αηδονιών", ένα ποίημα του Αλεξάντρ Μπλοκ. Στο κέντρο του ποιήματος αυτού, αν, φυσικά, παραμερίσεις όλους αυτούς τους ώμους που αναδίδουν το θεσπέσιο άρωμα, τις ομίχλες που κρύβουν τον ήλιο, τους ροδαλούς πύργους τυλιγμένους μες στα άμφια της αχλύος, στο κέντρο αυτού του ποιήματος λοιπόν βρίσκεται ένας λυρικός ήρωας που έχει απολυθεί λόγω κραιπάλης, ερωτικής ασυδοσίας και κοπάνας. Τους είπα λοιπόν: "Είναι πολύ σύγχρονο και επίκαιρο βιβλίο. Διαβάζοντάς το θα αποκομίσετε μεγάλο όφελος για τον εαυτό σας". Και λοιπόν; Το διάβασαν. Παρ΄όλα τα προβλεπόμενα οφέλη, έφερε ελεεινά αποτελέσματα: σ΄όλα τα μαγαζιά μεμιας εξεφανίσθη η κολόνια "Φρεσκάδα". Για άγνωστο λόγο η πόκα εγκατελείφθη, το βερμούτ εξεχάσθη, ο διεθνής αερολιμένας Σερεμέτιεβο και αυτός εγκατελείφθη, αντιθέτως θριάμβευσε η "Φρεσκάδα", όλοι έπιναν αποκλειστικά και μόνο την  "Φρεσκάδα".

Ζήτω η ξεγνοιασιά! Ζήτω τα ουράνια πουλιά που ούτε σπέρνουν ούτε θερίζουν ούτε συγκεντρώνουν σε σιταποθήκες! Ζήτω τα κρίνα του αγρού που έχουν πιο πλούσιο στολισμό απ΄τον μεγαλόπρεπο Σολομώντα[Θ14] ! - Είχαν σαρώσει όλη την "Φρεσκάδα" από τον σταθμό Ντολγκοπρούντναγια ως τον διεθνή αερολιμένα Σερεμέτιεβο!

Και ξαφνικά τρώω μια πετριά: μα τι ανόητος που είσαι, Βένετσκα, ένας βλάκας με περικεφαλαία. Για θυμήσου κάτι που διάβασες σ΄έναν σοφό, ότι δηλαδή ο Θεός φροντίζει μονάχα για τις τύχες των
πριγκίπων εκχωρώντας στους τελευταίους την δικαιοδοσία να φροντίσουν τις τύχες του λαού τους. Και αφού είσαι εργοδηγός, είσαι κάτι σαν τον "μικρό πρίγκιπα". Πώς στο καλό φροντίζεις για τις τύχες του λαού σου; Κόπιασες να διεισδύσεις στις ψυχές αυτών των παρασίτων, στα θεοσκότεινα βάθη της ψυχής τους; Γνωρίζεις τάχα την διαλεκτική της καρδιάς αυτών των τεσσάρων μαλακοκαύληδων; Αν την γνώριζες, κάπως θα καταλάβαινες τι κοινό υπάρχει ανάμεσα στον  "Κήπο των αηδονιών" και την "Φρεσκάδα" και γιατί "Ο κήπος των αηδονιών" δεν συνάδει ούτε με την πόκα, ούτε με το βερμούτ την ώρα που τα δύο τελευταία ταιριάζουν γάντι και με τον Μοσέ Νταγιάν και με τον Άμπα Ίμπαν!..

Τότε ήταν λοιπόν που είχα εισαγάγει εκείνα τα περιβόητα ατομικά  γραφήματα για τα οποία τελικά μου΄δωσαν τα παπούτσια στο χέρι...

Νοβογκιρέγιεβο - Ρεούτοβο

Να σας πω τι λογής γραφήματα ήταν αυτά; Πολύ απλά: πάνω στην περγαμηνή με σινική μελάνη σχεδιάζαμε δυο άξονες - έναν οριζόντιο και έναν κατακόρυφο. Στον οριζόντιο άξονα σημειώναμε με τη σειρά όλες τις εργάσιμες μέρες του περασμένου μήνα ενώ στον κατακόρυφο - τα γραμμάρια του καθαρού αλκοόλ που είχαν καταναλωθεί. Είναι λογικό που υπολογίζαμε μόνο όσα είχαν καταναλωθεί κατά τη διάρκεια της δουλειάς και πριν απ΄αυτήν, επειδή όσα καταναλώνονται το βράδυ - είναι λίγο πολύ σταθερά μεγέθη και δεν αποτελούν κάποιο ενδιαφέρον για έναν σοβαρό ερευνητή.

Έτσι λοιπόν μετά το πέρας ενός μήνα ο εργαζόμενος μου΄φερνε την αναφορά του: την τάδε μέρα καταναλώθηκε η δείνα ποσότητα αυτού ή άλλου ποτού, την άλλη μέρα - τόσα και τάδε είδη οινοπνευματωδών. Κι εγώ τα αποτύπωνα όλα με μια ωραιότατη καμπύλη πάνω στην περγαμηνή με τη βοήθεια της σινικής μελάνης. Να ορίστε, θαυμάστε για παράδειγμα, την καμπύλη του Βίκτωρα Τοτόσκιν, μέλους της Κομσομόλ:  

 ! * 500-! ** *
 ! * * * * 400-! * * * *
 ! * * * * * 300-! * * * * * * *
 ! * * * * * * * * * 200-! * * * * * * * *
 ! * * * * * 100-! * * *
 !* 0 ---------------------------------------------
 10η  26η 


Και αυτό εδώ είναι του Αλεξέι Μπλιντιάγιεφ - α, τον πορνόγερο, υπήρξε  μέλος του ΚΚΣΕ απ΄το 1936:

 ! 500-!
 ! 400-!
 ! 300-!
 ! ----- * ------ * ------- * --------- * ---200-!
 ! 100-!
 ! 0 --------------------------------------------
 10η 26η 

Και αυτό επιτέλους είναι του ταπεινού σας υπηρέτη, του υποφαινόμενου πρώην εργοδηγού συναρμολογητών του ΣΤΚ (Συνεργείου Τηλεπικοινωνιακών Καλωδιώσεων), δημιουργού του ποιήματος "Μόσχα-Πετουσκί":

 ! * **** 500-! * * * *
 ! *** * * * 400-! * * * *
 ! * * * * 300-! * *** * *
 ! * * * * 200-! * * * *
 ! ** * * 100-!
 ! 0 --------------------------------------------
10η 26η


Πράγματι, οι καμπύλες αυτές παρουσιάζουν αρκετό ενδιαφέρον, έτσι δεν είναι; Ακόμα αν τις δείτε φευγαλέα, έχουν την πλάκα τους, δεν νομίζετε; Ο ένας έχει τα Ιμαλάια με το Τιρόλο, γεωτρύπανα πετρελαίου όπως στο Μπακού ή κάτι σαν το οδοντωτό τείχος του Κρεμλίνου, το οποίο παρεμπιπτόντως δεν το΄χω δει ποτέ. Ο άλλος - ένα απαλό πρωινό κυμάτισμα στον Κάμα, έναν ανεπαίσθητο παφλασμό και ένα ρυτίδωμα της βρεγμένης ασφάλτου στο φως των φαναριών. Ο τρίτος -  ένα περήφανο καρδιοχτύπι, το άσμα για το αγέρωχο πουλί της καταιγίδας και μια τρικυμία των εννέα μποφόρ. Και όλα αυτά μόλις με μια πρόχειρη ματιά χωρίς να τις μελετήσετε σε βάθος.

Σ΄αυτούς που είναι περίεργοι (σε μένα, για παράδειγμα), αυτές οι καμπύλες φανέρωναν όλα όσα μπορεί να αποκαλύψει για έναν άνθρωπο η καρδιά του: όλες τις ικανότητές του, ξεκινώντας από τις σεξουαλικές και φτάνοντας ως τις πιο πρακτικές, όλα τα ελαττώματά του, πρακτικά και σεξουαλικά.

Τώρα πια μπορούσα να παρατηρώ την ψυχή του κάθε μαλακοπίτουρα με μεγάλη προσοχή και σχολαστικότητα. Δεν πρόλαβα να το κάνω για πολύ καιρό: μια αποφράδα μέρα απ΄το γραφείο μου εξαφανίστηκαν όλα τα γραφήματά μου. Όπως αποδείχθηκε αργότερα, αυτός ο γεροξεκούτης Αλεξέι Μπλιντιάγιεφ, μέλος του ΚΚΣΕ απ΄το 1936, εκείνη τη μέρα έστελνε στη διεύθυνση τις καινούριες μας σοσιαλιστικές δεσμεύσεις, όπου ορκιζόμασταν επ΄ευκαιρία την επικείμενη εκατονταετή επέτειο να είμαστε το ίδιο παραγωγικοί στην καθημερινότητά μας όσο είμαστε και στην εργασία μας - και είτε από βλακεία είτε όντας τύφλα στο μεθύσι εκείνος στον ίδιο φάκελο εσώκλεισε και τα δικά μου ατομικά γραφήματα.

Μόλις αντιλήφθηκα την απώλεια, κοπάνησα μερικά ποτηράκια και έπιασα το κεφάλι μου. Ενώ στη διεύθυνση, μόλις έλαβαν το δέμα, επίσης έπιασαν τα κεφάλια τους, κοπάνησαν μερικά ποτηράκια και την ίδια μέρα ξεκίνησαν μ΄ένα "Μοσκβίτς" για να διενεργήσουν την επιτόπια έρευνα. Και τι ήταν αυτό που εντόπισαν μπουκάροντας μες στο γραφείο μας; Απολύτως τίποτα παρά μόνο τον Λιόχα και τον Στάσικ: ο Λιόχα λαγοκοιμόταν κουλουριασμένος στο πάτωμα ενώ ο Στάσικ ξερνούσε. Σ΄ένα τέταρτο όλα είχαν ξεκαθαρίσει: το άστρο μου που μεσουράνησε για τέσσερις βδομάδες, έδυσε οριστικά και αμετάκλητα. Η Σταύρωσή μου συνετελέσθη ακριβώς τριάντα μέρες μετά την Ανάληψή μου. Είχε περάσει ένας μήνας από τη δική μου Τουλόν ως τη δική μου νήσο της Αγίας Ελένης. Κοντολογίς, με απέλυσαν και στη θέση μου διόρισαν τον Αλεξέι Μπλιντιάγιεφ, αυτό το χούφταλο, αυτόν τον γεροξεκούτη, μέλος του ΚΚΣΕ απ΄το 1936. Κι κείνος αμέσως μετά τον διορισμό του, ξύπνησε εκεί που κοιμόταν στο πάτωμα και  τους ζήτησε ένα ρούβλι [Θ15] - δεν του το΄δωσαν. Ο Στάσικ έπαψε να ξερνά και τους ζητιάνευσε και κείνος με τη σειρά του ένα ρούβλι - ούτε και σ΄αυτόν  το΄δωσαν. Ήπιαν κόκκινο κρασί, επιβιβάστηκαν στο "Μοσκβίτς" και ποιος τους είδε.

Ιδού λοιπόν - δηλώνω με κάθε επισημότητα: ως το τέλος της ζωής μου δε θα ξαναεπιχειρήσω τίποτα που θα επαναλάμβανε την πικρή μου εμπειρία της Ανύψωσής. Παραμένω κάτω και από κάτω φτύνω όλη σας την κοινωνική κλίμακα. Μάλιστα. Για κάθε σκαλί και από μια φτυσιά. Για να ανελιχθείς στην κοινωνική σκάλα πρέπει να΄σαι  ένας Ιούδας άμεμπτος και αδίστακτος, ένας μαλάκας σφυρηλατημένος από την κορυφή ως τα νύχια από ατόφιο ατσάλι. Κι εγώ δεν είμαι έτσι.

Όπως και να έχει - με΄διωξαν. Εμένα, τον βαθυστόχαστο πρίγκιπα-αναλυτή, που ψηλάφιζε με αγάπη τις ψυχές των ανθρώπων του, εμένα που οι από κάτω με θεώρησαν απεργοσπάστη και δοσίλογο ενώ οι από πάνω τεμπελχανά και ψυχικά ανισόρροπο. Οι από κάτω δεν ήθελαν να με βλέπουν και οι από πάνω δεν μπορούσαν να με πάρουν στα σοβαρά. "Οι πάνω δεν μπορούσαν, ενώ οι κάτω δεν ήθελαν[Θ16] ". Για πείτε τι προμηνύει μια τέτοια κατάσταση, εσείς που κατέχετε την γνήσια φιλοσοφία της ιστορίας; Πάρα πολύ σωστά: στην επόμενη προκαταβολή του δεκαπενθήμερου θα με γαμήσουν στο ξύλο σύμφωνα μ΄όλους τους νόμους του Καλού και του Κάλλους, και η επόμενη προκαταβολή είναι μεθαύριο, άρα μεθαύριο θα με απαυτώσουν δεόντως. 

- Αμάν!

- Ποιος είπε "αμάν"; Εσείς οι Άγγελοι είπατε "Αμάν¨;

- Μάλιστα, εμείς το΄παμε. Αμάν, βρε Βένια, πώς βρίζεις έτσι!!

-Και πώς να μην βρίζω, δείτε το και μόνοι σας! Όλη αυτή η ανοησία της καθημερινής μας ζωής μ΄έχει γονατίσει έτσι που από κείνη τη μέρα δεν προλαβαίνει να στεγνώσει το λαρύγγι μου. Και πριν απ΄αυτό δε θα΄λεγα ότι συνερχόμουν ποτέ απ΄το αλκοόλ, σε κάθε περίπτωση όμως θυμόμουν τι είναι αυτό που πίνω και με ποια σειρά, ενώ τώρα ούτε κι αυτό πια μπορώ να θυμηθώ... Περνάω μια φάση, για την ακρίβεια όλη μου η ζωή χωρίζεται σε φάσεις: μια δεν πίνω μια βδομάδα σερί, την άλλη μπεκρουλιάζω επί σαράντα μέρες, μετά ξανά για τέσσερις μέρες ούτε σταγόνα και ύστερα επί έξι μήνες μεθοκοπάω ακατάπαυστα... Όπως τώρα να πούμε...

- Σε νιώθουμε, όλα τα νιώθουμε. Σ΄έχουν προσβάλει και η ευαίσθητη καρδούλα σου...

Έτσι όπως τα λέτε, εκείνη τη μέρα η καρδιά μου ένα ολόκληρο μισάωρο μαχόταν με τη λογική. Όπως στις τραγωδίες του Πιερ Κορνέιγ, του βραβευμένου ποιητή: το χρέος κοντράρεται με το συναίσθημα. Αντιθέτως δε σε μένα: το συναίσθημα κοντραριζόταν με τη λογική και το χρέος. Η καρδιά μου΄λεγε: "Σ΄έχουν αδικήσει, σ΄έχουν ανακατέψει με τα σκατά. Τράβα, Βένιτσκα, να πιεις, να πνίξεις τον καημό σου. Σήκω και τράβα να πιεις σαν το δαρμένο σκυλί". Έτσι μου΄λεγε η καλή μου καρδιά. Ενώ η λογική μου; Εκείνη γκρίνιαζε και αντιστεκόταν: "Δε θα σηκωθείς, Γιεροφέγιεφ, δε θα πας πουθενά, δε θα πιεις ούτε σταγόνα". Και η καρδιά της αντέτεινε: " Καλά, Βένιτσκα, καλά. Δε χρειάζεται να πιεις πολύ, μη μεθύσεις σαν το δαρμένο σκυλί, πιες ένα καραφάκι και μπάστα". "Ξέχνα τα καραφάκια! - ξέκοψε η λογική. - Αν είναι τόση η ανάγκη, τράβα να πιεις τρεις μπύρες, ενώ τα καραφάκια, Γιεροφέγιεφ, ξέγραψέ τα". Η καρδιά όμως κλαψούρισε: " Αν όχι ένα ολόκληρο καραφάκι τουλάχιστον το μισό. Σε παρακαλώ...

Ρεούτοβο - Νικόλσκογιε

έστω μισό ποτηράκι..." Και τότε η λογική συναίνεσε: " Εντάξει, Βένια, πιες ένα σφηνάκι, αλλά μην πας πουθενά, μείνε σπίτι και κάτσε φρόνιμα..."

Και τι νομίζετε; Με το που ήπια ένα σφηνάκι μπόρεσα να κάτσω σπίτι; Χα -χα. Από κείνη τη μέρα έπινα δέκα τέτοια σφηνάκια επί καθημερινής βάσεως για να κάτσω σπίτι και παρ΄όλα αυτά δεν τα κατάφερα. Επειδή την έκτη μέρα είχα γίνει τύφλα στο μεθύσι σε τέτοιο βαθμό που εξαφανίστηκε κάθε όριο ανάμεσα στη λογική και στην καρδιά και οι δύο βάλθηκαν να με προτρέπουν με μια φωνή: "Άντε, τράβα στα Πετουσκί! Εκεί είναι η σωτηρία σου και η χαρά σου, τράβα".

"Τα Πετουσκί είναι ένας τόπος όπου τα πουλιά κελαηδούν μέρα νύχτα και τα γιασεμιά ανθίζουν χειμώνα καλοκαίρι. Το προπατορικό αμάρτημα - αν όντως έχει υπάρξει - δε σκοτίζει κανέναν. Εκεί πέρα ακόμα και αυτοί που μεθοκοπούν σερί για βδομάδες έχουν ένα αβυσσαλέο και καθάριο βλέμμα..."

"Εκεί πέρα κάθε Παρασκευή, στις έντεκα ακριβώς, στην αποβάθρα του σιδηροδρομικού σταθμού με περιμένει εκείνη η γλαυκομάτα κοπέλα με μάτια ξεπλυμένα που ασπρίζουν, η πιο αγαπημένη απ΄όλες τις ξεκωλιάρες, η ξανθομαλλούσα διαβόλισσα. Σήμερα τυχαίνει να΄ναι Παρασκευή και σε λιγότερο από δύο ώρες θα πάει έντεκα και θα εμφανιστεί εκείνη στην αποβάθρα του σταθμού μ΄αυτό το ασπριδερό ξεπλυμένο της βλέμμα που δε φανερώνει μήτε συνείδηση μήτε ντροπή. Ακολουθήστε με και θα δείτε πράγματα και θαύματα!..."

"Τι αφήνω πίσω μου εκεί απ΄όπου έχω φύγει και φεύγω; Ένα ζευγάρι φθαρμένα ποδοπάνια και μια φόρμα της δουλειάς, μια τανάλια και ένα κατσαβίδι, την προκαταβολή του δεκαπενθημέρου και τα τρέχοντα έξοδα - νά τι αφήνω πίσω μου! Τι έχω μπροστά; Τι με περιμένει στην αποβάθρα των Πετουσκί; - Μπροστά με περιμένουν οι ξανθές βλεφαρίδες κατεβασμένες χάμω και οι καμπύλες που σείονται και η κοτσίδα απ΄το σβέρκο ως τον πισινό. Και μετά την αποβάθρα - το βάμμα σπαθόχορτου και το κρασί του Πόρτο, οι απολαύσεις και οι οργασμοί, οι εκστασιασμοί και οι σπασμοί. Ω, επουράνια βασίλισσα, έχει ακόμα αρκετό δρόμο μέχρι τα Πετουσκί!"

"Και κει, πέρα απ΄τα Πετουσκί, όπου ενώνονται η γη και ο ουρανός και η λύκαινα σκούζει αγναντεύοντας τ΄αστέρια, - εκεί είναι όλα διαφορετικά, αλλά και πάλι ίδια: εκεί στις ντουμανιασμένες και ψειριασμένες κάμαρες δίχως να το γνωρίζει τούτη η ξανθούλα, ανθίζει το δικό μου βλαστάρι, το πιο παχουλό και το πιο πράο απ΄όλα τα βρέφη. Έχει μάθει το γράμμα "ю" και γι΄αυτό περιμένει από μένα να του φέρω καρύδια. Ποιος από σας τριών χρονών ήξερε το γράμμα "ю"; Κανένας. Ακόμα και τώρα δεν θα το ξέρετε καλά καλά. Ενώ εκείνος- εκείνος ξέρει και δεν περιμένει γι΄αυτό κανένα βραβείο παρά μόνο ένα χωνάκι καρύδια".

"Άγγελοι, προσευχηθείτε για μένα. Ας είναι φωτεινός ο δρόμος μου, ας μη σκοντάψω πουθενά, ας δω επιτέλους την πολίχνη που λαχταρώ εδώ και τόσον καιρό. Στο μεταξύ - να με συμπαθάτε - στο μεταξύ να ρίχνετε καμιά ματιά στην βαλίτσα μου, θα λείψω για κάνα δεκάλεπτο. Είναι ανάγκη να πιω την Κουμπάνσκαγια[Θ17] , για να κρατήσω άσβεστη την φλόγα του ενθουσιασμού".

Και να λοιπόν, πάλι σηκώθηκα όρθιος και διασχίζοντας το μισό βαγόνι βγήκα στον προθάλαμο.

Τώρα πια δεν έπινα όπως στο Καρατσάροβο, όχι, τώρα πια έπινα χωρίς ναυτίες και σάντουιτς, κατευθείαν απ΄το μπουκάλι, τινάζοντας κατά πίσω το κεφάλι σαν τους πιανίστες συναισθανόμενος το μεγαλείο εκείνου που μόλις αρχίζει να συντελείται και εκείνου που πρόκειται να συντελεστεί ακόμη.

Νικόλσκογιε - Σαλτικόφσκαγια

- Δε θα σου βγουν σε καλό αυτές οι δεκατρείς γουλιές, - σκέφτηκα καταπίνοντας την δέκατη τρίτη γουλιά.

- Αφού το ξέρεις και μόνος σου ότι η δεύτερη πρωινή σου δόση, άμα την πιείς κατευθείαν απ΄το μπουκάλι, - σου σκοτίζει την ψυχή, αν και για λίγο, μονάχα μέχρι την τρίτη δόση που πίνεται απ΄το ποτήρι, - παρ΄όλα αυτά την σκοτίζει. Είναι δυνατόν να σου έχει ξεφύγει κάτι τέτοιο;

- Ας είναι. Ας είναι φωτεινή η σημερινή σου μέρα. Ας είναι ακόμα πιο φωτεινό το αύριο σου. Γιατί όμως οι άγγελοι δείχνουν αμήχανοι με το που πας να τους μιλήσεις για τις χαρές σου οι οποίες ξεκινούν απ΄την αποβάθρα των Πετουσκί και συνεχίζονται και πέρα απ΄αυτήν;   

- Τι να σκέφτονται άραγε; Ότι δηλαδή δε θα με περιμένει κανείς εκεί πέρα; Ή ότι το τρένο θα εκτροχιαστεί; Ή ότι στην Κουπάβνα θα με κατεβάσουν οι ελεγκτές ή ότι κάπου στο 105ο χιλιόμετρο θα κλέψω έναν υπνάκο χαλαρωμένος απ΄το κρασί και θα με πνίξουν μες στον ύπνο σαν ένα αθώο αγοράκι; Ή θα με σφάξουν σαν ένα αθώο κοριτσάκι; Γιατί άραγε οι άγγελοι δείχνουν αμήχανοι και σωπαίνουν; Το αύριό μου διαγράφεται φωτεινό. Μάλιστα. Το αύριό μας θα΄ναι πιο φωτεινό απ΄το χθες και το σήμερα. Μα ποιος μπορεί να εγγυηθεί ότι για μας η μεθαυριανή ημέρα δε θα΄ναι χειρότερη απ΄την προχθεσινή;

- Έτσι μπράβο! Το΄πες πολύ καλά, Βένετσκα. Το άυριό μας και ούτω καθεξής. Το΄πες πολύ εύστοχα και έξυπνα αν κι εσύ σπάνια μιλάς τόσο εύστοχα και έξυπνα.

- Και γενικώς, δεν έχεις πολύ μυαλό. Ποιος ποιος, αλλά εσύ θα΄πρεπε να το γνωρίζεις καλύτερα. Αποδέξου, Βένετσκα, τουλάχιστον ότι η ψυχή σου χωράει περισσότερα πράγματα απ΄το μυαλό σου. Τι το θες το μυαλό όταν έχεις αιδώ και επιπλέον καλό γούστο; Η αιδώς και το καλό γούστο είναι ήδη τόσο πολλά που το μυαλό πια περισσεύει.

- Και πότε το πρωτοκατάλαβες, Βένετσκα,  ότι είσαι βλάκας;

- Να πότε: όταν άκουσα να μου προσάπτουν δύο εκ διαμέτρου αντίθετες κατηγορίες: ότι είμαι βαρετός και ελαφρόμυαλος. Και αυτό επειδή άμα ο άνθρωπος είναι μυαλωμένος και βαρετός δεν καταδέχεται να΄ναι ελαφρόμυαλος. Αν είναι όμως ελαφρόμυαλος, μα ξύπνιος - δε θα επιτρέψει στον εαυτό του να γίνει βαρετός. Ενώ εγώ, ο βλαμμένος, κατάφερα να τα παντρέψω και τα δύο.

- Να σας πω γιατί; Γιατί νοσώ ψυχικά, μα το κρύβω. Γιατί απ΄την πρώτη στιγμή που θυμάμαι τον εαυτό μου, το μόνο που κάνω συνέχεια  είναι να προσποιούμαι ότι είμαι ψυχικά υγιής και γι΄αυτό ξοδεύω όλες (δίχως να αφήσω καμιά καβάντζα) και πνευματικές και σωματικές δυνάμεις. Γι΄αυτό και είμαι βαρετός... Όλα όσα συζητάτε μεταξύ σας, όλα όσα σας προβληματίζουν καθημερινώς, εμένα με βρίσκουν παντελώς αδιάφορο. Μάλιστα. Απ΄την άλλη όσα προβληματίζουν εμένα, δεν πρόκειται να τα φανερώσω ποτέ σε κανέναν ούτε με μισή κουβέντα. Ίσως απ΄το φόβο μη με πάρουν για γραφικό, ίσως από κάτι άλλο, σε κάθε περίπτωση - άχνα.

- Θυμάμαι κάποτε παλιά, όταν μπροστά μου έστηναν συζητήσεις ή καβγάδες για κάποιες ανοησίες, τους έλεγα: "Βρε! Πού την έχετε την όρεξη να συζητάτε για τούτες τες σαχλαμάρες;" Όλοι απορούσαν με μένα και μου αντέτειναν: " Τι εννοείς σαχλαμάρες; Άμα αυτά εδώ είναι σαχλαμάρες, τότε ποια δεν είναι;" Κι εγώ τους απαντούσα: "Δεν μπορώ να πω, όμως είμαι σίγουρος που υπάρχουν".

- Δεν ισχυρίζομαι ότι τώρα πια γνωρίζω την αλήθεια ή ότι την έχω προσεγγίσει. Δεν είναι καθόλου έτσι. Όμως την έχω πλησιάσει σε τέτοια απόσταση, από την οποία την μελετάς πιο άνετα. 

- Έτσι λοιπόν κοιτάζω και παρατηρώ, γι΄αυτό και θρηνώ. Και δεν πιστεύω πως κάποιος από σας κουβαλάει μέσα του αυτό το χαρμάνι πικρίας. Από τι αποτελείται άραγε; - δύσκολα να το πει κανείς, ούτως ή άλλως δε θα το καταλάβετε, εντούτοις την πιο έντονη παρουσία μες στο χαρμάνι αυτό έχουν "το πένθος" και "ο φόβος". Αυτό είναι. Λοιπόν, έχει πιο πολύ " πένθος" και "φόβο", επίσης και λίγη μουγγαμάρα. Και κάθε μέρα απ΄το πρωί "η υπέροχη μου καρδιά" σταλάζει τούτο το μείγμα και βαπτίζεται μέσα σ΄αυτό ως το βράδυ. Στους άλλους, απ΄ό, τι ξέρω, αυτό συμβαίνει αν κάποιος δικός τους ξαφνικά πεθάνει, αν το πιο απαραίτητο γι΄αυτούς πλάσμα στον κόσμο ξαφνικά πεθάνει. Μα εγώ το έχω πάντα! - τουλάχιστον τούτο καταλάβετέ το.

- Πώς να μην είμαι βαρετός και πώς να μην πίνω την Κουμπάνσκαγια; Το έχω κατακτήσει τούτο το δικαίωμα. Γνωρίζω καλύτερα απ΄ό, τι εσείς ότι η παγκόσμια θλίψη δεν είναι μια φενάκη που πλασαρίστηκε από τους παλιούς λογοτέχνες, διότι την κουβαλάω μέσα μου και γνωρίζω τι πάει να πει και δε θέλω να το κρύβω. Πρέπει κανείς να μάθει να μιλάει με παρρησία για τις αρετές του κοιτάζοντας κατάματα τους ανθρώπους. Ποιος άλλος εκτός από μας γνωρίζει πόσο καλοί είμαστε;

- Για παράδειγμα: έχετε δει την ¨Απαρηγόρητη συμφορά" του Κραμσκί[Θ18] ; Σίγουρα την έχετε δει. Εάν λοιπόν, ενώπιον αυτής της αποσβολωμένης πριγκίπισσας ή βογιάρισσας τύχαινε μια γάτα εκείνη τη στιγμή να κάνει ζημιά ρίχνοντας κάτω κάτι σαν ας πούμε ένα πορσελάνινο κύπελλο Σεβρών - ή, ας πούμε, έκανε κομμάτια ένα πενιουάρ ασύλληπτης αξίας; - Τι δηλαδή; Θα έτρεχε πέρα δώθε πανικόβλητη τινάζοντας τα χέρια της; Δε θα τό΄κανε ποτέ, επειδή όλα αυτά για κείνην είναι σαχλαμάρες, επειδή για μια ή τρεις ημέρες είναι υπεράνω και της ζημιάρας γάτας, και του ξεσκισμένου πενιουάρ και της πορσελάνης Σεβρών"!

- Άρα λοιπόν είναι βαρετή αυτή η πριγκίπισσα; - Είναι πάρα πολύ βαρετή και πώς να μην είναι! Είναι ελαφρόμυαλη; - Σε μεγάλο βαθμό!

- Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με μένα. Τώρα έχετε καταλάβει γιατί είμαι πιο θλιμμένος απ΄όλους τους μπεκρούλιακες; Γιατί να΄μαι πιο ελαφρύς απ΄όλους τους ηλιθίους μα και πιο σκυθρωπός από κάθε σκατόψυχο άνθρωπο; Γιατί να΄μαι ταυτόχρονα και βλάκας, και διαόλου κάλτσα, και φαφλατάς;

- Τέλεια λοιπόν που το έχετε καταλάβει. Ας πιούμε εις  αλληλοκατανόησιν - ό, τι έχει μείνει απ΄την Κουμπάνσκαγια, κατευθείαν απ΄το μπουκάλι, αυθωρεί και παραχρήμα.

- Δείτε πώς το κάνουμε!...

Σαλτικόφσκαγια - Κούτσινο

Τα απομεινάρια της Κουμπάνσκαγια ακόμα ανεβοκατέβαιναν στο λαρύγγι και γι΄αυτό όταν μου είπαν απ΄ τα ουράνια:

-Γιατί, Βένια, το΄πιες όλο; Είναι πάρα πολύ...

Απ΄τον σπασμό στο λαιμό μου ίσα που κατάφερα να ψελλίσω:

- Σ΄όλον τον κόσμο... σ΄όλον τον κόσμο, απ΄τη Μόσχα μέχρι και τα Πετουσκί, δεν υπάρχει τίποτα που θα΄ταν πάρα πολύ για μένα... Για ποιο λόγο ν΄ανησυχείτε για μένα, ουράνιοι άγγελοι;

-Φοβόμαστε μήπως και πάλι...

- Ότι πάλι θα αρχίσω τις βωμολοχίες; Ο, όχι, όχι, απλά δεν γνώριζα ότι είστε ανελλιπώς στο πλευρό μου, αν το γνώριζα δε θα΄μουν αθυρόστομος... Κάθε λεπτό που περνάει γίνομαι και πιο ευτυχισμένος... και αν τυχόν αρχίσω τις βωμολοχίες, θα το κάνω με έναν τρόπο χαρούμενο... όπως στα ποιήματα των Γερμανών ποιητών: "Θα σας δείξω το ουράνιο τόξο!" ή "Να πας στα μαργαριτάρια!" όχι κάτι πιο απρεπές... μα πόσο ανόητοι είστε!...

-Όχι δεν είμαστε ανόητοι, απλά φοβόμαστε μην τυχόν και δε φτάσεις πάλι...

-Πού δε θα φτάσω;!.. Στα Πετουσκί δε θα φτάσω; Σ΄αυτήν δε θα φτάσω; Στη δική μου αδιάντροπη τσαρίνα με τα ματάκια σαν συννεφάκια;.. Πλάκα μου κάνετε...

-Δε σου κάνουμε καμιά πλάκα, φοβόμαστε μήπως δεν φτάσεις σ΄εκείνον και μείνει χωρίς τα καρύδια σου...

-Τι είναι αυτά που λέτε! Όσο ζω... δεν υπάρχει περίπτωση! Την προηγούμενη Παρασκευή - πράγματι, την προηγούμενη Παρασκευή εκείνη δεν με άφησε να τον δω... Την προηγούμενη Παρασκευή, άγγελοι, μ΄έπιασε μια σπαρίλα, με κέρδισε εξολοκλήρου η ολόλευκη της κοιλιά, στρογγυλή σαν τον ουράνιο θόλο και την υδρόγειο σφαίρα... Μα σήμερα θα τον δω, αν δεν ψοφήσω καταβεβλημένος από τη μοίρα... Για την ακρίβεια - όχι, σήμερα δε θα τον δω, σήμερα θα΄μαι μαζί της και ως τα χαράματα θα ποιμαίνω ανάμεσα στα κρίνα[Θ19] , απ΄αύριο όμως!..

-Καημένο παιδί... -αναστέναξαν οι άγγελοι.

-"Καημένο παιδί"; Γιατί "καημένο"; Πείτε μου καλύτερα, άγγελοι, αν θα με ακολουθείτε ως τα Πετουσκί; Ναι; Δε θα πετάξετε μακριά;

-Α, όχι, ακριβώς ως τα Πετουσκί δε θα μπορέσουμε... Θα πετάξουμε μακριά, μόλις μας χαμογελάσεις... Σήμερα δεν μας έχεις χαμογελάσει ούτε μια φορά, μόλις μας χαμογελάσεις - θα πετάξουμε πέρα... όντας πια ήσυχοι για σένα...

-Θα με συναντήσετε όμως εκεί στην αποβάθρα, έτσι δεν είναι;

-Μάλιστα. Θα σε συναντήσουμε εκεί πέρα...

Τι υπέροχα πλάσματα είναι αυτοί οι άγγελοι! Γιατί όμως τον είπαν "καημένο αγόρι"; Δεν είναι καθόλου καημένος! Ένας μπόμπιρας που γνωρίζει το γράμμα "ю", σαν την παλάμη του, ένας μπόμπιρας που αγαπάει τον πατέρα του σαν τον ίδιο τον εαυτό του, - έχει τάχα ανάγκη από λύπηση;

Να πούμε ότι την προπροηγούμενη Παρασκευή ήταν άρρωστος και όλοι εκεί πέρα ανησυχούσαν για αυτόν... Κι όμως μόλις με είδε, άρχισε αμέσως να αναρρώνει!.. Ναι, ναι... Σπλαχνικέ μου Κύριε, κάνε να μην του συμβεί ούτε τώρα ούτε ποτέ τίποτα το κακό!..

Κάνε έτσι, Κύριε, που ακόμα και να πέσει απ΄το κατώφλι ή απ΄το αποκρέβατο, να μην σπάσει ούτε χέρι ούτε πόδι. Άμα δει τυχαία κάνα μαχαίρι ή ξυράφι, να μην παίξει μ΄αυτά, βρες του άλλα παιχνίδια, Μεγαλοδύναμε. Άμα η μάνα του ανάψει την ξυλόσομπα - του αρέσει όταν η μάνα του ανάβει τη σόμπα, - κράτησέ τον μακριά απ΄τη φωτιά, αν μπορέσεις. Πονάω στη σκέψη ότι μπορεί να καεί... Και αν τυχόν αρρωστήσει, - κάνε έτσι ώστε μόλις με δει, να συνέρθει αμέσως...

Ναι, ναι, όταν την προηγούμενη φορά έφτασα εκεί, μου΄παν πως κοιμόταν. Μου΄παν πως ήταν άρρωστος και ψηνόταν στον πυρετό. Κι εγώ έπινα τη Λιμόνναγια  ξαγρυπνώντας [Θ20] στο κρεβατάκι του μιας και μ΄αφήσαν μόνο μου μ΄αυτόν. Εκείνος πράγματι είχε πυρετό, ακόμα και το λακκάκι στο μάγουλό του καιγόταν στον πυρετό και μου φαινόταν παράξενο ότι ένα τέτοιο μικροσκοπικό πλασματάκι μπορεί να έχει πυρετό...

Ήπια τρία ποτήρια της Λιμόνναγια προτού ξυπνήσει εκείνος και με δει να κρατάω το τέταρτο ποτήρι στο χέρι... Τότε ακριβώς άνοιξα μακρά συζήτηση μαζί του:

- Ξέρεις κάτι..., αγοράκι μου; Μην πεθάνεις... σκέψου λογικά (αφού ήδη ξέρεις να ζωγραφίζεις τα γράμματα πάει να πει μπορείς να σκεφτείς μόνος σου): είναι πολύ ανόητο να πεθάνει κανείς γνωρίζοντας μονάχα το γράμμα "ю" και τίποτα άλλο... Καταλαβαίνεις άραγε και ο ίδιος ότι είναι μια ανοησία;

-Το καταλαβαίνω, πατέρα...

Να δεις πώς το΄πε! Όλα όσα λέγονται από τους αθάνατους αγγέλους και τα ετοιμοθάνατα παιδιά - είναι τόσο σημαντικά που τα λόγια τους τα γράφω με μακρόσυρτους πλαγιασμένους χαρακτήρες ενώ όσα λέγονται από μας - με μικρά γραμματάκια, επειδή είναι λίγο πολύ σαχλαμάρες. "Το καταλαβαίνω, πατέρα!"...

-Και θα σηκωθείς, αγόρι μου, και θα χορέψεις τη δική μου "φαραντόλα για τα γουρουνάκια"- την θυμάσαι; Όταν ήσουν δυο χρονών, την χόρευες. Μουσική και στίχοι - του πατέρα σου. "Τό-σο χα-ρι-τω-μέ-να, α-στεί-α δια-ο-λά-κια μου γρατζουνούσαν-γρατζουνούσαν και δάγκωναν χε-ρά-κια..." Κι εσύ βαστώντας το ένα χέρι στη μέση και με το άλλο κουνώντας ένα μαντίλι, χοροπηδούσες σαν ένας μικρούτσικος χαζούλης... "Απ΄τον Φλε-βά-ρη κλαψούριζα και γκρίνιαζα, με το που  τέλειωσε ο Αύγουστος, τέλειωσα κι εγώ ..." Αγαπάς τον πατέρα σου, αγόρι μου;

-Πάρα πολύ...

-Έτσι μπράβο και μην πεθαίνεις... Άμα ζήσεις και γίνεις καλά θα μου χορέψεις κάτι ξανά... Μόνο άσε καλύτερα, δε θα χορέψουμε την φαραντόλα. Έχει κάτι λόγια που δεν ταιριάζουν στην περίσταση... "με το που τέλειωσε ο Αύγουστος, τέλειωσα κι εγώ..." - τούτο δεν ταιριάζει. Πολύ καλύτερο είναι αυτό εδώ: "εν-δύο βά-λε τα πα-πού-τσια. Ντρο-πή ΄ναι να κοι-μά-σαι!"... Υπάρχουν προσωπικοί λόγοι που μου αρέσει αυτή η σάχλα.

Άδειασα το τέταρτο ποτήρι και αισθάνθηκα μια αναστάτωση:

-Αν δεν υπάρχεις εσύ, αγοράκι μου, θα΄μαι εντελώς μόνος... Το καταλαβαίνεις;.. Αυτό το καλοκαίρι έτρεχες μες στο δάσος, έτσι δεν είναι; Άρα θα θυμάσαι πώς ήταν τα πεύκα εκεί πέρα; Έτσι είμαι κι εγώ, σαν πεύκος... Είναι τόσο ψηλός και τόσο μοναχικός όπως κι εγώ... Όπως κι εγώ εκείνος κοιτάζει ψηλά στον ουρανό ενώ δε βλέπει και δε θέλει να δει τι γίνεται κάτω... Είναι τόσο πράσινος και θα΄ναι για πάντα ώσπου να πέσει. Έτσι είμαι κι εγώ ώσπου να πέσω, θα΄μαι πάντα πράσινος...

-Πράσινος, - επανέλαβε ο μικρός.

-Ή ας πούμε ο ταραξάκος. Εκείνος όλο λυγίζει στον αέρα και χνουδορροεί, σου προκαλεί θλίψη να τον κοιτάς... Έτσι είμαι κι εγώ: μήπως δεν φυλλορροώ; Μήπως δεν είναι άσχημο να βλέπεις πώς εγώ μέρες ολόκληρες φυλλορροώ χωρίς σταματημό;..

-Άσχημο, - επανέλαβε ο μικρός και χαμογέλασε σαν αλαφροϊσκιωτος...

Και νά΄μαι τώρα: θυμάμαι το δικό του "άσχημο"και χαμογελάω επίσης αλαφροΐσκιωτα. Και βλέπω: από μακριά να μου γνέφουν οι άγγελοι και ν΄απομακρύνονται πετώντας όπως μου΄χουν υποσχεθεί.

Κούτσινο - Ζελεζνοντορόζναγια (Σιδηροδρομική)

Κι όμως πρώτα πρώτα σ΄αυτήν. Πρώτα - σ΄αυτήν! Να την δω πάνω στην αποβάθρα με την κοτσίδα της μέχρι τον πισινό και απ΄την λαχτάρα μου, και να κοκκινίσω, και να ανάψω, και να γίνω τύφλα στο μεθύσι, και να βόσκω, και να βόσκω ανάμεσα στα κρίνα ώσπου να πέσω ξερός απ΄την εξάντληση!


Αυτή η κοπέλα δεν είναι απλή κοπέλα! Είναι σκέτος πειρασμός, μια μπαλάντα λα μπεμόλ ματζόρε! Τούτη η γυναίκα, τούτη η κοκκινομαλλούσα στρίγκλα δεν είναι απλά μια γυναίκα, μα σκέτη μάγισσα! Θα με ρωτήσετε: πού στο καλό την βρήκες, Βένετσκα, και από πού βρέθηκε αυτή η κοκκινομάλλα σκύλα; Και γενικά μπορεί τάχα να βρεθεί κάτι της προκοπής στα Πετουσκί;

"Μπορεί και παραμπορεί!" - σας λέω και το λέω τόσο δυνατά που συνταράσσονται και η Μόσχα και τα Πετουσκί. Στη Μόσχα - όχι, στη Μόσχα - αποκλείεται, ενώ στα Πετουσκί - μπορεί! Και τι μ΄αυτό που είναι "ξεκωλιάρα"; Είναι όμως μια τέλεια πλασμένη ξεκωλιάρα! Και αν σας ενδιαφέρει πού την βρήκα, αν σας ενδιαφέρει - ακούστε, αθεόφοβοι, θα σας τα πω όλα χαρτί και καλαμάρι.

Στα Πετουσκί, όπως σας το΄χω ξαναπεί, δεν παύουν να ανθίζουν τα γιασεμιά και να κελαηδούν τα πουλιά. Έτσι και κείνη τη μέρα, ακριβώς δώδεκα βδομάδες πριν, είχε και τα πουλιά και τα γιασεμιά. Ακόμα είχε γενέθλια ένας θεός ξέρει ποιος και είχε ένα κάρο ποτά: μην ήταν δέκα, μην ήταν δώδεκα μην ήταν είκοσι πέντε μπουκάλια. Και είχε όλα όσα θα μπορούσε να πεθυμήσει ο άνθρωπος που είχε καταναλώσει τόσα οινοπνευματώδη στη ζωή του: ήτοι απολύτως όλα ξεκινώντας απ΄τη βαρελίσια μπύρα και φτάνοντας στην μπύρα εμφιαλωμένη. Τι άλλο - θα με ρωτήσετε. Τι άλλο είχε εκεί πέρα;

Ακόμα ήταν δυο άντρες και τρεις μεθυσμένες υπάρξεις η μία πιο μεθυσμένη απ΄την άλλη, ένα πυκνό ντουμάνι και μπόλικες μεθυσμένες ασυναρτησίες. Κάτι άλλο; Μου φαίνεται δεν είχε κάτι άλλο.

Κι εγώ τ΄ανακάτευα και έπινα, αραίωνα τη βότκα "Ροσσίϊσκαγια[Θ22] " με την μπύρα "Ζιγκουλιοφσκογιε[Θ23] " και περιεργαζόμουν αυτές τις "τρεις υπάρξεις" και πάσχιζα να διεισδύσω στα μύχια τους. Τι ακριβώς έψαχνα να βρω μέσα τους, δεν μπορώ να το πω, γι΄αυτό ανακάτευα και έπινα συνεχώς και απ΄αυτό η ενόρασή μου οξυνόταν ακόμα πιο πολύ.

Την αμοιβαιότητα όμως είχα αισθανθεί μονάχα σε μία απ΄αυτές! Ω, κόκκινες βλεφαρίδες, πιο μακριές απ΄ό, τι τα μαλλιά στα κεφάλια μας! Ω, αθώες ματάρες! Ω, τούτο το ξέξασπρο των ασπραδιών! Ω, τούτες οι φτερούγες! Άραγε είναι της μάγισσας ή της αθώας περιστέρας;!...

-Ώστε εσείς είστε ο Γιεροφέγιεφ; - με ρώτησε και ψιλοέγειρε προς το μέρος μου ανοιγοκλείνοντας τις βλεφαρίδες της...

-Μα, φυσικά! Ποιος άλλος, αν όχι εγώ!

(Ω, αρμονικά πλασμένη! Πώς και το κατάλαβες;)

-Έχω διαβάσει κατιτίς δικό σας. Και ξέρετε κάτι: δεν θα το φανταζόμουν ποτέ ότι σε καμιά πενηνταριά σελίδες θα μπορούσαν να χωρέσουν τόσες σαχλαμάρες. Αυτό είναι ανθρωπίνως αδύνατον!

-Ώστε είναι ανθρωπίνως αδύνατον! - κολακευμένος ανάμειξα τα ποτά και ήπια κάμποσο. - Αν θέλετε, θα προσπαθήσω να χωρέσω ακόμα περισσότερες! Θα αρθώ ακόμα πιο πάνω!...

Αυτό ήταν η απαρχή των πάντων. Ήτοι έπαθα αμνησία: κενό μνήμης τριών ωρών. Τι κατανάλωνα; Τι έλεγα; Σε ποια αναλογία ανακάτευα τα ποτά; Ίσως και να μην είχα κενό μνήμης αν τα΄πινα χωρίς να τ΄ανακατώνω. Σε κάθε περίπτωση συνήλθα κάπου μετά από τρεις ώρες και να υπό ποιες συνθήκες έγινε αυτό: Κάθομαι στο τραπέζι, ανακατώνω και πίνω. Και εκτός από μας τους δύο δεν υπάρχει κανείς. Και κείνη - δίπλα, γελάει με μένα σαν το πανάγαθο βρέφος. Κι εγώ σκέφτομαι: "Είναι απίθανη! Είναι απ΄τις γυναίκες το στήθος των οποίων δεν πλάκωνε κανείς παρά μόνο το προαίσθημα. Είναι η γυναίκα της οποίας κανείς πριν από μένα δεν ψηλάφησε μήτε το σφυγμό της. Ω, τούτο το απολαυστικό γαργαλητό που διαχέεται και στην ψυχή και σ΄όλο το σώμα!"

Και κείνη πήρε και ήπιε ακόμα καμιά εκατοστή γραμμάρια. Τα΄πιε όρθια, γέρνοντας κατά πίσω το κεφάλι όπως μια πιανίστα. Και με το που τα΄πιε, με μια εκπνοή έβγαλε από μέσα όλα όσα κράταγε μέσα της, όλα τα ιερά και όσια που είχε - τα΄βγαλε όλα μεμιάς. Ύστερα λύγισε το κορμί της σαν καμιά ξεκωλιάρα και βάλθηκε να λυκνίζει πέρα δώθε τα λαγόνια της - και όλο αυτό με τέτοια χάρη που δεν μπορούσα να την κοιτάζω χωρίς ν΄αναστατώνομαι...

Όντας ξεδιάντροποι, σίγουρα θα με ρωτήσετε: "Άρα, Βένετσκα, είναι από δαύτες; Τι να σας πω; Φυσικά κι είναι! Πώς αλλιώς! Μου΄πε ευθέως: "Θέλω να μ΄αγγαλιάσεις θεληματικά με το δεξί σου χέρι!" Χα-χα. "Θεληματικά" και "με το δεξί μου χέρι";! - κι εγώ να έχω γίνει τόσο τύφλα στο μεθύσι που όχι μόνο θεληματικά ν΄αγγαλιάσω, αλλά ούτε και να την χουφτώσω δεν μπορώ και όλο αστοχώ μη βρίσκοντας το κορμί της...

-Ώστε έτσι! Κούνα λοιπόν τις στρογγυλές σου λαγόνες! - σκέφτηκα ανακατώνοντας και πίνοντας. - κούνα τες, γυναίκα-πειρασμός! Κούνα τες, Κλεοπάτρα! Κούνα τες, αφράτη ξεκωλιάρα, εσύ που έχεις ξεζουμίξει την καρδιά του ποιητή! Όλα όσα έχω, όλα όσα ίσως έχω - όλα τα θυσιάζω πάνω στο βωμό της Αφροδίτης!

Αυτά σκεφτόμουν καθώς εκείνη γελούσε. Και κείνη πλησίασε το τραπέζι και ήπιε μονορούφι ακόμα εκατόν πενήντα γραμμάρια, μιας και ήταν ίδια τελειότης και η τελειότης δεν έχει όρια...

Ζελεζοντορόζναγια -Τσιόρνογιε

Ήπιε - κι έβγαλε από πάνω της κάποια περιττά ρούχα. "Εάν εκείνη βγάλει, - σκέφτηκα, εάν εκείνη μετά απ΄αυτά τα περιττά βγάλει και τα εσώρουχα - θα σειστεί η γη και θα στενάξουν και οι πέτρες".

Και κείνη με ρώτησε: "Για πες, Βένετσκα, αν έχω ωραίο ....... ; Κι εγώ κυριευμένος απ΄την επιθυμία ετοιμαζόμουν να αμαρτήσω και μου κοβόταν η ανάσα. Της είπα: "Υπάρχω σ΄αυτόν τον κόσμο εδώ και τριάντα χρόνια... μα δεν έχω δει καμία να το΄χει πιο ωραίο ...!"

Και τώρα τι να κάνω; Να κάνω τον τρυφερό γαλαντόμο; Ή τον ακαταμάχητο επιβήτορα; Ποιος το ξέρει, ποτέ δεν έχω καταλάβει πώς πρέπει να φερθώ τη συγκεκριμένη στιγμή σε μια μεθυσμένη... Πριν απ΄αυτό - να σας το μαρτυρήσω; - πριν απ΄αυτό καλά καλά δεν ήξερα από γυναίκες, μήτε από μεθυσμένες μήτε και από ξεμέθυστες. Τις πλησίαζα νοερά και μόλις τις πλησίαζα - η καρδιά μου πάγωνε απ΄το φόβο. Υπήρχαν οι φαντασιώσεις, μα δεν υπήρχαν οι προθέσεις. Όποτε εμφανίζονταν οι προθέσεις - εξαφανίζονταν οι φαντασιώσεις, και παρ΄όλο που τις πλησίαζα με όλη μου την καρδιά, απ΄το φόβο μου χάνονταν οι φαντασιώσεις.

Έπεφτα σε αντιφάσεις. Απ΄τη μία μου άρεσε που αυτές είχαν λεπτή  μέση, ενώ εμείς δεν την έχουμε λεπτή, αυτό από μόνο του "ξυπνούσε" "μέσα μου, πώς να το πω; - " τη λαγνεία, να το πω; - μάλιστα, αυτό! Ξυπνούσε μέσα μου τη λαγνεία. Από την άλλη όμως γυναίκα ήταν εκείνη που έσφαξε τον Μαρά μ΄έναν σουγιά, ενώ ο Μαρά ήταν αδέκαστος και δεν έπρεπε να σφαγιαστεί. Αυτό από μόνο του σκότωνε μέσα μου όποια λαγνεία. Από τη μια, όπως και στον Καρλ Μαρξ, εμένα μου άρεσε η αδυναμία τους, ήτοι: το να΄ναι αναγκασμένες να ουρούν ανακούρκουδα, αυτό μ΄ άρεσε, αυτό με γέμιζε - έλα ντε, με τι με γέμιζε; Λαγνεία τάχα; Μάλιστα λοιπόν, αυτό με γέμιζε λαγνεία. Από την άλλη, γυναίκα ήταν και κείνη που πυροβόλησε τον Ιλιίτς από ένα περίστοφο! Και αυτό επίσης σκότωνε τη λαγνεία: ας ουρούν ανακούρκουδα, μα γιατί να πυροβολούν τον Ιλιίτς απ΄το περίστροφο; Θα΄ταν αστείο μετά απ΄αυτό να μιλάμε για όποια λαγνεία... Μ΄αυτά κι μ΄αυτά έχω ξεχάσει τι έλεγα.

Λοιπόν, να κάνω τον ζόρικο ή τον γαλαντόμο; ;

Εκείνη από μόνη της με΄βγαλε απ΄αυτό το δύσκολο δίλημμα, γέρνοντας προς τα πίσω, μου χάιδεψε το μάγουλο με την πατούσα της. Μέσα στην κίνηση αυτή είχε κάτι και από ενθάρρυνση, και από παιχνίδι, και από μια απαλή μπάτσα. Υπήρχε κάτι και από ένα αθώο χειροφίλημα. Και μετά - αμάν, αυτή η άσπρη, πουτανιάρικη θολούρα μες στα μάτια της, που σ΄έκανε να παραληρείς φτάνοντας στον έβδομο ουρανό!  Και η κοιλιά ίδια γη και ουρανός. Μόλις την είδα παραλίγο να βάλω τα κλάματα από συγκίνηση, άρχισα να βγάζω ατμούς και να τρέμω σύγκορμος. Και όλα ανακατεύτηκαν: και τα ρόδα, και τα κρίνα, και η υγρή τρεμουλιαστή - όλο μικρές μπουκλίτσες είσοδος της Εδέμ, και τα κενά μνήμης, και οι ξανθοκόκκινες βλεφαρίδες. Ω, τούτο το πλατάγισμα απ΄τα έγκατα! Ω, ξεδιάντροπες ματάρες! Ω, άσωτη κόρη με μάτια γλαυκά σαν τα σύννεφα! Ω, όλο ηδονή ομφαλός! 

Όλα ανακατεύτηκαν έτσι ώστε να γίνει πρωτίστως μια αρχή και ύστερα το ίδιο πράγμα να επαναλαμβάνεται κάθε Παρασκευή ξανά και ξανά και να μην αφήνει σε ησυχία μήτε την καρδιά μου μήτε και το μυαλό μου. Το ξέρω: και σήμερα θα συμβεί το ίδιο, το ίδιο μεθύσι και το ίδιο βγάλσιμο οφθαλμών...

Θα μου πείτε: ώστε λοιπόν, Βένετσκα, πιστεύεις ότι είσαι ο μοναδικός της οφθαλμοβγάλτης;

Τι με κόφτει;! Κι εσάς ακόμα περισσότερο! Ας μην είναι πιστή.  Τα γηρατειά και η αφοσίωση αφήνουν πάνω στη μούρη ρυτίδες κι εγώ φερειπείν δε θέλω το μουτράκι της να έχει ρυτίδες. Ας μ΄απατά, φυσικά δεν το πολυεννοώ αυτό το "ας". Ας μην είναι και τόσο πιστή, όμως είναι πλασμένη από λαγνεία και αρώματα. Δεν είναι ούτε να την χουφτώνεις ούτε να την χτυπάς στη μάπα - είναι να την ρουφάς απολαμβάνοντας όλα της τα αρώματα. Μια φορά προσπάθησα να μετρήσω όλες τις μυστικές της καμπύλες και δεν τα κατάφερα - μέτρησα μέχρι τις είκοσι επτά και μ΄έπιασε ένα τέτοιο λίγωμα που ήπια λίγη Ζουμπρόφκα [Θ24] παρατώντας ανολοκλήρωτο το μέτρημα.  

Το πιο όμορφο στο σώμα της είναι τα μπράτσα της, φυσικά. Ιδιαίτερα όταν τα ανασηκώνει και γελώντας με θρίαμβο λέει: "Βρε, Γιεροφέγιεφ, τι μάπας που είσαι!" Ω, διαβόλισσα! Πώς μπορείς να μην την ρουφήξεις;

Υπήρχαν, βέβαια, φορές που κι αυτή έσταζε φαρμάκι, μα όλα αυτά είναι σαχλαμάρες, όλα αυτά τα κάνει από αυτοάμυνα ή κάποιο γυναικείο σκέρτσο - δε σκαμπάζω και πολλά απ΄αυτά. Σε κάθε περίπτωση όταν έφτασα ως τα μύχια της, δε βρήκα κανένα φαρμάκι μονάχα τα λαχταριστά βατόμουρα με κρέμα γάλακτος. Κάποια απ΄τις Παρασκευές, για παράδειγμα, όταν ακόμη αισθανόμουν τη ζέστα απ΄τη Ζουμπρόφκα, της είπα:

- Ας είμαστε μαζί για το υπόλοιπο της ζωής μας! Θα σε πάρω μαζί μου στη Λόμπνια[Θ25] , θα σε ντύσω με πορφύρα και κεκλωσμένην βύσσον, θα βγάλω κάτι παραπάνω τοποθετώντας τηλεφωνικά κουτιά κι εσύ θα οσφραίνεσαι κατιτίς - ας πούμε - τα κρίνα και θα ευφραίνεσαι. Φύγαμε!

Και κείνη μου έκανε "πριτς" χωρίς να πει κουβέντα. Κι εγώ μες στην παραζάλη έφερα το χέρι της κοντά στα ρουθούνια μου, ρούφηξα λίγη απ΄τη μυρωδιά της και δάκρυσα:

- Μα γιατί; - την εξόρκιζα να μου απαντήσει - γιατί;;;

Τότε ήταν λοιπόν που εκείνη έβαλε τα κλάματα και κρεμάστηκε στο λαιμό μου:

-Θεότρελε! Αφού το ξέρει και ο ίδιος γιατί! Ο ίδιος ξέρεις γιατί, βρε παλαβέ!

Και μετά απ΄αυτό - σχεδόν κάθε Παρασκευή επαναλαμβανόταν το ίδιο: και τα δάκρυα, και οι χειρονομίες. Αλλά σήμερα - σήμερα κάτι πρέπει να αποφασιστεί, επειδή η σημερινή Παρασκευή είναι δέκατη τρίτη στη σειρά. Είμαι όλο και πιο κοντά στα Πετουσκί, τσαρίνα των ουρανών!..

Τσιόρνογιε - Κουπάβνα


Τρομερά αναστατωμένος βάλθηκα να βηματίζω μες στον προθάλαμο και όλο κάπνιζα και κάπνιζα...

-Και μετά απ΄αυτό λες ότι νιώθεις μοναξιά και ότι δε σε καταλαβαίνει κανείς; Εσύ που κρύβεις τόσα στην ψυχή και τόσα στην τσέπη! Εσύ που έχεις μια τέτοια στα Πετουσκί και έναν τέτοιο πέρα απ΄τα Πετουσκί!.. Νιώθεις μοναξιά;..

- Όχι, όχι, δεν νιώθω πια μοναξιά, πια μ΄έχουν καταλάβει, εδώ και δώδεκα βδομάδες μ΄έχουν καταλάβει. Περασμένα ξεχασμένα. Νά, θυμάμαι τότε που έκλεινα τα είκοσι μου χρόνια - τότε ήμουν ανυπόφορα μόνος. Και τα γενέθλιά μου ήταν καταθλιπτικά. Ήρθε ο Γιούρι Πετρόβιτς, ήρθε η Νίνα Βασίλιεβνα, μου΄φεραν ένα μπουκάλι της Στολίτσναγια [Θ26] και ένα βάζο με ντολμάδες γιαλαντζί - και αισθάνθηκα τόσο μόνος, τόσο απίστευτα μόνος απ΄αυτούς τους ντολμάδες, απ΄αυτήν τη Στολίτσναγια - που χωρίς να θέλω να κλάψω, έκλαψα...

Όταν δε πάτησα τα τριάντα το περασμένο φθινόπωρο;  Τότε δε που πάτησα τα τριάντα - η μέρα ήταν μουντή όπως η ημέρα του εικοσαετή επετείου. Ήρθε ο Μπόρια με μια μισότρελη ποιήτρια, ήρθε ο Βάντια με τη Λυδία, Λέντικ με τον Βολόντια. Μου΄φεραν - τι μου΄φεραν; - δύο μπουκάλια της Στολίτσναγια και δύο βάζα με γεμιστές τομάτες. Και με κατέλαβε μια τέτοια απόγνωση, ένας τέτοιος καημός απ΄αυτές τις τομάτες που ήθελα να κλάψω μα δεν μπορούσα πια...

Σημαίνει άραγε αυτό ότι σε μια δεκαετία έχω γίνει λιγότερο μοναχικός; Όχι, δε σημαίνει κάτι τέτοιο. Τότε μήπως σημαίνει ότι η ψυχή μου ετραχύνθη μέσα σε μια δεκαετία; Και η καρδιά μου εσκληρύνθη;  Και πάλι - όχι. Μάλιστα το αντίθετο. Κι όμως το να κλάψω, δεν έκλαψα...

Γιατί; Μάλλον θα μπορέσω να σας το εξηγήσω αν βρω για αυτόν τον σκοπό κάποια αναλογία στον κόσμο του Ωραίου. Ας πούμε ότι αν ένας ήρεμος άνθρωπος πιει εφτακόσια πενήντα ml, θα γίνει χαρούμενος σαματατζής. Ενώ αν προσθέσει ακόμα εφτακόσια; - θα γίνει άραγε ακόμα πιο χαρούμενος σαματατζής; Όχι θα γίνει πάλι ήρεμος. Απ΄έξω θα φανεί σαν να΄χει ξεμεθύσει. Σημαίνει άραγε ότι όντως έχει ξεμεθύσει; Σε καμιά περίπτωση: έχει γίνει σκνίπα στο μεθύσι γι΄αυτό είναι και ήρεμος.

Το ίδιο συμβαίνει και σε μένα: δεν έχω γίνει λιγότερο μοναχικός στα τριάντα μου χρόνια ούτε έχει σκληρύνει η καρδιά μου - εντελώς το αντίθετο. Μα αν τα δεις απ΄έξω - τα πράγματα αλλάζουν...

Όχι, τώρα πια αρχίζει η πραγματική ζωή! Μια ζωή καθόλου βαρετή! Βαρετή ζωή είχαν μονάχα ο Νικολάι Γκόγκολ και ο βασιλιάς Σολομώντας. Ενώ εμείς μιας και καταφέραμε να επιζήσουμε τούτα τα τριάντα χρόνια, πρέπει να προσπαθήσουμε να ζήσουμε κι άλλα τριάντα, ναι, ναι. "Ο άνθρωπος είναι θνητός" - αυτή είναι η γνώμη μου. Και αν έτυχε να γεννηθείς, δεν μπορείς παρά να ζήσεις για κάμποσο... Ἡ ζωή είναι ωραία"- αυτή είναι η γνώμη μου.

Γνωρίζετε τάχα πόσα μυστήρια κρύβει ο κόσμος μας, πόσο μεγάλη είναι η άβυσσος του ανεξερεύνητου και πόση ελευθερία υπάρχει για κείνους που μαγεύονται απ΄αυτά τα μυστήρια! Ορίστε, λοιπόν, το πιο απλό παράδειγμα.

Γιατί παρακαλώ άμα χθες βράδυ ήπιες, ας πούμε, εφτακόσια πενήντα ml ενώ το πρωί δεν είχες τη δυνατότητα να στανιάρεις - είχες υπηρεσία ή άλλες υποχρεώσεις - και μόνο πολύ πιο μετά το μεσημέρι παραδέρνοντας κάπου έξι με εφτά ώρες επιτέλους κατάφερες να πιείς κάτι για να ξαλαφρώσεις την ψυχή σου (πόσο να΄πιες; Ας πούμε εκατόν πενήντα ml) - γιατί παρακαλώ η ψυχή σου δεν μπορεί να ξαλαφρώσει; Η αδιαθεσία που σε ταλάνιζε απ΄το πρωί εξαιτίας αυτών των εκατόν πενήντα ml διαδέχεται από την αδιαθεσία άλλου τύπου, μια αδιαθεσία που νιώθεις λόγω ντροπής, τα μάγουλά σου βάφονται κατακόκκινα σαν της πουτάνας ενώ κάτω απ΄τα μάτια εμφανίζονται κάτι μαύροι κύκλοι σάμπως όλο το προηγούμενο βράδυ αντί να σε κερνούν, σου΄ριχναν μπουνιές στη μάπα. Γιατί άραγε;

Θα σας πω γιατί. Γιατί ο άνθρωπος αυτός έπεσε θύμα των έξι ή των επτά ωρών εργασίας. Συνεπώς πρέπει να ξέρεις να επιλέγεις δουλειά, δεν υπάρχουν κακές δουλειές. Δεν υπάρχουν κακά επαγγέλματα, πρέπει να σεβόμαστε οποιοδήποτε λειτούργημα. Πρέπει μόλις ξυπνήσεις, αμέσως να πιεις κάτι, ψέματα, όχι "κάτι", αλλά ακριβώς το ίδιο που έπινες και χτες και να το καταναλώνεις κάνοντας ανάμεσα διαλείμματα σαράντα με σαράντα πέντε λεπτά, έτσι ώστε ως το βράδυ να έχεις πιει διακόσια πενήντα ml περισσότερο απ΄την προηγούμενη μέρα. Τότε δε θα νιώθεις ούτε την αδιαθεσία ούτε και την ντροπή και ο ίδιος θα΄σαι τόσο ασπροπρόσωπος σάμπως δεν έχεις φάει καθόλου μπουνιές στη μούρη εδώ και κάνα εξάμηνο.

Ορίστε λοιπόν, πόσα μυστήρια, περίεργα και μοιραία, υπάρχουν στη φύση! Πόσες λευκές κηλίδες παντού!

Και αυτοί οι κουφιοκέφαλοι νεολαίοι που έρχονται να μας διαδεχτούν λες και δεν βλέπουν τα μυστήρια της ζωής. Δεν διαθέτουν αρκετή πυγμή και πρωτοβουλία και γενικώς αμφιβάλλω αν έχουν τίποτα στις γκλάβες τους. Τι μπορεί να είναι πιο γενναίο απ΄το να υποβάλλεις σε πειράματα τον ίδιο σου τον εαυτό; Στην ηλικία τους έκανα το εξής: το βράδυ της Πέμπτης έπινα μονορούφι τριάμισι λίτρα βότκα αραιωμένης με μπύρα 1 προς 2. - το΄πινα αυτό και ξάπλωνα, χωρίς να γδυθώ με μια σκέψη και μόνο: αν καταφέρω να ξυπνήσω το πρωί της Παρασκευής ή όχι;

Παρόλα αυτά την Παρασκευή το πρωί δεν κατάφερνα να ξυπνήσω, ξυπνούσα όμως το πρωί του Σαββάτου, μα όχι πια στη Μόσχα, αλλά κάτω απ΄το σιδηροδρομικό ανάχωμα στην περιοχή του Νάρο-Φομίνσκ. Και μετά - μετά προσπαθούσα να θυμηθώ και να συλλέξω στοιχεία και αφού τελείωνα με τη συλλογή, τα΄κανα αντιπαραβολή. Και αφού τελείωνα με την αντιπαραβολή, άρχιζα πάλι να ανασυνθέτω την πραγματικότητα χάρη στο ζόρισμα της μνήμης και την διεισδυτικότητα της ανάλυσης. Και μετά περνούσα από την παρατήρηση στην αφαίρεση: με άλλα λόγια συνερχόμουν με σύνεση και επιτέλους συνειδητοποιούσα πού τελικά είχε χαθεί η Παρασκευή.

Από τα μικράτα, εξ απαλών ονύχων "τόλμη" ήταν η αγαπημένη μου λέξη, και -ο θεός μου μάρτυς - πόσο πολλά πράγματα αποτολμούσα στη ζωή μου! Άμα αποτολμήσετε τα ίδια, θα πάθετε αποπληξία ή παράλυση. Ή μάλλον όχι: αν αποτολμούσατε τα ίδια με μένα στην ηλικία σας, μια ωραία πρωΐα δεν θα μπορούσατε να ξυπνήσετε. Ενώ εγώ - ξυπνούσα σχεδόν κάθε πρωί και πάλι ετοιμαζόμουν να αποτολμήσω καινούρια πράγματα...

Για παράδειγμα: ως τα δεκαοχτώ μου ή γύρω στα δεκαοχτώ μου παρατήρησα ότι από την πρώτη δόση ως και την πέμπτη εγώ αντρειεύομαι, δηλαδή αντρειεύομαι ακάθεκτα, μα αρχίζοντας ήδη από την έκτη

Κουπάβνα - 33ο χιλιόμετρο

ως και την ένατη - γίνομαι μαλθακός, τόσο πολύ μαλθακός που απ΄την ένατη σφαλνούσα τα μάτια μου το ίδιο ακάθεκτα. Και τι τάχα σκεφτόμουν από αφέλεια; Σκεφτόμουν: πρέπει με τη δύναμη της βούλησης να εξαναγκάσω τον εαυτό μου να υπερκεράσω τη νύστα και να πιω την ενδέκατη δόση - τότε ίσως να υποτροπιάσει η αρρενωπότητά μου; Μα όχι, σιγά μη γινόταν έτσι. Τζίφος οι υποτροπιασμοί, το΄χω δοκιμάσει.

Παιδευόμουν μ΄αυτό το αίνιγμα τρία χρόνια σερί, καθημερινώς και αδιαλείπτως, κι όμως καθημερινώς μετά τη δέκατη δόση αποκοιμιόμουν.

Ενώ όλα ήταν πολύ απλά! Αποδείχθηκε ότι αν έχετε ήδη καταναλώσει την πέμπτη δόση, πρέπει να πιείτε μονορούφι και την έκτη, και την έβδομη, και την όγδοη, και την ένατη - μα να τις πιείτε σαν ιδέα, δηλαδή μόνο στη φαντασία σας. Με άλλα λόγια πρέπει χρησιμοποιώντας τη δύναμη της βούλησής σας να συγκρατηθείτε και να μην πιείτε μονορούφι μήτε την έκτη μήτε την έβδομη μήτε την όγδοη μήτε την ένατη.

Και αφού κάνετε ένα διάλειμμα να προχωρήσετε κατευθείαν στη δέκατη, και όπως ακριβώς την ένατη συμφωνία του Αντονίν Ντβόρζακ που είναι στην πραγματικότητα ένατη, την αποκαλούν συμβατικά πέμπτη, έτσι κι εσείς: συμβατικά θα αποκαλείτε ως δέκατη την έκτη σας δόση - και θα΄στε σίγουροι - τώρα πια θα αντρειεύεσθε ανεμπόδιστα από την έκτη (δέκατη) ως και την εικοστή όγδοη (τριακοστή δεύτερη), δηλαδή θα αντρειεύεσθε ως εκείνο το όριο πίσω απ΄το οποίο ακολουθεί η τρέλα και η γουρουνιά.

Όχι, λόγο τιμής, δεν εκτιμώ τη γενιά που μας ακολουθεί. Μου προκαλεί αποτροπιασμό και κατάπληξη. Ο Μαξίμ Γκόρκι δεν επρόκειτο να συνέθετε κανένα άσμα γι΄αυτούς, μήτε ο λόγος. Χώρια ότι εμείς στην ηλικία τους σηκώναμε ένα μεγάλο φορτίο από ιερά κι όσια. Θεός φυλάξοι! - τα ιερά κι όσια ήταν ελάχιστα, μα πόσα πράγματα ήταν ανεκτίμητης αξίας για μας. Ενώ εκείνοι δε δίνουν δεκάρα τσακιστή για τίποτα απολύτως.

Γιατί να μην κάνουν το εξής: στην ηλικία τους έπινα με μεγάλα διαλείμματα - μια πίνω,  μια σταματώ και ξανά μανά μια πίνω μια σταματώ. Γι΄αυτό δεν έχω δικαίωμα να κρίνω αν η πρωϊνή στέρηση είναι πιο ήπια σε περίπτωση που γίνει ρουτίνα, αν δηλαδή απ΄τα δεκαέξι σου πίνεις τετρακόσια πενήντα ml στις επτά προ μεσημβρίας. Φυσικά, αν μου΄διναν πίσω τα χρόνια μου για να ξεκινήσω τη ζωή μου απ΄την αρχή, εγώ βέβαια θα το δοκίμαζα - εκείνοι όμως ξύνονται!

Και να΄ταν μόνο αυτό. Άραγε πόσα μυστήρια κρύβουν οι άλλες σφαίρες της ανθρώπινης ύπαρξης; Φανταστείτε για παράδειγμα ότι μια μέρα απ΄το πρωί ως το βράδυ πίνετε αποκλειστικά και μόνο την  βότκα και τίποτα άλλο, την επομένη - αποκλειστικά και μόνο το κόκκινο κρασί. Την πρώτη μέρα ως τα μεσάνυχτα γίνεστε ασυγκράτητος. Ως τα μεσάνυχτα φλέγεστε έτσι που τη νύχτα του Αϊ-Γιάννη του Κλήδονα οι κοπελιές θα μπορούσαν άνετα να πηδούν πάνω από σας. Και είναι λογικό όσες πηδήσουν κάποια στιγμή να τσουρουφλιστούν, εάν εσείς απ΄το πρωί ως τη νύχτα πίνατε αποκλειστικά και μόνο την βότκα.

Και αν απ΄το πρωί ως τη νύχτα πίνατε μόνο τα δυνατά κόκκινα κρασιά; Πού να κάτσουν οι κοπελιές να πηδήσουν πάνω σας τη νύχτα του Αϊ-Γιάννη του Κλήδονα; Το πιο πιθανό να συμβεί το αντίθετο να κάτσει κάτω η κοπελιά, αλλά εσείς δε θα μπορέσετε ούτε να την πηδήξετε ούτε και τίποτα άλλο. Αυτό βέβαια με την προϋπόθεση ότι απ΄το πρωί ως το βράδυ πίνατε μόνο το κόκκινο!..

Ναι, ναι! Και πόσα συναρπαστικά πράγματα μας επιφυλάσσουν οι τομείς στενής ειδίκευσης! Για παράδειγμα ο λόξιγκας. Ο χαζός μου συμπατριώτης Σολούχιν σας φωνάζει στο δάσος να μάσετε μανιτάρια. Δεν τα χέζετε και τα μανιτάρια και τον ίδιο! Καλύτερα να ασχοληθούμε με το λόξιγα, δήλαδή με τη μελέτη του λόξιγκα μέθης από την μαθηματική σκοπιά...

-Έλεος! - μου φωνάζουν από παντού. - δεν είναι δυνατόν να μην υπάρχει στον κόσμο κάτι που θα μπορούσε...!

-Ακριβώς: δεν υπάρχει! - φωνάζω εγώ προς κάθε κατεύθυνση! - Δεν υπάρχει τίποτα εκτός απ΄αυτόν!  Δεν υπάρχει τίποτα που θα μπορούσε! Δεν είμαι βλαξ, καταλαβαίνω ότι στον κόσμο πέρα απ΄αυτόν υπάρχουν και ψυχιατρεία και η εξωγαλαξιακή αστρονομία, και κανείς δεν το αμφισβητεί!

Μα όλα αυτά είναι ξένα. Όλα αυτά μας τα΄χουν επιβάλει ο Μέγας Πέτρος και ο Ντιμίτρι Κιμπάλτσιτς, ενώ ο προορισμός μας δεν βρίσκεται εδώ, ο προορισμός μας βρίσκεται αλλού! Στο μέρος όπου θα σας πάω, αν δεν μου προβάλετε κάποια αντίσταση! Θα μου πείτε: "ο προορισμός είναι παραπλανητικός και ψεύτικος". Κι εγώ θα σας πω, και θα το επαναλάβω ξανά και ξανά: "δεν υπάρχουν ψεύτικοι προορισμοί, πρέπει να σεβόμαστε την όποια απόφαση".

Και φτου σας επιτέλους! Καλύτερα να αφήσετε στους Γιάνκηδες την εξωγαλαξιακή αστρονομία και στους Γερμανούς την ψυχιατρική επιστήμη. Και ας τρέχει ο κάθε βλαμμένος σαν τους Ισπανούς να χαζέψει τις ταυρομαχίες, ας χτίζει ο παλιάνθρωπος Αφρικανός το φράγμα του Ασουἀν, ας τον να το χτίζει, ούτως ή άλλως θα το σαρώσει ο δυνατός αέρας, ας πάει να πνιγεί και η Ιταλία με το περιβόητο της μπελκάντο. Ας γίνουν όλα αυτά!..

Κι εμείς, επαναλαμβάνω, θα ασχοληθούμε με τον λόξιγκα.

33ο χιλιόμετρο - Ελεκτροούγκλι

Εννοείται ότι για να ξεκινήσει κανείς την έρευνα σχετική μ΄αυτόν, πρέπει να τον προκαλέσει: ή an sich (όρος του Εμμανουήλ Καντ), ήτοι να τον προκαλέσει μέσα του, ή να τον προκαλέσει μέσα σε κάποιον άλλον, μα προς ίδιον όφελος, ήτοι für sich σύμφωνα με την ορολογία του Εμμανουήλ Καντ. Το καλύτερο απ΄όλα, βέβαια, και an sich, και für sich και συγκεκριμένα ως εξής: για δύο ώρες σερί να πίνετε κάτι δυνατό: ή τη Στάρκα [Θ27] ή το Ζβερομπόι [Θ28] ή την Οχότνιτσγια[Θ29] . Να τα πίνετε σε μεγάλα ποτήρια, ένα ποτήρι ανά μισή ώρα, κατά δύναμιν να αποφεύγετε τους μεζέδες. Αν κάποιος δυσκολεύεται, μπορεί να επιτρέψει στον εαυτό του έναν μικρό μεζέ, μα εντελώς ανεπιτήδευτο: μια φέτα χθεσινό ψωμί, αντσούγιες με καρυκεύματα, αντσούγιες σε άλμη, αντσούγιες με σάλτσα ντομάτας.

Κατόπιν κάντε ένα διάλειμμα. Μην καταναλώνετε τροφή, μην καταναλώνετε υγρά, χαλαρώστε τους μύες και μην σφίγγεστε.

Θα το διαπιστώσετε και οι ίδιοι: προτού να βγει η ώρα θα σας πιάσει. Μόλις σας πιάσει για πρώτη φορά, θα σας ξαφνιάσει το αναπάντεχο της έναρξής του. Στη συνέχεια θα σας εκπλήξει το αναπόφευκτο της δεύτερης φοράς, της τρίτης φοράς, et cetera. Αν δεν είστε ανόητος, πάψτε να εκπλήσσεστε όσο το δυνατόν πιο γρήγορα και ασχοληθείτε με την ουσία: καταγράψτε στο χαρτί ανά πόσα δευτερόλεπτα σας επισκέπτεται ο λόξιγκας: οχτώ - δεκατρία - επτά - τριά - δεκαοχτώ.

Δοκιμάστε, φυσικά, να βρείτε, αν είστε κάνας τρελός επιστήμονας, προσπαθήστε να συναγάγετε έναν μαθηματικό τύπο, ώστε να προβλέψετε με κάποιον τρόπο τη διάρκεια του διαλείμματος ως την επόμενη σύσπαση.

Λένε ότι οι αρχηγοί του παγκόσμιου προλεταριάτου, ο Καρλ Μαρξ και ο Φρίντριχ Ένγκελς, μελέτησαν ενδελεχώς την εναλλαγή των κοινωνικοπολιτικών συστημάτων και βάσει αυτής της μελέτης μπόρεσαν να προβλέψουν αρκετά πράγματα. Στην προκειμένη περίπτωση θα΄ταν αδύναμοι να κάνουν την παραμικρή έστω πρόβλεψη. Ήταν δικό σας καπρίτσιο να εισέρθετε στη σφαίρα του αναπόδραστου - συμφιλιωθείτε με την ιδέα και γίνετε πράοι και ταπεινοί. Η ζωή θα διαψεύσει και τα στοιχειώδη και τα ανώτερα μαθηματικά:

Δεκατρία - δεκαπέντε - τέσσερα - δώδεκα - τέσσερα - πέντε - είκοσι οκτώ.

Δε συμβαίνει το ίδιο και με την εναλλαγή ανυψώσεων και πτώσεων, ενθουσιασμών και συμφορών στη ζωή του κάθε ανθρώπου μες στην οποία δεν υπάρχει ούτε καν η παραμικρή νύξη για την κανονικότητα; Δεν εναλλάσσονται το ίδιο χαοτικά στη ζωή του ανθρώπου και οι αποτυχίες του; Η νομοτέλεια είναι πάνω απ΄ τις ανθρώπινες δυνάμεις. Ο λόξιγκας είναι πάνω από κάθε νομοτέλεια. Και όπως σας έχει ξαφνιάσει το αναπάντεχο της έναρξής του, το ίδιο θα σας εκπλήξει και το τέλος του, το οποίο όπως και τον θάνατο μήτε να τον προβλέψετε μήτε να τον αποτρέψετε δύνασθε:

Είκοσι δύο - δεκατέσσερα και τέλος. Και σιωπή.

Και μες σ΄αυτήν τη σιωπή η καρδιά σας σας λέει: είναι ανεξερεύνητος και ανεξιχνίαστος, κι εμείς - ανήμποροι. Στερούμαστε παντελώς όποιας ελεύθερης βούλησης, βρισκόμαστε εξολοκλήρου στην εξουσία της ακατονόμαστης αυθαιρεσίας απ΄την οποία δεν γλιτώνει κανείς.

Είμαστε κτήνη τρεμάμενα ενώ εκείνη είναι παντοδύναμη. Εκείνη, ήτοι η δεξιά που έχει σηκώσει ο Θεός και ενώπιον της οποίας δε θέλουν να σκύβουν τις κεφαλές τους μονάχα οι κρετίνοι και οι τυχοδιώκτες. Ο θεός δε συλλαμβάνεται με το νου, άρα υπάρχει.

Εστέ λοιπόν σεις τέλειοι, καθώς ο πατήρ σας ο εν τοις ουρανοίς είναι τέλειος.

Ελεκτροούγκλι -43ο χιλιόμετρο

Μάλιστα. Να καταναλώνετε περισσότερα οινοπνευματώδη και να τρώτε λιγότερους μεζέδες. Είναι το καλύτερο φάρμακο ενάντια στην έπαρση και  στον επιδερμικό αθεϊσμό. Κοιτάξτε έναν άθεο την ώρα που υποφέρει απ΄ τον λόξιγκα: είναι χαμένος και σκυθρωπός, βασανισμένος και παραμορφωμένος. Μην τον κοιτάτε, στρέψτε αλλού το βλέμμα σας και φτύστε. Κοιτάξτε καλύτερα εμένα την ώρα που θα με πιάσει ο λόξιγκας, μιας και πιστεύω στη θεϊκή πρόνοια  και δεν έχω την παραμικρή πρόθεση να τα βάλω μαζί του, πιστεύω ότι είναι αγαθός γι΄αυτό κι εγώ ο ίδιος είμαι αγαθός και φωτεινός.

Είναι αγαθός. Με οδηγεί μέσα απ΄τα πάθη μου στο φως. Απ΄τη Μόσχα στα Πετουσκί. Μέσα απ΄τους εξευτελισμούς στο σταθμό Κούρσκι, μέσα απ΄τον εξαγνισμό στο Κούτσινο, μέσα απ΄τις βροντές και τις αστραπές στην Κουπάβνα - προς το φως και τα Πετουσκί. Durch Leiden — Licht!

Βάλθηκα να βηματίζω μες στον προθάλαμο με ακόμα μεγαλύτερη αγωνία. Και όλο κάπνιζα και κάπνιζα. Και ξαφνικά έφαγα μια φλασιά:

-Τι άλλο να πιω, ώστε μην χαθεί η έμπνευση της στιγμής; Τι να πιω στο όνομά σου;..

Συμφορά! Δεν έχω τίποτα που να σου αξίζει! Η "Κουμπάνσκαγια" δεν κάνει, είναι σκατά! Ενώ για τη "Ροσσίισκαγια" - ούτε λόγος, είναι αστείο ενώπιόν σου και να μιλάμε για τη "Ροσσίισκαγια". Ή το "Ροζέ δυνατό" με ένα ρούβλι και τριάντα επτά κοπίκι! Θεέ μου!

Όχι, άμα φτάσω σήμερα - σώος και αβλαβής - ως τα Πετουσκί, θα δημιουργήσω ένα κοκτέιλ που θα πίνεται ανερυθρίαστα στην παρουσία του θεού και των ανθρώπων. Στην παρουσία των ανθρώπων και στο όνομα του θεού. Θα το ονομάσω "Τα νερά του Ιορδάνη" ή "Το άστρο της Βηθλεέμ". Αν τυχόν το ξεχάσω ως τα Πετουσκί - σας παρακαλώ, θυμίστε μού το.

Μη γελάτε. Έχω μεγάλη εμπειρία στη δημιουργία των κοκτέιλ. Στη γραμμή Μόσχα-Πετουσκί όλοι μηδενός εξαιρουμένου πίνουν τούτα τα κοκτέιλ ως την παρούσα, χωρίς να ξέρουν το όνομα του δημιουργού τους, πίνουν το "Βάλσαμο της Χαναάν", πίνουν το "Δάκρυ της Κομσομόλα", και σωστά κάνουν δηλαδή που τα πίνουν. Δεν μπορούμε να περιμένουμε χάρες απ΄τη φύση. Για να της τις αρπάξετε, πρέπει, φυσικά, να γνωρίζετε τις ακριβείς συνταγές. Αν θέλετε, θα σας δώσω τούτες τις συνταγές. Ακούστε λοιπόν.

Το να πίνετε σκέτη βότκα, έστω κι κατευθείαν απ΄τη φιάλη, - δεν φανερώνει τίποτα εκτός απ΄την ματαιότητα και τον πνευματικό μαρασμό. Το να ανακατέψεις τη βότκα με την κολόνια - έχει μεν κάποιο σκέρτσο, μα δεν έχει καθόλου πάθος. Ενώ το να πιείς ένα ποτήρι του "Βάλσαμου της Χαναάν" - έχει και σκέρτσο, και τύπο, και πάθος, και επιπλέον μια μεταφυσική πινελιά.

Ποιο συστατικό στο "Βάλσαμο της Χαναάν" εκτιμάμε πάνω απ΄όλα; Μα φυσικά το φωτιστικό οινόπνευμα. Κι όμως το φωτιστικό οινόπνευμα λειτουργώντας ως αφορμή της έμπνευσης από μόνο του στερείται παντελώς της τελευταίας. Τότε τι είναι αυτό που εκτιμάμε στο φωτιστικό οινόπνευμα πάνω απ΄όλα; Μα φυσικά την αίσθηση της γεύσης απογυμνωμένη από οτιδήποτε άλλο. Και ακόμα πιο πάνω απ΄αυτό;  Και ακόμα πιο πάνω απ΄αυτό εκτιμάμε εκείνες τις βρωμερές αναθυμιάσεις που αναδίδει. Για να προσδώσεις μια επίγευση σ΄αυτές τις βρωμερές αναθυμιάσεις χρειάζεται έστω μια στάλα άρωμα. Για το λόγο αυτό στο φωτιστικό οινόπνευμα βάζουν με αναλογία 1:2:1 την μπύρα "Μπάρχοτνογιε[Θ30] ", μα καλύτερα απ΄όλα την ¨Οστάνκινσκογιε[Θ31] " ή την "Σενάτορ[Θ32] " και ένα απαλλαγμένο απ΄τα χημικά πρόσθετα βερνίκι επίπλων.

Δε θα κάτσω να σας θυμίσω πώς απομακρύνουμε τα χημικά πρόσθετα απ΄το βερνίκι, αυτό το ξέρει και η κουτσή Μαρία. Για κάποιο λόγο στη Ρωσία δεν γνωρίζει κανείς γιατί πέθανε ο Πούσκιν ενώ πώς να αφαιρέσει τα πρόσθετα απ΄το βερνίκι το γνωρίζουν όλοι.

Κοντολογίς, σημειώστε τη συνταγή για το "Βάλσαμο της Χαναάν". Η ζωή δίνεται στον άνθρωπο μια φορά και πρέπει να την ζήσει έτσι που να μην κάνει λάθη στις συνταγές:

Φωτιστικό οινόπνευμα -100 ml.
Μπύρα "Μπάρχοτνογιε" -200 ml.
Βερνίκι απαλλαγμένο από τα πρόσθετα - 100 ml.

Ορίστε λοιπόν, μπροστά σας έχετε το "Βάλσαμο της Χαναάν" (στην καθομιλουμένη λέγεται "μαύρη αλεπού") - είναι ένα ποτό σταχτόμαυρου χρώματος με μεσαία περιεκτικότητα σε οινόπνευμα και ένα δυνατό άρωμα. Μπα, δεν μιλάμε πια για ένα απλό άρωμα, μα για ύμνο, ύμνο της δημοκρατικής νεολαίας. Ακριβώς έτσι, επειδή όσοι καταναλώνουν αυτό το κοκτέιλ ξεχειλίζουν από  χυδαιότητα και σκοτεινές δυνάμεις. Το΄χω παρατηρήσει άπειρες φορές!..

Ενώ για να αποτρέψει κανείς το ξεχείλισμα αυτών των σκοτεινών δυνάμεων υπάρχουν δύο τρόποι. Πρώτον να μην καταναλώνετε το "Βάλσαμο της Χαναάν", δεύτερον αντί αυτού να πίνετε ένα άλλο κοκτέιλ γνωστό με το όνομα " Πνεύμα της Γενεύης".

Δεν περιέχει μήτε στάλα αριστοκρατικότητας, κι όμως έχει ένα πλούσιο μπουκέτο. Θα με ρωτήσετε ποιο είναι το μυστικό αυτού του μπουκέτου; Θα σας απαντήσω: δεν γνωρίζω ποιο είναι το μυστικό του. Τότε θα σκεφτείτε για λίγο και θα με ξαναρωτήσετε: και ποιο είναι το κλειδί του; Το κλειδί του είναι ότι το άρωμα "Λευκή Πασχαλιά[Θ33] ", το βασικό συστατικό του "Πνεύματος της Γενεύης", δεν πρέπει να το υποκαθιστάς με καμιά απ΄τις τρεις κολόνιες, μήτε με την "Γιασεμί[Θ34] ", μήτε με την "Συπρ[Θ35] ", μήτε με την "Μαγιολούλουδο[Θ36] ". "Στον κόσμο των συστατικών δεν υπάρχουν τα ισοδύναμα", όπως έλεγαν οι παλιοί αλχημιστές και κείνοι τα΄λεγαν μετά λὀγου γνώσεως. Δηλαδή, η κολόνια "Ασημένιο Μαγιολούλουδο[Θ37] " δεν είναι το ίδιο με το άρωμα "Λευκή Πασχαλιά", ακόμα και από ηθικής απόψεως, χωρίς καν να θίξουμε τα μπουκέτα τους.

Η κολόνια "Μαγιολούλουδο", για παράδειγμα, αναστατώνει το μυαλό, αναστατώνει τη συνείδηση, οξύνει τη συνείδηση του δικαίου. Ενώ το άρωμα "Λευκή Πασχαλιά", αντιθέτως βαυκαλίζει τη συνείδηση και συμφιλιώνει τον άνθρωπο με τα αποστήματα της κοινωνίας.

Προσωπικά εμένα μου συνέβη το εξής: έχοντας πιει ένα ολόκληρο μπουκαλάκι απ΄την κολόνια "Ασημένιο Μαγιολούλουδο", κάθισα και έκλαψα. Γιατί άραγε έκλαψα; - είναι επειδή θυμήθηκα τη μάνα μου, δηλαδή την θυμήθηκα και δεν μπορούσα να την ξεχάσω. "Μανούλα", - λέω. Και κλαίω. Και μετά από λίγο ξανά: "μανούλα!" - λέω και κλαίω πάλι. Κάνας άλλος, πιο ανόητος, θα καθόταν και θα έκλαιγε με τις ώρες. Ενώ εγώ; Εγώ πήρα το μπουκαλάκι της "Πασχαλιάς" και το΄πια. Και τι νομίζετε; Αμέσως στέγνωσαν τα δάκρυα και με κυρίευσε ένα γέλιο που ξέχασα και το όνομα και το πατρώνυμο της μάνας μου.

Και γι΄αυτό γελάω με κείνον που ετοιμάζοντας το "Πνεύμα της Γενεύης" στο παρασκεύασμα κατά της εφίδρωσης πελμάτων προσθέτει το "Ασημένιο Μαγιολούλουδο"! Ακούστε την ακριβή συνταγή:

"Λευκή Πασχαλιά" - 50 ml.
Παρασκεύασμα κατά της εφίδρωσης πελμάτων - 50 ml.
Μπύρα "Ζιγκουλιόφσκογιε" - 200 ml.
Βερνίκι με βάση το οινόπνευμα -150 ml.

Αν όμως ο άνθρωπος δε γουστάρει να΄ναι άχθος αρούρης, ας στείλει στους χοίρους και το "Βάλσαμο της Χαναάν", και το "Πνεύμα της Γενέης". Και ας κάτσει καλύτερα να φτιάξει το "Δάκρυ της Κομσομόλα". Τούτο το κοκτέιλ είναι μυρωδάτο και παράξενο. Για ποιο λόγο είναι μυρωδάτο, θα το μάθετε μετά. Αρχικά θα σας εξηγήσω τι το παράξενο έχει.

Όποιος καταναλώνει την καθαρή βότκα διατηρεί και την κοινή λογική, και τη γερή μνήμη ή τουναντίον χάνει μεμιάς και το ένα και το άλλο. Ενώ στην περίπτωση του "Δακρύου της Κομσομόλα" γίνεται κάτι το περίεργο: αν πιεις εκατό ml απ΄αυτό το "Δάκρυ" - συνεχίζεις να΄χεις γερή μνήμη αντιθέτως η κοινή λογική εξαφανίζεται δίχως το παραμικρό ίχνος. Άμα πιεις και άλλα εκατό μιλιγράμμ - απορείς και ο ίδιος: από πού σου ξανάρθε η τόση κοινή λογική; Και πού πήγε όλη η γερή σου μνήμη;..

Ακόμα και η συνταγή από μόνη της αναδίδει ένα δυνατό άρωμα, ενώ από ένα έτοιμο κοκτέιλ, απ΄τη μυρωδιά του και μόνο μπορείς για ένα λεπτό να ζαλιστείς και να χάσεις τις αισθήσεις σου. Εγώ φερ’ειπείν το΄χα πάθει.

"Λαβάντα[Θ38] "  - 15 ml
"Το νερό του δάσους" - 30 ml
Βερνίκι για νύχια - 2 ml
Στοματικό διάλυμα - 150 ml
Λεμονίτα - 150 ml.

Παρασκευασμένο μ΄αυτό τον τρόπο μείγμα πρέπει να ανακατεύεται για είκοσι λεπτά με ένα κλωναράκι του αγιοκλήματος. Άλλοι,  ισχυρίζονται ότι σε περίπτωση ανάγκης το αγιόκλημα μπορεί να αντικατασταθεί με το νεραϊδόνημα. Όποιος το κάνει υποπίπτει σε εγκληματική πλάνη. Μπορείτε να με κάνετε κομματάκια, μα δε θα με αναγκάσετε να ανακατεύω το "Δάκρυ της Κομσομόλα" με το νεραϊδόνημα, εγώ θα τ΄ανακατεύω με το αγιόκλημα και μόνο. Μου΄ρχεται να σκάσω απ΄τα γέλια όταν βλέπω μπροστά μου να ανακατεύουν το "Δάκρυ της Κομσομόλα" όχι με το αγιόκλημα, μα με το νεραϊδόνημα...

Αρκετά για το ¨Δάκρυ". Και τώρα σας προτείνω το τελευταίο και το καλύτερο. "Η κορωνίδα του έργου είναι το καλύτερο απ΄όλα τα βραβεία"[Θ40] , όπως είπε ο ποιητής. Κοντολογίς σας προτείνω ένα κοκτέιλ ονόματι "Η συκωταριά της σκύλας", ένα κοκτέιλ που επισκιάζει όλα τα άλλα. Δεν πρόκειται πια για ποτό, αλλά για μουσική των σφαιρών[Θ41] . Τι είναι το πιο ωραίο στον κόσμο; - ο αγώνας για την απελευθέρωση της ανθρωπότητας. Ακόμα πιο ωραίο είναι το εξής (σημειώστε το):

Μπύρα "Ζιγκουλιόφσκογιε" - 100 ml
Σαμπουάν "Σαντκό - πλούσιος μουσαφίρης" - 30 ml

Σπρέι κατά της πιτυρίδας - 70 ml
Παρασκεύασμα κατά της εφίδρωσης πελμάτων - 30 ml
Εντομοκτόνο για μικρά έντομα -20 ml

Όλο αυτό πρέπει να αρωματιστεί επί μια βδομάδα με υψηλής ποιότητας φύλλα καπνού και είναι έτοιμο πια να σερβιριστεί...

Παρεμπιπτόντως έχω λάβει επιστολές στις οποίες οι αναγνώστες που δεν έχουν άλλη δουλειά να κάνουν, μου συστήνουν ακόμη και το εξής: το εκχύλισμα παρασκευασμένο με τον παραπάνω τρόπο να περαστεί απ΄το σουρωτήρι. Δηλαδή: να το περάσεις απ΄το σουρωτήρι και να πας για ύπνο...  Ένας θεός ξέρει τι είναι τούτο και όλες αυτές οι προσθήκες και οι διορθώσεις είναι απ΄την πλαδαρότητα της φαντασίας, απ΄την υπερβολικά προσγειωμένη σκέψη, να από πού προέρχονται αυτές οι χαζές διορθώσεις...

Λοιπόν, τι περιμένετε; "Η συκωταριά της σκύλας" έχει σερβιριστεί. Πιείτε την, κάνοντας μεγάλες γουλιές, μόλις εμφανιστεί το πρώτο αστέρι. Ήδη μετά από δύο ποτήρια αυτού του κοκτέιλ ο άνθρωπος βρίσκεται σε μια τέτοια πνευματική έξαρση που μπορείς να τον πλησιάσεις σε ενάμισι μέτρο και για μισή ώρα να τον φτύνεις στο πρόσωπο και κείνος δε θα σου πει κουβέντα.

43ο χιλιόμετρο - Χραπουνόβο

Τουλάχιστον έχετε προλάβει να σημειώσετε κάτι; Προς το παρόν σας φτάνουν... Στα Πετουσκί όμως, στα Πετουσκί σας υπόσχομαι να μοιραστώ μαζί σας το μυστικό του "Νερού του Ιορδάνη", αν φτάσω κει σώος και αβλαβής, αν ο θεός μου δείξει έλεος.

Και τώρα ας σκεφτούμε όλοι μαζί: τι να πιω τάχα; Ποιο συνδυασμό θα μπορούσα να δημιουργήσω απ΄αυτά τα αποπλύματα που έχουν μείνει στη βαλίτσα μου; Τα "φιλιά της θείας Κλάβα"; Μάλλον, ναι. Απ΄το βαλιτσάκι μου δεν μπορείς να αποσπάσεις κάνα άλλο φιλί εκτός από το "Πρώτο φιλί" και το "Φιλί της θείας Κλάβα". Να σας εξηγήσω τι πάει να πει "φιλί"; Το "φιλί" πάει να πει: ανακατεμένο σε οποιαδήποτε αναλογία οποιοδήποτε κόκκινο κρασί με οποιαδήποτε βότκα.

Ας πούμε: ο ξηρός οίνος συν "Περτσόφκα[Θ1] " ή "Κουμπάνσκαγια" μας δίνουν το "Πρώτο Φιλί". Το μείγμα της σπιτίσιας βότκας με το κρασί του πόρτο νούμερο 33[Θ2]  ονομάζεται το " Βεβιασμένο Φιλί" ή απλά το "Φιλί δίχως Αγάπη" ή ακόμα πιο απλά "Ινέσα Αρμάν".[Θ3] 

Και γενικώς, δεν είναι λίγα τα είδη "φιλιών" που υπάρχουν! Για να μην ανακατεύεστε απ΄όλα αυτά τα "φιλιά", πρέπει να τα συνηθίσετε απ΄την παιδική σας ηλικία.

Μες στην βαλίτσα μου έχω την "Κουμπάνσκαγια". Αλλά δεν έχω ξηρό οίνο. Άρα πάει το "Πρώτο Φιλί", μπορώ μονάχα να το ονειρεύομαι. Έχω όμως στο βαλιτσάκι κάπου μισό καραφάκι της "Ροσσίισκαγια" και το δυνατό ροζέ με ένα ρούβλι και τριάντα επτά κοπίκι. Αυτά τα δύο μαζί θα μας δώσουν το "Φιλί της θείας Κλάβα". Συμφωνώ μαζί σας: γευστικά είναι πολύ ξεθυμασμένο, σε μεγάλο βαθμό εμετικό και πιο κατάλληλο για πότισμα του φίκου παρά να το πίνεις απ΄το μπουκάλι, -συμφωνώ, μα και τι να κάνω, άμα δεν υπάρχει ο ξηρός οίνος ούτε και ο φίκος; Αναγκάζεσαι να πίνεις το "Φιλί της θείας Κλάβα"...

Μπήκα στο βαγόνι για να συνενώσω τα αποπλύματά μου στο "Φιλί". Ω, είχα αρκετή ώρα που έλειπα απ΄το βαγόνι! Απ΄τη στιγμή που είχα βγει στον προθάλαμο στο Νικόλσκογιε...

Με κοίταζε, όπως και την προηγούμενη φορά, με δεκάδες ζευγάρια πελώρια μάτια, που έχουν πεταχτεί απ΄τις κόγχες-τροχιές, μάτια έτοιμα για όλα - με κοίταζε κατευθείαν στα μάτια μου η δική μου  Πατρίς, εκτροχιασμένη, έτοιμη για όλα και πελώρια. Τότε, μετά από εκατόν πενήντα γραμμάρια της "Ροσσίισκαγια" μου άρεσαν αυτά τα μάτια. Τώρα μετά από μισό λίτρο της "Κουμπάνσκαγια" έχω ερωτευτεί αυτά τα μάτια σαν τρελός. Για λίγο έχασα την ισορροπία μου καθώς έμπαινα μέσα στο βαγόνι, παρ΄όλα αυτά προχώρησα στη θέση μου εντελώς αβίαστα, για παν ενδεχόμενο χαμογελώντας ελαφρώς...

Πλησίασα και έμεινα στήλη άλατος. Που είναι το καραφάκι της "Ροσσίισκαγια"; Πού είναι εκείνο το καραφάκι, που το΄χα μεσιάσει κοντά στο Σφυροδρέπανο; Απ΄το Σφυροδρέπανο και δώθε το καραφάκι βρισκόταν δίπλα στο βαλιτσάκι, όπου είχαν μείνει σχεδόν εκατό μιλιγράμμ - και πού΄ναι τώρα;

Έριξα τριγύρω μια ματιά - δε φάνηκε κανείς να λοξοκοιτά. Όχι είμαι αδιόρθωτα και τρελά ερωτευμένος. Πότε φύγαν οι άγγελοι; Εκείνοι τουλάχιστον πρόσεχαν το βαλιτσάκι, άμα πεταγόμουν κάπου - πότε άραγε με παράτησαν εκείνοι; Κάπου στο Κούτσινο; Έτσι. Άρα το καραφάκι εκλάπη μεταξύ του Κούτσινο και του 43ου χιλιομέτρου. Καθώς εγώ μοιραζόμουν με σας τον ενθουσιασμό μου και σας μυούσα στα μυστικά της ύπαρξής μας - την ίδια ώρα μου στερούσαν το " Φιλί της θείας Κλάβα"... Από αφέλεια όλη αυτήν την ώρα δεν είχα ρίξει ούτε μια ματιά μες στο βαγόνι - κωμωδία και μόνο... Αλλά τώρα - "φτάνει η αφέλεια" όπως είπε ο δραματουργός Οστρόφσκι. Και - finita la commedia. Ούτε και κάθε αφέλεια είναι αθώα. Και ούτε και κάθε κωμωδία είναι θεία... Φτάνει να ψαρεύεις ψαράκια σε θολά νερά - είναι ώρα πια να αλιεύεις ανθρώπους!..

Μα πώς να πιάσεις και ποιον να πιάσεις; Ιδού η απορία.

Ένας θεός ξέρει ακολουθώντας ποιο λογοτεχνικό είδος θα φτάσω στα Πετουσκί... Ξεκινώντας απ΄τη Μόσχα είχα όλο φιλοσοφικά δοκίμια και απομνημονεύματα, ήταν ποιήματα σε πεζό λόγο, όπως τα έργα του Ιβάν Τουργκένιεφ... Τώρα όμως αρχίζει η αστυνομική νουβέλα... Έριξα μια ματιά μέσα στο βαλιτσάκι: αν όλα ήταν στη θέση τους; Ευτυχώς όλα ήταν στη θέση τους. Μα που πήγαν αυτά τα εκατό ml και ποιον να πιάσω;..

Κοίταξα δεξιά: εκεί ακόμα και τώρα κάθονται αυτοί οι δυο, ο πολύ χαζός και ο πολύ έξυπνος. Ο χαζός με το καπιτονέ μπουφάν έχοντας μεθύσει, εδώ και ώρα κοιμάται. Ενώ ο έξυπνος με το παλτό από χοντρό ύφασμα κάθεται απέναντι απ΄τον χαζό και προσπαθεί να τον ξυπνήσει. Και τον ξυπνάει κάπως βάρβαρα: Τον πιάνει απ΄το κουμπί και τον τραβά κοντά του όσο δεν παίρνει άλλο σάμπως τεντώνει τη χορδή του τόξου και στη συνέχεια τον αφήνει ελεύθερο: και ο πολύ χαζός με το καπιτονέ μπουφάν πέφτει με ορμή στη θέση του καρφωμένος στην πλάτη του πάγκου σάμπως ένα στομωμένο βέλος του Έρωτα.

"Α -σύλ - ληπ -το..."- σκέφτηκα εγώ. - Έχει ώρα που του κάνει έτσι; Όχι, αυτοί οι δυο δεν μπορούσαν να μου το κλέψουν. Αν και ένας απ΄αυτούς, φοράει ένα χοντρό μπουφάν ενώ ο άλλος δεν κοιμάται - άρα και οι δύο λογικά θα μπορούσαν να μου το κλέψουν. Απ΄την άλλη ο ένας κοιμάται ενώ ο άλλος φοράει ένα κομψό μάλλινο παλτό - άρα ούτε ο ένας ούτε ο άλλος δεν μπορούσε να μου το κλέψει.

Γύρισα κατά πίσω - όχι, ούτε εκεί έχει κάτι ύποπτο που θα μπορούσε να με προβληματίσει: αν και ένα ζευγάρι θέλοντας ή μη σε βάζει σε σκέψεις, προς μια άλλη κατεύθυνση όμως. Πρόκειται για πολύ παράξενους ανθρώπους: έναν άντρα και μια γυναίκα. Κάθονται σε διαφορετικές μεριές του βαγονιού στα αντικριστά παράθυρα και ενώ απ΄ό, τι φαίνεται δεν γνωρίζονται μεταξύ τους παρ΄όλα αυτά μοιάζουν μεταξύ τους μέχρι αηδίας: εκείνος φορά γελέκο και κείνη φορά γελέκο, εκείνος φορά έναν καφέ μπερέ και έχει μουστάκι και κείνη έχει μουστάκι και φορά έναν καφέ μπερέ.

Έτριψα τα μάτια μου και έριξα μια ματιά κατά πίσω... Καταπληκτική ομοιότητα και οι δύο κάθε λίγο και λιγάκι περιεργάζονται ο ένας τον άλλο με ενδιαφέρον και θυμό... Είναι ηλίου φαεινότερο, τούτοι δεν μπορούσαν να κάνουν την κλεψιά.

Ενώ μπροστά; Κοίταξα μπροστά.

Και μπροστά τα ίδια - από ύποπτους μόνο δύο, ένας παππούλης και ο εγγονός του. Ο εγγονός ρίχνει του παππού δύο κεφάλια και έχει μια υστέρηση απ΄ό, τι φαίνεται από γεννησιμιού. Ο παππούς είναι δυο κεφάλια πιο κοντός, μα κι αυτός δεν στέκει καλά στα μυαλά του. Και οι δύο με κοιτάζουν κατάματα και ξερογλείφονται...

"Εδώ κάτι βρομάει", - σκέφτηκα. Γιατί άραγε να ξερογλείφονται; Αφού και οι άλλοι με κοιτούν ευθεία στα μάτια, μα δεν ξερογλείφεται κανείς! Πολύ παράξενο... Βάλθηκα να τους περιεργάζομαι το ίδιο προσεκτικά όπως και κείνοι άλλωστε.

Όχι, ο εγγονός είναι ένας τελειωμένος κρετίνος. Και ο λαιμός του δεν είναι όπως όλων των ανθρώπων, ο λαιμός του δεν μπαίνει στον κορμό, μα κάπως φυτρώνει από μέσα υψώνοντας προς το σβέρκο μαζί με τις κλείδες. Και επιπλέον ανασαίνει κάπως ηλίθια:  πρώτα εκπνέει και μετά εισπνέει όταν όλοι οι φυσιολογικοί άνθρωποι κάνουν ακριβώς το αντίστροφο: πρώτα εισπνέουν και μετά εκπνέουν. Και όλο με κοιτάζει με μάτια ορθάνοιχτα και σουφρωμένο στόμα.

Ενώ ο παππούλης - εκείνος με κοιτάζει με ακόμα περισσότερη νευρικότητα, λες και κοιτάζει την κάννη του όπλου. Και με τόσο γαλανά, με τόσο φουσκωμένα μάτια που και από τα δύο σαν απ΄τους δυο πνιγμένους, το υγρό χύνεται κατευθείαν πάνω στις μπότες του. Και ολάκερος είναι σαν να έχει καταδικαστεί στην εσχάτη των ποινών και πάνω στη φαλάκρα του απλώνεται κρανίου τόπος. Ενώ όλο το πρόσωπό του είναι βλογιοκομμένο σάμπως πληγωμένο από τα σκάγια ριγμένα εξ επαφής. Και στη μέση της πυροβολημένης του φάτσας κρέμεται και πάει πέρα δώθε σάμπως ένας γέρο - πνιγμένος μια πρησμένη και μπλαβιά μύτη...

"Πάρα μα πάρα πολύ ύποπτο" - σκέφτηκα ακόμα μια φορά. Και ανασηκωμένος απ΄τη θέση μου, τους έγνεψα με το δάχτυλο να με πλησιάσουν.

Τους προσκάλεσα να καθίσουν απέναντί μου.

Και οι δύο κάθισαν καρφώνοντας το βλέμμα τους στο βαλιτσάκι μου. Ο εγγονούλης κάθισε κάπως παράξενα. Όλοι καθόμαστε στον πισινό, ενώ εκείνος κάθισε κάπως παράξενα: στο πλάι, πάνω στο αριστερό κωλομέρι λες και πρότεινε για χειραψία το ένα του πόδι σε μένα και το άλλο στον παππού.

-Πώς σε λένε, μπάρμπα, και πού πηγαίνεις;

Χραπουνόβο - Γιέσινο

-Με λένε Μήτριτς. Και αυτός εδώ είναι ο εγγονός μου και αυτόν τον λένε Μήτριτς. Πάμε στο Ορέχοβο (- Ζούγιεβο), στο πάρκο... Να ανεβούμε πάνω σε καρουζέλ...

Και ο εγγονός πρόσθεσε:

- Ι - ι - ι -ι - ι ...

Ήταν παράξενο αυτό το εγγόνι και είμαι ιδιαίτερα θυμωμένος με τον εαυτό μου επειδή δεν μπορώ να τον περιγράψω όπως του αξίζει. Εκείνος δε μιλούσε, μα σκλήριζε. Και μιλούσε όχι με το στόμα, επειδή το στόμα του ήταν πάντα στραβοσουφρωμένο και ξεκινούσε κάπου από πίσω, αλλά με το αριστερό ρουθούνι και αυτό με μεγάλη προσπάθεια σάμπως το αριστερό ρουθούνι το ανασήκωνε με το δεξί: "ι - ι - ι - ι - ι, πόσο γρήγορα πηγαίνουμε στα Πετουσκί, στα όμορφα Πετουσκι..." - " ι - ι - ι - ι - ι, πόσο μεθυσμένος είναι ο παππούλης, ο καλός μου ο παππούλης..."

-Ώστε έτσι λοιπ- ο -ο - ό - ν. Λες πως πάτε βόλτα για να δείτε το καρουσζέλ.
-Μάλιστα πάμε για το καρουζέλ.
-Μήπως τελικά όχι και τόσο για το καρουζέλ;
- Για το καρουζέλ, για ακόμη μια φορά επιβεβαίωσε ο Μήτριτς με την ίδια καταδικασμένη φωνή και το υγρό απ΄τα μάτια του συνέχισε να αναβλύζει...
-Για πες μου, Μήτριτς, τι έφτιαχνες εδώ πέρα όσο έλειπα στον προθάλαμο; Όσο ήμουν βυθισμένος στις σκέψεις μου πέρα στον προθάλαμο; Στις σκέψεις μου για τα συναισθήματά μου; Για την αγαπημένη μου; Ε; Για λέγε!..

Ο Μήτριτς χωρίς να σαλέψει, έδειχνε έτοιμος να το βάλει στα πόδια.

-Εγώ... Τι -τι - τίποτα. Απλώς ήθελα να φάω λίγη κομπόστα... κομπόστα με άσπρο ψωμί...
-Κομπόστα με άσπρο ψωμί;
-Μάλιστα. Κομπόστα. Με άσπρο ψωμί.
-Ωραιότατα. Εγώ λοιπόν κάθομαι στον προθάλαμο βυθισμένος στις σκέψεις για το αίσθημά μου και εσείς στο μεταξύ ψαχουλεύετε κάτω απ΄τον πάγκο μου μπας και έχει λίγη κομπόστα με άσπρο ψωμί εδώ πέρα;.. Και μη βρίσκοντας την κομπόστα...

Ο παππούλης λύγισε πρώτος και έβαλε τα κλάματα. Και μετά απ΄αυτόν ακολούθησε και ο εγγονός: το πάνω χείλος του εξαφανίστηκε παντελώς, ενώ το κάτω χείλος έφτασε ως τον ομφαλό όπως τα μαλλιά του πιανίστα... Και οι δύο έκλαιγαν...

-Ναι, σας καταλαβαίνω. Τα πάντα μπορώ να τα καταλάβω άμα θελήσω να σας συγχωρέσω... Η ψυχή μου είναι σαν την κοιλούμπα του Δούρειου Ίππου, και τι δεν χωράει; Όλα θα τα συγχωρέσω άμα θελήσω να καταλάβω. Κι μια χαρά καταλαβαίνω: ... απλώς θέτε λίγη κομπόστα και λίγο άσπρο ψωμί. Κι όμως στον πάγκο μου δε βρίσκετε ούτε το ένα ούτε το άλλο. Και είστε αναγκασμένοι να πιείτε τουλάχιστον αυτό που έχετε βρει για να αναπληρώσετε εκείνο που θα θέλατε.

Τους διέλυσα με τα πειστήριά μου, και οι δυο τους κάλυψαν τα πρόσωπά τους και συνέχεια λικνίζονταν πέρα δώθε στον πάγκο ακολουθώντας το ρυθμό των κατηγοριών εναντίων τους.

-Μου θυμίσατε έναν γεροντάκο στα Πετουσκί. Και κείνος επίσης έπινε στη ζούλα, έπινε μονάχα το κλεμμένο: για παράδειγμα βούταγε στο φαρμακείο ένα φιαλίδιο της κολόνιας ¨Τροϊνόι", πήγαινε στην τουαλέτα του σταθμού και εκεί την έπινε στη ζούλα. Το΄λεγε "πίνω εις μπρούντερσαφτ" και ήταν πράγματι πεπεισμένος ότι έτσι πίνουν " εις μπρουντερσαφτ", έτσι και πέθανε παραμένοντας στην πλάνη του... Τι δηλαδή;  Κι εσείς είπατε να το κάνετε εις μπρουντερσαφτ;..

Και κείνοι όλο λικνίζονταν και έκλαιγαν, ενώ ο εγγονούλης - εκείνος απ΄τη δυστυχία που τους βρήκε ανοιγόκλεινε τα μάτια του συγχρόνως με τις μασχάλες.

- Κόφτε το. Άμα θελήσω να καταλάβω, θα τα χωρέσω όλα μες στο μυαλό μου. Δεν είναι κεφάλι αυτό που΄χω, μα οίκος ανοχής. Αν θέλετε, μπορώ να σας ξανακεράσω. Έχετε ήδη πιει από 50 ml ο καθένας - μπορώ να σας βάλω ακόμα από 50 ml στον καθένα...

Την ίδια στιγμή κάποιος μας πλησίασε από πίσω και είπε:

-Κι εγώ θέλω να πιω παρέα με σας.

Τον κοιτάξαμε όλοι μαζί. Ήταν εκείνος ο καραμουστακαλής με το γιλέκο και τον καφέ μπερέ.

-Ι - ι - ι - ι - ι, -  σκλήρισε ο νεαρός Μήτριτς, - κοίτα μπάρμπας, κοίτα πονηρός που είναι!..

Ο καραμουστακαλής τον έκοψε καρφώνοντάς τον με τα μουστάκια του.

- Δεν είμαι καθόλου πονηρός. Δεν κλέβω όπως μερικοί μερικοί. Δεν κλέβω απ΄τους άγνωστους ανθρώπους είδη πρώτης ανάγκης. Ήρθα με το δικό μου, ορίστε...

Και ακούμπησε πάνω στο παγκάκι μου ένα μπουκάλι της "Στολίτσναγια".

- Δε θα μου αρνηθείτε να σας κεράσω ένα ποτηράκι απ΄τη δικιά μου; - με ρώτησε.

Έκανα λίγο πέρα για να καθίσει.

-Όχι, μετά, μάλλον δε θα σας τ΄αρνηθώ, μα τώρα θέλω κάτι δικό μου. "Το φιλί της θείας Κλάβα".

- Της θείας Κλάβα;

- Της θείας Κλάβα.

Βάλαμε στα ποτήρια ο καθένας το δικό του. Ο παππούς με τον εγγονό μου πρότειναν τα δικά τους σκεύη: αποδείχτηκε ότι τα είχαν έτοιμα εδώ και ώρα, πολύ πιο πριν τους φωνάξω κοντά μου. Ο παππούς έβγαλε ένα άδειο καραφάκι, που ευθύς το αναγνώρισα. Ενώ ο εγγονός - εκείνος έβγαλε ένα ολόκληρο κύπελλο και το΄βγαλε κάπου μέσα απ΄την ήβική χώρα και το διάφραγμα...

Τους έβαλα τόσο όσο τους είχα υποσχεθεί και μου χαμογέλασαν.

- Εις μπρουντερσαφτ, παιδιά;

- Εις μπρουντερσαφτ.

Όλοι έπιναν, γέρνοντας κατά πίσω τα κεφάλια τους, σαν τους πιανίστες.

"Η αμαξοστοιχία μας δε σταματάει στον σταθμό Γέσινο. Κάνει σ΄όλους τους σταθμούς στάσεις εκτός απ΄το Γέσινο".

Γέσινο - Φριάζεβο

Ακούστηκε ένα θρόισμα και ένα πλατάγιασμα. Σάμπως εκείνος ο πιανίστας ο οποίος όλο έπινε, - τώρα πια έχει φτάσει στον πάτο και έχοντας χαθεί  μες στη μαλλούρα του βάλθηκε να παίζει τη σπουδή "Το  θρόισμα του δάσους" του Φέρεντς Λιστ σε ντο δίεση μινόρε.

Πρώτος μίλησε ο καραμουστακαλής με το γιλέκο. Και για κάποιο λόγο απευθυνόταν μόνο σε μένα:

-Έχω διαβάσει στο Ιβάν Μπούνιν ότι οι κοκκινομάλληδες άμα τα κοπανήσουν, οπωσδήποτε κοκκινίζουν...

-Και λοιπόν;
- Τι θα πει "λοιπόν"; Ο Κουπρίν και Ο Μαξίμ Γκόρκι όμως, εκείνοι δεν συνέρχονταν καν!..
-Ωραία. Και λοιπόν;
-Τι πάει να πει "και λοιπόν"; Ποια ήταν τα τελευταία επιθανάτια λόγια του Άντον Τσέχωφ; Το θυμάστε; Είπε: "ich strebe", δηλαδή "πεθαίνω". Και μετά πρόσθεσε: "φέρτε μου σαμπάνια". Και μονό μετά πέθανε.

-Μάλιστα. Και;

-Ενώ ο Φρίντριχ Σίλλερ - εκείνος όχι μονάχα να πεθάνει, μα και να ζει δεν μπορούσε χωρίς τη σαμπάνια. Ξέρετε πως έγραφε; Έβαζε τα πόδια του στο παγωμένο νερό γέμιζε το ποτήρι του σαμπάνια και έγραφε. Μόλις αδειάσει το πρώτο ποτήρι - ορίστε, έτοιμη και η μια πράξη της τραγωδίας. Μόλις αδειάσει πέντε ποτήρια -  έτοιμη και η ολόκληρη η τραγωδία σε πέντε πράξεις.

- Μάλιστα... Και;..

Με έρανε με πληροφορίες όπως ο θριαμβευτής ραίνει τους θαυμαστές του με τα χρυσά νομίσματα κι εγώ ίσα που προλάβαινα να τα μαζεύω από κάτω. "Και λοιπόν..."

-Και ο Νικολάι Γκόγκολ...
-Τι πράγμα ο Νικολάι Γκόγκολ;..
-Πάντα όταν επισκεπτόταν το ζεύγος Πανάγιεφ, παρακαλούσε να του σερβίρουν ποτό σ΄ένα ιδιαίτερο ποτήρι από ροζ κρύσταλλο...
-Και έπινε απ΄αυτό το ροζ ποτήρι...
-Μάλιστα. Έπινε απ΄το ροζ ποτήρι.
-Και τι έπινε;
-Ποιος τον ξέρει! Τι μπορεί να πιει κανείς απ΄το ροζ ποτήρι; Τη βότκα φυσικά...

Κι εγώ και οι δύο Μήτριτς τον παρακολουθούσαμε με μεγάλο ενδιαφέρον. Και κείνος γελούσε με τα μαύρα του μουστάκια προσβλέποντας σε καινούριους θριάμβους.

-Και ο Μοντέστ Μούσοργκσκι! Θεέ μου, και ο Μοντέστ Μούσοργκσκι! Ξέρετε πώς συνέθετε την αθάνατη του όπερα "Χοβάνστσινα"; Είναι να γελάει και να κλαίει κανείς. Κείτεται λοιπόν ο Μοντέστ Μούσοργκσκι τύφλα στο μεθύσι μες στο χαντάκι και δίπλα του περνάει ο Νικολάι Ρίμσκι-Κόρσακοφ με σμόκινγκ και μπαμπού μπαστούνι. Ο Νικολάι Ρίμσκι-Κόρσακοφ σταματάει, σκουντάει τον Μοντέστ με το μπαστούνι του και του λέει: "Σήκω! Τράβα να πλυθείς και παλουκώσου να ολοκληρώσεις τη θεϊκή όπερα "Χοβάνστσινα".

Κάθονται λοιπόν και οι δυο: ο Νικολάι Ρίμσκι-Κόρσακοφ κάθεται σε μια πολυθρόνα σταυροπόδι με το ημίψηλο στο προτεταμένο χέρι και απέναντί του στο παγκάκι ο Μοντέστ Μούσοργκσκι σκυμμένος, ονειροπόλος και αξύριστος, σιγοτραγουδά και σημειώνει τις νότες! Ο Μόντεστ όμως θέλει να πιει κάτι για να στανιάρει: τι να τις κάνει τις νότες! Μα ο Νικολάι Ρίμσκι-Κόρσακοφ με το ημίψηλο στο προτεταμένο χέρι δεν τον αφήνει...

Μα μόλις κλείσει η πόρτα πίσω απ΄τον Ρίμσκι-Κόρσακοφ - ο Μόντεστ παρατάει την θεϊκή του όπερα "Χοβάνστσινα" και βουρ στο χαντάκι. Και ύστερα σηκώνεται να πιει κάτι για να στανιάρει και πάλι βουρ στο χαντάκι!.. Και όμως και οι δύο τους ήταν σοσιαλδημοκράτες...

-Διαβασμένος ο τ - τ - τύπος! - τον διέκοψε πάνω στον ενθουσιασμό του ο Μήτριτς, ενώ ο νεαρός απ΄το περίσσιο ενδιαφέρον έβαλε στο στόμα του τα μαλλιά του και πάγωσε...
-Ναι, ναι! Μ΄αρέσει να διαβάζω! Υπάρχουν τόσα ενδιαφέροντα βιβλία σ΄αυτόν τον κόσμο! - συνέχισε ο άνθρωπος με το γιλέκο. - Εγώ, για παράδειγμα, πίνω για ένα μήνα, πίνω για δύο μήνες, και μετά παίρνω να διαβάσω κάνα βιβλίο και μου φαίνεται τόσο καλό που εγώ σε σύγκριση μ΄αυτό νιώθω πολύ χάλια, με πιάνουν κάτι στενοχώριες και δεν μπορώ να συνεχίζω το διάβασμα, τότε παρατάω το βιβλίο και αρχίζω να πίνω, πίνω για ένα μήνα, πίνω για δεύτερο, και μετά...

-Ένα λεπτό, - τον διέκοψα, - περίμενε. Κάτι ανέφερες για τους σοσιάλδημοκράτες;

-Ποιοι σοσιαλδημοκράτες; Τάχα μόνο οι σοσιαλδημοκράτες; Όλοι οι αξιόλογοι άνθρωποι της Ρωσίας, όλοι οι απαραίτητοι σ΄αυτήν άνθρωποι - όλοι έπιναν σαν γουρούνια. Ενώ οι άχρηστοι, οι ανερμάτιστοι - όχι, εκείνοι δεν έπιναν. Ο Γεβγκένι Ονέγκιν στων Λάριν ήπιε όλα κι όλα ένα βάμμα από κράνα με αποτέλεσμα να τον πιάσει κόψιμο. Ενώ την ίδια ώρα οι τίμιοι άνθρωποι της εποχής του Ονέγκιν "μεταξύ του Λαφίτ και της Κλικό!" (προσέξτε: "μεταξύ του Λαφίτ και της Κλικό!") παρήγαν την επαναστατική επιστήμη και τις ιδέες των Δεκεμβριστών... Και όταν εκείνοι επιτέλους ξύπνησαν τον Γκέρτσεν...

-Σιγά! Πού να τον ξυπνήσεις, τον Γκέρτσεν σας! - αναφώνησε κάποιος στα δεξιά. Όλοι εμείς τιναχθήκαμε και γυρίσαμε προς τα δεξιά. Ήταν ο τύπος με το χοντρό μάλλινο παλτό.
-Έπρεπε να κατέβει στο Χραπουνόβο, τούτος ο  Γκέρτσεν μη χέσω και κείνος συνεχίζει κι άλλο!..

Όλοι όσοι μπόρεσαν να γελάσουν γέλασαν. "Ας τόνα στην ησυχία, Δεκεμβριστής μην χέσω!" - "Τρίψ΄του τα αφτιά, τα αφτιά!" - "Τι Χραπουνόβο, τί Πετουσκί! Μπορεί ο άνθρωπος να θέλει να πάει Πετουσκί κι εσύ του επιμένεις για Χραπουνόβο!" όλοι τριγύρω μεθούσαν σιγά σιγά και χαρούμενα, σιγά σιγά και άσχημα... κι εγώ μαζί τους...

Γύρισα προς το γιλέκο με το μαύρο μουστάκι:

-Ας πούμε ότι εκείνοι ξύπνησαν τον Αλεξάντρ Γκέρτσεν και πού κολλάνε οι δημοκράτες και η "Χοβάνστσινα";
-Μια χαρά κολλάνε! Από κει και πέρα ξεκίνησαν όλα τα βασικά - άρχισε η ακατέργαστη βότκα αντί της κλικό! Άρχισε το κίνημα των λαϊκών, κραιπάλη και η Χοβάνστσινα[Θ4] !.. Όλοι αυτοί οι Ουσπένσκι, όλοι αυτοί οι Πομιαλόφσκι - χωρίς πρώτα να περάσουν από μέσα κάνα ποτηράκι δεν μπορούσαν να γράψουν μήτε γραμμή! Τους έχω διαβάσει, το ξέρω! Όλοι οι τίμιοι άνθρωποι της Ρωσίας ήταν γερά ποτήρια! Και γιατί παρακαλώ έπιναν; - απ΄την απόγνωση! Έπιναν επειδή ήταν έντιμοι! Επειδή ήταν ανήμποροι να αλαφρώσουν τα βάσανα του λαού! Ο λαός ασφυκτιούσε μες στη φτώχεια και την αμορφωσιά, για διαβάστε τον Ντιμιτρι Πίσαρεβ! Γράφει το εξής: "ο λαός δεν μπορεί να επιτρέψει στον εαυτό του ένα κομμάτι μοσχάρι, μα η βότκα είναι πιο φτηνή απ΄το μοσχάρι, γι΄αυτό και πίνει ο Ρώσος μουζίκος, απ΄την φτώχεια του και πίνει! Ούτε βιβλίο μπορεί να επιτρέψει στον εαυτό του, επειδή στην αγορά ούτε Γκόγκολ, ούτε Μπελίνσκι πωλείται, μονάχα η βότκα παντός είδους: και η μονοπωλιακή, και η χύμα, και η προς την επιτόπου κατανάλωση!  Γι΄αυτό και πίνει, απ΄την αμορφωσιά του και πίνει!"

Πώς να μην φτάσει κανείς στην απόγνωση, πώς να μη γράψει για τον μουζίκο, πώς να μην προσπαθεί να τον σώσει, πώς απ΄την απόγνωσή του να μην το ρίξει στο ποτό! Ο σοσιαδημοκράτης γράφει και πίνει και πίνει όπως γράφει. Ενώ ο μουζίκος δε διαβάζει και πίνει, πίνει χωρίς να διαβάζει. Τότε είναι που ο Ουσπένσκι σηκώνεται και περνάει τη θηλιά στο λαιμό, ενώ ο Πομιάλοφσκι ξαπλώνει κάτω απ΄τον πάγκο στο καπηλείο και ψοφά και ο Γκάρσιν σηκώνεται και στα μεθυσμένα γέρνοντας απ΄την κουπαστή πέφτει στο κενό...

Ο καραμουστακαλής έχοντας πια σηκωθεί  και έχοντας βγάλει τον μπερέ του κουνούσε τα χέρια του σαν τρελός, όλα όσα είχε πει τον είχαν βαρέσει στο κεφάλι και συνέχισαν να τον βαράνε όλο και πιο πολύ... Ο Δεκεμβριστής με το χοντρό μάλλινο παλτό, και εκείνος είχε παρατήσει τον Γκέρτσεν του και κάθισε κοντά μας υψώνοντας στον ρήτορα τα θολά του γκρι μάτια.

-Κοιτάχτε να δείτε τι βγαίνει! Το έρεβος της αμορφωσιάς πυκνώνει όλο και πιο πολύ και η εξαθλίωση αυξάνεται κατακόρυφα! Έχετε διαβάσει το Μαρξ; Κατακόρυφα! Με άλλα λόγια, πίνουν όλο και πιο πολύ! Αναλογικά έχει αυξηθεί και η απόγνωση του σοσιαλδημοκράτη, εδώ πια ούτε το Λαφίτ ούτε η Κλικό, εκείνοι οι παλιοί ίσα που κατάφεραν να ξυπνήσουν τον Γκέρτσεν! Ενώ τώρα όλη η σκεπτόμενη Ρωσία, λυπούμενη τον μουζίκο μεθοκοπά σερί! Και να κρούεις όλες τις καμπάνες σ΄όλο το Λονδίνο [Θ5] - στη Ρωσία κανείς δεν πρόκειται να σηκώσει το κεφάλι του - όλοι κοιμούνται μες στα ξερατά τους και όλοι υποφέρουν!..

Και έτσι ως τις μέρες μας! Ως τις μέρες μας! Αυτός ο κύκλος, αυτός ο φαύλος κύκλος της ζωής σφίγγει τον κλοιό γύρω απ΄το λαιμό μου! Και φτάνει να πιάσω στα χέρια μου κάνα καλό βιβλίο - δεν μπορώ καθόλου να ξεδιαλύνω ποιος και για ποιο λόγο πίνει: οι από κάτω κοιτάζοντας τους από πάνω ή οι από πάνω κοιτάζοντας τους από κάτω. Και φτάνοντας σε αδιέξοδο, παρατάω το βιβλίο. Πίνω ένα μήνα, πίνω δυο μήνες και μετά...

-Στοπ! - τον διέκοψε ο Δεκεμβριστής. - Δεν υπάρχει άραγε περίπτωση να μην πίνει κανείς; Να επιβληθεί στον εαυτό του και να μην πίνει; Νά ο μυστικός σύμβουλος Γκαίτε, για παράδειγμα, δεν έπινε σταγόνα.
-Δεν έπινε; Ούτε σταγόνα; - ο καραμουστακαλής απ΄την έκπληξή του ανασηκώθηκε και έβαλε τον μπερέ του. - Δεν υπάρχει περίπτωση!
-Υπάρχει και παραυπάρχει. Κατάφερε να αυτοκυριαχηθεί και δεν έπινε ούτε σταγόνα...

-Εννοείτε τον Γιόχαν φον Γκαίτε;
-Μάλιστα. Εννοώ τον Γιόχαν φον Γκαίτε, ο οποίος δεν έπινε σταγόνα.
-Περίεργο... Και αν τον κερνούσε ο Φρίντριχ Σίλλερ;.. Ένα ποτήρι σαμπάνια;..
-Και πάλι δε θα το΄κανε. Θα΄παιρνε την κατάσταση στα χέρια και δε θα΄πινε ούτε σταγόνα. Θα΄λεγε: δεν πίνω μήτε σταγόνα.

Ο καραμουστακαλής κρέμασε το κεφάλι του και σκυθρώπιασε. Ενώπιον του ακροατηρίου γκρεμιζόταν ολό του το σύστημα, τόσο άρτιο σύστημα, υφασμένο από εμπνευσμένα και ευφυώς δομημένα πλην παρατραβηγμένα επιχειρήματα. "Βοήθα τον, Γιεροφέγιεφ, - ψιθύρισα στον εαυτό μου, - βοήθα τον άνθρωπο. Τσαμπούνα καμιά αλληγορία ή ..."

-Ώστε λέτε: ο μυστικός σύμβουλος Γκαίτε δεν έπινε σταγόνα; - γύρισα προς τον Δεκεμβριστή. - Και γιατί παρακαλώ δεν έπινε, το ξέρετε; Τι τον έκανε να μην πίνει; Όλα τα έντιμα μυαλά έπιναν και κείνος δεν έπινε; Γιατί; Νά εμείς τώρα πηγαίνουμε στα Πετουσκί και για κάποιο λόγο σταματάμε παντού πλην του Γέσινο. Για ποιο λόγο να μη σταματήσουμε και στο Γέσινο; Μα όχι. Πλακωθήκαμε δίχως να σταματήσουμε. Και αυτό επειδή στο Γέσινο δεν υπάρχουν επιβάτες, όλοι οι επιβάτες επιβιβάζονται είτε στο Χραπουνόβο είτε στο Φριάζεβο. Πηγαίνουν πεζή απ΄το Γέσινο ως το Χραπουνόβο ή ως το Φριάζεβο - και κει επιβιβάζονται. Επειδή έτσι κι αλλιώς το τρένο θα προσπεράσει το Γέσινο χωρίς να σταματήσει. Το ίδιο έπραττε και ο γεροξεκούτης Γιόχαν φον Γκαίτε. Πιστεύετε ότι δεν ήθελε να πιει; Φυσικά και ήθελε. Γι΄αυτό λοιπόν, για να μην τα τινάξει ο ίδιος, έβαζε όλους τους ήρωές του να πίνουν στη θέση του. Πάρτε για παράδειγμα το "Φάουστ": και ποιος δεν πίνει εκεί πέρα; Όλοι πίνουν. Ο Φάουστ πίνει και γίνεται νεότερος, ο Ζίμπελ πίνει και ορμάει στον Φάουστ, ο Μεφισοφελής δεν κάνει τίποτ΄άλλο απ΄το να πίνει και να κερνάει τους νεαρούς φοιτητές και να τους τραγουδά τον "Ψύλλο". Θα με ρωτήσετε: Τι τα΄θελε ο μυστικός σύμβουλος Γκαίτε. Κι εγώ θα σας πω: και για ποιο λόγο εκείνος εξανάγκασε τον Βέρθερο να τινάξει τα μυαλά του; Είναι επειδή υπάρχει μια μαρτυρία ότι ο ίδιος έφτασε στα πρόθυρα αυτοκτονίας και για να απαλλαγεί απ΄τον πειρασμό, έβαλε τον Βέρθερο να το κάνει στη θέση του. Με παρακολουθείτε; Εκείνος παρέμεινε ζωντανός απ΄την άλλη όμως έζησε την εμπειρία της αυτοκτονίας. Και ήταν αρκετά ικανοποιημένος. Τούτο είναι χειρότερο και απ΄την πραγματική αυτοκτονία. Σ΄αυτό κρύβεται και η περισσότερη δειλία, και ο περισσότερος εγωισμός, και η περισσότερη ατιμία του δημιουργού.

Έπινε λοιπόν με τον ίδιο τρόπο που τίναζε τα μυαλά του ο δικός σας μυστικός σύμβουλος. Ο Μεφισοφελής τα κοπανά και κείνος ευχαριστιέται, το κοπρόσκυλο. Ύστερα τα κοπανάει και ο Φάουστ και κείνος, ο γεροξεκούτης, δεν μπορεί καν να αρθρώσει κουβέντα. Έχω δουλέψει στην εθνική οδό μαζί με τον μπάρμπα Κόλια - και κείνος επίσης: ο ίδιος δεν έπινε, φοβόταν μήπως μόλις πιει, κατρακυλήσει και θα πίνει σερί για μια βδομάδα, για ένα μήνα... Ενώ εμάς σχεδόν μας εξανάγκαζε να πίνουμε. Γεμίζει τα ποτήρια μας, γουργουρίζει από ευχαρίστηση, α, το κάθαρμα, και περπατάει τρεκλίζοντας...

Το ίδιο κάνει και ο δικός σας περιβόητος Γιόχαν φον Γκαίτε! Ο Σίλλερ τον κερνάει και κείνος αρνείται - πώς, πώς! Ήταν ένας πραγματικός αλκοολικός, ένας μπεκρούλιακας ο δικός σας μυστικός σύμβουλος Γιόχαν φον Γκαίτε! Είχε και τρέμουλο στα χέρια του!

-Τι λες τώρα... - Με κοίταζαν με θαυμασμό και ο Δεκεμβριστής και ο καραμουστακαλής. Το άρτιο σύστημα είχε αποκατασταθεί και μαζί του αποκαταστάθηκε και η χαρούμενη ατμόσφαιρα. Ο Δεκεμβριστής με μια απλωτή κίνηση έβγαλε απ΄το χοντρό μάλλινο παλτό του ένα μπουκάλι της "Περτσόβαγια" και την έβαλε στα πόδια του καραμουστακαλή. Ο καραμουστακαλής έβγαλε την "Στολίτσναγιά" του. Όλοι τρίβαμε τα χέρια μας - κάπως υπερβολικά αναστατωμένα... Μου΄βαλαν πιο πολύ απ΄όλους. Έβαλαν και στο γέρο-Μήτριτς. Στο νεαρό Μήτριτς έδωσαν ένα ποτήρι - εκείνος το΄σφιξε πάνω στην αριστερή του ρόγα με το δεξί μηρό και από τα δύο ρουθούνια του κίνησαν τα δάκρυα χαράς...

-Λοιπόν, εις υγείαν του μυστικού σύμβουλου Γιόχαν φον Γκαίτε.

Φριάζεβο - 61ο χιλιόμετρο

-Μάλιστα. Εις υγείαν του μυστικού συμβούλου Γιόχαν φον Γκαίτε.

Μόλις το΄πια, αισθάνθηκα ότι μεθάω πάνω από κάθε μέτρο και το ίδιο κάνουν κι άλλοι...

-Α... Αφήστε με να σας κάνω μια απλή ερώτηση, - είπε ο καραμουστακαλής μέσα απ΄τα δόντια και μέσα απ΄το σάντουιτς μες στα μουστάκια. Απευθυνόταν αποκλειστικά και μόνο σε μένα. - επιτρέψτε μου να σας ρωτήσω:  γιατί στα μάτια σας υπάρχει τόση θλίψη;.. Επιτρέπεται να θλίβεται κανείς έχοντας τέτοιες γνώσεις! Φαίνεσθε σαν να μην έχετε πιει τίποτα απ΄το πρωί;

Θίχτηκα: "Τι πάει να πει τίποτα! Είναι θλίψη τάχα αυτό που έχω; Δεν είναι παρά η θόλωση των οφθαλμών... Απλά έχω μεθύσει λιγουλάκι..."

-Όχι, όχι, αυτή η θόλωση είναι απ΄τη θλίψη! Είστε όπως ο Γκαίτε! Εσείς με όλο σας το παρουσιαστικό καταρρίπτετε το ένα απ΄τα αξιώματά μου, κάπως αφηρημένο αξίωμα εντούτοις βγαλμένο απ΄την εμπειρία! Εσείς όπως και ο Γκαίτε, τα ανατρέπετε όλα!..

-Με τι πράγμα τα ανατρέπω; Με την θολούρα μου;
-Ακριβώς! Με την θολούρα σας! Ακούστε να δείτε, σε τι συνίσταται το δικό μου μύχιο αξίωμα: όταν το βράδυ πίνουμε ενώ το πρωί δεν πίνουμε, πώς είμαστε το βράδυ και πώς γινόμαστε το πρωί; Εγώ για παράδειγμα, αν πίνω - είμαι πολύ εύθυμος και υπερκινητικός και ορμητικός, δεν με χωράει ο τόπος. Μάλιστα. Και το πρωί; - Το πρωί δεν είμαι ούτε απλά σκυθρωπός ούτε απλά μουδιασμένος, όχι. Είμαι ακριβώς τόσο πιο σκυθρωπός απ΄ό, τι όταν ήμουν νηφάλιος, όσο πιο εύθυμος απ΄ό,τι συνήθως ήμουν την προηγούμενη μέρα. Εάν την προηγούμενη μέρα είχα καταβληθεί απ΄τον έρωτα, τότε η πρωινή μου αποστροφή ισοδυναμεί επ΄ακριβώς με τις χθεσινές μου φαντασιώσεις. Τι θέλω να πω; Ελάτε να δείτε:

*
 * *
 *  *
 *  *
 *  *
 ---*-------------------*------------------------
 *  * * * * *
 *  **
 *  *
 *

Και καραμουστακαλής σχεδίασε πάνω στο χαρτί την παραπάνω μαλακία. Και εξήγησε: η οριζόντια γραμμή - είναι η γραμμή της νηφαλιότητας στην καθημερινότητα. Το ψηλότερο σημείο της καμπύλης σηματοδοτεί την έναρξη του ύπνου, το χαμηλότερο - την αφύπνιση μετά την κραιπάλη...

-Βλέπετε! Πρόκειται καθαρά για έναν καθρέφτη! Η πολύ ανόητη φύση δεν μεριμνά για τίποτα με τέτοιο ζήλο όσο για την ομοιόσταση! Δεν ξέρω εάν αυτή η μέριμνα έχει ηθικό χαρακτήρα πάντως έχει αυστηρά  γεωμετρική δομή! Κοιτάχτε: ετούτη η καμπύλη δεν αναπαριστά μονάχα την ευεξία, όχι! Αναπαριστά τα πάντα. Το βράδυ - την αφοβία ακόμα κι αν υπάρχει λόγος να φοβάσαι, την αφοβία και την υποτίμηση όλων των αξιών. Το πρωί - την υπερτίμηση όλων των αξιών, μια υπερτίμηση που μεταλλάσσεται σε εντελώς αναίτιο φόβο.

Όσα αποβραδίς στα μεθυσμένα η φύσις μας "τα προσφέρει απλόχερα",  άλλα τόσα μας "τα παίρνει πίσω" το πρωί με μαθηματική ακρίβεια. Είχατε το βράδυ μια παρόρμηση προς κάτι το ιδανικό  - ορίστε, πάρτε την, την επομένη απ΄το μεθύσι θα την διαδεχτεί η παρόρμηση προς κάτι το αντιιδανικό, και αν το ιδανικό μένει, τότε προκαλεί το αντιιδανικό. Νά με δυο λόγια το αξίωμά μου...

Έχει καθολική ισχύ και εφαρμόζεται στον καθένα. Εσείς όμως δεν είστε όπως όλοι οι άλλοι, είστε όπως ο Γκαίτε!

Γέλασα: "Και γιατί παρακαλώ πρόκειται για αξίωμα, αφού έχει καθολική ισχύ;"

Και ο Δεκεμβριστής - και κείνος γέλασε: "Αφού έχει καθολική ισχύ, γιατί να΄ναι αξίωμα;.."

-Γιατί έτσι! Γιατί δεν λαμβάνει υπόψη τη γυναίκα. Τον άνθρωπο στην καθαρή του μορφή το αξίωμα το δέχεται ενώ τη γυναίκα - όχι!

Μόλις εμφανιστεί μια γυναίκα στον ορίζοντα, διαταράσσεται όποια αναλογία. Αν η γυναίκα δεν ήταν γυναίκα, το αξίωμα δε θα΄ταν αξίωμα. Αν υπάρχει γυναίκα - δεν υπάρχει αξίωμα... Ιδίως αν η γυναίκα δεν είναι καλή και το αξίωμα είναι καλό...

Μεμιάς όλοι ταυτόχρονα άρχισαν να μιλούν. "Τι πάει να πει αξίωμα; -"Και τι πάει να πει κακιά γυναίκα; - "Δεν υπάρχουν κακές γυναίκες, μονάχα τα αξιώματα τυχαίνει να΄ναι χάλια..."

Εγώ για παράδειγμα, - είπε ο Δεκεμβριστής, - εγώ έχω τριάντα γυναίκες και η μιά είναι καλύτερη της άλλης αν και δεν έχω μουστάκι ενώ εσείς, ας πούμε, έχετε και μουστάκι και μια καλή γυναίκα. Κι όμως εγώ πιστεύω ότι είναι πιο καλά να΄χεις τις τριάντα πιο κακές γυναίκες απ΄τη μία έστω και την πιο καλή...

-Πού κολλάει το μουστάκι; Πρόκειται για γυναίκα και όχι για μουστάκι!
-Ένας θεός ξέρει τι μας τσαμπουνάτε!.. Εγώ πάντως νομίζω ότι η μία καλή αξίζει όλες τις δικές σας. Ποια γνώμη έχετε εσείς; - ο καραμουστακαλής πάλι γύρισε προς το μέρος μου. - Πώς το βλέπετε απ΄την επιστημονική σκοπιά;

Του΄πα:
-Απ΄την επιστημονική, φυσικά και αξίζει. Στα Πετουσκί, λόγου χάριν, τριάντα άδεια μπουκάλια αλλάζουν με μια φιάλη του "Ζβερομπόι", και άμα τους πας, για παράδειγμα...
"Πώς! Τριάντα προς μία!  Γιατί τόσο πολλά!;" - άναψαν τα αίματα.
-Διαφορετικά ποιος να σας τ΄αλλάξει!; Τριάντα επί δώδεκα κοπίκι μας κάνουν 3.60. Ενώ το "Ζβερομπόι" κοστίζει 2.62. Το ξέρουν και τα μικρά παιδιά. Γιατί πέθανε ο Πούσκιν ακόμα δεν το ξέρουν, μα αυτό εδώ  ήδη το γνωρίζουν καλά. Κι όμως δε σας δίνουν τα ρέστα. Τα 3.60 είναι ένα καλό ποσό, μεγαλύτερο απ΄τα 2.62, κι όμως τα ρέστα δεν τα παίρνεις, επειδή πίσω απ΄τον πάγκο στέκεται μια καλή γυναίκα και μιαν καλή γυναίκα πρέπει να την ευχαριστήσεις...

-Και τι καλό έχει αυτή η γυναίκα πίσω απ΄τον πάγκο;
-Αυτό το καλό κι έχει που μια κακιά γυναίκα δε θα σας έπαιρνε τα άδεια μπουκάλια, ενώ η καλή δέχεται ακόμα και τσιμπημένα μπουκάλια και αντί αυτών σας δίνει γεμάτες φιάλες. Γι΄αυτό και πρέπει να την ευχαριστήσεις... Για ποιον άλλον λόγο να υπάρχει γυναίκα;

Όλοι σώπαιναν βαρυσήμαντα. Ο καθένας σκεφτόταν τα δικά του ή όλοι σκέφτηκαν το ίδιο,  αυτό δεν το ξέρω.

-Και για να την ευχαριστήσεις... Θυμηθείτε τι έλεγε ο Μαξίμ Γκόρκι στη νησί Κάπρι; "Η λυδία λίθος του κάθε πολιτισμού είναι ο τρόπος συμπεριφοράς προς τη γυναίκα". Γι΄αυτό όταν πηγαίνω στο μαγαζί μες στα Πετουσκί, κουβαλώ μαζί μου τριάντα άδεια μπουκάλια. Της λέω: "Καλή μου κυρά! Θέλω μια φιάλη "Ζβερομπόι" παρακαλώ..." αν και ξέρω ότι έτσι της χαρίζω σχεδόν ένα ρούβλι: τα 3.60 βγάλε τα 2.62. Κρίμα. Και κείνη με κοιτάζει: να του δώσω τα ρέστα, ρεμάλι που είναι, ή να μην του τα δώσω; Κι εγώ την κοιτάζω: θα μου δώσει τα ρέστα, σκύλα που είναι, ή όχι; Για να ακριβολογήσω, όχι, εκείνη τη δεδομένη στιγμή δεν κοιτάζω εκείνην, κοιτάζω μέσα απ΄αυτήν και πέρα απ΄αυτήν. Και τι είναι αυτό που αναδύεται μπρος στο βλέμμα μου στραμμένο στο υπερπέραν; Αναδύεται το νησί Κάπρι όπου φυτρώνουν αγαύες και ταμαρίνδοι και κάτω απ΄αυτούς κάθεται ο Μαξίμ Γκόρκι με τεντωμένες τις τριχωτές του αρίδες που εξέχουν απ΄το ολόλευκο παντελόνι. Και με φοβερίζει κουνώντας μου το δάχτυλο: "μη ζητήσεις τα ρέστα! Μη ζητήσεις τα ρέστα!" του κλείνω το μάτι ότι δηλαδή δε θα΄χω να φάω. "Εντάξει θα πιω που θα πιω, μα τι θα φάω για μεζέ;"

Και κείνος: "Σιγά, Βένια, κάνε υπομονή. Στο κάτω κάτω άμα θες να φας, μην πίνεις῾ Έτσι λοιπόν και φεύγω, ρέστος και θυμωμένος φυσικά. Και ο ίδιος σκέφτομαι: "Λυδία λίθος! Πολιτισμός! Βρε τον Μαξίμ, βρε τον Γκόρκι, για πλάκα ή στα μεθυσμένα μας τσαμπούνησες τέτοιο δα πράγμα στο περιβόητό σου Κάπρι; Εσύ βέβαια τα περνάς καλά - θα χλαπακιάζεις τις αγαύες σου εκεί πέρα, κι εγώ; Τι θα φάω εγώ;.."

Το κοινό γελούσε. Και ο εγγονούλης σκλήριζε: "ι - ι - ι - ι, τι νόστιμες που είναι οι αγαύες, τι καλό που είναι το νησί Κάπρι..."
- Και η κακιά γυναίκα; - με ρώτησε ο Δεκεμβριστής. - Μήπως δε χρειαζόμαστε φορές και την στρίγκλα γυναίκα;
-Φυσικά και την χρειαζόμαστε, - του απαντώ. - Ο καλός ο άνθρωπος μερικές φορές την στρίγκλα την χρειάζεται άμεσα. Εγώ, για παράδειγμα, δώδεκα βδομάδες πριν ήμουν μες στο φέρετρο, είχα ήδη τέσσερα χρόνια που βρισκόμουν στο φέρετρο, έτσι που είχα πάψει να βρομάω σαπίλα. Της λένε λοιπόν: "Να ορίστε - είναι μες στο φέρετρο. Έλα και ανάστησέ τον, αν μπορέσεις." Και κείνη πλησίασε το φέρετρο -να την βλέπατε πώς το πλησίασε!

-Το ξέρουμε! - είπε ο Δεκεμβριστής. - Βαδίζει σάμπως γράφει. Και γράφει σαν τον Λεβ και ο Λεβ γράφει ακαταλαβίστικα[Θ6] ".

-Α, έτσι μπράβο! Σίμωσε το φέρετρο και λέει: "ταλιθά κούμι". Που πάει να πει σε μετάφραση απ΄τα αρχαιοεβραϊκά: "σου λέω - σήκω και περπάτα". Και τι νομίζετε; Σηκώθηκα και περπάτησα. Και εδώ και τρεις μήνες περπατώ θολωμένος...

-Η θολούρα είναι απ΄τη θλίψη, - επανέλαβε ο καραμουστακαλής με τον μπερέ.  - και η θλίψη - απ΄τη γυναίκα.


-Η θολούρα - επειδή έχει κοπανήσει μερικά ποτηράκια, - τον διέκοψε ο Δεκεμβριστής.
-Τι σχέση έχουν τα "ποτηράκια"! Και γιατί παρακαλώ "έχει κοπανήσει μερικά ποτηράκια"; Ας υποθέσουμε επειδή ο άνθρωπος έχει πεθυμήσει τη γυναίκα και πάει να την βρει. Πώς να πας στη γυναίκα χωρίς να τα κοπανήσεις! -  πάει να πει πως είναι στρίγκλα! Αλλά ακόμα και στρίγκλα να΄ναι - πρέπει να τα κοπανήσεις. Ίσα ίσα όσο πιο στρίγκλα είναι η γυναίκα, τόσο πιο πολύ πρέπει να πιεις!..

-Αλήθεια! -αναφώνησε ο Δεκεμβριστής. - Τι καλά που είμαστε όλοι τόσο αναπτυγμένοι! Μοιάζουμε με τους ήρωες του Τουργκένιεφ: όλοι κάθονται και συζητούν για την αγάπη... Θέλετε να σας αφηγηθώ κάτι για μια σπάνια αγάπη και για το πόσο είναι αναγκαίες μερικές φορές οι στρίγκλες!.. Ας το κάνουμε όπως στα βιβλία του Τουργκένιεφ! Ας αφηγηθεί κάτι ο καθένας σας...

"Ας το κάνουμε!" - "Ας το κάνουμε όπως στου Τουργκένιεφ!" ακόμα και ο γέρο-Μήτριτς και κείνος είπε: "Ας το κάνουμε!"

61ο χιλιόμετρο - 65ο χιλιόμετρο

Ο πρώτος άρχισε την αφήγησή του ο Δεκεμβριστής.

-Είχα έναν φιλαράκο, δεν θα τον ξεχάσω ποτέ. Πάντα ήταν λίγο δαιμονισμένος, μα ξαφνικά σαν να δαιμονίστηκε για τα καλά. Ξέρετε με ποια έφαγε κόλλημα; Με την Όλγα Ερντέλι, την διάσημη σοβιετική αρπίστρια. Μπορεί και η Βέρα Ντούλοβα να΄ναι επίσης μια διάσημη αρπίστρια, αλλά εκείνος έγινε τρελός όχι για καμιά άλλη, μα για την Όλγα Ερντέλι και μόνο. Δεν την είχε δει καμιά φορά δια ζώσης παρά μόνο την άκουγε στο ράδιο να γρατζουνάει την άρπα της, - ποιος τον ξέρει κι όμως την ερωτεύτηκε τρελά...

Έχει δαγκώσει γερά τη λαμαρίνα και όλη μέρα κάθεται ξάπλα στο κρεβάτι. Ούτε δουλεύει, ούτε σπουδάζει, ούτε καπνίζει, ούτε πίνει, ούτε σηκώνεται απ΄το κρεβάτι, ούτε φλερτάρει τις κοπέλες ούτε καν κοιτάζει έξω απ΄το παράθυρο... Θέλει την Όλγα Ερντέλι, τώρα την θέλει. Αν απολαύσω τις χάρες της αρπίστριας Όλγας Ερντέλι, τότε μονάχα και θα αναστηθώ: θα σηκωθώ απ΄το κρεβάτι, θα δουλεύω και θα σπουδάζω, θα πίνω και θα καπνίζω, και θα κοιτάζω έξω απ΄το παράθυρο. Του λέμε:

-Γιατί ντε και καλά θες την Ερντέλι; Πάρε τουλάχιστον την Βέρα Ντούλοβα αντί της Ερντέλι. Και η Βέρα Ντούλοβα είναι εξαιρετική αρπίστρια!

Και κείνος: "Να πάτε να πνιγείτε με την Βέρα Ντούλοβά σας!  Να την βράσω την Βέρα Ντούλοβα! Με την Βέρα Ντούλοβά σας δε θα κάτσω ούτε και να χέσω παρέα!"

Βλέπουμε λοιπόν ότι ο μικρός έχει δαγκώσει για τα καλά τη λαμαρίνα. Σε τρεις μέρες πάλι τον πλευρίζουμε.

-Τι έγινε, ακόμα λιώνεις για την Όλγα Ερντέλι; Έχουμε βρει το φάρμακό σου: θες αύριο να σου φέρουμε την Βέρα Ντούλοβα;:

-Φυσικά, - μας απαντά, - αν θέλετε να την πνίξω, την Βέρα Ντούλοβά σας με τη χορδή της άρπας, - τότε, ελάτε φέρτε την. Θα την πνίξω.

Τι να κάνουμε; Ο μικρός αργοπεθαίνει και πρέπει να τον σώσουμε. Κίνησα να πάω στην Όλγα Ερντέλι, ήθελα να της εξηγήσω τι συνέβαινε, μα δεν το πήρα απόφαση. Ήθελα να πάω ακόμα και στην Βέρα Ντούλοβα - και μετά σκέφτηκα, καλύτερα όχι, θα την πνίξει σαν το μη-με-λησμόνει. Και εκεί που τριγύριζα το βράδυ στη Μόσχα με έπιασε ένα παράπονο: κάθονται αυτές καλές και ξεδιαλεγμένες και παίζουν τις άρπες τους και απ΄τον μικρό έχουν μείνει ερείπια και στάχτες.

 Και ξαφνικά πέφτω πάνω σε μια γυναικούλα, όχι πολύ μεγάλη, όμως σκνίπα στο μεθύσι. "Δώσ΄μου ένα ρ-ρ-ρούβλι, - μου λέει, - δώσ΄μου ένα ρ-ρ-ρούβλι!" και κει που λες μού΄ρχεται μια φλασιά. Της έδωσα ένα ρούβλι και της τα εξήγησα όλα χαρτί και καλαμάρι: και αυτή η μουνόψειρα αποδείχτηκε πιο ξύπνια και απ΄πο την Ερντέλι και για την πιότερη πειστικότητα την ανάγκασα να πάρει μαζί της και μια μπαλαλάικα...

Την έφερα λοιπόν στου φίλου μου. Μπήκαμε μέσα: εκείνος μαράζωνε ξάπλα στο κρεβάτι. Πρώτα κατευθείαν απ΄το κατώφλι του΄ριξα την μπαλαλάικα. Και μετά - τού΄ριξα στη μούρη την Όλγα του, του την πέταξα στην αγκαλιά..."Νάτην η Ερντέλι σου! Άμα δεν με πιστεύεις, ρώτα την ίδια!"

Και το πρωί κοιτάζω: το παράθυρο άνοιξε, έξω πρόβαλε κείνος και σιγά σιγά ξανάρχισε το κάπνισμα.  Ύστερα γύρισε στη δουλειά, συνέχισε τις σπουδές του, άρχισε να πίνει... Με άλλα λόγια επανήλθε στην κανονικότητά του. Αυτά λοιπόν!..

-Και πού είναι η αγάπη και ο Τουργκένιεφ; - φέραμε αντίρρηση, προτού προλάβει καλά καλά να τελειώσει. "Όχι, θέλουμε για την αγάπη! Έχεις διαβάσει τον Ιβάν Τουργκένιεφ; Αφού τον έχεις διαβάσει, αφηγήσου λοιπόν! Πες μας για την πρώτη αγάπη, για την Ζήνοτσκα, για το βέλο και πώς σου΄ριξαν μία στη μούρη με το μαστίγιο - περίπου αυτά και διηγήσου..."

-Αν και φυσικά, - πρόσθεσα εγώ, - ο Τουργκένιεφ όλα αυτά τα περιγράφει κάπως διαφορετικά, στα έργα του όλοι με τις δαντέλες στο γιακά και τα ημίψηλα στο χέρι μαζεύονται γύρω απ΄το τζάκι... Ας είναι, εμείς και χωρίς τζάκι έχουμε κατιτίς να ζεσταθούμε. Και οι δαντέλες - τι να μας κάνουν και οι δαντέλες! Και χωρίς δαντέλες γλωσσεύουμε την μπέρδα μας...

- Φυσικά, φυσικά!

- Το να αγαπάς αλά Τουργκένιεφ, πάει να πει: να μπορείς να θυσιάσεις τα πάντα για το εκλεκτό πλάσμα της καρδιάς σου! Να μπορέσεις να κάνεις εκείνο που είναι αδύνατον να το κάνεις άμα δεν αγαπάς αλά Τουργκένιεφ! Εσύ, για παράδειγμα (χωρίς να το καταλάβουμε περάσαμε στον ενικό). Ας πάρουμε εσένανε, Δεκεμβριστή. Θα μπορούσες του φίλου σου για τον οποίο μας διηγήθηκες μόλις πριν από λίγο να του κόψεις ένα δάχτυλο με τα δόντια σου; Για χάρη της αγαπημένης σου;

- Γιατί δάχτυλο; Τι σχέση έχει το δάχτυλο; - στέναξε ο Δεκεμβριστής.
- Όχι, όχι, άκου. Θα μπορούσες τη νύχτα να μπεις κρυφά στα γραφεία του κόμματος, να κατεβάσεις το σώβρακό σου και να πιεις ένα ολόκληρο μελανοδοχείο και μετά να το βάλεις στη θέση, να βάλεις το σώβρακό σου και να γυρίσεις καλός και ξεδιαλεγμένος στο σπίτι; Για χάρη της αγαπημένης σου; Θα μπορούσες;

- Θεέ μου! Όχι, με τίποτα.
- Είδες λοιπόν;..
- Εγώ θα μπορούσα! - είπε ξαφνικά ο γέρο-Μήτριτς. Τούτο ήταν  τόσο αναπάντεχο που όλοι μετακινήθηκαν νευρικά στους πάγκους και έτριψαν τα χέρια τους. - Θα μπορούσα κι εγώ να αφηγηθώ κατιτίς...

-Εσύ; Να μας αφηγηθείς κατιτίς; Σιγά μην έχεις διαβάσει κάτι του Ιβάν Τουργκένιεφ!..
-Ας μην έχω διαβάσει... Ο εγγονός μου όμως τα΄χει διαβάσει όλα...

- Καλά, καλά! Ο εγγονός θα μας τα πει αργότερα! Θα του δώσουμε το λόγο μετά. Έλα, μπάρμπα, να μας πεις για την αγάπη!..

"Φαντάζομαι, - σκέφτηκα, - τι λογής ασυναρτησίες πρόκειται να ακούσουμε! Τι ανείπωτες ασυναρτησίες!" και ξαφνικά θυμήθηκα ξανά τον κομπασμό μου την ημέρα που γνωριστήκαμε με την τσαρίνα: Θα γράψω ακόμα περισσότερες ασυναρτησίες!" αλίμονο, ας τον, αυτόν τον δακρύβρεχτο Μήτριτς να μας αφηγηθεί κατιτίς. Πρέπει να σεβόμαστε, το λέω και το επαναλαμβάνω, τη σκοτεινή άβυσσο μιας άλλης ψυχής, πρέπει να την αντικρίζεις και ας μην έχει τίποτα ή ας έχει μονάχα σκατά - ούτως ή άλλως κοίτα την με σεβασμό, κοίτα και μη φτύνεις...

Ο παππούλης ξεκίνησε την αφήγησή του:

65ο  χιλιόμετρο -  Πάβλοβο Ποσάντ

-Είχαμε έναν πρόεδρο... Τον έλεγαν Λόενγκριν, ήταν πολύ αυστηρός... Και γεμάτος φλύκταινες... Και κάθε βράδυ έκανε βαρκάδες με τη βενζινάκατη. Επιβιβαζόταν στη βενζινάκατη και έκανε βόλτες στο ποτάμι... Και όπως έτρεχε κατά μήκος του ποταμού έσπαγε τις φλύκταινές του...

Ο αφηγητής είχε αναστατωθεί και τα  μάτια του είχαν βουρκώσει:

- Σαν τελειώσει τη βαρκάδα του... Πηγαίνει στο γραφείο του και ξαπλώνει στο πάτωμα... Μην τυχόν και τον ζυγώσεις και του μιλήσεις - δε λέει κουβέντα και όλο σωπαίνει. Και άμα του πεις κάτι αντίθετο - γυρίζει προς τη γωνία και κλαίει... Στέκεται όρθιος, κλαίει και κατουριέται σαν μωρό παιδί...

Ο παππούλης ξαφνικά βουβάθηκε. Τα χείλη του στράβωσαν, η μπλαβιά του μύτη αναψοκοκκίνισε και χλόμιασε. Ο παππούλης ξέσπασε στα κλάματα! Έκλαιγε σαν γυναίκα, σφίγγοντας με τα χέρια το κεφάλι του. Οι ώμοι του τραντάζονταν και ανεβοκατέβαιναν σαν κύματα...

-Αυτό ήταν, Μήτριτς;

Το βαγόνι αντήχησε απ΄τα γέλια. Όλοι γελούσαν ξεδιάντροπα και χαρούμενα. Ενώ ο εγγονούλης αναπηδούσε κιόλας απ΄τα κάτω προς τα πάνω, για να μην φτύσει τον αστράγαλό του σε περίπτωση που θα τρανταζόταν απ΄τα δεξιά προς τ΄αριστερά. Ο καραμουστακαλής θύμωσε:

- Και πού είναι ο Τουργκιένεφ εδώ πέρα; Αφού τα΄παμε: όπως στον Τουργκιένεφ! Ένας θεός ξέρει τι γίνεται εδώ πέρα! Ένας γεμάτος φλύκταινες! Και σαν να μην έφτανε αυτό " κατουριέται πάνω του"!

- Μα κείνος, μάλλον, αφηγούνταν την ταινία! - πέταξε κάποιος από δίπλα. - Την κινηματογραφική ταινία "Ο πρόεδρος"!

- Ποια στο καλό ταινία!..

Κι εγώ καθόμουν ήσυχα γιατί καταλάβαινα τον γερο-Μήτριτς, καταλάβαινα τα δάκρυά του: εκείνος απλά σπλαχνιζόταν όλους και όλα: τον πρόεδρο επειδή του έδωσαν τόσο ντροπιαστικό παρατσούκλι και τον τοίχο που τον είχε κατουρήσει εκείνος, και την βενζινάκατο, και τις φλύκταινες - όλα τα λυπόταν. Η πρώτη αγάπη ή τελευταία συμπόνια - ποια η διαφορά; Ο Θεός πεθαίνοντας πάνω στο σταυρό, μας παράγγειλε την ευσπλαχνία, ενώ τον χλευασμό δεν μας τον παράγγειλε. Η ευσπλαχνία και η αγάπη προς τους ανθρώπους είναι το ίδιο και το αυτό. Η αγάπη προς κάθε σάρκα, προς κάθε κοιλιά και προς κάθε καρπό της κοιλιάς είναι ο ορισμός της ευσπλαχνίας.

-Έλα, μπάρμπα, - του΄πα, - έλα να σε κεράσω, το αξίζεις! Τα΄πες πολύ σωστά για την αγάπη!.. Και όλοι, όλοι ας πιούμε! Εις μνήμην του αριστοκράτη Ιβάν Τουργκιένεφ απ΄το Ορυόλ, πολίτη της όμορφης Γαλλίας!

- Ας πιούμε! Για τον αριστοκράτη απ΄το Ορυόλ..

Και πάλι ακούστηκε ένα γλουπ γλουπ και μετά από λίγο ένα τόσο οικείο τσούγκρισμα, ύστερα πάλι ένα θρόισμα και τέλος ένα ευχαριστημένο πλατάγιασμα, η σπουδή σε ντο δίεση μινόρε, σύνθεση του Φέρεντς Λιστ που εκτελείται κατόπιν μπιζαρίσματος...

Δεν κατάλαβε κανείς πως στην είσοδο του "κουπέ" μας (ας το αποκαλέσουμε "κουπέ") εμφανίστηκε μια γυναικεία σιλουέτα με καφέ μπερέ, γιλέκο και μαύρο μουστάκι. Ήταν μεθυσμένη ως τα μπούνια, από κάτω προς τα πάνω, και ο μπερές της τής είχε γλιστρήσει στην πάντα.

-Κι εγώ θέλω τον Τουργκιένεφ και κάτι να βρέξω το λαιμό, - είπε εκείνη εγγαστρίμυθα.

Η αναστάτωση δε διήρκεσε πάνω από δύο δευτερόλεπτα.

- Τρώγοντας έρχεται η ορεξιάτικη και λαχταριστή, - είπε κοροϊδευτικά ο Δεκεμβριστής. Όλοι γέλασαν.

-Τι γελάτε, - είπε ο παππούλης, - Γυναίκα σαν γυναίκα, καλή και αφράτη...
- Δαύτες καλές γυναίκες, - είπε σκυθρωπά ο καραμουστακαλής βγάζοντας τον μπερέ του, - δαύτες καλές γυναίκες πρέπει να τις στέλνουν εξορία στην Κριμαία, βορά σε αρκούδες και λύκους...
- Όχι κι έτσι!  - διαμαρτυρήθηκα και αναστατώθηκα. - Ας καθίσει! Ας μας αφηγηθεί το κατιτίς! - "αν και έχετε διαβάσει τον Τουργκιένεφ, τον Μαξίμ Γκόρκι, δε λέτε τίποτα προκομμένο!.." Έκανα στην άκρη. Την βόλεψα κάτω και της έβαλα το μισό ποτήρι απ΄της "θείας Κλάβα".

Εκείνη ήπιε και για να μας ευχαριστήσει ανασήκωσε τον μπερέ της: "το βλέπετε αυτό;" και έδειξε σ΄όλους την ουλή πάνω απ΄τ΄αφτί της. Ύστερα σώπασε θριαμβευτικά και μου πρότεινε ξανά το άδειο της ποτήρι: "βάλε κι άλλο, νεαρέ, μη λιποθυμήσω".

Της έβαλε ακόμα μισό ποτήρι.

Πάβλοβο-Ποσάντ  - Ναζάργιεβο

Εκείνη το ήπιε κάπως μηχανικά και πάλι. Και αφού το΄πιε, άνοιξε φαρδιά πλατιά το στόμα της και το΄δειξε σ΄όλους: "βλέπετε - μου λείπουν τέσσερα δόντια;" - "και πού είναι αυτά τα δόντια;" - "ποιος τα ξέρει πού είναι. Είμαι μια μορφωμένη γυναίκα και κυκλοφορώ με λειψά δόντια. Μου τα΄σπασε εκείνος εξαιτίας του Πούσκιν. Άκουσα λοιπόν ότι είχατε μια λογοτεχνικού περιεχομένου κουβέντα, σκέφτηκα λοιπόν να μπω στην παρέα σας να πιω και παράλληλα να σας αφηγηθώ πώς εξαιτίας του Πούσκιν με χτύπησαν στο κεφάλι και μου΄σπασαν τα τέσσερα μπροστινά δόντια..."

Και βάλθηκε να αφηγείται και το ύφος της αφήγησής της ήταν το κάτι άλλο...

-Όλα ξεκίνησαν απ΄τον Πούσκιν. Μας έστειλαν έναν καινούριο γραμματέα της Κομσομόλ, τον Γιεφτούσκιν, και κείνος όλο χούφτωνε τα κορίτσια και απάγγελλε ποιήματα, κάποτε και μένα με τσακώνει απ΄τις γάμπες και με ρωτάει: " Το εξαίσιο μου βλέμμα σε τυραννούσε;"[Θ1]  - του απαντώ: "Ας πούμε ότι τυραννούσε..." και κείνος πάλι μου χούφτωσε τις γάμπες: "Κι η φωνή μου μες στην ψυχή σου αντηχούσε;"  Εδώ με άρπαξε στην αγκαλιά του και μ΄έσυρε σε μια γωνιά. Και όταν μ΄άφησε πια - κυκλοφορούσα σαν αλλοπαρμένη και όλο επαναλάμβανα: "ο Πούσκιν - ο Γιεφτούσκιν - τυραννούσε - αντηχούσε".
-Μπες στο ψητό, πες μας για τα μπροστινά σου δόντια, - την έκοψε ο καραμουστακαλής.
-Μισό, ένα ένα! Θα σας πω και για τα δόντια!.. Τι έγινε μετά;.. Μάλιστα, από κείνη τη μέρα όλα πήγαιναν κατ΄ευχήν, ένα ολόκληρο εξάμηνο εγώ και κείνος βγάζαμε τα μάτια μας στον αχειρώνα προκαλώντας θεούς και δαίμονες, όλα πήγαιναν κατ΄ευχήν! Και μετά αυτός ο Πούσκιν πάλι μας τα χάλασε!.. Είμαι σαν την Ιωάννα της Λωραίνης. Εκείνη αντί να βόσκει τα γελάδια και να θερίζει τα στάρια, καβάλα στο άλογό πήγε στην Ορλεάνη γυρεύοντας του κώλου τα προβλήματα.  Κι εγώ μια απ΄τα ίδια - σαν πιω λιγάκι, αμέσως τον πρήζω: "Και ποιον περιμένεις να σου μεγαλώνει τα κουτσούβελά σου; Μπήπως τον Πούσκιν;" και κείνος τρίζοντάς τα δόντια μου αντιμιλά: "Ποια στο καλό κουτσούβελα; Αφού δεν υπάρχουν κουτσούβελα! Τι δουλειά έχει ο Πούσκιν;" κι εγώ σ΄αυτό του απαντώ: "όταν έρθουν τα κουτσούβελα, θα΄ναι πια αργά να μιλάμε για τον Πούσκιν!"

Και έτσι κάθε φορά έφτανε να πιω λιγάκι.

-Ποιος θα σου μεγαλώσει, - λέω, -τα κουτσούβελα;.. Μήπως ο Πούσκιν;.. - και κείνος σκυλιάζει απ΄το κακό του: "Φεύγα, Ντάρια, - ουρλιάζει, - φεύγα! Πάψε να τυραννάς την ψυχή μου! "Σ΄αυτές τις στιγμές τον μισούσα, μισούσα τόσο που έχανα το φως μου και ζαλιζόμουν. Και μετά όμως πάλι τον αγαπούσα σαν να μην συνέβη τίποτα, τον λαχταρούσα τόσο που ξύπναγα τη νύχτα απ΄τη λαχτάρα μου...

Μια φορά λοιπόν είχα γίνει εντελώς τύφλα. Ορμάω κατά πάνω του και ουρλιάζω: "Θαρρείς ο Πούσκιν θα μεγαλώνει τα κουτσούβελά σου; Ε; Ο Πούσκιν;" Και κείνος μόλις άκουσε για τον Πούσκιν μαύρισε απ΄το κακό του και άρχισε να τρέμει ολόκληρος: "Πιες όσο τραβάει η όρεξή σου, μα μην πιάνεις τον Πούσκιν στο στόμα σου! Και τα κουτσούβελα επίσης! Πιες τα όλα, πιες και το αίμα μου, μα μην θέλεις πειράσει Κύριον τον θεόν σου!" κι εγώ εκείνον τον καιρό είχα μια αναρρωτική με διάσειση και ειλεό, ενώ στο νότο την ίδια εποχή είχε φθινόπωρο και να τι του φώναξα: "Να χωρίσουμε, ψυχοβγάλτη, να χωρίσουμε για πάντα! Δε σε χρειάζομαι! Θα το γλεντήσω με άλλους για κάνα μήνα και μετά θα ριχτώ κάτω απ΄το τρένο! Και ύστερα θα πάω στο μοναστήρι και θα λάβω το μοναχικό σχήμα! Θα΄ρθείς να μου ζητήσεις συγγνώμη και εγώ θα βγω ντυμένη πατόκορφα στα μαύρα, πιο κομψή δε γίνεται και θα σε φασκελώσω γδέρνοντας τη μούρη σου! Φεύγα! και μετά του φωνάζω: "τουλάχιστον αγαπάς την ψυχή μου; Την ψυχή μου την αγαπάς;" και κείνος σείεται σύγκορμα και μαυρίζει απ΄το κακκό του: "με την καρδιά, - ωρύεται, με την καρδιά - ναι, με την καρδιά αγαπώ την ψυχή σου, μα με την ψυχή μου - όχι δεν την αγαπώ!"

Και γέλασε κάπως παράξενα όπως στις όπερες, με άρπαξε και μου΄σπασε το καύκαλο και ύστερα την κοπάνησε στο Βλαντίμηρ-επί-του-Κλιάσμα. Γιατί έφυγε; σε ποιον πήγε; Τις απορίες μου μοιραζόταν όλη η Ευρώπη.  Και η γιαγιάκα μου, κωφάλαλη μου λέει απ΄τον αποκρέβατο: "Είδες, Ντάσενκα, πού έφτασες αναζητώντας τον εαυτό σου!"

Μάλιστα! Και μετά από ένα μήνα γύρισε. Εκείνη τη στιγμή ήμουν σκνίπα στο μεθύσι και μόλις τον είδα, έπεσα επάνω στο τραπέζι, έβαλα τα γέλια, σήκωσα τα πόδια: "έτσι, α! - φώναξα. - Την κοπάνησες για το Βλαντίμηρ-επί-του-Κλιάσμα! Και ποιος θα σου μεγαλώνει τα κουτσούβελά σου..." και κείνος χωρίς να πει κουβέντα με πλησίασε και μου΄σπασε τα τέσσερα μπροστινά δόντια και την έκανε για το Ροστόφ-επί-του-Ντον, τάχα ως απεσταλμένος της Κομσομόλ... Θα λιποθυμήσω, καλέ. Βάλε μου ακόμα λιγουλάκι...

Όλοι πνίγονταν απ΄τα γέλια. Το κερασάκι στην τούρτα ήταν η κωφάλαλη γιαγιούλα.

-Και πού είναι τώρα ο Γιεφτούσκιν σου;
-Και ποιος τον ξέρει πού΄ντ΄τος; Μπορεί στη Σιβηρία, μπορεί και στην Κεντρική Ασία. Άμα έφτασε σώος και αβλαβής στο Ροστόφ πάει να πει ότι είναι κάπου στην Κεντρική Ασία. Ενώ άμα πέθανε προτού φτάσει στο Ροστόφ, πάει να πει βρίσκεται στη Σιβηρία...

-Γεια στο στόμα σου, - την στήριξα εγώ, - δεν πεθαίνεις στην Κεντρική Ασία, εκεί ζεις άνετα. Ο ίδιος δεν έχω πάει εκεί πέρα, αλλά ο φίλος μου ο Τίχονοφ έχει πάει. Εκείνος μου΄λεγε: προχωράς, προχωράς και βλέπεις μπροστά σου ένα χωριό όπου καίνε σόμπες με ξερή κοπριά και δεν υπάρχει τίποτα να πιεις, αλλά η μάσα - να φάνε και οι κότες: αοιδοί-ραψωδοί και ξερόδεντρα... Έτσι και τρεφόταν εκεί σχεδόν ένα εξάμηνο με αοιδούς-ραψωδούς και ξερόδεντρα. Και δεν έπαθε τίποτα, γύρισε με αφράτο σώμα και πεταχτά ματιά...
-Και στη Σιβηρία;..
-Και στη Σιβηρία - όχι, στη Σιβηρία δεν μπορείς να ζήσεις. Στη Σιβηρία γενικώς κανείς δε ζει, μονάχα οι μαύροι. Με τρόφιμα δεν τους εφοδιάζουν, δεν έχουν τίποτα να πιούν, όσο για φαΐ ούτε λόγος. Μόνο μια φορά το χρόνο τους φέρνουν απ΄το Ζιτόμιρ κάτι κεντημένα προσόψια - και οι μαύροι τα περνάνε θηλιά στο λαιμό τους.

-Ποιοι στο καλό μαύροι; - τινάχτηκε ο Δεκεμβριστής, που είχε σχεδόν αποκοιμηθεί. -Ποιοι στο καλό μαύροι στη Σιβηρία! Οι μαύροι ζουν στις ΗΠΑ και όχι στη Σιβηρία! ας πούμε ότι στη Σιβηρία έχετε πάει. Στις ΗΠΑ όμως έχετε πάει;

-Εγώ έχω πάει Αμερική! Δεν έχω δει ούτε ένα μαύρο εκεί πέρα!
-Ούτε ένα; Στις ΗΠΑ!
-Μάλιστα! Στις ΗΠΑ! Δεν υπάρχει ούτε ένας μαύρος!..

Όλοι έχουν αποβλακωθεί τόσο πολύ και υπήρχε τόση πολλή θολούρα στα κεφάλια μας, που δεν περίσσευε θέση για καμιά απορία. Τη γυναίκα με δύσκολο μερτικό, με ουλή και χωρίς δόντια όλοι μαζί και αμέσως την ξέχασαν. Και η ίδια από μόνη της ξεχάστηκε και όλοι οι υπόλοιποι ξεχάστηκαν. Μόνο ο νεαρός Μήτριτς για να φανεί μάγκας παρουσία γυναίκας όλη την ώρα έφτυνε κατά πλάτος του σβέρκου με σάλιο που έμοιαζε με ούρα...

-Άρα έχετε πάει στις ΗΠΑ, - μουρμούρησε ο καραμουστακαλής, - κτακτα! Δέχομαι ότι δεν υπάρχουν καθόλου μαύροι εκεί πέρα ούτε έχουν υπάρξει ποτέ... Σας πιστεύω σαν να είστε σάρκα εκ της σαρκός μου... Όμως πέστε μας το εξής: το ίδιο ισχύει και για την ελευθερία -ούτε υπάρχει ούτε έχει υπάρξει ποτέ εκεί πέρα;.. Η ελευθερία συνεχίζει να πλανάται ως ένα άπιαστο φάσμα σ΄αυτή την ήπειρο κλαυθμώνων; Πέστε μας λοιπόν...
-Μάλιστα, - του αποκρίθηκα, - η ελευθερία έτσι και παραμένει ένα άπιαστο φάσμα σ΄αυτή την ήπειρο κλαυθμώνων και κείνοι το΄χουν συνηθίσει τόσο πολύ που δεν τους πειράζει πια. Σκεφτείτε μονάχα! Αυτοί - έχω γυρίσει πολύ εκεί πέρα και το΄χω παρατηρήσει - αυτοί ούτε στις γκριμάτσες, ούτε στις χειρονομίες, ούτε στα σχόλια τους δεν έχουν ίχνος αμηχανίας, την οποία εμείς την έχουμε στο πετσί μας. Σε κάθε τους φάτσα σε δευτερόλεπτο ζωγραφίζεται τόσην αξιοπρέπεια που θα μας κάλυπτε όλους για μια ολόκληρη επταετία. "Γιατί άραγε;" - σκεφτόμουν στρίβοντας απ΄το Μανχάταν στην 5η λεωφόρο και ο ίδιος απαντούσα στον εαυτό μου: "Απ΄ την αισχρή τους αυταρέσκεια και μόνο". Μα από πού αντλούν αυτήν την αυταρέσκεια; Κοντοστάθηκα στη μέση της λεωφόρου να βρω την απάντηση: "Σ΄εναν κόσμο όπου κυριαρχούν τα προπαγανδιστικά κατασκευάσματα και τα διαφημιστικά κόλπα - από πού και ως πού η αυταρέσκεια;" Κατευθυνόμουν προς το Χάρλεμ κάθε τόσο ανασηκώνοντας τους ώμους: "Από πού; Α, τα πιόνια των ιδεολόγων των μονοπωλιών, α, τα ανδρείκελα των βασιλέων των κανονιών - από πού έχουν τέτοια δά όρεξη; Χλαπακιάζουν πέντε φορές την ημέρα και γερά και όλο με την ίδια ατέλειωτη αυταρέσκεια - γενικά είναι δυνατόν ένας καλός άνθρωπος να΄χει όρεξη, πόσο μάλλον να την έχει στις ΗΠΑ!.."

- Αμέ, -κούνησε το κεφάλι του ο γερο-Μήτριτς, - εκείνοι εκεί πέρα τρώνε, ενώ εμείς δεν τρώμε πια σχεδόν τίποτα... Όλο το ρύζι το εξάγουμε στην Κίνα, όλη τη ζάχαρη στην Κούβα... Οι ίδιοι τι να φάμε;..
-Τίποτα, μπάρμπα, τίποτα!.. εσύ έχεις φάει τα ψωμιά σου, αμαρτία να παραπονιέσαι. Αν τύχει να περάσεις από τις ΗΠΑ - πρώτ΄απ΄όλα να θυμάσαι: μη λησμονάς την πατρίδα και την καλοσύνη της επίσης μη λησμονάς. Ο Μαξίμ Γκόρκι δεν έγραφε μονάχα για τα γκομενάκια, έγραφε και για την πατρίδα. Θυμάσαι τι έγραφε;..
- Πώς; πώς... Θυμάμαι... - και όλα όσα είχε πιει ξεχείλιζαν από τα γαλανά του μάτια, - θυμάμαι: "εμείς με τη γιαγιά μπαίναμε όλο και πιο βαθιά μες στο δάσος..."[Θ2] 

- Σιγά μην είναι για την πατρίδα, Μήτριτς. - θύμωνε νυσταγμένα ο καραμουστακαλής. -Αυτό είναι για τη γιαγιά, δεν έχει καμιά σχέση με την πατρίδα!..

Και ο Μήτριτς πάλι έβαλε τα κλάματα...

Ναζάριεβο -Ντρεζνά

Ενώ ο καραμουστακαλής με ρώτησε:

- Μιας και έχετε δει πολλά και έχετε πάει σε πολλά μέρη, πείτε μας: πού εκτιμούν πιο πολύ τον Ρώσο από κείνη ή από τούτη την πλευρά των Πυρηναίων;

-Δε γνωρίζω τι γίνεται από κείνη την πλευρά. Μα από τούτη δεν τον εκτιμάνε καθόλου. Θυμάμαι είχα πάει στην Ιταλία, εκεί πέρα δε δίνουν καμία σημασία στον Ρώσο. Εκείνοι μονάχα τραγουδούν και ζωγραφίζουν. Ο ένας, ας πούμε, στέκεται όρθιος και τραγουδάει, και ο άλλος δίπλα του κάθεται και ζωγραφίζει εκείνον που τραγουδά. Ενώ ο τρίτος λίγο πιο πέρα τραγουδάει για κείνον που ζωγραφίζει... Σου προκαλούν ένα ψυχοπλάκωμα όλα αυτά! Και κείνοι το δικό μας το ψυχοπλάκωμα δεν την καταλαβαίνουν...

- Οι Ιταλοί γενικά δεν καταλαβαίνουν τίποτα! - με υποστήριξε ο καραμουστακαλής.

-Ακριβώς. Όταν βρισκόμουν στη Βενετία την ημέρα του αγίου Μάρκου, - θέλησα να παρακολουθήσω τους αγώνες κωπηλασίας. Και στα καλά του καθουμένου με΄πιασε ένα ψυχοπλάκωμα απ΄αυτούς τους αγώνες! Η καρδιά μου πλάνταζε στο κλάμα, μα τα χείλη παραμέναν ερμητικά κλειστά. Οι Ιταλοί όμως που να σε καταλάβουν, σε κοροϊδεύουν και σε δείχνουν με το δάχτυλο: "κοιτάχτε ο Γιεροφέγιεφ πάλι κυκλοφορεί λες και τον έχουν απαυτώσει! " Από πού και ως πού είμαι απαυτωμένος;! Απλά δε μιλιέμαι...

Βασικά δεν είχα κάτι ιδιαίτερο να κάνω στην Ιταλία. Απλά ήθελα να επισκεφτώ εκεί πέρα τρία μέρη και μόνο: τον Βεζούβιο, το Ερκουλάνο και την Πομπηία. Αλλά μου΄παν ότι ο Βεζούβιος δεν υπάρχει εδώ και καιρό και με παρέπεμψαν στο Ερκουλάνο. Ενώ στο Ερκουλάνο μου είπαν: "Τι το θες, βλάκα, το Ερκουλάνουμ; Τράβα καλύτερα στην Πομπηία". Φτάνω στην Πομπηία και μου λένε: "Τι την θες την Πομπηία! Τράβα στο Ερκουλάνο!.."

Τους παράτησα λοιπόν και πήγα στη Γαλλία. Καθώς προχωρούσα και σχεδόν είχα φτάσει στη γραμμή Μαζινό ξαφνικά θυμήθηκα: άσε καλύτερα να γυρίσω και να ζήσω λίγο στου Λουίτζι Λόνγκο, να νοικιάσω μια γωνιά στο σπίτι του, να διαβάσω βιβλία για να μην παραδέρνω σαν την άδικη κατάρα. Καλύτερα φυσικά στου Παλμίρο Τολιάτι να νοίκιαζα καμιά γωνιά, μα εκείνος είχε πεθάνει πρόσφατα...  Μα και του Λουίτζι Λόνγκο δεν του λείπει τίποτα...

Και όμως δεν γύρισα πίσω. Αλλά πήγα μέσω του Τιρόλ με κατεύθυνση τη Σορβόννη. Φτάνω στη Σορβόννη και τους λέω: θέλω να κάνω μεταπτυχιακές σπουδές. Και με ρωτούν: "Αν επιθυμείτε να κάνετε μεταπτυχιακές σπουδές πρέπει να ξεχωρίζετε ως προσωπικότητα. Και τι είναι αυτό που σας κάνει να ξεχωρίζετε ως  προσωπικότητα;" Τι να τους έλεγα; Τους λέω λοιπόν: "Και τι μπορεί να με κάνει να ξεχωρίζω; Αφού είμαι ορφανοπαίδι". "Απ΄τη Σιβηρία;"- με ρωτούν. Τους απαντώ: "Μάλιστα, απ΄τη Σιβηρία". "Αφού είστε απ΄τη Σιβηρία, τότε τουλάχιστον πρέπει να ξεχωρίζει ο ψυχισμός σας. Τι είναι αυτό που κάνει τον ψυχισμό σου να ξεχωρίζει;" Σκέφτηκα ότι δεν ήταν κάνα Χραπουνόβο, μα η κοτζάμ Σορβόννη και έπρεπε να πω κάτι έξυπνο. Αφού σκέφτηκα λίγο, τους είπα: "Τον ψυχισμό μου τον ξεχωρίζει ο αυτοαυξανόμενος Λόγος[Θ3] ". Καθώς εγώ έψαχνα να απαντήσω κάτι έξυπνο, ο πρύτανης της Σορβόννης με πλησίασε αθόρυβα από πίσω και μου άστραψε μια καρπαζιά: "Ποιος στο καλό Λόγος, - μου λέει, - όταν είσαι τέτοιος βλάκας που είσαι" "Έξω, - φωνάζει, - έξω απ΄την Σορβόννη μας! " Τότε για πρώτη φορά λυπήθηκα που δεν είχα μείνει στο διαμέρισμα του συντρόφου Λουίτζι Λόνγκο...

Τι μου έχει απομείνει αν όχι η πορεία μου προς το κέντρο του Παρισιού; Φτάνω λοιπόν. Κατευθύνομαι προς την Παναγία των Παρισίων, προχωρώ και εξίσταμαι: παντού τριγύρω βλέπεις μπορδέλα και τίποτ΄άλλο. Μονάχα ο πύργος του Άιφελ υψώνεται και
πάνω του ο στρατηγός ντε Γκωλ μασουλάει τα κάστανα και κοιτάζει μέσα απ΄τα κιάλια προς όλα τα σημεία του ορίζοντα. Τι νόημα να κοιτάζει κανείς, αν και στα τέσσερα σημεία βρίσκονται μόνο τα μπορδέλα!..

Το να βολτάρεις εκεί στα μπολεβάρδα, ας πούμε, δεν υπάρχει περίπτωση. Όλοι τρέχουν πέρα δώθε - από μπορδέλο σε νοσοκομείο, από νοσοκομείο και πάλι σε μπορδέλο. Και τρυγύρω τόση βλεννόρροια που δυσκολεύεσαι να ανασάνεις. Έτυχε μια φορά να τα κοπανήσω και να πάω για σεργιάνι στα Ηλύσια Πεδία - τριγύρω ήταν τόση η βλεννόρροια που βούλιαζαν τα πόδια σου. Ξαφνικά βλέπω ένα γνωστό ζευγάρι, και οι δυό τους, εκείνος και εκείνη, μασουλάνε τα κάστανα και είναι παρήλικοι. Πού τους είχα δει; Σε εφημερίδες; Δε θυμάμαι, κοντολογίς τους αναγνώρισα: ήταν ο Λουί Αραγκόν και η Έλσα Τριολέ. "Ενδιαφέρον, - μου πέρασε μια σκέψη, από πού έρχονται αυτοί οι δυο: από το νοσοκομείο στο μπορδέλο ή απ΄το μπορδέλο στο νοσοκομείο;" Και ο ίδιος επέπληξα τον εαυτό μου: "Ντροπή. Είσαι στο Παρίσι και όχι στο Χραπουνόβο. Καλύτερα να τους υποβάλεις μερικές ερωτήσεις κοινωνικού ενδιαφέροντος, τα πιο βασανιστικά ερωτήματα κοινωνικού ενδιαφέροντος..."

Προφταίνω τον Λουί Αραγκόν και του λέω, ανοίγοντάς του την καρδιά, του λέω λοιπόν, ότι έχω απελπιστεί απ΄όλα και απ΄όλους, ότι έχω πάψει να έχω αμφιβολίες για το οτιδήποτε, ότι πεθαίνω από τις εσωτερικές αντιθέσεις και άλλα πολλά - και κείνος μου΄ριξε μονάχα μια ματιά, με χαιρέτησε στρατιωτικά, σαν ένας γηραλέος παλαίμαχος, πήρε την Έλσα αλά μπρατσέτα και συνέχισε το δρόμο του. Τους προφταίνω και πάλι και τώρα πια δεν μιλάω στον Λουί, μα στην Τριολέ: της λέω λοιπόν, ότι πεθαίνω από την έλλειψη ερεθισμάτων και ότι αρχίζουν να με ζώνουν οι αμφιβολίες ακριβώς τη στιγμή που αποτινάζω την απελπισία από πάνω μου ενώ στη διάρκεια της απόγνωσης και των αμφιβολιών δεν ήξερα ... - και κείνη, σαν καμιά κωλοπετσομένη τσατσά με χαΐδεψε στο μάγουλο, πήρε αλά μπρατσέτα τον Αραγκόν και συνέχισε το δρόμο της...

Βέβαια, αργότερα, έμαθα από τον τύπο ότι ήταν εντελώς άλλοι άνθρωποι, αποδείχθηκε ότι ήταν ο Ζαν-Πωλ Σαρτρ και η Σιμόν ντε Μποβουάρ, μόνο που τώρα πια δε μου καίγεται καρφί. Κατευθύνθηκα λοιπόν προς την Παναγία των Παρισίων και νοίκιασα εκεί μια σοφίτα. Σοφίτα, δώμα, παράγκα, μετζάο, πατάρι - όλα αυτά τα μπερδεύω και δε βλέπω και καμιά διαφορά. Κοντολογίς, νοίκιασα εκείνο που σου επιτρέπει να κοιμάσαι, να γράφεις και να καπνίζεις την πίπα. Κάπνισα καμιά ντουζίνα πίπες και έστειλα στο "Ριβιού ντε Παρί" το δοκίμιό μου με γαλλικό τίτλο "Τα σικάτα μεγαλεία και η παντοτινή κομψότης". Ένα δοκίμιο με θέμα τον έρωτα.

Το ξέρετε και μόνοι σας πόσο δύσκολο είναι να γράφει κανείς για τον έρωτα. Επειδή ό, τι αφορά στον έρωτα, έχει γραφτεί εδώ και καιρό στη Γαλλία. Εκεί για τον έρωτα γνωρίζουν τα πάντα, ενώ σε μας δεν ξέρουν τίποτα. Δείξε στον άνθρωπό μας με απολυτήριο μέσης εκπαίδευσης ένα σκληρό έλκος και ρώτα τον: "Τις είδους έλκος είναι -σκληρό ή μαλακό;" - εκείνος οπωσδήποτε θα σας πετάξει: "μαλακό, φυσικά", ενώ αν του δείξετε ένα μαλακό - θα τα χάσει τελείως. Ενώ στη Γαλλία - όχι. Εκεί πέρα ίσως και να μην ξέρουν πόσο κάνει το "Ζβερομπόι", μα εάν πρόκειται για το μαλακό έλκος, ο καθένας θα το αναγνωρίσει για μαλακό και κανείς δε θα το πει σκληρό...

Κοντολογίς, το "Ῥιβιού ντε Παρί" μου γύρισαν πίσω το δοκίμιό μου με τη δικαιολογία ότι είχε γραφτεί στα Ρωσικά και μόνο ο τίτλος ήταν γραμμένος στα Γαλλικά. Και τι νομίζετε; - είχα απελπιστεί; Στο πατάρι μου κάπνισα ακόμα δεκατρείς πίπες και έγραψα ένα καινούριο δοκίμιο πάλι αφιερωμένο στον έρωτα. Μα αυτή τη φορά όλο το δοκίμιο ήταν γραμμένο απ΄την αρχή ως το τέλος στα Γαλλικά και μόνο ο τίτλος ήταν στα Ρωσικά: "Στριγκλοσύνη ως ακραία μορφή της πουτανιάς". Και το΄στειλα στο "Ῥιβιού ντε Παρί".

-Και σας το γύρισαν πίσω; - ρώτησε ο καραμουστακαλής σε ένδειξη συμπαράστασης προς τον αφηγητή καθώς τον έπαιρνε ο ύπνος...

-Εννοείται πως μου το γύρισαν. Η γλώσσα μου αναγνωρίστηκε ως άπταιστη, μα η κεντρική ιδέα ως άστοχη. Για τα ρωσικά δεδομένα, -μου΄παν, - ενδεχομένως αυτό μπορεί να έχει κάποια εφαρμογή, μα για τια γαλλικά - όχι. Η στριγκλοσύνη, - μου΄παν, - για μας δεν είναι καν η ακραία μορφή της πουτανιάς και φυσικά ούτε και η έσχατη της εκδοχή. Ενώ για σας, τους Ρώσους, η δική σας πουτανιά φτάνοντας στην ακραία στριγκλοσύνη, θα απαγορεύεται δια ροπάλου και θα αντικαθίσταται με τον αυνανισμό σύμφωνα με ένα υποχρεωτικό αυστηρό ωράριο, σε μας, τους Γάλλους, αν και δεν αποκλείεται η μελλοντική οργανική συγχώνευση μερικών στοιχείων του ρωσικού αυνανισμού, ο οποίος θα ακολουθεί ένα ωράριο πιο ελαστικό, με τον εγχώριο σοδομισμό, στον οποίο μέσω της αιμομιξίας μετουσιώνεται η δική μας στριγκλοσύνη, εντούτοις η συγχώνευσή αυτή θα έχει ομαλή πορεία που θα συνάδει με την παραδοσιακή μας πουτανιά και θα έχει μια αδιάσπαστη συνέχεια!...

Κοντολογίς, μου τα΄πρηξαν σε τέτοιο βαθμό που τα παράτησα και έβαλα φωτιά στα χειρόγραφά μου μαζί με τη σοφίτα και το πατάρι και μέσω του Βερντέν τράβηξα κατά τη Μάγχη. Σιγοντάριζα, συλλογιόμουν και βάδιζα προς την γηραιά Αλβιώνα. Προχωρούσα και σκεφτόμουν: "γιατί όμως δεν έμεινα στο διαμέρισμα του Λουίτζι Λόνγκο;" βάδιζα τραγουδώντας: " Η βασίλισσα της Βρετανίας είναι άρρωστη βαριά, οι μέρες και οι νύχτες της σαν τα μετρημένα τα κουκιά..." και στα περίχωρα του Λονδίνου...

-Με το συμπάθιο, - με διέκοψε ο καραμουστακαλής, - με εκπλήσσει το εύρος σας, όχι, σας πιστεύω σαν να ήσασταν σαρξ εκ της σαρκός μου, με εκπλήσσει η ευκολία με την οποία διασχίζατε όλα τα σύνορα των κρατών...

Ντρεζνά - 85ο χιλιόμετρο

- Σιγά το εκπληκτικό! Και ποια στο καλό σύνορα;! Τα σύνορα χρειάζονται για να μην μπερδέψουμε τα έθνη. Σε μας για παράδειγμα, ο συνοριοφύλακας που φυλάει τα σύνορα γνωρίζει καλά ότι τα σύνορα δεν είναι κενό γράμμα, επειδή απ΄την μια μεριά των συνόρων μιλάνε Ρωσικά και καταναλώνουν περισσότερα οινοπνευματώδη ενώ απ΄την άλλη - καταναλώνουν λιγότερα οινοπνευματώδη και δε μιλάνε Ρωσικά...

Ενώ εκεί; Για ποια σύνορα να μιλάμε όταν εκεί πέρα όλοι πίνουν το ίδιο και μιλάνε άλλες γλώσσες! Εκείνοι μπορεί και να ήθελαν να βάλουν σκοπιά έναν συνοριοφύλακα, μα δεν υπάρχει μέρος. Γι΄αυτό και περιφέρονται άσκοπα, βαριούνται και συνεχώς ζητάνε φωτιά... Οπότε εκεί τα σύνορα τα διασχίζεις εντελώς ελεύθερα... Θες για παράδειγμα να μείνεις κάμποσο καιρό στην Έμπολι - παρακαλώ μείνε όσο θες. Θες να συρθείς γονατιστός ως την Κανόσα - δεν σε εμποδίζει κανένας, σύρε στην Κανόσα. Θες να διαβείς τον Ρουβήκονα - τράβα ελεύθερα.

Οπότε τίποτα το περίεργο... Στις δώδεκα ακριβώς (ώρα Γκρίνουιτς) με είχαν συστήσει στον διευθυντή του Βρετανικού Μουσείου, το επίθετό του ήταν εύφωνο και αστείο, κατί σαν κύριος Σκατοφάι: "πώς μπορούμε να σας βοηθήσουμε; " - με ρώτησε ο διευθυντής του Βρετανικού Μουσείου. " Ζητάω απασχόληση. Δηλαδή να με προσλάβετε για δουλειά, να τι ζητάω..."

" Να σας προσλάβω ενώ φοράτε τέτοιο παντελόνι; " - είπε ο διευθυντής του Βρετανικού Μουσείου. "Τι έχει δηλαδή το παντελόνι μου; " - τον ρώτησα με κρυμμένη την απογοήτευσή μου. Και κείνος, σάμπως να μην άκουσε καλά, έσκυψε μπροστά μου στα τέσσερα και βάλθηκε να μυρίζει τις κάλτσες μου. Και αφού τις μύρισε, στραβομουτσούνιασε, έφτυσε και ύστερα με ρώτησε: "να σας προσλάβω ενώ φοράτε τέτοιες κάλτσες;" - " Τι έχουν δηλαδή οι κάλτσες μου;"  - είπα χωρίς πια να κρύβω την απογοήτευσή μου - τι έχουν δηλαδή οι κάλτσες μου; Εκείνες οι κάλτσες που φορούσα στην πατρίδα μου, εκείνες πράγματι μύριζαν. Αλλά πριν αναχωρήσω τις άλλαξα, επειδή όλα στον άνθρωπο πρέπει να είναι ωραία: και η ψυχή, και οι σκέψεις, και ...

Και κείνος δεν θέλησε καν να ακούσει. Πήγε στη Βουλή των Λόρδων και τους είπε: "Κύριοι! Έχω πίσω απ΄την πόρτα έναν αλήτη. Είναι από τη χιονισμένη Ρωσία, και όμως δε φαίνεται πολύ μεθυσμένος. Τι να τον κάνω αυτόν τον ταλαίπωρο; Να προσλάβω αυτό το σκιάχτρο; Ή να μην του προσφέρω καμιά απασχόληση; " Και οι λόρδοι με κοίταξαν στα μονόκλ τους και του λένε: " γιατί όχι, Γουίλιαμ! Δοκίμασε να τον κάνεις έκθεμα! Αυτός ο σκονισμένος μαλάκας θα εναρμονιστεί με οποιοδήποτε χώρο!" Σε αυτό το σημείο το λόγο πήρε η βασίλισσα της Βρετανίας. Σήκωσε το χέρι της και φώναξε:

- Ελεγκτές! Ελεγκτές!... - βροντοφώναξαν σ΄όλο το βαγόνι: "Ελεγκτές!"

Η αφήγησή μου διεκόπη σε πιο ενδιαφέρον σημείο. Μα δε διεκόπη μόνο η αφήγησή μου, αλλά και το μεθυσμένο λαγοκοίμισμα του καραμουστακαλή, και ο ύπνος του Δεκεμβριστή -  όλα διεκόπησαν στη μέση. Ο γερο-Μήτριτς ξύπνησε με δάκρυα στα μάτια, ενώ ο νεαρός μας τύφλωσε όλους με το σφυριχτό του χασμουρητό που συνοδευόταν από γέλιο και πορδές. Μονάχα η γυναίκα με δύσκολο μερτικό, έχοντας σκεπάσει με τον μπερέ τα μπροστινά της δόντια, κοιμόταν σαν την Φάτα-Μοργκάνα...

Επί της ουσίας στη γραμμή των Πετουσκί τους ελεγκτές δεν τους φοβάται κανείς, επειδή όλοι ταξιδεύουν χωρίς εισιτήρια. Αν τύχει κάποιος αποστάτης να αγοράσει ένα εισιτήριο όντας τύφλα στο μεθύσι, φυσικά και νιώθει άβολα όταν τον πλησιάζουν οι ελεγκτές: όταν του ζητάνε να επιδείξει το εισιτήριό του, δεν κοιτάζει κανέναν - ούτε τον ελεγκτή ούτε και τον κόσμο, σαν να εύχεται να τον είχε καταπιεί η γη. Αλλά και ο ίδιος ο ελεγκτής εξετάζει το εισιτήριό του με μια δόση σιχαμάρας και τον ίδιο τον κοιτάζει με απέχθεια σαν κάνα ερπετό. Και ο κόσμος κοιτάζει τον "αποστάτη" με μεγάλα όμορφα μάτια σαν να του λέει: κατέβασε τα μάτια σου, μαλακοπίτουρα! Σε΄χουν φάει οι τύψεις, οβραιομούρη! -  και κοιτάζουν στα μάτια του ελεγκτή ακόμα πιο αποφασιστικά: να τι λογής είμαστε - κοτάς να μας την πεις; Έλα κοντά μας, Σεμιόνιτς, να σε τρατάρουμε...

Πριν γίνει ο Σεμιόνιτς ανώτερος ελεγκτής, τα πράγματα ήταν εντελώς διαφορετικά: εκείνες τις μέρες τους λαθρεπιβάτες σαν τους ιθαγενείς τους μάντρωναν σε καταυλισμούς βαρώντας τους στα κεφάλια με τους Εφρόν και Μπροκχάουζ[Θ4]  και μετά τους έβαζαν πρόστιμα και τους πετούσαν έξω απ΄το βαγόνι. Εκείνες τις μέρες για να γλιτώσουν απ΄τον ελεγκτή οι λαθρεπιβάτες έτρεχαν από βαγόνι σε βαγόνι σαν πανικόβλητα μπουλούκια παρασέρνοντας μαζί τους ακόμα και κείνους που είχαν εισιτήρια. Κάποτε μπροστά στα μάτια μου δύο μικρά αγόρια έχοντας παρασυρθεί από έναν τέτοιο πανικό, βάλθηκαν να τρέχουν μαζί με το κοπάδι και είχαν ποδοπατηθεί μέχρι θανάτου - έτσι και κείτονταν στο διάδρομο σφίγγοντας στα μελανιασμένα τους χεράκια τα εισιτήριά τους...

Ο ανώτερος ελεγκτής Σεμιόνιτς τ΄άλλαξε όλα. Κατήργησε και τα πρόστιμα και τους καταυλισμούς. Τα΄κανε πιο απλά: χρέωνε τους λαθρεπιβάτες με ένα γραμμάριο το χιλιόμετρο. Σ΄ολόκληρη τη Ρωσία οι ταρίφες παίρνουν για την κούρσα ένα κοπίκι το χιλιόμετρο ενώ ο Σεμιόνιτς έπαιρνε μιάμιση φορές φτηνότερα: ένα γραμμάριο το χιλιόμετρο. Άμα, για παράδειγμα, πας απ΄την Τσούχλινκα στο Ουσάντ, η απόσταση είναι ενενήντα χιλιόμετρα, - βάζεις στο Σεμιόνιτς ενενήντα γραμμάρια και συνεχίζεις το ταξίδι σου εντελώς ανενόχλητος απλώνοντας πάνω στον πάγκο σαν κάνας μεγαλέμπορας...

Λοιπόν, η καινοτομία του Σεμιόνιτς ενίσχυε τη σχέση του ελεγκτού με τις ευρύτερες μάζες, την έκαναν πιο οικονομική, πιο απλή και πιο ανθρώπινη... Και στο πάνδημο δέος που προκαλεί η κραυγή "ελεγκτές!"  - δεν υπήρχε η παραμικρή δόση φόβου, μα μόνο οι ευχάριστες προσδοκίες...

Ο Σεμιόνιτς μπήκε μέσα στο βαγόνι με ένα σαρκοβόρο χαμόγελο και ίσα που κρατιόταν όρθιος. Συνήθως έφτανε μονάχα μέχρι το Ορέχοβο-Ζούγιεβο όπου έχοντας γίνει τελείως αλοιφή κατέβαινε και πήγαινε τρεκλίζοντας μέχρι το γραφείο του...

-Μήτριτς, πάλι σε βρίσκω; Πάλι πας στο Ορέχοβο; Πάλι να κάνεις καρουζέλ; Και οι δυο μου χρωστάτε εκατόν ογδόντα. Εσύ είσαι, βρε καραμουστακαλή; Απ΄την Σαλτικόβσκαγια ως το Ορέχοβο-Ζούγιεβο; Εβδομήντα δυο γραμμάρια. Ξυπνήστε αυτήν την καριόλα και ρωτήστε τι μου χρωστάει; Κι εσύ, παλτό, πού και από πού; Απ΄το Σφυροδρέπανο ως το Ποκρόβ; Εκατόν πέντε, παρακαλώ. Οι λαθρεπιβάτες όλο και λιγοστεύουν. Κάποτε αυτό προκαλούσε "οργή και αγανάκτηση", ενώ τώρα - "θεμιτή περηφάνια"... Κι εσύ, Βένια;

Και ο Σεμιόνιτς με περιέλουσε με την βαριά μυρωδιά οινοπνεύματος:

-Κι εσύ, Βένια; Όπως πάντα: Μόσχα - Πετουσκί;..

85ο χιλιόμετρο - Ορέχοβο-Ζούγιεβο

- Ναι, όπως πάντα. Και τώρα πια για πάντα: Μόσχα- Πετουσκί...
- Και πιστεύεις, Σεχραζάντ μου, ότι θα μου γλιτώσεις και πάλι;.. Ναι;..

Σ΄αυτό το σημείο οφείλω να κάνω μια μικρή παρεκβασούλα και όσο ο Σεμιόνιτς πίνει την αντίστοιχη με το πρόστιμο δόση του, θα σας εξηγήσω τάκα- τάκα γιατί "Σεχρεζάντ" και τι πάει να πει " θα γλιτώσεις".

Ήδη έχουν περάσει τρία χρόνια από τότε που πρωτοσυνάντησα το Σεμιόνιτς. Τότε μόλις έπιασε τη βάρδια του, με πλησίασε και ρώτησε: "Μόσχα-Πετουσκί; Εκατόν είκοσι πέντε". Και αφού δεν κατάλαβα περί τίνος πρόκειται, μου εξήγησε πώς έχουν τα πράγματα. Και όταν του΄πα ότι δεν έχω ούτε γραμμάριο πάνω μου, εκείνος μου ανταπάντησε με την ερώτηση: " Τι να κάνω λοιπόν; Να σου σπάσω τα μούτρα, αφού δεν έχεις ούτε γραμμάριο πάνω σου; " Του απάντησα ότι δεν είναι ανάγκη να με δείρει και μουρμούρησα κάτι απ΄το ρωμαϊκό δίκαιο. Εκείνος έδειξε ένα τρομερό ενδιαφέρον και μου ζήτησε να του πω αναλυτικότερα για όλα τα αρχαία και ρωμαϊκά. Άρχισα λοιπόν να αφηγούμαι και έφτασα πλέον μέχρι τη σκανδαλώδη ιστορία με τη Λουκρητία και τον Ταρκύνιο, μα εκείνος έπρεπε να κατεβεί στο Ορέχοβο-Ζούγιεβο και δεν πρόλαβε να ακούσει τι απέγινε η Λουκρητία: αν κατάφερε το δικό του ο αχαΐρευτος Ταρκύνιος ή όχι;..

Μεταξύ μας ο Σεμιόνιτς είναι ένας σπάνιος γυναικάς και ουτοπιστής, η παγκόσμια ιστορία τον συγκινούσε μόνο με την ερωτική της πλευρά. Και όταν σε μια βδομάδα στην περιοχή Φριάζεβο πάλι έκαναν έφοδο οι ελεγκτές, ο Σεμιόνιτς δεν μου είπε πια: " Μόσχα-Πετουσκί;  Εκατόν είκοσι πέντε". Όχι, εκείνος ρίχτηκε δίπλα μου να ακούσει τη συνέχεια: " Για πες, την πήδηξε τελικά αυτήν την Λουκρητία;"

Του αφηγήθηκα τι συνέβη παρακάτω. Και από την ρωμαϊκή ιστορία πέρασα στην χριστιανική και έφτασα ως την ιστορία με την Υπατία λέγοντάς του: " Και ακολουθώντας τις προτροπές του πατριάρχη Κύριλλου, οι φανατισμένοι μοναχοί της Αλεξάνδρειας ξεγύμνωσαν την όμορφη Υπατία και ...", μα εκείνη ακριβώς τη στιγμή το τρένο μας σταμάτησε στο Ορέχοβο-Ζούγιεβο και ο Σεμιόνιτς πήδησε στην αποβάθρα με άκρως εξημμένο το ενδιαφέρον του...

Έτσι συνεχιζόταν κάθε βδομάδα επί τρία χρόνια. Στη γραμμή " Μόσχα-Πετουσκί" ήμουν ο μόνος λαθρεπιβάτης που δεν είχε προσφέρει ούτε μια φορά στον Σεμιόνιτς ούτε ένα γραμμάριο και παρ΄όλα αυτά παρέμεινα σώος και αβλαβής. Αλλά κάθε ιστορία κάποτε φτάνει στο τέλος της και η παγκόσμια επίσης...

Την προηγούμενη βδομάδα έφτασα ως την Ίντιρα Γκάντι, τον Μοσέ Νταγιάν και τον Ντούμπτσεκ. Πέρα απ΄αυτό δεν μπορούσα να προχωρήσω...

Και να - ο Σεμιόνιτς ήπιε όλα όσα του αναλογούσαν αντί προστίμων, γουργούρισε από ευχαρίστηση και με κοίταξε σαν πύθωνας ή  σαν σουλτάνος Σαχριγιάρ:  

- Μόσχα-Πετουσκί; Εκατόν είκοσι πέντε.
- Σεμιόνιτς! - του απάντησα σχεδόν εκλιπαρώντας τον. - Σεμιόνιτς! Έχεις πει πολύ σήμερα; ..
- Αρκετά. - μου απάντησε εκείνος με κάποια δόση αυταρέσκειας. Είχε γίνει στουπί στο μεθύσι.
-Άρα έχεις φαντασία; Άρα έχεις κότσια να αντικρίσεις το μέλλον; Άρα μπορείς μαζί μου να μεταφερθείς από το σκοτεινό παρελθόν στον χρυσό αιώνα που "όπου νά΄ναι έρχεται";..

- Μπορώ, Βένια, μπορώ! Σήμερα όλα τα μπορώ!..
- Απ΄το τρίτο Ράιχ, τον τέταρτο σπόνδυλο[Θ5] , την πέμπτη δημοκρατία και την δέκατη έβδομη συνέλευση - μπορείς άραγε να κάνεις ένα βήμα μαζί μου στον ποθητό απ΄όλους τους Ιουδαίους κόσμο του πέμπτου βασιλείου, του εβδόμου ουρανού και της δευτέρας παρουσίας;..

- Μπορώ! - βροντοφώναξε ο Σεμιόνιτς. - Λέγε, λέγε, Σεχραζάντ!
- Άκου λοιπόν! Θα΄ναι η ημέρα, "η εκλεκτότερη όλων των ημερών". Εν τη μέρα εκείνη ο υπέργηρος Συμεών θα πει επιτέλους: " νυν απολύεις τον δούλον σου, δέσποτα..." Και θα πει ο αρχάγγελος Γαβριήλ: " Χαίρε, κεχαριτωμένη∙ ο Κύριος μετά σου∙ ευλογημένη συ εν γυναιξίν". Και ο δόκτωρ Φάουστ θα πει: " Στιγμή, σταμάτα! Είσαι τόσο όμορφη". Και όλοι όσοι είναι εγγεγραμμένοι στο βιβλίο της ζωής θα άδουν:  "Ηαΐα, χόρευε!" και ο Διογένης θα σβήσει τον λύχνο του. Και θα νικήσει η καλοσύνη και η ομορφιά και όλα θα είναι καλά, και όλοι θα είναι καλοί, και εκτός απ΄την καλοσύνη και την ομορφιά δε θα υπάρξει τίποτα άλλο, και θα ενωθούν όλοι σ΄ένα φιλί ...

- Θα ενωθούν όλοι σ΄ενα φιλί;.. - ανυπομονούσε ο Σεμιόνιτς αναπηδώντας στον πάγκο...
-Ναι! Και θα ενωθούν όλοι σ΄ένα φιλί ο θύτης και το θύμα, και η κακία, οι κακοί σκοποί και διαλογισμοί θα εγκαταλείψουν την καρδιά μας, και η γυναίκα...
- Γυναίκα! - σκίρτησε ο Σεμιόνιτς. - Τι; Η γυναίκα τι πράγμα;!
- Και η γυναίκα Ανατολίτισσα θα βγάλει τον φερεντζέ! Η καταπιεσμένη Ανατολίτισσα θα βγάλει τον φερεντζέ οριστικά και αμετάκλητα! Και θα πλαγιάσει εις την κλίνην...
- Θα πλαγιάσει;! - σ΄αυτό εδώ το σημείο εκείνος άρχισε να σπαρταρά σύγκορμος.
- Μάλιστα. Και θα πλαγιάσει ο λύκος μετά του αρνίου και δε θα χυθεί ούτε ένα δάκρυ, και οι καβαλιέροι θα επιλέξουν τις ντάμες τους σύμφωνα με τα γούστα του καθενός και ...
- Ο - ο - ο! - στέναξε ο Σεμιόνιτς. - Πότε επιτέλους θα ρθει τούτη η μέρα; Πότε; - και ξαφνικά τσάκισε τα χέρια του σαν μια τσιγγάνα χορεύτρια και αμέσως μετά άρχισε μπουρδουκλώνοντας τα χέρια του μες στα ρούχα να βγάζει βιαστικά και το αμπέχονο, και το παντελόνι της στολής, και όλα τα άλλα μέχρι τα αχαμνά του...

Αν και ήμουν φέσι, τον κοιτούσα έκπληκτος. Ενώ ο κόσμος, ο νηφάλιος κόσμος, σχεδόν σύσσωμος είχε πηδήσει απ΄τις θέσεις του και στις δεκάδες ζευγάρια ματιών είχε ζωγραφιστεί ένα τεράστιο "Πωπώ!", ο κόσμος αυτός τα είχε παρεξηγήσει όλα...

Πρέπει να σημειωθεί ότι η ομοφιλοφιλία στη χώρα μας έχει εξαλειφθεί αν και τελεσίδικα, όχι όμως ολοκληρωτικά[Θ6] . Για την ακρίβεια ολοκληρωτικά, μα όχι οριστικά. Ή να πούμε πιο σωστά: ολοκληρωτικά και οριστικά, μα όχι τελεσίδικα. Τι είναι αυτό που σκέφτεται τώρα ο κόσμος;  Μονάχα την ομοφυλοφιλία και τίποτε άλλο. Αν και εδώ που τα λέμε σκέφτεται λίγο και τους Άραβες, και το Ισραήλ, και τα υψώματα του Γκολάν, και τον Μοσέ Νταγιάν. Αν όμως ο Μοσέ Νταγιάν διωχθεί απ΄τα υψώματα του Γκολάν και οι Άραβες συμφιλιωθούν με τους Ιουδαίους - τι θα μείνει να απασχολεί τα μυαλά του κόσμου; Μια σκέτη ομοφυλοφιλία.

Ας πούμε ο κόσμος παρακολουθεί την τηλεόραση: ο στρατηγός Ντε Γκωλ και ο Ζωρζ Πομπιντού συναντιούνται σε μια διπλωματική δεξίωση. Φυσικό και επόμενο είναι να χαμογελάσουν ο ένας στον άλλο και να ανταλλάξουν μια χειραψία. Ο κόσμος όμως λέει:  "Πωπώ!; - Α, τον στρατηγό Ντε Γκωλ!"  ή " Πωπώ! Α, τον Ζωρζ Πομπιντού!"
Με τον ίδιο τρόπο μας κοίταζαν κι εμάς. Στα μάτια του καθενός ήταν ζωγραφισμένο αυτό το "πωπώ!"
- Σεμιόνιτς! Σεμιόνιτς! - τον γράπωσα και τον έσυρα στον προθάλαμο του βαγονιού.
- Μας κοιτάζουν!.. Σύνηλθε!.. Πάμε να φύγουμε, Σεμιόνιτς, άντε!...

Ήταν τρομερά βαρύς επειδή είχε γίνει μαλθακός και πλαδαρός. Ίσα που μπόρεσα να τον σύρω ως τον προθάλαμο στήνοντάς τον κοντά στην πόρτα εισόδου...

- Βένια! Πες μου ... Η γυναίκα Ανατολίτισσα... Αν πετάξει από πάνω της τον φερεντζέ... Θα μείνει τίποτα πάνω της;.. Φοράει τίποτα κάτω απ΄τον φερεντζέ;..

Δεν πρόλαβα να του απαντήσω. Το τρένο ξαφνικά σταμάτησε στον σταθμό Ορέχοβο-Ζούγιεβο και αυτόματα άνοιξε η πόρτα...

Ορέχοβο-Ζούγιεβο

Τον υπεύθυνο ελεγκτή Σεμιόνιτς ιντριγκαρισμένο για χιλιοστή πρώτη φορά, μισοπεθαμένο και ξεκούμπωτο τον παρέσυρε το πλήθος στην αποβάθρα και τον έριξε με το κεφάλι πάνω στα κάγκελα. Για δύο -τρία δευτερόλεπτα εκείνος κατάφερε να κρατηθεί όρθιος, έστω ταλαντευόμενος πέρα δώθε σαν μια σκεπτόμενη καλαμιά ώστε αμέσως μετά να σωριαστεί κάτω στα πόδια του κόσμου που αποβιβαζόταν και όλα τα πρόστιμα των λαθρεπιβατών να ξεχυθούν μέσα απ΄την γαστέρα του πάνω στην αποβάθρα...

Όλα αυτά τα είχα δει πολύ καθαρά ώστε να΄μαι σε θέση να τα μαρτυρήσω στον κόσμο. Μα όλα όσα ακολούθησαν  - δεν τα΄χα δει και δεν παίρνω όρκο γι΄αυτά που συνέβησαν από κει και πέρα. Στην άκρη της συνείδησής μου, στην άκρη των ακρώ μου είχε μείνει μονάχα μια ανάμνηση, πώς δηλαδή ο χείμαρρος του κόσμου που αποβιβαζόταν στο Ορέχοβο σκάλωσε στο σώμα μου και με ρούφηξε για να με κρατήσει προσωρινά στους κόλπους του και σαν το πικρό σάλιο να με φτύσει στην αποβάθρα του Ορέχοβο. Μα η φτυσιά όλο και δεν ξεκολλούσε επειδή ο κόσμος που επιβιβαζόταν έκλεινε το στόμα σ΄αυτούς που αποβιβάζονταν. Κι εγώ παραδερνόμουν σαν την κουράδα μες στην τρύπα ανοιγμένη στον πάγο.

Κι άμα εκεί πάνω ο θεός με ρωτήσει: "Μα πώς είναι δυνατόν, Βένια, να μη θυμάσαι τίποτα; Πώς είναι δυνατόν να παραδοθείς αμέσως σε κείνον τον ύπνο απ΄τον οποίο ξεκίνησαν όλες σου οι αναποδιές;.." -και θα του απαντήσω: "Όχι, Κύριε, όχι αμέσως..." με την άκρη της συνείδησής μου, όλο με την ίδια άκρη, είχα συγκρατήσει στη μνήμη μου ότι κατάφερα επιτέλους να περάσω μέσα απ΄αυτό το ανθρώπινο ποτάμι και να βγω σώος και αβλαβής φτάνοντας στους άδειους χώρους του βαγονιού και να σωριαστώ σ΄έναν πάγκο, τον πρώτο απ΄τις πόρτες...[Θ7] 

Με το που σωριάστηκα, Κύριε, αμέσως παραδόθηκα σ΄ένα απαλό κύμα ονειροπολήσεων βυθιζόμενος γλυκά γλυκά σε νάρκη. - Μπα, όχι! Πάλι ψεύδομαι! Πάλι ψεύδομαι ενώπιόν σου, Κύριε! Για την ακρίβεια, δεν ψεύδομαι εγώ, μα η δική μου η αδύναμη μνήμη! - δεν παραδόθηκα αμέσως στο κύμα, πρώτα εντόπισα μες στην τσέπη μου ένα σφραγισμένο μπουκάλι της Κουμπάνσκαγια απ΄το οποίο ήπια κάπου πέντε ή έξι γουλιές, και μόνο μετά έχοντας μαζέψει τα κουπιά παραδόθηκα στο κύμα των ονειροπολήσεων και της γλυκιάς νάρκης...

"Για όλα φταίνε τα παραμύθια σας για τον χρυσόν αιώνα, -επαναλάμβανα εγώ, - όλο ψέματα και απογοήτευση. Αν και πριν δώδεκα εβδομάδες είδα τον προάγγελό του και σε μισή ώρα θα καθρεφτιστεί μες στα μάτια μου η δική του λάμψη - για δεκατή τρίτη φορά. Εκεί πέρα τα πουλιά κελαηδούν μέρα νύχτα, και τα γιασεμιά ανθούν χειμώνα καλοκαίρι, - και τι είναι αυτό που κρύβεται μέσα στα γιασεμιά; Ποιος είναι εκείνος μες στην πορφύρα και κεκλωσμένην βύσσον που έχει σμίξει τις βλεφαρίδες του και εισπνέει το άρωμα του κρίνου;.."

Χαμογελώ σαν ηλίθιος και με τα χέρια μεριάζω τους θάμνους του γιασεμιού...

Ορέχοβο-Ζούγιεβο - Κρουτόγιε

... και μέσα από τους θάμνους βγαίνει ο αγουροξυπνημένος Τίχονοφ και μισοκλείνει τα μάτια του αντικρίζοντας εμένα και τον ήλιο.

- Τίχονοφ, τι κάνεις εδώ;

- Γράφω τις θέσεις [Θ8] μου. Τα πάντα έχουν εδώ και καιρό ετοιμαστεί για την ομιλία εκτός απ΄τις θέσεις. Αλλά τώρα πια και οι θέσεις είναι έτοιμες....

- Συνεπώς πιστεύεις ότι οι συνθήκες έχουν ωριμάσει;

Ποιος τις ξέρει! Μόλις φτιαχτώ λιγάκι, μου φαίνεται πως έχουν ωριμάσει, μα με το που περάσει η μέθη - σκέφτομαι πως όχι, δεν έχουν ωριμάσει ακόμα και είναι νωρίς να πάρουμε τα όπλα στα χέρια...

- Πιες τότε την Μοζεβέλοβαγια[Θ9] , Βάντια...

Ο Τίχονοφ ήπιε λίγο απ΄την Μοζεβέλοβαγια και κατσούφιασε.

- Για πες; Τώρα πια έχουν ωριμάσει οι συνθήκες;
- Περίμενε, όπου να΄ναι θα ωριμάσουν...
- Και πότε είναι να βγάλουμε το λόγο; Αύριο;
- Και ποιος τον ξέρει! Μόλις φτιαχτώ λιγάκι, μου φαίνεται πως και σήμερα να έβγαζα το λόγο, αλλά και χθες να το΄κανα, δε θα΄ταν νωρίς. Μα με το που αρχίζει να περνά η μέθη - σκέφτομαι πως όχι, και χθες ήταν νωρίς, αλλά και μεθάυριο δε θα΄ναι ακόμα αργά.

- Τότε πιες κι άλλο, Βαντίμτσικ, πιες ακόμα λίγο απ΄την Μοζεβέλοβαγια...

Ο Βαντίμτσικ ήπιε λίγο, αλλά και πάλι σκυθρώπιασε.

- Για πες τώρα; Πιστεύεις ότι ήρθε η ώρα; ...
- Η ώρα η καλή... - μην ξεχάσεις το παρασύνθημα. Και πες σ΄ όλους να μην ξεχαστούν: αύριο το πρωί μεταξύ των χωριών Τάρτινο και Γιελισέικοβο, δίπλα σε φάρμα, στις εννέα ακριβώς σύμφωνα με την ώρα του Γκρίνουιτς...

- Καλή αντάμωση, σύντροφε. Προσπάθησε να κοιμηθείς απόψε...
- Θα το προσπαθήσω, σύντροφε. Καλή μας αντάμωση...

Σ΄αυτό το σημείο πρέπει να διευκρινίσω κάτι, ενώπιον όλης της ανθρωπότητας πρέπει να δηλώσω το εξής: ευθύς εξαρχής ήμουν αντίθετος μ΄αυτή την περιπέτεια που ήταν άκαρπη σαν το δέντρο συκιάς (τι ωραία που ακούστηκε: " άκαρπη σαν το δέντρο συκιάς"). Απ΄την αρχή έλεγα ότι η επανάσταση εξελίσσεται σε κάτι χρήσιμο μόνο άμα συντελείται μέσα στις καρδιές και όχι στις πλατείες. Μα μιας και την ξεκίνησαν δίχως να εισακουστώ - δεν μπορούσα πια να αποστασιοποιηθώ απ΄ τους πρωτεργάτες της. Σε κάθε περίπτωση θα μπορούσα να μαλακώσω την υπερβολική οργή που θα καταλάμβανε τις καρδιές των συντρόφων μου και να περιορίσω την αιματοχυσία...

Στις εννέα, σύμφωνα με την ώρα του Γκρίνουιτς, καθόμασταν χάμω στα χορτάρια δίπλα στη φάρμα και καρτερούσαμε. Στον καθένα που ερχόταν, του λέγαμε: " Κάτσε μαζί μας, σύντροφε, - δε βρίσκεις την αλήθεια χάμω στα πόδια, δε σε βαστούν"  και ο καθένας τους παρέμενε όρθιος, κλαγγάζοντας με όπλα και επαναλαμβάνοντας την προσυνεννοημένη ατάκα του Αντόνιο Σαλιέρι[Θ10] : "Μα η αλήθεια δεν υπάρχει ούτε και ψηλά". Το διφορούμενο αυτό παρασύνθημα είχε την πλάκα του, μα δεν είχαμε το χρόνο να ασχοληθούμε: η ώρα κόντευε εννέα ακριβώς σύμφωνα πάντα με τον Γκρίνουιτς...

Πώς ξεκίνησε όλο αυτό; Όλα ξεκίνησαν όταν ο Τίχονοφ θυροκόλλησε στις πύλες του δημοτικού συμβουλίου του χωριού τις δεκατέσσερις θέσεις του. Για την ακρίβεια δεν τις θυροκόλλησε, αλλά τις έγραψε με κιμωλία πάνω στον φράχτη και μάλλον ήταν σκέτες λέξεις παρά ολοκληρωμένες θέσεις, λέξεις σταράτες, κοφτές, και όχι θέσεις, επιπλέον ήταν μονάχα δυο και όχι δεκατέσσερις, - σε κάθε περίπτωση κάπως έτσι ξεκίνησε όλο αυτό.

Εκστρατεύσαμε σε δύο παρατάξεις, με σημαίες στα χέρι - η μια παράταξη κατευθύνθηκε στο Γελισέισκοβο, η άλλη - στο Τάρτινο. Και βαδίζαμε ανεμπόδιστα ως τη δύση του ηλίου: εκατέρωθεν δεν υπήρχαν ούτε νεκροί ούτε τραυματίες, ανάμεσα στους αιχμάλωτους υπήρχε μόνο ένας - ο πρώην πρόεδρος του δημοτικού συμβουλίου του Λαριόνοβο, που στη δύση της ζωής του καθαιρέθηκε για την καραιπάλη και την εγγενή διανοητική υστέρηση. Το Γιελισέικοβο συνετρίβη, το Τσερκάσοβο κείτετο στα πόδια μας, το Νεουγκόντοβο και η Πέκσα μας ικέτευαν να δείξουμε έλεος. Όλα τα σημεία ζωτικής σημασία της επαρχίας των Πετουσκί - από το κατάστημα στα Πολόμι ως την αποθήκη του συνεταιρισμού - τα πάντα είχαν καλυφθεί από τις δυνάμεις των εξεγερθέντων...

Ενώ μετά τη δύση του ηλίου το χωριό Τσερκάσοβο είχε κηρυχθεί πρωτεύουσα, εκεί λοιπόν οδηγήθηκε ο αιχμάλωτος και εκεί επίσης είχαμε σκαρώσει τη συνέλευση των νικητών. Όλοι όσοι έπαιρναν λόγο ήταν τύφλα στο μεθύσι, όλοι αναμασούσαν τα ίδια και τα ίδια: Μαξιμιλιανός Ροβεσπιέρος, Όλιβερ Κρόμγουελ, Σόνια Περόφσκαγια[Θ11] , Βέρα Ζασούλιτς[Θ12] , εκτελεστικά αποσπάσματα απ΄τα Πετουσκί, πόλεμος με τη Νοβηγία και πάλι ξανά μανά: Σόνια Πετρόφσκαγια και Βέρα Ζασούλιτς...

Από κάτω φώναζαν: "Κατά πού πέφτει η Νορβηγία;" "Ποιος την ξέρει κατά πού πέφτει! - απαντούσαν από την άλλη άκρη. - Στου διαόλου τη μάνα, τέρμα θεού!"  "Όπου και να΄ναι, - προσπάθησα να τους ησυχάσω, - θέλοντας ή μη πρέπει να επιχειρήσουμε μιαν εισβολή. Για να αναστυλώσουμε την οικονομία που έχει ρημαχθεί απ΄τον πόλεμο, πρέπει πρώτα να την ρημάξουμε και γι΄αυτό μας είναι απαραίτητος ένας εμφύλιος ή όποιος άλλος πόλεμος, χρειαζόμαστε το λιγότερο δώδεκα ανοιχτά μέτωπα".. "Χρειαζόμαστε τους Λευκοπολωνούς!" -  έχοντας μεθύσει,  φώναζε ο Τίχονοφ. "Βρε, ηλίθιε! - τον διέκοπτα, - πάντα πετάς κάτι κοτσάνες! Είσαι ένας λαμπρός θεωρητικός, Βαντίμ, τις θέσεις σου τις καρφώσαμε ίσα στις καρδιές μας, - μα μόλις φτάνουμε στην εφαρμογή της θεωρίας, γίνεσαι ντιπ μάπας! Τι θες και μπλέκεις τους Λευκοπολωνούς, βρε βλάκα;".. " Μα δε διαφωνώ! - υποχωρούσε ο Τίχονοφ. - Σιγά μην τους θέλω παραπάνω απ΄ό, τι εσείς, αφού θέτε τη Νορβηγία, πες πως έγινε..."

Μες στην πρεμούρα και πάνω στον ενθουσιασμό όλοι μας κάπως είχαμε ξεχάσει ότι εδώ και είκοσι χρόνια η Νορβηγία είναι μέλος του ΝΑΤΟ και ο Βλάντικ Τσ-σκι ήδη ήταν στο δρόμο προς το ταχυδρομείο κρατώντας ένα πακέτο με καρτ-ποστάλ και επιστολές. Μια επιστολή είχε ως αποδέκτη τον βασιλιά της Νορβηγίας Όλαφ και περιελάμβανε την κήρυξη του πολέμου και το διαβιβαστικό. Μια άλλη - δεν ήταν καν επιστολή, μα ένα άγραφο χαρτί εσώκλειστο σε ταχυδρομικό φάκελο, - είχε σταλεί στον στρατηγό Φράνκο:  ας τον να το δει ως ένα κουνάμενο δάκτυλο, παλιά καραβάνα, ας τον να χλομιάσει σαν τούτο το χαρτί, βρε το χούφταλο, βρε τον καουντίλιο μη χέσω!.. Απ΄τον πρωθυπουργό της Βρετανικής Αυτοκρατορίας Χάρολντ Ουίλσον είχαμε ζητήσει λίγα πράματα: πάρε, κυρ-πρωθυπουργέ, την χάζο-κανονιοφόρο σου απ΄τον κόλπο της Ακάμπα, και μετά κάνε ό, τι θες... Και τέλος το τέταρτο γράμμα είχε σταλεί στον Βλαντισλάβ Γκομούλκα, του γράφαμε λοιπόν: Εσύ, Βλαντισλάβ Γκομούλκα, έχεις πλήρη και αναφαίρετα δικαιώματα πάνω στο Πολωνικό Διάδρομο, ενώ ο Γιόζεφ Σιρανκιέβιτς πάνω του δεν έχει κανένα...

Επίσης είχαμε στείλει και τέσσερα καρτ-ποστάλ: στους Άμπα Ίμπαν, Μοσέ Νταγιάν, στρατηγό Σουχάρτο και Αλεξάντρ Ντούμπτσεκ. Και τα τέσσερα καρτ-ποστάλ ήταν πολύ όμορφες με βαλανίδια για βινιέτες. Ας τα να χαρούνε τα παιδιά, μπας και τούτα τα χάπατα μας αναγνωρίσουν ως οντότητα του διεθνούς δικαίου...

Εκείνη τη νύχτα κανείς δεν είχε κλείσει μάτι. Όλοι είχαν καταληφθεί από ενθουσιασμό, όλοι κοίταζαν τον ουρανό περιμένοντας τις νορβηγικές βόμβες, το άνοιγμα των καταστημάτων και την εισβολή και φαντάζονταν πόσο πολύ θα χαρεί ο Βλαντισλάβ Γκομούλκα και πώς θα μαδάει τα μαλλιά του ο Γιόζεφ Σιρανκέβιτς[Θ13] ...

Δεν κοιμόταν και ο αιχμάλωτος, ο πρώην πρόεδρος της κοινότητας Ανατόλι Ιβάνοβιτς, εκείνος έσκουζε μες στο υπόστεγο και τα σκουξίματά του έμοιαζαν μ΄αυτά του μοναχικού σκύλου:

-Παιδιά!.. Πάει δηλαδή, αύριο το πρωί δε θα με κεράσει κανείς κάνα ποτηράκι;..
Άκου τι λέει! Να ευχαριστάς που θα σε ταΐζουμε σύμφωνα με τη σύμβαση της Γενεύης!..
-Τι΄ναι τούτο πάλι;..
- Θα το βρεις μπροστά σου,  Ιβάνιτς! Δηλαδή το να σέρνεσαι, θα σέρνεσαι, βέβαια, όσο για το μπερμπάντημα - ξέχασέ το!..

Κρουτόγιε -Βόινοβο

Πρωί-πρωί, πριν καν ανοίξουν τα παντοπωλεία, συνήλθε η ολομέλεια. Ήταν διευρυμένη και οχτωβιανή. Και επειδή όλες οι ολομέλειές μας ήταν οχτωβριανές και διευρυμένες, για να μην τις μπερδέψουμε αποφασίσαμε να τις αριθμήσουμε ως εξής: 1η ολομέλεια, 2η ολομέλεια, 3η ολομέλεια, 4η ολομέλεια...

Όλη η 1η ολομέλεια είχε ως ημερήσια διάταξη την εκλογή του προέδρου, ήτοι της δικής μου εκλογής για πρόεδρο. Αυτό μας πήρε ενάμισι με δύο λεπτά, ούτε δευτερόλεπτο παραπάνω. Και όλη η υπόλοιπη ώρα έφυγε σε συζητήσεις με θέμα εντελώς στοχαστικό. Ποιος θα ανοίξει πρώτος το παντοπωλείο∙ η θειά Μάσα στο Αντρέγιεφσκι ή θειά Σούρα στα Πολόμι;

Κι εγώ καθισμένος στο προεδρείο άκουγα αυτές τις συζητήσεις και σκεφτόμουν το εξής: οι εποικοδομητικές συζητήσεις είναι αναγκαίες, μα πιο αναγκαία είναι τα διατάγματα. Για παράδειγμα ένα διάταγμα που θα υποχρέωνε την θειά Σούρα να ανοίγει το παντοπωλείο στα Πολόμι από τις έξι το πρωί. Δεν υπάρχει τίποτα πιο εύκολο για μας, που διαθέτουμε την εξουσία, να εξαναγκάσουμε τη θειά Σούρα να ανοίγει το πανοπωλείο στις έξι το πρωί και όχι στις εννέα και τριάντα. Πώς δεν το΄χα σκεφτεί νωρίτερα!...

Ή, για παράδειγμα, το διάταγμα περί της γης: η γη του νομού με όλο της τον κινητό και ακίνητο πλούτο και με όλα της τα οινοπνευματώδη ποτά να περιέλθει άμεσα στην κατοχή του λαού άνευ οποιασδήποτε χρηματικής αποζημίωσης; Ή κάτι τέτοιο: να μετακινηθούν οι δείκτες ρολογιών δύο ώρες μπροστά ή μιάμιση ώρα πίσω, δεν έχει σημασία, αρκεί να μετακινηθούν. Έπειτα: πρέπει να επιβάλουμε την λαϊκή γραφή της λέξης " διάβολος" χωρίς το "β" και να καταργήσουμε κάνα γράμμα, μόνο να βρούμε ποιο. Και τέλος να αναγκάσουμε τη θειά Μάσα στο Αντρέγιεφσκι να ανοίγει το παντοπωλείο στις πεντέμιση το πρωί και όχι στις εννιά...

Μ΄είχαν κατακλύσει οι σκέψεις και μ΄είχαν κατακλύσει σε τέτοιο βαθμό που μ΄έπιασε μια βαρυθυμία, φώναξα λοιπόν τον Τίχονοφ κατά μέρος και αφού κοπανήσαμε μαζί του κάνα ποτηράκι της Τμίναγια[Θ14] , του΄πα:
-Άκου, καγκελάριε!
-Λέγε, τι θες;..
-Τίποτα, απλά είσαι σκατά καγκελάριος, αυτά.
-Βρες έναν άλλο, - θύμωσε ο Τίχονοφ.
-Δεν εννοώ αυτό, Βάντια, αλλά το εξής: αν είσαι καλός καγκελάριος, παλουκώσου και γράψε κάνα διάταγμα. Πιες ακόμα κάνα ποτηράκι και κάτσε να τα γράψεις. Άκουσα πως δεν συγκρατήθηκες και τσίμπησες το κωλομέρι του Ανατόλι Ιβάνιτς. Τι πας να κάνεις; Πας να εξαπολύσεις την τρομοκρατία;
-Ε, έτσι... λιγάκι...
-Και τι είδους τρομοκρατία εξαπολύεις; Λευκή;
-Λευκή.
-Κρίμα, Βάντια. Ας το αφήσουμε προς το παρόν, τώρα προέχουν άλλα ζητήματα. Για αρχή πρέπει να συντάξουμε κάνα διάταγμα, έστω ένα το πιο άθλιο, ένα της κακιάς ώρας... Έχουμε χαρτί και μελάνι; Κάτσε και γράφε. Έπειτα θα βρέξουμε το λαιμό μας και θα συντάξουμε τη διακήρυξη των δικαιωμάτων. Και μόνο ύστερα θα εξαπολύσουμε την τρομοκρατία. Και μετά πάλι θα πιούμε κάνα ποτηράκι ώστε στη συνέχεια να το ρίξουμε στη μελέτη και να μελετάμε, να μελετάμε, να μελετάμε διαρκώς...

Ο Τίχονοφ έγραψε δυο λέξεις, άδειασε το ποτήρι του και στέναξε.
-Τι στο καλό... Την πάτησα με την τρομοκρατία... Αν και είναι αδύνατον να αποφύγει κανείς λάθη στην υπόθεσή μας, επειδή δεν έχει ξαναγίνει κάτι παρόμοιο στην ιστορία, πες πως δεν υπήρχε κάτι προηγούμενο... Ή μπορεί και να υπήρχαν προηγούμενα, όμως...
-Σιγά μην ήταν προηγούμενα αυτά! Σκέτες σαχλαμάρες! Ήταν το πέταγμα της μέλισσας[Θ15] , οι αταξίες των ενήλικων φαρσέρ και όχι ένα προηγούμενο άξιο αναφοράς!.. Τι λες; Να αλλάξουμε την χρονολόγηση ή να την αφήσουμε ως έχει;
-Καλύτερα να την αφήσουμε. Όπως λέει ο λαός μη σκαλίζεις τα σκατά να μην βρομάνε...
-Μιλάς σωστά. Είσαι ένας λαμπρός θεωρητικός, Βάντια, εύγε! Μήπως να σχολάσουμε τη συνέλευση της ολομέλειας; Η θειά Σούρα στα Πολόμι έχει ήδη ανοίξει το μαγαζί της. Λένε ότι έχει τη Ρωσσίισκαγια.
-Και δεν τη σχολάς. Ούτως ή άλλως αύριο το πρωί θα συγκαλέσουμε τη 2η συνέλευση της ολομέλειας. Πάμε στα Πολόμι.

Αποδείχτηκε ότι στης θειάς Σούρα στα Πολόμι όντως υπήρχε Ρωσσίισκαγια. Σε σχέση μ΄αυτό και εν αναμονή των κατασταλτικών εφόδων από το κέντρο της περιοχής είχε αποφασιστεί η προσωρινή μεταφορά της πρωτεύουσας από το Τσερκάσοβο στα Πολόμι, δηλαδή δώδεκα βέρστια  πιο μέσα από τα σύνορα της δημοκρατίας.

Και εκεί το επόμενο πρωί κηρύχτηκε η έναρξη της 2ης συνέλευσης της ολομέλειας αφιερωμένης εξ΄ολοκλήρου στην παραίτησή μου από το αξίωμα του προέδρου.

-Αφήνω τον προεδρικό θώκο, - είπα κάνοντας τη δήλωσή μου, - φτύνω τον προεδρικό θώκο. Θεωρώ ότι το αξίωμα  του προέδρου πρέπει να το καταλάβει ο άνθρωπος του οποίου τη μούρη  μετά την τριήμερη κραιπάλη είναι αδύνατον να την σπάσεις στο ξύλο. Και ρωτώ: έχουμε τέτοιους ανάμεσά μας; - "όχι" - μου απαντούν εν χορώ οι σύνεδροι. - Τη δική μου τη μούρη, για παράδειγμα, μπορείς άνετα να τη σπάσεις μετά την τριήμερη κραιπάλη.

Για ένα με δυο δευτερόλεπτα όλοι κοίταζαν εξεταστικά το πρόσωπό μου και μετά εν χορώ απάντησαν: "Μπορείς".

-Γι΄αυτό λοιπόν, - συνέχισα εγώ. - ας μείνουμε χωρίς πρόεδρο.

Καλύτερα να κάνουμε το εξής: ας ξεχυθούμε στα λιβάδια να φτιάξουμε κάνα ποντς, και τον Μπόρια θα τον κλειδαμπαρώσουμε. Επειδή πρόκειται για έναν άνθρωπο υψηλών ηθικών αρχών, ας τον αφήσουμε εδώ να σχηματίσει το υπουργικό συμβούλιο...

Την ομιλία μου διέκοψαν οι δυνατές επευφημίες και η συνέλευση της ολομέλειας ξεφούσκωσε. Τα γύρω λιβάδια φωτίστηκαν από μπλε φλόγες. Μονάχα εγώ δεν μοιραζόμουν τον κοινό ενθουσιασμό και την πίστη στην επιτυχία, τριγυρνούσα ανάμεσα στις φωτιές με μια ανήσυχη σκέψη να μου τριβελίζει το μυαλό: γιατί άραγε η παγκόσμια κοινότητα μας έχει γραμμένους; Τι σήμαινε άραγε αυτή η σιωπή της παγκόσμιας κοινότητας; Στην περιοχή έχει ξεσπάσει φωτιά και η παγκόσμια κοινότητα σωπαίνει επειδή, ας  πούμε, κρατά την ανάσα της. Μα γιατί κανείς ούτε από την Ανατολή ούτε από τη δύση δεν μας τείνει τη χείρα βοηθείας; Γιατί ξύνεται ο βασιλιάς Όλαφ; Γιατί από τον Νότο δεν μας πιέζουν οι τακτικές στρατιωτικές δυνάμεις;..

Πήρα σιγά σιγά τον καγκελάριό μου κατά μέρος, η ανάσα του μύριζε πουνς:
-Σ΄αρέσει, Βάντια, η επανάστασή μας;
Ναι, - μου απάντησε ο Βάντια, - αν και πυρετώδης είναι υπέροχη.
-Μάλιστα... Και όσον αφορά τη Νορβηγία, Βάντια, όσον αφορά την Νορβηγία έχεις ακούσει κάτι;
-Προς το παρόν τίποτα... Γιατί; Τι την θες τη Νορβηγία;;
-Τι την θέλω την Νορβηγία;!.. Είμαστε σε πόλεμο μ΄αυτήν ή όχι; Τι βλακεία γίνεται. Εμείς της έχουμε κηρύξει πόλεμο και κείνη δε γουστάρει να μας κάνει πόλεμο... Άμα αύριο δεν αρχίσουν να μας βομβαρδίζουν, εγώ και πάλι κάθομαι στον προεδρικό θώκο - και τότε θα δεις τι μέλλει γενέσθαι!..
-Και δεν κάθεσαι, - μου΄πε ο Βάντια, - ποιος σε εμποδίζει, Γιεροφέιτσικ;.. Άμα γουστάρεις, κάτσε...

Βόινοβο -Ουσάντ

Ούτε και το πρωί δεν μας είχαν ρίξει καμιά βόμβα. Και τότε ανοίγοντας την 3η συνέλευση ολομέλειας, δήλωσα το εξής:

-Γερουσιαστές! Κανένας στην παγκόσμια κοινότητα, απ΄ό, τι βλέπω δεν θέλει να έχει ούτε φιλίες, αλλά ούτε και διαφορές μαζί μας. Όλοι μας έχουν γυρίσει την πλάτη και λουφάζουν. Και επειδή οι καταστολείς από τα Πετουσκί θα έχουν φτάσει εδώ ως αύριο το βράδυ ενώ η Ρωσίισκαγια στης θειάς Σούρα θα τελειώσει αύριο το πρωί, - παίρνω στα χέρια μου όλη την εξουσία, δηλαδή όποιοι δεν νογάνε, τους τα εξηγώ χαρτί και καλαμάρι: επιβάλλω την απαγόρευση της κυκλοφορίας. Επιπλέον - ο πρόεδρος λόγω έκτακτης κατάστασης αποκτά απεριόριστες δικαιοδοσίες και μαζί μ΄αυτό αναλαμβάνω εκ νέου τα καθήκοντα του προέδρου, δηλαδή προσώπου που αίρεται πάνω από τους νόμους και τους προφήτες...

Κανείς δεν πρόβαλε την παραμικρή αντίρρηση. Μόνο ο πρωθυπουργός Μπόρια Σ. αναρρίγησε στο άκουσμα της λέξης "προφήτες", και με κοίταξε κάπως άγρια και όλα του τα άνω μέλη έτρεμαν διψώντας για εκδίκηση...

Σε δύο ώρες παρέδωσε το πνεύμα του καθώς ο υπουργός αμύνης τον κρατούσε στα χέρια του. Πέθανε από την θλίψη και την υπερβολική κλίση σε γενικεύσεις.

Άλλα προφανή αίτια μάλλον δεν υπήρχαν, στη νεκροψία όμως δεν τον είχαμε υποβάλει γιατί σιχαινόμασταν. Ως το βράδυ της ίδιας μέρας τα τηλέτυπα όλου του κόσμου δέχτηκαν την ανακοίνωση: "Ο θάνατος επήλθε από τα φυσικά αίτια".  Δε διευκρίνιζε ποιανού ο θάνατος  αναφερόταν, μα η παγκόσμια κοινότητα το καταλάβαινε.

Στην  4η συνέλευση της ολομέλειας είχε κηρυχθεί πένθος.

Πήρα το λόγο και είπα: "Σύνεδροι! Αν αποκτήσω κάποτε παιδιά, θα τους κρεμάσω στο δωμάτιο το πορτρέτο του ύπατου αρμοστή της Ιουδαίας Πόντιου Πιλάτου, για να τους εμφυσήσω την αγάπη προς την καθαριότητα. Ο ύπατος αρμοστής Πόντιος Πιλάτος θα στέκεται και θα νίπτει τας χείρας του - τέτοιο θα΄ναι το πορτρέτο που θα κρεμάσω. Με τον ίδιο τρόπο κι εγώ σηκώνομαι και νίπτω τας χείρας. Σας ακολούθησα πάνω στο μεθύσι και ενάντια σε κάθε λογική. Σας έλεγα ότι πρέπει να κάνουμε επανάσταση μες στην καρδιά, ότι πρέπει να ανυψώνουμε την ψυχή μέχρι την αφομοίωση των αιώνιων ηθικών αρχών, ενώ όλα τα άλλα, όσα δηλαδή επιχειρήσατε εδώ πέρα,  είναι κουρνιαχτός και πνευματικός μαρασμός, βλακεία και μαλακία...

Σκεφτείτε και μόνοι σας, σε τί μπορούμε να υπολογίζουμε! Στην κοινή αγορά δε θα μας αφήσουν να μπούμε. Τα καράβια του 7ου αμερικανικού στόλου δεν θα φτάσουν ως εδώ, απλά δε θα το θελήσουν..."

Σ΄αυτό το σημείο ακούστηκαν οι κραυγές:

- Μην κωλώνεις, Βένια! Μην κλάνεις μέντες! Θα μας δώσουν τα βομβαρδιστικά αεροσκάφη! Τα Β-52!
- Πώς, πώς, περιμέντε να μας δώσουν τα Β-52! Πλάκα μου κάνετε, σύνεδροι!
- Θα μας δώσουν τα Φάντομ!
- Χα- χα! Ποιος είπε "Φάντομ";  Ακόμα μια λέξη και θα σκάσω στα γέλια...

Εδώ ο Τίχοοφ πέταξε απ΄τη θέση του:

- Ίσως κα να μην μας δώσουν τα Φάντομ, - μα την υποτίμηση του γαλλικού φράγκου θα μας τη φέρουν θες δε θες...
- Όπως βλέπω είσαι βλάκας, Τίχονοφ! Δεν αμφισβητώ το γεγονός ότι μας είσαι πολύτιμος ως θεωρητικός, μα φορές τσαμπουνάς κάτι βλακείες!.. Άλλο είναι το θέμα. Γιατί ενώ όλη η περιοχή των Πετουσκί φλέγεται, κανείς, μα κανείς δεν το έχει προσέξει ακόμα και εντός της ίδιας της περιοχής των Πετοισκί; Κοντολογίς, σηκώνω τους ώμους και παραιτούμαι από το αξίωμα του προέδρου. Εγώ σαν άλλος Πόντιος Πιλάτος: νίπτω τας χείρας και πίνω ως τον πάτο ενώπιόν σας ό, τι έχει μείνει απ΄την Ρωσίισκαγια. Μάλιστα. Ποδοπατώ τις εξουσίες μου και φεύγω από σας. Πηγαίνω στα Πετουσκί.

Μπορείτε να φανταστείτε τι θύελλα αντιδράσεων σηκώθηκε ανάμεσα στους σύνεδρους ιδίως όταν άρχισα να αδειάζω το μπουκάλι!..
Ενώ όταν ξεκίνησα να φύγω, όταν έφευγα - τι λόγια μου πέταξαν στο κατόπι! Και αυτό μπορείτε να το φανταστείτε, δε θα τα αναφέρω εδώ...
Η καρδιά μου δεν μετάνιωνε. Διέσχιζα λιβάδια και αγρούς, μεριάζοντας θάμνους και περικοκλάδες, προσπερνώντας κοπάδια από γελάδες. Τα στάρια με χαιρετούσαν λυγίζοντας χάμω τα στάχυα τους και οι κυανοί μαζί με τα χαμόμηλα μου χαμογελούσαν καλοσυνάτα. Μα εγώ το λέω και το επαναλαμβάνω η καρδιά μου δεν μετάνιωνε... Ο ήλιος εβασίλεψε κι εγώ ακόμα βάδιζα στο δρόμο μου.

"Βασίλισσα των ουρανών, πόσο μακριά είναι τα Πετουσκί!"  - είπα στον εαυτό μου. "Πηγαίνω, πηγαίνω, μα τα Πετουσκί δε λένε να φανούν. Τριγύρω έχει σκοτεινιάσει για τα καλά - μα πού είναι τα Πετουσκί; "

"Μα πού είναι τα Πετουσκί;" - ρώτησα πλησιάζοντας μια φωταγωγημένη βεράντα. Πώς στο καλό βρέθηκε αυτή η βεράντα στη μέση του πουθενά; Μήπως δεν είναι καν βεράντα, αλλά ταράτσα,  δώμα ή παράγκα; Αφού δεν τα ξεχωρίζω και συνέχεια τα μπερδεύω.

Χτύπησα και ρώτησα: " Μα πού είναι τα Πετουσκί; Πόσο μακριά είναι ως τα Πετουσκί; " και αντί να μου απαντήσουν, όλοι όσοι ήταν στη βεράντα - όλοι ξέσπασαν σε γέλια χωρίς να πουν τίποτα. Προσβλήθηκα και πάλι χτύπησα την πόρτα -  ακούστηκε και άλλη έκρηξη γέλιου. Παράξενο! Και σαν να μην έφτανε αυτό κάποιος ξεκαρδιζόταν στα γέλια πίσω απ΄την πλάτη μου.

Κοίταξα πίσω - οι επιβάτες του συρμού "Μόσχα-Πετουσκί"  κάθονταν στις θέσεις τους σκάζοντας κάτι βρωμοχαμόγελα. Ώστε έτσι; Άρα είμαι ακόμα στο τρένο;...

"Σώπα, Γιεροφέγιεφ, σώπα. Ας τους να γελάνε, μην τους δίνεις σημασία. Όπως λέει ο Σααντί, να΄σαι ευθύς και απλός σαν το κυπαρίσσι και γενναιόδωρος σαν το φοινικόδεντρο. Σου έχει μείνει η Κουμπάνσκαγια που έχεις στην τσέπη; Ωραία λοιπόν, τράβα στον προθάλαμο και πιες την. Πιες για να μην ξεράσεις".

Βγήκα στον προθάλαμο, νιώθοντας τον κλοιό από ειρωνικά χαμόγελα να σφίγγεται γύρω μου. Η ανησυχία αναδυόταν απ΄τα βάθη της ψυχής μου και ήταν αδύνατον να καταλάβω τι σόι ανησυχία ήταν αυτή και από πού πήγαζε και γιατί ήταν τόσο ακαθόριστη...

- Φτάνουμε στο Ουσάντ, έτσι δεν είναι; - ο κόσμος μαζεύτηκε στις πόρτες περιμένοντας να κατέβει, σ΄αυτούς λοιπόν απήυθυνα κι εγώ την ερώτησή μου: - φτάνουμε στο Ουσάντ;

- Αντί πάνω στο μεθύσι να ρωτάς ηλιθιότητες καλύτερα να καθόσουν στο σπίτι, - μου΄πε ένας γεροντάκος, - ας καθόσουν σπίτι και ας διάβαζες τα μαθήματά σου. Μάλλον δεν έχεις ακόμα διαβάσει για αύριο, θα σε μαλώσει η μάνα σου.

Και ύστερα πρόσθεσε:
- Βυζανιάρικο και βγάζει γλώσσα κιόλας!..

Πάει, τα΄χασε ο παππούς! Ποια μάνα; Ποια μαθήματα;.. Ποιο βυζανιάρικο;.. Ή μάλλον δεν τα΄χασε ο παππούς, αλλά εγώ. Επειδή και ένας άλλος γεροντάκος με κάτασπρο πρόσωπο στάθηκε δίπλα μου, με κοίταξε απ΄τα κάτω προς τα πάνω στα μάτια και μου΄πε:

- Πού να πας έτσι όπως είσαι; Για παντρειά -  αργά, για μνήμα νωρίς. Πού να πας, καλή μου προσκυνήτρια;..

"Καλή προσκυνήτρια!!!;"

Ρίγησα και απομακρύνθηκα στην άλλη άκρη του προθάλαμου. Κάτι παράξενο συνέβαινε στον κόσμο. Κάποια σαπίλα είχε κατακλύσει όλο το βασίλειο και όλοι είχαν μουρλαθεί. Για παν ενδεχόμενο ψηλάφισα κρυφά τη φύση μου: μετά απ΄αυτό πού κολλάει "η καλή προσκυνήτρια"; Τι του ήρθε; Προς τι όλο αυτό; Βέβαια μπορεί να έκανε πλάκα, μα σε τέτοιο βαθμό άκυρη!

Είτε εγώ έχω σώας τας φρένας και όλοι οι υπόλοιποι δεν τας έχουν -σώας είτε συμβαίνει το αντίθετο: όλοι έχουν σώας τας φρένας και μόνο εγώ δεν τας έχω σώας; Η αγωνία από τα βάθη της ψυχής σιγά σιγά αναδυόταν προς την επιφάνεια, έτσι που όταν φτάσαμε στο σταθμό και η πόρτα άνοιξε, δεν συγκρατήθηκα και ρώτησα ακόμη μια φορά κάποιον από τους εξερχόμενους:

-Φτάσαμε στο Ουσάντ, έτσι δεν είναι;

Και κείνος (εντελώς αναπάντεχα) κορδώθηκε μπροστά μου και απάντησε στρατιωτικά: "Όχι, κύριε λοχαγέ!" και στη συνέχεια -μου΄σφιξε το χέρι και έγειρε κοντά στο αυτί μου λέγοντας: "Δεν πρόκειται να ξεχάσω ποτέ την καλοσύνη σας, κύριε λοχαγέ!"..

Και ύστερα κατέβηκε από το τρένο, σφουγγίζοντας το δάκρυ με το μανίκι του.

Ουσάντ -105ο χιλιόμετρο

Στεκόμουν στον προθάλαμο εντελώς μόνος και χαμένος. Δεν ήμουν καν χαμένος, αλλά γεμάτος αγωνία που σιγά σιγά μεταβαλλόταν σε πικρία. Στο κάτω κάτω δεν με πειράζει να με πουν ούτε "καλή προσκυνήτρια" ούτε και "λοχαγό", - γιατί όμως έξω από τα παράθυρα έχει σκοτάδι, μου το εξηγεί κανείς παρακαλώ; Γιατί έξω απ΄τα παράθυρα έχει μαυρίλα, αφού το τρένο ξεκίνησε το πρωί και διένυσε μόλις εκατό χιλιόμετρα;.. Γιατί παρακαλώ;..

Κόλλησα το μέτωπό μου στο τζάμι - ο, θεέ μου, τι μαυρίλα είν΄αυτή! Και τι μας επιφυλάσσει αυτή η μαυρίλα - βροχή ή χιόνι; Ή απλά την κοιτάζω μέσα από τα δάκρυά μου; Θεέ μου.

-Α! Εσύ είσαι λοιπόν! - Μίλησε κάποιος πίσω απ΄την πλάτη μου με μια τόσο ωραία και τόσο χαιρέκακη φωνή που δεν επιχείρησα καν να γυρίσω προς τα πίσω, αφού είχα καταλάβει αμέσως ποιος στέκεται πίσω απ΄την πλάτη μου. "Όπου να΄ναι θα αρχίσει να με δοκιμάζει, το βλαμμένο! Δε θα μπορούσε να βρει την πιο κατάλληλη στιγμή!»

-Ώστε εσύ είσαι ο Γιεροφέγιεφ - με ρώτησε ο σατανάς.
-Μάλιστα. Ποιος άλλος, αν όχι εγώ;
-Τραβάς καμιά σκασίλα, Γιεροφέγιεφ;
-Μάλιστα. Μόνο που δε σε κόφτει. Τράβα παραπέρα, βρες κάνα άλλο κορόιδο.

Εξακολουθούσα να του μιλάω με το μέτωπό μου κολλημένο στο τζάμι του προθάλαμου χωρίς να γυρίσω κατά πίσω.

-Αφού σκασιλιάζεις, - συνέχισε ο σατανάς, - δώσε τόπο στην οργή. Δώσε τόπο στην οργή του πνεύματος - θα νιώθεις ανακούφιση.
-Με τίποτα.
-Ρε, βλάκα.
-Εσύ είσαι.
-Καλά, καλά...το πιάσαμε: δε σηκώνεις μύγα στο σπαθί σου!.. Αφού είναι έτσι δεν πας καλύτερα να πηδήξεις απ΄το τρένο εν κινήσει. Μπας και την γλιτώσεις...

Πρώτα σκέφτηκα και ύστερα του απάντησα:

-Ο-όχι, δε θα το κάνω, φοβάμαι. Δεν υπάρχει περίπτωση να την γλιτώσω...

Και ο σατανάς αποσύρθηκε άπραγος και ντροπιασμένος.

Κι εγώ - τι άλλο μου΄χε απομείνει; - έκανα έξι γουλιές απ΄το στόμιο του μπουκαλιού και πάλι κόλλησα στο τζάμι. Πίσω απ΄το γυαλί έπλεε το σκοτάδι, με αναστάτωνε και ξύπναγε μέσα μου μια μαύρη κατάμαυρη σκέψη. Έσφιγγα το κεφάλι μου για να την αποκρυσταλώσω, μα εκείνη αντιστεκόταν και απλωνόταν σαν την χυμένη μπύρα επάνω στο τραπέζι. "Δεν μου αρέσει αυτό το σκοτάδι έξω απ΄το παράθυρο, δε μ΄αρέσει καθόλου".

Μα οι έξι γουλιές της Κουμπάνσκαγια ήδη ήταν καθοδόν προς την καρδιά μου, την πλησίαζαν σιγά σιγά μία μία και η καρδιά μου άρχισε να μονομαχεί με τη λογική...

Τι στο καλό δε σ΄αρἐσει σ΄αυτό το σκοτάδι; Σκοτάδι σαν σκοτάδι, δεν μπορείς να κάνεις τίποτα γι΄αυτό. Το σκοτάδι το διαδέχεται το φως και το φως το σκοτάδι - αυτή είναι η άποψή μου. Ακόμα και να μη σ΄αρέσει - δε θα πάψει να είναι σκοτάδι. Άρα μένει μόνο μία λύση: να αποδεχτείς αυτό το σκοτάδι. Εμείς οι χαζοί πού να τα βάλουμε με τους αιώνιους νόμους της ύπαρξης. Κλείνοντας το αριστερό ρουθούνι μπορούμε να καθαρίσουμε τη μύτη μόνο απ΄το δεξί. Έτσι δεν είναι;¨ Για ποιο λόγο να ζητάς λοιπόν να έχει φως έξω απ΄το παράθυρο απ΄τη στιγμή που έξω έχει σκοτάδι..."

"Δεν αντιλέγω, έτσι είναι... Μα αφού ξεκίνησα το πρωί... Στις οχτώ και δεκαέξι από τον σταθμό του Κουρσκ..."

"Και τι μ΄αυτό!.. Δόξα τω θεώ έχουμε φθινόπωρο και οι μέρες είναι μικρές: δεν προλαβαίνεις να ξυπνήσεις και νά σου πάλι έχει σουρουπώσει...  Απ΄την άλλη ο δρόμος ως τα Πετουσκί είναι αρκετά μα-α-α-κρής!.."

"Τι το σέρνεις αυτό το "α-α-α-α-α"! Όλο "α-α-α-α-α" και "α-α-α-α-α" είσαι! Απ΄τη Μόσχα ως τα Πετουσκί είναι δύο ώρες και ένα τέταρτο δρόμος. Την προηγούμενη Παρασκευή, για παράδειγμα..."

"Τι την θες την προηγούμενη Παρασκευή;! Πάει η περασμένη Παρασκευή, ό, τι συνέβη συνέβη! Πόσο μάλλον όταν την περασμένη Παρασκευή ο συρμός δεν έκανε σχεδόν καθόλου στάσεις. Και γενικά οι συρμοί παλιότερα κινούνταν πιο γρήγορα... Και τώρα, ένας θεός ξέρει γιατί κάνει στάσεις - πράγματι γιατί; Φορές μου τη δίνει όταν κάθε λίγο και λιγάκι σταματά; Κυριολεκτικά σε κάθε στύλο. Εκτός απ΄το Γέσινο...

Κοίταξα έξω απ΄το παράθυρο και πάλι σκυθρώπιασα.

"Κι όμως... είναι περίεργο... Ξεκινήσαμε στις οκτώ το πρωί... και δεν έχουμε φτάσει ακόμα..."

Σ΄αυτό το σημείο η καρδιά δεν άντεξε και εξερράγη: "Και οι άλλοι; Οι άλλοι δηλαδή στο πηγάδι κατούρησαν; Αφού και οι άλλοι ταξιδεύουν, μα δεν ρωτούν γιατί κάνουμε τόσην ώρα και γιατί έχει σκοτεινιάσει. Ταξιδεύουν ήσυχα κοιτάζοντας έξω απ΄το παράθυρο... Γιατί εσύ πρέπει να ταξιδεύεις πιο γρήγορα από κείνους; Μου προκαλείς γέλιο, Βένια, γέλιο και αηδία... Κύριε βιαστικέ! Αν έχεις πιει, Βένια, - γίνε πιο ταπεινός, μην νομίζεις ότι είσαι εξυπνότερος και καλύτερος από τους άλλους!..."

Αυτό με ηρέμησε εντελώς. Αφήνοντας τον προθάλαμο μπήκα και πάλι στο βαγόνι, κάθισα στον πάγκο αποφεύγοντας να κοιτάζω έξω απ΄το παράθυρο. Όλοι οι επιβάτες μες στο βαγόνι, πέντε έξι άτομα λαγοκοιμόντουσαν γέρνοντας το κεφάλι τους προς τα κάτω σαν τα βρέφη... Παραλίγο να τον κλέψω κι εγώ...

Και ξαφνικά αναπήδησα στη θέση μου: "Θεέ και κύριε! Μα στις έντεκα το πρωί εκείνη θα έπρεπε να με περιμένει! Στις έντεκα το πρωί ήδη θα έπρεπε να με περιμένει - και έξω ακόμα έχει σκοτάδι... Άρα, θα αναγκαστώ εγώ να την περιμένω ώσπου να ξημερώσει. Αφού δεν ξέρω πού μένει. Είχα πάει στο σπίτι της δώδεκα φορές και τις δώδεκα από κάτι στενοσόκακα τύφλα στο μεθύσι... Τι κρίμα που την δέκατη τρίτη φορά της έρχομαι εντελώς νηφάλιος. Εξαιτίας αυτού θα αναγκαστώ να περιμένω πότε επιτέλους θα ξημερώσει! Πότε επιτέλους θα γλυκοχαράξει η δέκατη τρίτη μου Παρασκευή!

Όχι, στοπ! Αφού όταν έφευγα απ΄τη Μόσχα, ήδη είχε ανατείλει η αυγή της Παρασκευής μου. Άρα σήμερα είναι Παρασκευή! Γιατί όμως έχει τέτοιο σκοτάδι έξω απ΄τα παράθυρα´."

"Πάλι το ίδιο βιολί! Πάλι με το σκοτάδι σου! Τι το θες το σκοτάδι!"

"Μα αφού την προηγούμενη Παρασκευή..."

"Πάλι βάλθηκες να μας ζαλίσεις με την προηγούμενη Παρασκευή! Το βλέπω, Βένια, ζεις στο παρελθόν. Το βλέπω, δε θέλεις καθόλου να σκέφτεσαι το μέλλον!.."

"Όχι, όχι, άκου... Την προηγούμενη Παρασκευή ακριβώς στις 11 το πρωί, εκείνη στεκόταν στην αποβάθρα με την κοτσίδα μέχρι τον ποπό... Και είχε πολύ φως, το θυμάμαι καλά, όπως και την κοτσίδα την θυμάμαι καλά.."

"Τι να την κάνουμε "την κοτσίδα"! Κατάλαβέ το, βλάκα, στο λέω και στο ξαναλέω: η μέρα μικραίνει επειδή έχει φθινοπωριάσει. Την περασμένη Παρασκευή στις έντεκα το πρωί, δεν αντιλέγω, είχε φως. Ενώ αυτήν εδώ την Παρασκευή, στις έντεκα το πρωί, δεν αποκλείεται να΄χει απόλυτο σκοτάδι, πίσσα. Γνωρίζεις τάχα πόσο πολύ μικραίνει τώρα η μέρα; Το γνωρίζεις; Βλέπω ότι δεν γνωρίζεις την τύφλα σου, μονάχα επαινείσαι ότι τα ξέρεις όλα!... Ακούς εκεί "κοτσίδα"! Η κοτσίδα ίσως και να μακραίνει: απ΄την προηγούμενη Παρασκευή ίσως και να΄φτασε κάτω απ΄τον ποπό... Αντιθέτως η φθινοπωρινή ημέρα έχει ζαρώσει σαν τον πούτσο στο κρύο! Μα πόσο, μαλάκας πες να΄σαι, Βένια!"

Έριξα στο εαυτό μου μια ελαφριά σφαλιάρα, ήπια τρεις γουλιές ακόμα και δάκρυσα. Απ΄τον πάτο της ψυχής αναδυόταν η αγάπη που εκτόπιζε την αγωνία. Είχα γίνει πολύ συναισθηματικός: "της είχες υποσχεθεί την πορφύρα με τα κρίνα και της πας τριακόσια γραμμάρια καραμέλες "κυανολούλουδο". Όπου να΄ναι - σε κάνα εικοσάλεπτο θα είσαι στα Πετουσκί και όλος αμηχανία θα στέκεσαι  πάνω στην ηλιόλουστη αποβάθρα προσφέροντάς της το πεσκέσι με τα "κυανολούλουδα". Και όλοι τριγύρω θα αρχίσουν να λένε: για δέκατη τρίτη φορά στη σειρά βλέπουμε τα ίδια και απαράλλαχτα "κυανολούλουδα". Όμως δεν έχουμε δει ούτε τα κρίνα ούτε και την πορφύρα. Και κείνη θα πατήσει κάτι γέλια λέγοντας: "......".

Σ΄αυτό το σημείο γλάρωσα εντελώς και με πήρε ο ύπνος. Το κεφάλι μου έγειρε πλάι στον ώμο και ως τα Πετουσκί δεν ήθελα να το σηκώσω. Και πάλι παραδόθηκα στη ρέμβη..

105ο χιλιόμετρο -Ποκρόφ

Και όμως δε με άφησαν να παραδοθώ στη ρέμβη. Με το που άρχισα να βυθίζομαι, κάποιος με χτύπησε με την ουρά του στην πλάτη. Ρίγησα και κοίταξα προς τα πίσω αντικρίζοντας κάποιον χωρίς πόδια, χωρίς ουρά και χωρίς κεφάλι.

-Ποιος είσαι; - τον ρώτησα έκπληκτος.
-Μάντεψε ποιος είμαι! - και κείνος πάτησε κάτι γέλια που θύμιζαν το άγριο γέλιο των ανθρωποφάγων...
-Σιγά μη μαντέψω!..

Του γύρισα θυμωμένος την πλάτη μου, για να βυθιστώ ξανά στη ρέμβη. Μα κάποιος πήρε τη φόρα και με χτύπησε με την κούτρα του στην πλάτη. Πάλι γύρισα προς τα πίσω αντικρίζοντας τον ίδιο άγνωστο χωρίς πόδια, χωρίς ουρά και χωρίς κεφάλι.

-Γιατί με βαράς; - τον ρώτησα.
-Μάντεψε το γιατί!.. - μου αποκρίθηκε εκείνος με το ίδιο ανθρωποφάγο γέλιο.

Αυτή τη φορά το πήρα απόφαση να μαντέψω. "Διαφορετικά αν του γυρίσεις την πλάτη, φοβάμαι πως θα με βαρέσει με τα πόδια του στην πλάτη..."

Χαμήλωσα τα μάτια μου και προσπαθούσα να σκεφτώ. Εκείνος περίμενε ώσπου να μου΄ρθει καμιά ιδέα και κουνούσε την τεράστιά γροθιά του μπρος στα ρουθούνια μου. Σάμπως σφούγγιζε τη μύτη στην αφεντιά μου...

Κι όμως εκείνος μίλησε πρώτος:
-Πας Πετουσκί; Στην πόλη όπου ούτε το χειμώνα, ούτε το καλοκαίρι δεν μαραίνονται τα άνθη και τα λοιπά και τα λοιπά;.. Όπου...
-Μάλιστα. Όπου ούτε το χειμώνα, ούτε το καλοκαίρι δεν μαραίνονται τα άνθη και τα λοιπά και τα λοιπά.
-Όπου η καριόλα σου κείτεται απάνω στα γιασεμιά και την κεκλωσμένην βύσσον και τα πουλάκια πεταρίζουν από πάνω και την ασπάζονται όπου τους γουστάρει;
- Μάλιστα. Όπου τους γουστάρει.
Εκείνος και πάλι έβαλε τα γέλια και με χτύπησε στο υπογάστριο.
- Άκου λοιπόν. Μπροστά σου βλέπεις τη Σφίγγα η οποία δε θα σε αφήσει να μπεις σ΄αυτήν την πόλη.
- Γιατί δε θα με αφήσει; Γιατί δε θα με αφήσεις δηλαδή; Τι δηλαδή εκεί στα Πετουσκί έχει πέσει τίποτα θανατικό; Κάποιος πλάγιασε με την ίδια του την κόρη; Ή εσύ...
- Ακόμα χειρότερα απ΄την κόρη και το θανατικό. Πίστεψέ με, ξέρω τι λέω. Αφού σου΄πα δεν θα σ΄αφήσω να πας τελεία και παύλα. Για την ακρίβεια θα σ΄αφήσω να πας υπό έναν όρο: θα πρέπει να λύσεις πέντε δικά μου αινίγματα.

" Τι τα θέλει τα αινίγματα η στρίγκλα;" - σκέφτηκα από μέσα μου, φωναχτά όμως είπα:
- Τότε μη χρονοτριβείς, ρίχ΄τα. Μάστα κουλά σου, μη βαράς στο υπογάστριο, ρίξε τα αινίγματα.
" Τι τα θέλει τα αινίγματα η σκρόφα; " - σκέφτηκα ξανά. Μα εκείνη ήδη άρχισε να λέει το πρώτο:
" Ο περιβόητος ουντάρνικος Αλεξέι Σταχάνοφ έκανε την ανάγκη του ως εξής: δυο φορές την ημέρα πήγαινε για ψιλό και μια στις δύο μέρες για χοντρό. Όταν τύχαινε να μπεκρουλιάζει, πήγαινε τέσσερις φορές την ημέρα για ψιλό και καθόλου για χοντρό. Υπολόγισε τώρα πόσες φορές στη διάρκεια του έτους ο ουντάρνικος Αλεξέι Σταχάνοφ πήγε για ψιλό και πόσες για χοντρό λαμβάνοντας υπόψιν ότι από τις τριακόσιες εξήντα έξι μέρες τις τριακόσιες δώδεκα ήταν τύφλα στο μεθύσι" .

Από μέσα μου σκέφτηκα: "Τι θέλει να πει η πατσαβούρα; Δεν πάει ποτέ στο μέρος; Πίνει σερί; Ποιον εννοεί, η σκύλα; .."

Παρεξηγηθήκα και είπα:

- Δε μ΄αρέσει αυτός ο γρίφος, Σφίγγα. Έχει ένα πονηρό υπονοούμενο. Αρνούμαι να τον λύσω.

- Ώστε δεν το λύνεις! Καλά, καλά! Θα δούμε πώς θα κελαηδάς σε λίγο! Άκου το δεύτερο αίνιγμα:
" Όταν τα σκάφη του έβδομου στόλου των Ηνωμένων Πολιτειών άραζαν στον ναύσταθμο των Πετουσκί, εκεί δεν υπήρχαν κοπέλες ενταγμένες στο κόμμα, αν δεχτούμε όμως ότι οι Κομσομόλες ήταν ενταγμένες στο κόμμα, τότε η κάθε τρίτη από αυτές ήταν ξανθιά. Μετά την αναχώρηση των σκαφών του 7 στόλου των Ηνωμένων Πολιτειών διαπιστώθηκε το εξής: η κάθε τρίτη Κομσομόλα είχε πέσει θύμα βιασμού, το κάθε τέταρτο θύμα βιασμού αποδείχθηκε πως ήταν Κομσομόλα,  η κάθε πέμπτη Κομσομόλα, θύμα βιασμού,  αποδείχθηκε πως ήταν ξανθιά, η κάθε ένατη ξανθιά, θύμα βιασμού αποδείχθηκε πως ήταν Κομσομόλα. Εάν συνολικά όλες οι κοπέλες στα Πετουσκί ήταν 428 - βρες πόσες αγνές μελαχροινές και ανένταχτες υπήρχαν  μεταξύ τους;" 

"Τι θέλει να πεί, η σκύλα; Γιατί άραγε οι μελαχρινές είναι αγνές ενώ όλες ξανθιές έχουν χαλαστεί; Πού το πάει, η άχρηστη;"
- Αρνούμαι να λύσω αυτόν τον γρίφο, Σφίγγα. Συγχώρα με, μα δεν μπορώ. Είναι απαίσιος αυτός ο γρίφος. Καλύτερα πες τον τρίτο:

- Χα- χα! Άκου τον τρίτο:

"Ως γνωστόν στα Πετουσκί δεν υπάρχουν σημεία Ά(λφα), πόσο μάλλον τα σημεία Β(ήτα). Υπάρχουν μόνο τα σημεία Γ(άμα). Άκου λοιπόν: ο Παπάνιν  θέλοντας να σώσει τον Βοντοπιάνοφ ξεκίνησε απ΄το σημείο Γ(άμα)1 με την κατεύθυνση προς το Γ(άμα)2. Την ίδια στιγμή ο Βοντοπιάνοφ, θέλοντας να σώσει τον Παπάνιν, ξεκίνησε απ΄το σημείο Γ(άμα)2 με προορισμό το σημείο Γ(άμα)1. Για άγνωστους λόγους και οι δυό τους βρέθηκαν στο σημείο Γ(άμα)3 που απείχε απ΄το σημείο Γ(άμα)1 δώδεκα φτυσίματα του Βοντοπιάνοφ και απ΄το σημείο Γ(άμα)2 δεκαέξι φτυσίματα του Παπάνιν. Λαμβάνοντας υπόψιν ότι ο Παπάνοφ έφτυνε σε μάκρος τρία μέτρα και εβδομήντα δύο εκατοστά ενώ ο Βοντοπιάνοφ δεν ήξερε καθόλου να φτύνει μακριά - απαντήστε αν ο Παπάνιν πράγματι είχε βγει να σώσει τον Βοντοπιάνοφ;"
" Θεέ μου! Δεν μπορεί: τα΄χει εντελώς χαμένα αυτή η παλιόσφιγγα; Τι είναι αυτά που τσαμπουνάει; Και γιατί παρακαλώ στα Πετουσκί δεν υπάρχει ούτε το Άλφα ούτε το Βήτα, μα μόνο το Γάμα; Τί εννοεί η σκύλα; .."
- Χα-χα! - αναφώνησε, τρίβοντας τα χέρια, η Σφίγγα. - και αυτό δε θες να το λύσεις;! Όχι;! Τι ζόρι τραβάς, ρε μεγάλε; Άκου το τέταρτο λοιπόν:

" Ο λόρδος Τσάμπερλεν, πρωθυπουργός της βρετανικής Αυτοκρατορίας, εξερχόμενος απ΄το εστιατόριο του σταθμού Πετουσκί, γλίστρησε πάνω στον εμετό κάποιου άλλου και πέφτοντας έριξε κάτω το διπλανό τραπεζάκι. Πριν βρεθεί κάτω, στο τραπέζι υπήρχαν: δύο πάστες με 35 καπίκια η καθεμία, δυο μερίδες μοσχαράκι Στρογκανόφ με 73 καπίκια η καθεμία, δυο μερίδες πατσά με 39 καπίκια η καθεμία. Και δύο καραφάκια οχτακοσίων γραμμαρίων με κόκκινο γλυκό κρασί. Και ενώ όλα τα πιατικά μείνανε άθραυστα όλα τα πιάτα είχαν αχρηστευτεί. Με το κρασί απ΄την άλλη συνέβη το εξής: ένα καραφάκι αν και δεν έσπασε όλο του το περιεχόμενο χύθηκε μέχρι της τελευταίας ρανίδας, ενώ το άλλο καραφάκι έγινε σκόνη και θρύψαλα, δεν χύθηκε ούτε μια στάλα κάτω. Εάν λάβετε υπόψιν ότι η τιμή της άδειας καράφας είναι έξι φορές μεγαλύτερη της τιμής μιας μερίδας πατσά ενώ η τιμή του κρασιού γνωρίζει ακόμα και ο κάθε τετράχρονος, βρες τι ύψους λογαριασμός επιδόθηκε στον λόρδο Τσάμπερλεν, πρωθυπουργό της βρετανικής Αυτοκρατορίας στο εστιατόριο του σταθμού του Κουρσκ;"

- Τι εννοείς "του σταθμού του Κουρσκ";
- Αυτό και εννοώ: "του σταθμού του Κουρσκ"!
- Τελικά σε ποιο σημείο γλίστρησε; Στα Πετουσκί, έτσι δεν είναι; Αφού ο λόρδος Τσάμπερλεν γλίστρησε στο εστιατόριο των Πετουσκί!..
- Τον λογαριασμό όμως τον πλήρωσε στον σταθμό του Κουρσκ. Τι σόι λογαριασμός ήταν αυτός;

"Θεέ μου! Από πού στο καλό εμφανίζονται τέτοιες Σφίγγες; Δίχως πόδια, δίχως κεφάλια, δίχως ουρές και τσαμπουνάνε τέτοιες αρλούμπες! Συν τοις άλλοις έχουν τέτοιες εγκληματικές φάτσες!.. Τι ακριβώς εννοεί τούτη η παλιοβρόμα;.."
- Δεν πρόκειται για γρίφο, Σφίγγα. Πρόκειται για δούλεμα.
-Κανένα δούλεμα, Βένια. Γρίφος είναι. Και άμα δε σ΄αρέσει, τότε...
-Ρίξε τον τελευταίο, άντε...
-Πάρ΄τονα, μόνο άκου προσεκτικά:
"Εκεί που περπατούσε ο Μίνιν συναντάει τον Ποζάρσκι. "Φαίνεσαι κάπως παράξενα σήμερα, φίλε Μίνιν, - του λέει ο Ποζάρσκι, -σαν να΄χεις πιει κατιτίς παραπάνω῾ "Και συ δεν πας πίσω, Ποζάρσκι, κοιμάσαι όρθιος". "Μίνιν, πες μου με το χέρι στην καρδιά πόσο έχεις πιει σήμερα;" "Μισό λεπτό, να σου πω: αρχικά 150 γραμμάρια της Ρωσσίισκαγια, μετά 500 της Κουμπάνσκαγια, 150 της Στολίτσναγια, 125 της Περτσόβαγια και 700 γραμμάρια βότκα αραιωμένης με μπύρα 1 προς 2. Κι εσύ; " " Κι εγώ ακριβώς τα ίδια, φίλε Μίνιν".

"Και τώρα πού πας, φίλε μου Ποζάρσκι;" "Πώς πού πάω; Πετουσκί φυσικά. Κι εσύ φίλε Μίνιν;" " Μα κι εγώ εκεί πάω. Κι εσύ, άρχοντά μου κινείσαι εντελώς προς αντίθετη κατεύθυνση!" "Όχι, εσύ είσαι που κινείσαι προς λάθος κατεύθυνση, φιλε Μίνιν". Κοντολογίς έπεισαν ο ένας τον άλλο ότι έπρεπε να γυρίσουν κατά πίσω. Ο Ποζάρσκι κατευθύνθηκε εκεί που πήγαινε ο Μίνιν και ο Μίνιν εκεί που πήγαινε ο Ποζάρσκι. Και οι δυο τους εντέλει βρέθηκαν στον σταθμό του Κουρσκ.

Και τώρα πες μου: αν και οι δυο τους δεν άλλαζαν την πορεία τους και συνέχιζαν ακάθεκτα τον δρόμο τους - πού θα έφτανε άραγε;
Πού θα έφτανε ο Ποζάρσκι, για πες;
-Στα Πετουσκί; -  είπα εγώ τρέφοντας κάποιες ελπίδες.
- Πώς, πώς! χα- χα! Ο Ποζάρσκι θα έφτανε στον σταθμό του Κουρσκ! Ορίστε μας!

Και η Σφίγγα ξέσπασε στα γέλια και στάθηκε όρθια ακουμπώντας και στα δύο σκέλη:

- Και ο Μίνιν; Πού θα έφτανε ο Μίνιν, αν συνέχιζε τον δρόμο του και δεν άκουγε τις συμβουλές του Ποζάρσκι; Πού θα έφτανε άραγε ο Μίνιν;
- Μήπως θα΄φτανε στα Πετουσκί; - δεν έτρεφα σχεδόν καθόλου ελπίδες και ήμουν έτοιμος να κλάψω. - Στα Πετουσκί, έτσι δεν είναι;

- Και τι θα έλεγες για τον σταθμό του Κουρσκ; Χα- χα! - και η Σφίγγα λες και ζεσταινόταν, λες και ίδρωνε απ΄τον θρίαμβό του και την κακία του, έκανε αέρα με την ουρά της.  - Και ο Μίνιν θα βρεθεί στον σταθμό του Κουρσκ!.. Και ποιος απ΄αυτούς θα φτάσει στα Πετουσκί, χα-χα;  Και στα Πετουσκί, χα-χα, δε θα φτάσει κανείς!..

Τι γέλιο είχε αυτή η παλιοβρόμα! Όσο ζω δεν έχω ξανακούσει τέτοιο γέλιο, γέλιο του μπόγια! Και καλά να γέλαγε μόνο! - αλλά εκείνη χωρίς να διακόψει το γέλιο της με γράπωσε απ΄τη μύτη με τα δύο άκρα και βάλθηκε να με σέρνει προς άγνωστη κατεύθυνση...
- Πού; Πού με σέρνεις, Σφίγγα; Πού με σέρνεις;

- Σε λίγο θα δεις πού! Χα-χα! Θα δεις!..

Ποκρόφ - 113ο χιλιόμετρο

Μ΄ έσυρε στον προθάλαμο, κόλλησε τη μούρη μου στο παράθυρο - και ως δια μαγείας εξαϋλώθηκε στον αέρα... Τι ήθελε να πετύχει μ΄αυτό;

Κοίταξα στο παράθυρο. Πράγματι η προηγούμενη μαυρίλα είχε πια διαλυθεί. Πάνω στο νοτισμένο τζάμι κάποιος με το δάχτυλό του είχε γράψει: "μπιπ" - και ανάμεσα στα γράμματα είδα τα φανάρια της πόλης, πολλά πολλά φανάρια και την επιγραφή "Ποκρόφ"  που αφήναμε πίσω μας.

"Ποκρόφ! Μια πόλη της επαρχίας των Πετουσκί! Τρεις στάσεις ακόμα και ύστερα τα Πετουσκί! Είσαι σε καλό δρόμο, Βενέδικτε Γιεροφέγιεφ". Και η αγωνία μου που ως τώρα όλο αναδυόταν απ΄τα βάθη της ψυχής μεμιάς λούφαξε και κατακάθισε στον πάτο της ψυχής...

Και έτσι λουφαγμένη εκείτετο εκεί για τρία ή τέσσερα δευτερόλεπτα. Αλλά μετά - μετά όχι ότι άρχισε να ξανααναδύεται σιγά σιγά απ΄τον πάτο της ψυχής, όχι - αυτή τη φορά εκείνη απλά ξεπήδησε απ΄τα βάθη της ψυχής  και μια σκέψη, μια τρομακτική σκέψη με κυρίευσε σε τέτοιο βαθμό που μου λύθηκαν τα γόνατα:

Να - έχω μόλις απομακρυνθεί απ΄τον σταθμό του Ποκρόφ. Έχω δει και την επιγραφή "Ποκρόφ" και τα δυνατά φώτα του σταθμού. Όλα καλά και η επιγραφή "Ποκρόφ" και τα δυνατά φώτα. Μα γιατί όλα αυτά ήταν απ΄τη δεξιά πλευρά του τρένου;.. Ας πούμε ότι το μυαλό μου βρίσκεται σε κάποια σύγχυση, κι όμως δεν είμαι κάνας πιτσιρίκος για να μην ξέρω τι μου γίνεται και αν ο σταθμός Ποκρόβ βρίσκεται στα δεξιά, πάει να πει ότι πηγαίνω με κατεύθυνση Πετουσκί - Μόσχα και όχι Μόσχα – Πετουσκί!.. Ω, καταραμένη Σφίγγα!


Έχασα τη λαλιά μου και άρχισα να τρέχω πέρα δώθε μες στο βαγόνι, ευτυχώς μέσα δεν υπήρχε ψυχή. «Ψυχραιμία, Βένετσκα, μη βιάζεσαι. Καρδιά, σταμάτα να χτυπάς σαν τρελή. Μήπως, απλά κάτι έχεις μπερδέψει: μήπως το Ποκρόφ ήταν τελικά από αριστερά και όχι από δεξιά; Βγες και πάλι στον προθάλαμο, κοίτα καλύτερα, από ποια πλευρά του τρένου έγραφε «...» πάνω στο τζάμι.

Πετάχτηκα στον προθάλαμο και κοίταξα δεξιά: πάνω στο νοτισμένο τζάμι όμορφα και ωραία έγραφε «...». Κοίταξα αριστερά: και κει το ίδιο όμορφα και ωραία έγραφε «...». Θεέ, γράπωσα το κεφάλι μου και γύρισα στο βαγόνι και πάλι έχασα τη λαλιά μου και άρχισα να τρέχω πέρα δώθε...

«Στάσου, στάσου... Για θυμήσου, Βένετσκα, σ΄όλο το δρόμο απ΄τη Μόσχα καθόσουν από αριστερά σύμφωνα με τη φορά του τρένου και όλοι οι καραμουστακαλήδες, όλοι οι Μήτρηδες, όλοι οι Δεκεμβριστές – όλοι κάθονταν από αριστερά σύμφωνα με τη φορά του τρένου. Πάει να πει, αν ταξιδεύεις προς τη σωστή κατεύθυνση, η βαλίτσα σου πρέπει να είναι στα αριστερά όπως κινείται το τρένο. Είδες τι απλό που είναι!..»

Άρχισα να τρέχω πέρα δώθε σ΄ολόκληρο το βαγόνι γυρεύοντας το βαλιτσάκι μου – το βαλιτσάκι ήταν άφαντο, δεν υπήρχε ούτε αριστερά, μα ούτε και δεξιά.

Πού είναι το βαλιτσάκι μου;!

«Καλά, καλά, Βένια, ηρέμησε. Ας είναι. Το βαλιτσάκι – βλακείες, θα βρεθεί αργότερα. Πρώτα να ξεδιαλύνεις τη σκέψη σου: πού πας; Και μετά ασχολήσου με το βαλιτσάκι σου. Αλήθεια ή θάρρος; Ξεδιάλυμμα ή εκατομμύριο; Πρώτα φυσικά το ξεδιάλυμα της σκέψης και μετά το εκατομμύριο».

«Είσαι πολύ ευγενής, Βένια. Πιες όλο το υπόλοιπο της Κουμπάνσκαγια – επειδή είσαι ευγενής».

Και να – έγειρα πίσω το κεφάλι, αποτελειώνοντας το βιδάνι μου. Και το σκοτάδι στο οποίο ήμουν βυθισμένος διαλύθηκε σε στιγμή και από τα βάθη της ψυχής και του μυαλού αναδύθηκε το φως της χαραυγής και έλαμψαν οι αστραποφεγγιές, από μια αστραποφεγγιά ανά κάθε μια γουλιά και ανά κάθε μια γουλιά και από μια αστραποφεγγιά.

«Ο άνθρωπος δεν πρέπει να είναι μόνος του – αυτή είναι η γνώμη μου. Ο άνθρωπος πρέπει να δίνεται στον κόσμο, ακόμα και να αρνούνται τις υπηρεσίες του. Και αν παρ΄όλα αυτά είναι μόνος του, πρέπει να τα περπατήσει όλα τα βαγόνια. Πρέπει να βρει ανθρώπους και να τους πει: «Ορίστε. Είμαι μόνος μου. Σας δίνομαι ολοκληρωτικά, χωρίς υπόλοιπο. (επειδή το υπόλοιπο το ΄πια πριν από λίγο, χα – χα!), Κι εσείς με τη σειρά δοθείτε μου κι εσείς και αφού το κάνετε, πέστε μου: πού πάμε; Απ΄τη Μόσχα στα Πετουσκί ή απ΄τα Πετουσκί στη Μόσχα;»

«Και πιστεύεις ότι έτσι πρέπει να πράττει ο άνθρωπος;» - αναρωτήθηκα γέρνοντας αριστερά το κεφάλι μου.

«Ναι. Έτσι ακριβώς, - απάντησα στον εαυτό μου, γέρνοντας το κεφάλι προς τα δεξιά. – Σιγά μην κοιτάζω για κάνα αιώνα τον «...» πάνω στα νοτισμένα τζάμια και βασανίζομαι εξαιτίας αυτού του άλυτου μυστηρίου!..»

Και πήγα να περάσω απ΄όλα τα βαγόνια. Στο πρώτο δεν υπήρχε ψυχή, μονάχα η βροχή πιτσιλούσε μέσα απ΄τα ορθάνοιχτα παράθυρα. Στο δεύτερο επίσης δεν υπήρχε ψυχή, μα ούτε και η βροχή πιτσιλούσε μέσα απ΄τα παράθυρα...

 Στο τρίτο βαγόνι υπήρχε κάποιος...

113ο χιλιόμετρο – Ομούτισε

... μια γυναίκα ντυμένη στα μαύρα απ΄την κορυφή ως τα νύχια καθόταν στο παράθυρο και περιεργαζόμενη με απάθεια την καταχνιά πίσω απ΄το τζάμι έσφιγγε στα χείλη ένα δαντελένιο μαντίλι. «Ούτε λίγο ούτε πολύ – ένα πιστό αντίγραφο από τον πίνακα «Η απαρηγόρητη συμφορά», ένα δικό σου αντίγραφο Γιεροφέγιεφ», - σκέφτηκα από μέσα μου και την ίδια στιγμή γέλασα ενδόμυχα.

Σιγά σιγά, στις άκρες των ποδιών, για να μην σκιάσω αυτήν την οπτασία την σίμωσα από πίσω και λούφαξα. Η γυναίκα έκλαιγε...

Ορίστε μας! Ο άνθρωπος ξεμοναχιάζεται για να κλάψει. Μα κατά βάθος δεν είναι μόνος του. Όταν ο άνθρωπος κλαίει, απλά δε θέλει κανέναν κοινωνό στα δάκρυά του. Και πράττει σωστά, διότι υπάρχει κάτι πιο πάνω σ΄ αυτόν τον κόσμο απ΄ το να΄ναι κανείς απαρηγόρητος;.. Ω, και να΄λεγα τώρα κάτι τέτοιο, κάτι που να κυλούσαν τα δάκρυα απ΄τα μάτια όλων των μανάδων, κάτι που να βύθιζε σε πένθος καλύβες και παλάτια, χωριά και πολίχνες!...

Και τι να της πω;
-Πριγκίπισσα, - την φώναξα σιγά σιγά.
-Τι θες; - απάντησε εκείνη, συνεχίζοντας να κοιτάζει στο παράθυρο.
-Τίποτα. Βλέπω τη φυσαρμόνικα πίσω απ΄την πλάτη σου, να τι έγινε...
-Μην κουνάς τα πόδια σου, μικρέ. Δεν είναι η φυσαρμόνικα είναι η μύτη μου... Καλύτερα κάτσε ήσυχα σαν θες να λογιέσαι φρόνιμος...

«Πού ακούστηκε στην κατάστασή μου να σωπαίνω! Εγώ που πέρασα μέσα απ΄όλα τα βαγόνια για να ξεδιαλύνω το μυστήριο!... Κρίμα που έχω ξεχάσει σε τι αφορά αυτό το μυστήριο, αν και θυμάμαι ότι πρόκειται για κάτι πολύ σπουδαίο... Δε βαριέσαι, θα το θυμηθώ αργότερα... Η γυναίκα κλαίει – και αυτό μετράει πιο πολύ... Ω, αισχροί! Έχετε μετατρέψει τη γη μου στην πιο σκατένια κόλαση εξαναγκάζοντάς μας να κρύβουμε τα δάκρυά μας από άλλους ανθρώπους και να επιδεικνύουμε το γέλιο μας!.. Ω, τιποτένιοι παλιάνθρωποι! Δεν έχετε αφήσει στον κόσμο τίποτα εκτός από τη «θλίψη» και το «φόβο», και μετά απ΄αυτό επιτρέψατε δημόσια το γέλιο ενώ απαγορεύσατε το κλάμα!..

Ω, να ΄λεγα τώρα κάτι που να ΄καιγα όλα τα καθάρματα με τα εμπρηστικά μου λόγια! Να΄λεγα κάτι που να΄βύθιζε σε μεγάλη σύγχυση όλους τους λαούς της αρχαιότητας!..»

Σκέφτηκα και της είπα:

-Πριγκίπισσα...ακούς, πριγκίπισσα!..
-Τι θες πάλι;
-Δεν έχεις πια τη φυσαρμόνικα. Δεν τη βλέπω.
-Και τι βλέπεις τότε;
-Μονάχα κάτι θάμνους. (όλη την ώρα μου απαντούσε κοιτάζοντας έξω απ΄το παράθυρο χωρίς να γυρίσει προς το μέρος μου).
-Απ΄ό, τι βλέπω ο ίδιος είσαι θάμνος...

«Τι να κάνουμε θάμνος – θάμνος». Κι εγώ αμέσως κάπως μαλάκωσα, κάθισα στον πάγκο και αποχαυνώθηκα. Με τίποτα, ούτε με σφαίρες δεν μπορούσα να θυμηθώ για ποιο λόγο πέρασα μέσα απ΄όλα τα βαγόνια και συνάντησα αυτή τη γυναίκα... Σε τι τελικά  αφορούσε αυτό το τόσο «σημαντικό»;

-Δε μου λες, πριγκίπισσα!.. Και πού είναι ο μπάτλερ σου ο Πέτρος; Δεν τον έχω δει απ΄τον περασμένο Αύγουστο.
- Τι είναι αυτά που τσαμπουνάς;
-Αλήθεια σου λέω, από τότε έχω να τον δω... Πού είναι ο μπάτλερ σου;
-Είναι το ίδιο δικός σου όπως και δικός μου! – μου αντιμίλησε η πριγκίπισσα. Και ξαφνικά κουνήθηκε απ΄τη θέση της και προχώρησε προς την πόρτα σκουπίζοντας το πάτωμα του βαγονιού με τον ποδόγυρό της. Κοντά στην πόρτα σταμάτησε, γύρισε σ΄εμένα το τραχύ, σπασμένο όλο δάκρυα πρόσωπό της και στρίγγλισε:

- Σε μισώ, Αντρέι Μιχάιλοβιτς! Σε μι- σώ!!

Και εξαφανίστηκε.

«Αμ-ά-ά-ά- ν, - έσυρα εγώ με θαυμασμό, όπως πριν λίγο ο Δεκεμβριστής. – με τι επιδεξιότητα με ξέκοψε!» και όμως έφυγε χωρίς να μου απαντήσει το πιο σημαντικό!.. Βασίλισσα των ουρανών, και τι είναι αυτό το σημαντικό; Στο όνομα των ελέων και των οικτιρμών σου – δωσ΄μου να θυμηθώ!.. Μπάτλερ!

Χτύπησα το κουδούνι...Μετά από μια ώρα πάλι χτύπησα.

-Μπάτ – λερ!!

Μέσα μπήκε ένας υπηρέτης ντυμένος στα κίτρινα, ήταν ο μπάτλερ μου ονόματι Πέτρος. Κάποτε πάνω στο μεθύσι τον συμβούλευσα να φοράει μόνο κίτρινα ώσπου ν΄αποθάνει – και κείνος, μα τον βλάκα, με πίστεψε και από τότε κυκλοφορεί έτσι.

-Δε μου λες κάτι, Πέτρο;  Τι πιστεύεις άραγε κοιμόμουν τώρα ή δεν κοιμόμουν; Κοιμόμουν;

-Σ΄εκείνο το βαγόνι – ναι, κοιμόσουν.
-Ενώ σ΄αυτό – όχι;
-Σ΄αυτό – όχι.
-Παράξενο, Πέτρο... Για άναψε τα καντηλέρια. Μ΄αρέσει όταν είναι αναμμένοι, αν και δεν ξέρω καλά καλά πώς είναι αυτοί... Αλλιώς, ξέρεις, με πιάνει μια αγωνία...Άρα, Πέτρο, αν σε πιστέψουμε: σ΄εκείνο το βαγόνι κοιμόμουν, ενώ σ΄αυτό εδώ ξύπνησα. Έτσι δεν είναι;
-Δεν ξέρω. Κοιμόμουν κι εγώ σ΄αυτό το βαγόνι.
-Χμ. Καλά. Μα γιατί δεν σηκώθηκες να με ξυπνήσεις; Γιατί;
-Για ποιο λόγο να σε ξύπναγα! Σ΄αυτό εδώ το βαγόνι δεν υπήρχε ανάγκη να σε ξυπνήσω, επειδή κοιμόσουν στο άλλο, και στο άλλο – ποιος ο λόγος να σε ξυπνήσω, αφού ξύπνησες από μόνος σου;..
-Μη με μπερδεύεις, Πέτρο, μην το κάνεις... Κάτσε να σκεφτώ. Κοίτα να δεις, Πέτρο, όσο και να προσπαθώ, δεν μπορώ να ξεδιαλύνω ένα πρόβλημα. Πρόβλημα ζωής και θανάτου.

-Τι πρόβλημα είναι αυτό;
-Να τι πρόβλημα: μου έχει μείνει κάτι να πιω;..

Ομούτισε – Λεόνοβο

Όχι, όχι, μην το πιστέψεις, δεν είναι το ίδιο το πρόβλημα, είναι απλά το μέσον για να το λύσω. Κοίτα – όταν το μεθύσι εγκαταλείπει την καρδιά, εμφανίζονται οι φόβοι και η αστάθεια της συνείδησης. Αν έπινα κάτι τώρα, δε θα ήμουν τόσο σχισμένος και ατάκτως ερριμμένος... Δεν μου φαίνεται ότι είμαι σχισμένος;

-Δεν φαίνεται τίποτα απολύτως. Μονάχα η μούρη σου έχει πρηστεί.
-Αυτό δεν είναι τίποτα. Η μούρη δεν λέει τίποτα...
-Όπως επίσης δεν υπάρχει τίποτα και να πιεις, - μου θύμισε ο Πέτρος και σηκώθηκε να ανάψει τα καντηλέρια.

Εγώ τινάχτηκα: «Καλά που τους άναψες, διαφορετικά, ξέρεις, έχω την αγωνία. Όλο ταξιδεύουμε, όλη νύχτα ταξιδεύουμε και δεν υπάρχει κανείς δίπλα μας εκτός από εμάς τους ίδιους».
-Και πού είναι η πριγκίπισσά σου, Πέτρο;
-Έχει ώρα που κατέβηκε.
-Πού κατέβηκε;
-Στο Χραπουνόβο. Απ΄τα Πετουσκί πήγαινε στο Χραπουνόβο. Στο Ορέχοβο-Ζούγιεβο μπήκε και κατέβηκε στο Χραπουνόβο.
-Ποιο στο καλό Χραπουνόβο! Τι είναι αυτά που τσαμπουνάς, Πέτρο;.. Μη με μπερδεύεις, μην το κάνεις... Επειδή... Η πιο σημαντική σκέψη... Για κάποιο λόγο μες στο μυαλό μου στροβιλίζεται ο Άντον Τσέχωφ. Και ο Φρειδερίκος Σίλλερ. Ο Φρειδερίκος Σίλλερ και ο Άντον Τσέχωφ. Γιατί όμως – δεν έχω ιδέα. Ναι, ναι... Τώρα κάτι ξεκαθαρίζει: ο Φρειδερίκος Σίλλερ, όποτε καθόταν να συγγράψει καμιά τραγωδία, πάντα βύθιζε τα πόδια του μες στην σαμπάνια. Για την ακρίβεια όχι ακριβώς έτσι. Είναι που ο μυστικός σύμβουλος Γκαίτε στο σπίτι του κυκλοφορούσε με παντόφλες και ρόμπα. Ενώ εγώ – όχι, και στο σπίτι κυκλοφορώ χωρίς ρόμπα, και έξω με παντόφλες. Και τι σχέση έχει ο Σίλλερ; Να τι σχέση: όποτε τύχαινε να πιει βότκα, βύθιζε τα πόδια του μες στην σαμπάνια. Τα βύθιζε και έπινε. Θαύμα! Και ο Άντον Τσέχωφ πριν πεθάνει είπε: «θέλω να πιω». Και πέθανε...

Ο Πέτρος όλο με κοίταζε ενώ στεκόταν μπροστά μου. Και δεν καταλάβαινε Χριστό.

-Πάρε τα μάτια σου από πάνω μου, χυδαίε, μην με κοιτάς. Μαζεύω τις σκέψεις μου και εσύ με κοιτάζεις. Υπήρχε και ο Χέγκελ. Αυτό το θυμάμαι καλά: υπήρχε ο Χέγκελ. Εκείνος έλεγε: «δεν υπάρχουν διαφορές εκτός από τη διαφορά στον βαθμό ανάμεσα σε διάφορους βαθμούς και την απουσία της διαφοράς». Ήτοι, μεταφράζοντάς το σε μια γλώσσα πιο κατανοητή: «και ποιος δεν πίνει στις μέρες μας;».. έχουμε κάτι να πιούμε, Πέτρο;
-Τίποτα. Τα΄χουμε πιει όλα.
-Και σ΄όλο το τρένο δεν υπάρχει ψυχή;
- Ψυχή.
-Μάλιστα...

Πάλι βυθίστηκα μες στις σκέψεις. Και οι σκέψεις αυτές ήταν παράξενες. Περιστρέφονταν γύρω από κάτι τέτοιο, που και κείνο με τη σειρά του περιστρεφόταν γύρω από κάτι άλλο. Και αυτό το «κάτι» επίσης ήταν πολύ παράξενο. Και οι σκέψεις ήταν βαριές...

Τι έκανα εκείνη τη στιγμή – κοιμόμουν ή ξυπνούσα; Δεν το γνωρίζω και από πού και ως πού να το γνωρίζω; «Υπάρχει μια κατάσταση του είναι μας μα πώς να την ορίσω; Μήτε ενύπνια, μήτε ξύπνια»[P1] . Έτσι λαγοκοιμόμουνα επί 12 ή 35 λεπτά.

Όταν συνήλθα, στο βαγόνι δεν υπήρχε ψυχή, ακόμα και ο Πέτρος είχε εξαφανισθεί. Το τρένο έσκιζε τη βροχή και τη μαυρίλα. Ήταν παράξενο να ακούω το χτύπημα των πορτών σ΄όλα τα βαγόνια: και ήταν παράξενο, διότι σε κανένα βαγόνι δεν είχε ούτε μια ψυχή...

Κειτόμουν σαν πτώμα λουσμένος στον κρύο ιδρώτα και ο φόβος κάτω απ΄την καρδιά ολοένα και μεγάλωνε...

-Μπάτ-λερ!

-Στην πόρτα εμφανίστηκε ο Πέτρος με το μπλαβί, θυμωμένο πρόσωπο. «Έλα΄δω, Πέτρο, έλα, κι εσύ είσαι μούσκεμα – γιατί; Εσύ ήσουν που χτυπούσες τις πόρτες, έτσι δεν είναι;»

-Τίποτα δεν χτυπούσα. Κοιμόμουν.
-Τότε ποιος τις χτυπούσε;

Ο Πέτρος με κοίταζε ασκαρδαμυκτί.

-Δεν πειράζει λοιπόν. Όμως άμα κάτω απ΄την καρδιά μεγαλώνει η ανησυχία, τότε πρέπει να την καθησυχάσουμε και για να την καθησυχάσουμε πρέπει να πιούμε. Έχουμε κάτι να πιούμε;

-Τίποτα. Τα΄χουμε πιει όλα.
-Και σ΄όλον τον κόσμο δεν υπάρχει ψυχή;
-Ψυχή.
-Πέτρο, μου λες ψέματα!!! Άμα δεν υπάρχει ψυχή, ποιος τότε κοπανάει τις πόρτες και τα παράθυρα εκεί πέρα; Ξέρεις άραγε;.. Τ΄ακούς;.. Θα έχεις και τίποτα να πιούμε και όλο ψέματα μου λες...

Ο Πέτρος με κοίταζε το ίδιο θυμωμένα και ασκαρδαμυκτί. Απ΄τη φάτσα του έβλεπα πως τον είχα ξεμπροστιάσει και ότι τώρα με φοβάται. Ναι, ναι, έπεσε λοιπόν πάνω στο καντηλέρι και τον έσβησε με το σώμα του – και με τον ίδιο τρόπο βάλθηκε να προχωρά κατά μήκος του βαγονιού σβήνοντας τα αναμμένα καντηλέρια. «Ντρέπεται, ντρέπεται!» - σκέφτηκα. Μα εκείνος είχε πηδήξει κιόλας απ΄το παράθυρο.

-Γύρνα πίσω, Πέτρο! – ούρλιαξα τόσο δυνατά που δεν μπόρεσα να αναγνωρίσω τη φωνή μου. – Γύρνα!

-Τυχοδιώκτης! – μου απάντησε έξω απ΄το παράθυρο.

Και ξαφνικά μπήκε πετώντας στο βαγόνι, με πλησίασε, με τράβηξε απ΄τα μαλλιά κουνώντας με μπρος πίσω με το πιο απεγνωσμένο μίσος...

-Πέτρο, τι έχεις πάθει; Τι τρέχει με σένα;!..

-Τίποτα! Μείνε! Μείνε εδώ, γιαγιάκα! Μείνε, παλιόγρια! Τράβα στη Μόσχα! Πούλα τον πασατέμπο! Εγώ όμως δεν μπορώ άλλο, δεν μπο-ρώ!...

Και πάλι πετάχτηκε απ΄το παράθυρο, τώρα πια οριστικά.

«Διάολε, τι στο καλό! Τι έχουν πάθει όλοι τους;» - έσφιξα τους κροτάφους, αναρρίγησα και κούρνιασα. Μαζί με μένα τραντάχτηκαν και λούφαξαν τα βαγόνια. Εκείνα, άπ΄ό, τι φαίνεται, τραντάζονταν και έτρεμαν εδώ κι ώρα...

Λεόνοβο – Πετουσκί

...οι πόρτες των βαγονιών έτριξαν, κατόπιν βούιξαν όλο και πιο δυνατά και καθαρά. Και νά – μέσα στο βαγόνι μου μπούκαρε και αιωρήθηκε κατά μήκος του με γαλάζιο απ΄το φόβο πρόσωπο ο χειριστής του τρακτέρ Γιεφτούσκιν. Ενώ μετά από δέκα δευτερόλεπτα  μπούκαραν στίφη Ερινύων ακολουθώντας την ίδια πορεία στο κατόπι του. Αντηχούσαν ντέφια και κύμβαλα...

Τα μαλλιά μου σηκώθηκαν κάγκελο. Ασυναίσθητα πετάχτηκα πάνω, χτύπησα τα πόδια μου στο πάτωμα: «Σταματήστε, δεσποινίδες! Θεές της εκδίκησης, σταματήστε! Στον κόσμο δεν υπάρχουν ένοχοι!..», μα εκείνες συνέχιζαν να τρέχουν.

Και όταν η τελευταία με πλησίασε, φούντωσα, την άρπαξα από πίσω και κείνη είχε λαχανιάσει απ΄το τρέξιμο.

-Πού; Πού τρέχετε όλες σας;..
-Τι θες;! Ξεκουμπίσου! Ά-α-α-σε με!..
-Πού; Και όλοι μας πού πάμε;;;..
-Τι σε κόφτει, λυσασμέ-ε-ε-νε!..

Και ξαφνικά γύρισε προς το μέρος μου, γράπωσε το κεφάλι μου και με φίλησε στο μέτωπο – και ήταν αυτό τόσο αναπάντεχο που ένιωσα αμήχανα, έκατσα και άρχισα να μασουλάω τον ηλιόσπορο.

Και όσο μασουλούσα τον ηλιόσπορο, εκείνη τραβήχτηκε λίγο πιο πέρα, με κοίταξε, γύρισε πίσω και μου άστραψε ένα χαστούκι στο αριστερό μου μάγουλο. Αφού με μπάτσισε, σηκώθηκε ψηλά ως την οροφή και όρμησε να προφτάσει τις φίλες της. Όρμησα κι εγώ στο κατόπι της, τεντώνοντας εγκληματικά το λαιμό μου...

Το ηλιοβασίλεμα φλόγιζε τον ουρανό τα άλογα χλιμίντριζαν και πού είναι εκείνη η ευδαιμονία που περιγράφουν στις εφημερίδες; Έτρεχα μέσα απ΄τον ανεμοστρόβιλο και έρεβος, ξεθηλυκώνοντας τις πόρτες, γνωρίζοντας ότι το τρένο «Μόσχα-Πετουσκί» πάει να εκτροχιαστεί. Τα βαγόνια σηκώνονταν κατακόρυφα και πάλι προσγειώνονταν λες και ήταν σε παράκρουση... Και τότε εγώ ταλαντεύτηκα πέρα δώθε και φώναξα:

-Ο-ο-ο-ο-ο! Σταθεί -ει -ει- τε!.. Α-α-α-α!..

Φώναξα και σάστισα: ο χορός των Ερινύων γύριζε πίσω τρέχοντας καταπάνω μου απ΄το βάθος του μπροστινού βαγονιού σαν ένα πανικόβλητο κοπάδι. Στο κατόπι τους έτρεχε φουριόζος ο Γιεφτούσκιν. Όλη αυτή η χιονοστιβάδα με΄ριξε κάτω και με πλάκωσε από πάνω...

Ενώ τα κύμβαλα συνέχιζαν να αλαλάζουν και τα ντέφια να αντηχούν. Και τ΄αστέρια έπεφταν πάνω στο κατώφλι του συμβουλίου της κοινότητας. Και κάγχαζε η Σουλαμίτις.


Πετουσκί. Αποβάθρα @Rizi00va


Και ύστερα όλα σκεπάστηκαν με τουλούπες ομίχλης. Αν ισχυριστείτε ότι εκείνο το πράγμα ήταν ομίχλη, εγώ μάλλον θα συμφωνήσω – ναι, πράγματι ήταν κάτι σαν ομίχλη. Ενώ αν πείτε – όχι, δεν ήταν ομίχλη, μα φλόγα και πάγος – εναλλάξ μια πάγος, μια φλόγα – κι εγώ σχετικά μ΄αυτό θα σας πω: μάλλον ναι, πάγος και φλόγα, επειδή αρχικά παγώνει το αίμα, όλο και παγώνει και μόλις παγώσει αμέσως αρχίζει να βράζει και έχοντας βράσει πάλι παγώνει.

«Μάλλον έχω πυρετό, - σκέφτηκα, – τα πάντα έχουν τυλιχθεί μέσα σ΄αυτή τη ζεστή ομίχλη,  πόσο μάλλον όταν ο ίδιος έχω ρίγος ενώ παντού τριγύρω υπάρχει αυτή η ζεστή ομίχλη». Και απ΄την ομίχλη αναδύεται κάποιος πολύ γνωστός, να΄ναι ο Αχιλλέας άραγε ή κάποιος άλλος, πάντως πολύ γνωστός. Ω! Τώρα τον αναγνώρισα: είναι ο βασιλιάς του Πόντου Μιθριδάτης. Όλος πασαλειμμένος με τις μύξες και με ένα μαχαίρι στο χέρι...

-Μιθριδάτη, εσύ είσαι; - ήμουν τόσο χάλια που μιλούσα σχεδόν άφωνα. – Εσύ είσαι, Μιθριδάτη;
-Εγώ, - μου απάντησε ο βασιλιάς του Πόντου Μιθριδάτης.
-Και γιατί είσαι πασαλειμμένος;
-Πάντα το παθαίνω αυτό. Όποτε έχει πανσέληνο μου τρέχουν οι μύξες.
-Ενώ τις άλλες μέρες δε σου τρέχουν;
- Πού και πού. Αλλά όχι όπως στην πανσέληνο.
-Και τι, δεν τις σκουπίζεις; - πέρασα πλέον στο ψιθύρισμα. – δεν τις σκουπίζεις;
-Τι να πω;  Καμιά φορά τυχαίνει και να τις σκουπίσω, μόνο που κατά την πανσέληνο είναι άδικος κόπος; Δε γίνεται να τις σκουπίσεις παρά μόνο να τις πασαλείψεις. Ο καθένας έχει δικό του γούστο – ο ένας αρέσκεται στο να του τρέχουν οι μύξες, ο άλλος στο να τις σκουπίζει, ο τρίτος στο να τις πασαλείφει. Ενώ κατά την πανσέληνο...

Τον διέκοψα:

-Μιλάς όμορφα, Μιθριδάτη, μόνο τι το θες το μαχαίρι που κρατάς στο χέρι;..
-Τι εννοείς τι το θέλω;.. Να σε σφάξω – να τι το θέλω!.. Ρωτάς κιόλας: τι το θέλω!.. Να σε σφάξω, φυσικά...

Και κοίτα πώς άλλαξε ξαφνικά: ενώ μιλούσε ειρηνικά, ξαφνικά έτριξε τα δόντια, μαύρισε απ΄το κακό του, πού πήγε εκείνος ο μυξιάρης;  - και σαν να μην έφταναν όλα αυτά χασκογέλασε από πάνω! Ύστερα πάλι έτριξε τα δόντια του και κατόπιν πάλι χασκογέλασε!

Με΄πιασε ξανά ρίγος: «Τι έπαθες, Μιθριδάτη, πας καλά!»-  αγνοώ αν το΄πα ψιθυριστά ή φωναχτά, - «Πάρε το μαχαίρι, πάρ΄το, τι το θες;.. Και κείνος πια δεν άκουγε τίποτα και ετοιμαζόταν για επίθεση, σάμπως είχε καταληφθεί από χιλιάδες μαυρισμένους δαίμονες... «Μανιακέ!» και σ΄αυτό το σημείο αισθάνθηκα το μαχαίρι να μου διαπερνάει τα αριστερά πλευρά και έβγαλα μερικούς ξεψυχισμένους στεναγμούς, επειδή δεν είχα ούτε καν κουράγιο να αποσοβήσω το μαχαίρι με το χέρι μου... «Πάψε, Μιθριδάτη, πάψε...»

Μα το μαχαίρι μπήχτηκε πρώτα στα αριστερά μου πλευρά, μετά στα δεξιά και πάλι στα αριστερά – το μόνο που προλάβαινα είναι να αναφωνώ ξεψυχισμένα – έπειτα κυλιόμουν στην αποβάθρα σφαδάζοντας απ΄τον πόνο. Ξύπνησα απ΄τις κράμπες. Τριγύρω δεν υπήρχε τίποτα, εκτός απ΄τον δυνατό αέρα, απόλυτο σκοτάδι και βαρβάτο κρύο». «Τι μου συμβαίνει πού΄μαι; Γιατί ψιχαλίζει; Θεέ...»

Και πάλι αποκοιμήθηκα. Και πάλι άρχισαν τα ίδια: και ρίγος, και πυρετός, και θερμασιά. Και από κει πέρα, από μακριά, μέσα απ΄την ομίχλη αναδύθηκαν αυτοί οι δύο ογκόλιθοι απ΄το άγαλμα της Μούχινα[P2]  – ο εργάτης με το σφυρί και η αγρότισσα με το δρεπάνι, με πλησίασαν πολύ κοντά και μου ψευτογέλασαν και οι δύο.

Και ο εργάτης με βάρεσε με το σφυρί στο κεφάλι, και ύστερα η αγρότισσα μου δώσε μια με το δρεπάνι στα αρχίδια. Κατά πάσα πιθανότητα ούρλιαξα, ούρλιαξα δυνατά και πάλι ξύπνησα και αυτή τη φορά απ΄τους σπασμούς, επειδή μέσα μου όλα συνταράσσονταν – και το πρόσωπο, και τα ρούχα, και η ψυχή, και οι σκέψεις.

Ω, αυτός ο πόνος! Ω, αυτό το διαπεραστικό κρύο! Ω, η αδυνατότητα! Εάν από δω και εμπρός η κάθε Παρασκευή θα είναι τέτοια όπως σήμερα, - θα περάσω θηλιά στο λαιμό μου μια από τις Πέμπτες!... Τάχα τέτοιους σπασμούς περίμενα από σας, Πετουσκί; Όσην ώρα προσπαθούσα να φτάσω σε σένα, ποιος έσφαξε τα πουλάκια σου και ποιος ποδοπάτησε τα γιασεμιά σου;.. Βασίλισσα των ουρανών, έφτασα επιτέλους στα Πετουσκί!..

«Δεν πειράζει, Γιεροφέγιεφ... Ταλιθά κούμι, όπως είπε ο σωτήρας, ήτοι: σήκω και περπάτα. Ξέρω, ξέρω, είσαι ράκος σ΄όλα σου τα μέλη και στην ψυχή, και η αποβάθρα είναι βρεγμένη και άδεια, και κανένας δεν σε υποδέχεται ούτε πρόκειται να υποδεχτεί. Κι όμως σήκω και περπάτα. Δοκίμασε... Και το βαλιτσάκι σου, θεέ, πού΄ν΄το το βαλιτσάκι με τα πεσκέσια;.. Δύο χωνάκια καρύδια για το αγοράκι, οι καραμέλες «Κυανολούλουδο» και τα άδεια μπουκάλια... Πού είναι το βαλιτσάκι; Ποιος και για ποιο λόγο να το κλέψει – αφού εκεί είχα τα πεσκέσια!.. Δες λίγο αν έχεις λεφτά, μπας και έχεις κάτι ψιλά!.. Ναι έχω, αν και είναι πολύ λίγα, τι τα θέλω τα λεφτά έτσι όπως είμαι;.. Ω, το εφήμερο της ύπαρξης! Ω, ματαιότης! Ω, οι αισχρότατες και οι ταπεινότατες ώρες στη ζωή του λαού μου – οι ώρες απ΄το κλείσιμο των καταστημάτων ως την αυγή!..»
«Δεν πειράζει, Γιεροφέγιεφ... Ταλιθά κούμι, όπως είπε η δική σου βασίλισσα, όταν ήσουν ξαπλωμένος στο φέρετρο, - ήτοι: σήκω, σκούπισε το παλτό, καθάρισε το παντελόνι, τινάξου και περπάτα. Δοκίμασε αρχικά να κάνεις έστω δύο βήματα, θα δεις παρακάτω θα΄ναι πιο εύκολα. Όσο πιο πέρα – τόσο πιο εύκολα. Εσύ ο ίδιος έλεγες στο άρρωστο αγοράκι: «εν-δύο βά-λε τα πα-πού-τσια. Ντρο-πή ΄ναι να κοι-μά-σαι!»... Το πιο σημαντικό είναι να απομακρυνθώ απ΄τις ράγες, εδώ όλη την ώρα περνούν τρένα, απ΄τη Μόσχα στα Πετουσκί και απ΄τα Πετουσκί στη Μόσχα. Τράβα πιο πέρα απ΄τις ράγες. Σε λίγο θα τα μάθεις όλα: και γιατί πουθενά δεν υπάρχει ψυχή, και γιατί δε σε υποδέχτηκε, και όλα θα τα μάθεις... Τράβα, Βένετσκα, τράβα.»

Πετουσκί. Η πλατεία του σταθμού

«Βένετσκα, αν θες να πας αριστερά, τράβα αριστερά. Αν πάλι θες να πας δεξιά – τράβα δεξιά. Ούτως ή άλλως δεν έχεις πού να πας. Γι΄αυτό καλύτερα τράβα μπρος, όπου να΄ναι...»

Κάποτε μου έλεγε ένας ότι είναι πολύ εύκολο το να προκαλέσεις το θάνατό σου: ότι το μόνο που χρειάζεται είναι να κάνεις σαράντα βαθιές, πολύ βαθιές, όσο το δυνατόν πιο βαθιές εισπνοές και άλλες τόσες εκπνοές απ΄τα βάθη της καρδιάς – και τότε θα παραδώσεις το πνεύμα σου. Μήπως να το δοκιμάσω;

Ω, στάσου λίγο!.. Μήπως πρώτα να μάθουμε τι ώρα είναι; Να μάθουμε τι ώρα είναι;.. Μα πώς να το μάθουμε αφού δεν υπάρχει ούτε μια ψυχή, δηλαδή πράγματι ούτε μία... Ακόμα και να υπήρχε, θα μπορούσες άραγε να ανοίξεις το στόμα απ΄το κρύο και τη συμφορά που σε ζώνουν; Μάλιστα, απ΄το κρύο και τη συμφορά... Ω, μουγκαμάρα!..

Και αν κάποτε πεθάνω, και θα πεθάνω πολύ σύντομα, το ξέρω πως θα πεθάνω χωρίς να αποδεχτώ αυτόν τον κόσμο αν και θα τον έχω κατανοήσει και από κοντά, και από μακριά, και απ΄έξω, και από μέσα, χωρίς όμως να τον δεχτώ, - θα πεθάνω και εκείνος θα με ρωτήσει: «ήσουν καλά ΕΚΕΙ πέρα; Ή ήσουν χάλια;» - κι εγώ θα σωπαίνω, θα χαμηλώσω τα μάτια και θα σωπαίνω, και αυτή η μουγκαμάρα είναι γνωστή σε όλους, όσοι ξέρουν το αποτέλεσμα ενός πολυήμερου μεθυσιού και πολύ δύσκολου ξεμεθύσματος. Διότι η ζωή του ανθρώπου δεν είναι άλλο απ΄τη στιγμιαία μέθη της ψυχής. Και η σκοτοδίνη της ψυχής επίσης. Όλοι εμείς είμαστε σάμπως μεθυσμένοι, μόνο ο καθένας με τον τρόπο του, ο ένας ήπιε περισσότερο, ο άλλος λιγότερα. Ανάλογα πώς πιάνει τον καθένα: ο ένας γελάει κοιτάζοντας κατάματα αυτόν τον κόσμο, ο άλλος κλαίει πάνω στον κόρφο αυτού του κόσμου. Ό ένας ήδη έχει ξεράσει και είναι καλά ενώ ο άλλος μόλις αρχίζει να αναδεύεται. Κι εγώ – τι κάνω εγώ; Έχω γευτεί πολλά, και όμως δίχως αποτέλεσμα, δεν έχω γελάσει για τα καλά ούτε μια φορά ούτε και αναδεύτηκα ποτέ. Εγώ που έχω γευτεί σ΄αυτόν τον κόσμο τόσα που χάνω το μέτρημα και τη σειρά, - εγώ είμαι ο πιο νηφάλιος σ΄αυτόν τον κόσμο. Απλά δεν με πιάνει εύκολα... «Γιατί άραγε σωπαίνεις;» - θα με ρωτήσει ο θεός, ζωσμένος με γαλάζια αστραποπελέκια. Τι θα του απαντήσω; Έτσι και θα εξακολουθώ να σωπαίνω...

Μήπως τελικά να ανοίξω το στόμα; Όχι, καλύτερα να προχωρήσεις, προχώρα, καλύψου απ΄τον αέρα και προχώρα σιγά σιγά... Κάποτε είχες τον παράδεισο των ουρανών, ας ρώταγες την ώρα την προηγούμενη Παρασκευή, ενώ τώρα δεν υπάρχει πια ο παράδεισος των ουρανών, τι την θες την ώρα; Η βασίλισσα με τις βλεφαρίδες της  κατεβασμένες χάμω δεν έχει έρθει στην αποβάθρα. Η θεά σου έχει γυρίσει την πλάτη – τι την θες την ώρα; «όχι γυναίκα, μα σκέτο μπλαν μανζέ, όπως την είχες αποκαλέσει για πλάκα, - δεν έχει έρθει για σένα στην αποβάθρα. Η παρηγοριά του ανθρώπινου γένους, το κρίνον της κοιλάδας – δεν έχει έρθει να σε συναντήσει. Μετά από αυτό, Βένετσκα, τι νόημα έχει να μάθεις τι ώρα είναι;..

Τι σου έχει απομείνει; Το πρωί – αναστεναγμός, το βράδυ – κλάμα, τη νύχτα – τρίξιμο δοντιών... Και ποιος, ποιος στον κόσμο τούτο νοιάζεται για την καρδιά σου;.. Ποιος;.. Να, μπαίνοντας σε οποιοδήποτε σπίτι στα Πετουσκί, στάσου σε όποιο κατώφλι και ρώτα: «τι σας νοιάζει η καρδιά μου;» θεέ μου...

Έστριψα στη γωνιά και χτύπησα την πρώτη πόρτα που βρέθηκε μπροστά μου.

Πετουσκί. Δακτύλιος Σαντόβογιε

Χτύπησα την πόρτα – και αναρριγώντας απ΄το κρύο, βάλθηκα να περιμένω πότε θα μου ανοίξουν...

«Παράξενο το πόσο ψηλά σπίτια έχουν χτίσει στα Πετουσκί!.. Αν και πάντα αυτό συμβαίνει όταν συνέρχεσαι απ΄μια δύσκολη και πολυήμερη κραιπάλη: οι άνθρωποι φαίνονται απαίσια κακοί, οι δρόμοι – δυσανάλογα φαρδιοί, τα σπίτια – παράξενα μεγάλα... Όλα μεγαλώνουν μετά την κραιπάλη τόσο, όσο πιο τιποτένια και πιο συνηθισμένα φαίνονταν όσην ώρα ήσουν μεθυσμένος... Θυμάσαι το αξίωμα εκείνου του μουστακαλή;»

Χτύπησα ακόμα μια φορά, λίγο πιο δυνατά από πριν:

«Στ΄αλήθεια είναι τόσο δύσκολο να ανοίξεις την πόρτα στον άνθρωπο και να τον αφήσεις να μπει για τρία λεπτά για να ζεσταθεί; Δεν το καταλαβαίνω... Εκείνοι οι σοβαροί δεν το καταλαβαίνουν κι εγώ ο αλαφρόμυαλος δεν πρόκειται να το καταλάβω ποτέ... Μενέ, θεκέλ, φερές [P3] – ήτοι έχεις ζυγιστεί και εβρέθης ελαφρύς, δηλαδή «θεκέλ»... Ας είναι δεν πειράζει...

Μα υπάρχει άραγε ΕΚΕΙ η πλάστιγγα ή όχι – δεν έχει καμιά σημασία – πάνω σε ΚΕΙΝΗ την πλάστιγγα ο αναστεναγμός και το δάκρυ βαραίνουν πιο πολύ απ΄τη λογική και το συμφέρον. Το γνωρίζω καλύτερα απ΄οτιδήποτε που γνωρίζετε εσείς. Έχω ζήσει πολύ, έχω πιει και έχω σκεφτεί πολύ – και ότι λέω το λέω μετά λόγου γνώσεως. Όλα σας τα άστρα που σας καθοδηγούν, τείνουν να δύσουν, και αν τελικά δεν δύσουν, μόλις που θα αχνοφαίνονται.  Άνθρωποι, δε σας ξέρω, δε σας ξέρω καλά, σπανίως σας έδινα σημασία, μα μ΄απασχολεί όλο το θέμα: μ΄απασχολεί πού είναι η ψυχή σας, για να γνωρίζω με σιγουριά αν αρχίζει εκ νέου να λάμπει το άστρο της Βηθλεέμ ή απλώς να αχνοφαίνεται και αυτό είναι το πιο σημαντικό. Επειδή όλα τα υπόλοιπα πλέουν προς τη δύση και αν δεν πλέουν ίσα που αχνοφαίνονται, και αν ακόμα και λάμπουν, δεν αξίζουν ούτε δυο φτυσιές.

Αν Εκεί υπάρχει πλάστιγγα ή δεν υπάρχει – Ε+Κ+ΕΙ, εμείς, οι ελαφρόμυαλοι, θα έχουμε μεγαλύτερο εκτόπισμα και θα τους ξεπεράσουμε όλους. Το πιστεύω περισσότερο απ΄ό,τι πιστεύετε εσείς οτιδήποτε άλλο. Πιστεύω, γνωρίζω και το μαρτυρώ στον κόσμο. Μα γιατί έχουν πλατύνει/φαρδύνει τόσο παράξενα οι δρόμοι στα Πετουσκί;..»

Ξεμάκρυνα απ΄την πόρτα και έριχνα τη βαριά μου ματιά απ΄το ένα σπίτι στο άλλο, από μια είσοδο στην άλλη. Και όσο μια βαριά σκέψη, μια ανομολόγητη σκέψη μαζί με μια υποψία, μια ανομολόγητη υποψία κι αυτή εισχωρούσε μέσα μου, - εγώ όλο προχωρούσα και προχωρούσα και περιεργαζόμουν το κάθε σπίτι και δεν μπορούσα να τα περιεργαστώ καλά: απ΄το κρύο ή από κάτι άλλο τα μάτια μου δάκρυζαν...

«Μην κλαις, Γιεροφέγιεφ, μην κλαις... Γιατί, βρε; Και γιατί τρέμεις τόσο πολύ; Θα΄ναι άραγε απ΄το κρύο ή από κάτι άλλο;.. Μη...»

Αν είχα μονάχα είκοσι γουλιές της «Κουμπάνσκαγια»! Θα μιλούσαν ευθέος στην καρδιά και η καρδιά πάντα ξέρει πώς να πείσει τη λογική ότι είμαι στα Πετουσκί! Μα δεν είχα την «Κουμπάνσκαγια»: έστριψα σε μια πάροδο και πάλι άρχισα να τρέμω και να κλαίω...

Και σ΄αυτό το σημείο άρχισε μια ιστορία πιο άσχημη απ΄όλες που έχω δει στον ύπνο. Σε αυτή την πάροδο καταπάνω μου ερχόταν μια τετράδα... Τους γνώρισα αμέσως, δε θα σας πω ποιοι είναι αυτοί οι τέσσερις... Άρχισα να τρέμω ακόμα πιο πολύ, έχω γίνει ολόκληρος μια μεγάλη κράμπα...

Και κείνοι με πλεύρισαν και με κύκλωσαν. Πώς να σας το εξηγήσω τι σόι φάτσες είχαν οι λεγάμενοι; Μπα όχι, δεν είχαν εγκληματικές φάτσες, μάλλον το αντίστροφο, με στόφα παλιού κλασικού, μα στα μάτια τους και οι τέσσερις – δε θα το ξέρετε; Έχετε πάει ποτέ στην τουαλέτα του σιδηροδρομικού σταθμού στα Πετουσκί;  Θυμάστε άραγε πώς εκεί σε ένα τεράστιο βάθος κάτω από τις στρογγυλές οπές παφλάζει και λαμπυρίζει αυτό το υγρό καφέ χρώματος; - να τέτοια ήταν τα μάτια και των τεσσάρων. Ενώ ο τέταρτος έμοιαζε... Αφήστε το, θα σας πω αργότερα με ποιον έμοιαζε.

-Όπα και σε πιάσαμε, - είπε ο ένας.
-Τι εννοείτε... με πιάσατε; - η φωνή μου έτρεμε πολύ απ΄τη στέρηση  και απ΄το ρίγος. Εκείνοι πίστεψαν πως ήταν απ΄το φόβο.
-Να έτσι, σε πιάσαμε! Δε θα πας πια πουθενά.
-Γιατί;
-Γιατί έτσι.
-Ακούστε... – η φωνή μου κοβόταν, επειδή έτρεμε το κάθε μου νεύρο, και όχι μονάχα η φωνή. Τη νύχτα κανένας δεν μπορεί να έχει αυτοπεποίθηση, εννοώ την κρύα νύχτα. Και ο απόστολος πρόδωσε τον Χριστό, όσο να λαλήσει και ο τρίτος αλέκτορας. Ξέρω γιατί τον πρόδωσε, - επειδή έτρεμε απ΄το κρύο, ναι. Καθόταν να ζεσταθεί δίπλα στη φωτιά μαζί ΤΟΥΣ. Κι εγώ δεν έχω φωτιά, και είμαι μετά από μιας βδομάδας κραιπάλη. Και αν τώρα με δοκίμαζαν, θα ΤΟΝ πρόδιδα ως και εβδομήντα εφτά φορές ή ακόμα παραπάνω...» - ακούστε, - τους είπα, όπως μπορούσα, - αφήστε με... Τι με θέλετε;.. Απλώς δεν μπόρεσα να φτάσω ως την κοπελιά μου... Απλώς αποκοιμήθηκα, μού έκλεψαν το βαλιτσάκι, όσο κοιμόμουν... Δεν είχε κάτι της αξίας, και όμως κρίμα... τα «κυανολούλουδα»...

-Τι σοι κυανολούλουδα; - ρώτησε με κακία ό ένας.
-Οι καραμέλες, καραμέλες «κυανολούλουδα».. Και διακόσια γραμμάρια καρύδια, τα΄χα υποσχεθεί στον μπέμπη επειδή ξέρει καλά ένα γράμμα... Μα αυτά είναι μικροπράγματα... Ας ξημερώσει μονάχα και θα πάω πάλι...Αν και χωρίς λεφτά, χωρίς πεσκέσια, μα δεν πειράζει θα με δεχτούν κι έτσι και μάλιστα δε θα πουν κουβέντα... Αντιθέτως.

Και οι τέσσερις με κοίταζαν κατάματα και οι τέσσερις μάλλον έκαναν την εξής σκέψη: «Πόσο δειλός είναι αυτός ο παλιάνθρωπος και πόσο προβλέψιμος!» Ω, ας τους να το πιστεύουν, αρκεί να μ΄αφήσουν!.. Πού σε ποιες εφημερίδες έχω δει τις φάτσες τους;..

-Πάλι θέλω στα Πετουσκί...
-Δε θα πας στα Πετουσκί.
-Ας.. μην πάω, θέλω στον σταθμό του Κουρσκ!..
-Δε θα δεις κανέναν σταθμό!
-Μα γιατί;..
-Γιατί έτσι!

Ο ένας πήρε φόρα και μου άστραψε μία στο μάγουλο, ο άλλος με τη γροθιά στο πρόσωπο, οι υπόλοιποι δύο έρχονταν καταπάνω μου – δεν καταλάβαινα τίποτα. Κι όμως κρατήθηκα στα πόδια μου και υποχωρούσα σιγά σιγά ενώ και οι τέσσερίς τους σιγά σιγά έρχονταν καταπάνω μου...

«Τρέχα, Βένιτσκα, όπου να΄ναι, το ίδιο κάνει πού!.. Τρέχα στον σταθμό του Κουρσκ! Αριστερά ή δεξιά ή πίσω – ούτως ή άλλως εκεί θα βρεθείς! Τρέχα, Βένετσκα, τρέχα!..»

Έπιασα το κεφάλι μου και βάλθηκα να τρέχω. Εκείνοι με πήραν στο κατόπι...

Πετουσκί. Κρεμλίνο. Μνημείο στους Μίνιν και Ποζάρσκι

«Μπας και είμαι στα Πετουσκί;».. Γιατί έξω δεν υπάρχει κόσμος; Πού έχουν εξαφανιστεί όλοι τους;.. Αν με φτάσουν, θα με σκοτώσουν.. Και ποιον να φωνάξω; Δεν υπάρχει ούτε ένα αναμμένο παράθυρο... Και τα φανάρια έφεγγαν φανταστικά, έφεγγαν ασκαρδαμυκτί...»

«Πάρα πολύ πιθανό να΄ναι Πετουσκί... Να αυτό το κτίριο στο οποίο κατευθύνομαι – δεν είναι άλλο από την κοινωνική υπηρεσία της περιοχής και πίσω του – σκοτάδι... η κοινωνική υπηρεσία των Πετουσκί – και πίσω της ένα έρεβος εις τους αιώνες των αιώνων και η φωλιά για τις πεθαμένες ψυχές... Ω, όχι, όχι!..»

Πετάχτηκα στην πλατεία, στρωμένη με τα βρεγμένα πλακάκια, κοντοστάθηκα για να πάρω μια ανάσα και έριξα μια ματιά τριγύρω:

«Μπα, αυτό δεν είναι Πετουσκί, όχι!.. Αν ΕΚΕΙΝΟΣ – αν ΕΚΕΙΝΟΣ εγκατέλειψε για πάντα τη γη, μα εξακολουθεί να βλέπει τον καθένα από μας, - το ξέρω ότι ΕΚΕΙ+ΝΟΣ δεν μου΄ριξε ούτε μια ματιά... Και αν ΕΚΕΙ+ΝΟΣ ουδέποτε έχει εγκαταλείψει τη γη μου, αν την γύρισε όλη ξυπόλυτος και ρακένδυτος, - ΕΚΕΙΝΟΣ προσπέρασε αυτό το μέρος και το άφησε πίσω του...»

«Μπα, αυτό δεν είναι Πετουσκί! Τα Πετουσκί ΕΚΕΙ+ΝΟΣ δεν τα έχει προσπεράσει. Αντιθέτως όντας κουρασμένος, κοιμόταν εκεί στο φως της φωτιάς κι εγώ σε πολλές ψυχές εκεί πέρα είχα παρατηρήσει τη στάχτη και τον καπνό του καταλύματός του. Η φλόγα δε χρειάζεται, αρκεί να υπάρχει η στάχτη...»

Αυτό δεν είναι Πετουσκί, όχι! Το Κρεμλίνο έλαμπε μπροστά μου με όλη του τη μεγαλοπρέπεια. Και παρ΄όλο που άκουγα πίσω μου το ποδοβολητό της καταδίωξης – πρόλαβα να σκεφτώ: «εγώ που έχω γυρίσει όλη τη Μόσχα οριζόντια και κάθετα, νηφάλιος και μετά το μεθοκόπι, - ποτέ μου δεν έχω δει το Κρεμλίνο, αναζητώντας το, πάντα βρισκόμουν στο σταθμό του Κουρσκ. Και τώρα το΄δα – όταν ο σταθμός του Κουρσκ ήταν ζωτικής σημασίας για μένα!..»

«Aνεξιχνίαστοι αι οδοί σου...»

Το ποδοβολητό όλο και πλησίαζε ενώ εγώ έτσι και δεν μπόρεσα να πάρω ανάσα για να συνεχίσω να τρέχω, το μόνο που κατάφερα είναι να συρθώ ως τα τείχη του Κρεμλίνου και να σωριαστώ... Είχα ξεπαγιάσει και εξαντληθεί απ΄το φόβο – πλέον τίποτα δεν μ΄απασχολούσε...

Εκείνοι πλησίαζαν διασχίζοντας την πλατεία ανά δυάδες και από τις δύο πλευρές. «Τι άνθρωποι ήταν και τι τους έκανα;» - για μένα δεν ετίθετο τέτοιο ερώτημα. «Δε με νοιάζει αν με προσέξουν ή αν δε με προσέξουν – το ίδιο μου κάνει. Χρειάζομαι το ρίγος μου, χρειάζομαι την ξεκούρασή μου, να όλες κι όλες οι επιθυμίες μου... Θεέ μου, απομάκρυνον απ΄εμού το ποτήριον τούτο...»

Και όμως μ΄είδαν. Με πλησίασαν και με κύκλωσαν με βαριές ανάσες. Πάλι καλά που πρόλαβα να σηκωθώ, αλλιώς θα με σκότωναν...

 -Ήθελες να μας ξεφύγεις; Να ξεφύγεις από ΜΑΣ; - ψιθύρισε ένας και με άρπαξε απ΄τα μαλλιά και με όλη του τη δύναμη χτύπησε το κεφάλι μου στο τείχος. Μου φάνηκε ότι έσκασα απ΄τον πόνο, το αίμα κυλούσε στο πρόσωπο και στο σβέρκο... Παραλίγο να πέσω, μα κρατήθηκα... Έπεσε ξύλο.

-Δως του στο υπογάστριο, στο υπογάστριο με την άρβυλα! Ας τον να σφαδάζει!
Θεέ! Τους ξέφυγα και έτρεξα κατεβαίνοντας την πλατεία. «Τρέξε, Βένια, αν μπορέσεις, τρέξε, θα τα καταφέρεις, εκείνοι δεν ξέρουν να τρέχουν!» για δύο δευτερόλεπτα σταμάτησα στο μνημείο – σκούπισα τα αίματα απ΄τα φρύδια, για να δω καλύτερα – πρώτα κοίταξα το Μίνιν, ύστερα τον Ποζάρσκι, ύστερα πάλι τον Μίνιν – πού; Προς τα πού να τρέξω; Κατά πού πέφτει ο σταθμός του Κουρσκ προς τα πού να τρέξω; Δεν είχα χρόνο να σκεφτώ – έτρεξα προς τα κει που κοίταζε ο πρίγκιπας Ντιμίτρι Ποζάρσκι...

Μόσχα - Πετουσκί. Είσοδος μιας άγνωστης πολυκατοικίας

Κι όμως μέχρι την τελευταία στιγμή λογάριαζα να τους ξεφύγω. Και όταν μπήκα στην είσοδο μιας άγνωστης πολυκατοικίας και σύρθηκα μέχρι και το τελευταίο πλατύσκαλο και πάλι σωριάστηκα – ακόμα ήλπιζα... «Ω, δεν πειράζει, δεν πειράζει, η καρδιά μου σε καμιά ώρα θα καλμάρει, το αίμα θα ξεπλυθεί, μείνε ξαπλωμένος, Βένιτσκα, μείνε ξαπλωμένος ως το χάραμα και μετά τράβα στον σταθμό του Κουρσκ και ... Μην τρέμεις έτσι, αφού σου λέω μη...»

Η καρδιά χτυπούσε τόσο, που δεν με άφηνε να ακούσω τι γίνεται κάτω, κι όμως κατάφερα ν΄ακούσω: η πόρτα της πολυκατοικίας σιγά σιγά άνοιξε και δεν έκλεινε για πέντε δευτερόλεπτα περίπου...

Τρέμοντας σύγκορμα είπα στον εαυτό μου: «ταλιθά κούμι», δηλ. Σήκω και ετοιμάσου για το τέλος... Αυτό δεν είναι πια το «ταλιθά κούμι», μα προαισθάνομαι ότι πρόκειται για το «ΛΑΜΑ ΣΑΒΑΧΘΑΝΙ», όπως είπε ο σωτήρας... Τουτέστι: δια τι με εγκατέλιπες;» Γιατί όμως, θεέ, με άφησες;

Ο θεός σώπαινε.

Άγγελοι των ουρανών, εκείνοι ανεβαίνουν! Τι να κάνω;  Τι να κάνω για να μην πεθάνω; Άγγελοι!..

Και οι άγγελοι γέλασαν. Ξέρετε πώς γελάνε οι άγγελοι; Αυτά τα ανάξια κτήνη, τώρα ξέρω να σας πω πώς γέλασαν εκείνοι; Κάποτε πολύ παλιά  στη Λόμπνα, στον σιδηροδρομικό σταθμό το τρένο διαμέλισε έναν άνθρωπο και τον διαμέλισε με έναν αδιανόητο τρόπο: όλο το κάτω μέρος του πολτοποιήθηκε και διασκορπίστηκε στις ράγες ενώ το πάνω μέρος απ΄τη μέση και πάνω έμεινε λες κι ήταν ζωντανό και στεκόταν πάνω στις ράγες όπως στέκονται πάνω στις βάσεις οι προτομές κάποιων παλιανθρώπων. Το τρένο πέρασε, και κείνος, αυτό το μισάδι, έτσι και έμεινε να στέκεται και πάνω στο πρόσωπό του ήταν ζωγραφισμένος ένας προβληματισμός και το στόμα του ήταν μισάνοιχτο. Πολλοί δεν μπορούσαν να το αντικρίσουν, γύριζαν απ΄την άλλη, έχοντας χλομιάσει απ΄το φόβο του θανάτου που φώλιαζε στις καρδιές τους. Ενώ κάτι πιτσιρίκια, τρία ή τέσσερα, έτρεξαν προς το μέρος του μάζεψαν κάπου από κάτω ένα αποτσίγαρο που κάπνιζε ακόμα και το΄βαλαν στο μισάνοιχτο στόμα του πεθαμένου. Και το αποτσίγαρο όλο κάπνιζε και κάπνιζε, και τα παιδιά χοροπηδούσαν τριγύρω και γελούσαν με αυτή τη σκανδαλιά...

Έτσι και τώρα οι ουράνιοι άγγελοι γελούσαν με μένα. Εκείνοι γελούσαν και ο θεός σιωπούσε... Και αυτούς τους τέσσερις ήδη τους έβλεπα – ΕΚΕΙΝΟΙ ανέβαιναν απ΄τον τελευταίο όροφο... Και όταν τους είδα, πιο πολύ και από κάθε φόβο (λόγο της τιμής, πιο πολύ) ήταν η έκπληξη που δοκίμασα: και οι τέσσερις ανέβαιναν ξυπόλυτοι κρατώντας τα υποδήματά τους στα χέρια – τι τους χρειαζόταν όλο αυτό; Για να μην κάνουν φασαρία μες στο κλιμακοστάσιο; Ή για να με πλησιάσουν αθόρυβα; Δεν ξέρω, μα αυτό ήταν το τελευταίο που θυμόμουν. Δηλαδή αυτήν την απορία.

Εκείνοι χωρίς να κοντανασάνουν απ΄το τελευταίο σκαλοπάτι όρμησαν να με πνίξουν ταυτόχρονα με πέντε έξι χέρια και εγώ όπως όπως ξεγάντζωνα τα χέρια τους και προστάτευα το λαρύγγι μου όπως μπορούσα. Και εδώ συνέβησαν όλα τα υπόλοιπα: ένας απ΄αυτούς, με το πιο βλοσυρό και κλασσικό προφίλ, έβγαλε απ΄την τσέπη του ένα σουβλί με ξύλινο στειλιάρι, ίσως και να μην ήταν σουβλί, μα ένα κατσαβίδι ή κάτι άλλο – δεν το ξέρω. Και κείνος διέταξε τους υπόλοιπους να κρατάνε τα χέρια μου, και όπως και αν προσπαθούσα να προφυλαχτώ, με καθήλωσαν στο πάτωμα σε κατάσταση παραφροσύνης...

-Γιατί; -γιατί;.. Γιατί – γιατί – γιατί;.. – μουρμούρισα.

ΜΟΥ ΕΜΠΗΞΑΝ ΤΟ ΣΟΥΒΛΙ ΜΕΣ ΣΤΟ ΛΑΡΥΓΓΙ...

Δεν φανταζόμουν ότι υπάρχει τέτοιος πόνος στον κόσμο και σφάδαζα απ΄το μαρτύριο, ένα παχύ κόκκινο γράμμα «ю» απλώθηκε μπροστά στα μάτια μου και άρχισε να τρέμει. Έκτοτε δεν ανέκτησα τις αισθήσεις μου και δεν πρόκειται ποτέ πια να τις ανακτήσω.




 Σχόλια: 








 [P1]Ο εναρκτήριος στίχος από το ποίημα του Ε. Μπαρατίνσκι «Ο τελευταίος θάνατος», 1827


 [P3]Δανιήλ 5:26,27,28
26 Αυτή είναι η ερμηνεία του πράγματος: Μενέ, εμέτρησεν ο Θεός την βασιλείαν σου και ετέλείωσεν αυτήν
27 Θεκέλ, εζυγίσθης εν τη πλάστιγγι και ευρέθης ελλιπής
28 Φερές, διηρέθη η βασιλεία σου και εδοθη εις τους Μήδους και Πέρσας. 





 [Θ1]Παραλλαγμένος στίχος απ΄το γράμμα της Τατιἀνας προς τον Ονέγκιν από το έμμετρο μυθιστόρημα του Αλεξάντρ Πούσκιν "Ευγένιος Ονέγκιν" σε μτφρ. της Αγγελάκη-Ρουκ.

"Η εξαίσιά σου ματιά με τυραννούσε
Κι η φωνή σου μες στην ψυχή μου αντηχούσε."


 [Θ2]Φραση παρμένη από το τρίτο στη σειρά αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα του Μαξίμ Γκόρκι με τίτλο:"Τα πανεπιστήμιά μου".


 [Θ3]Ηράκλειτος, 115: ψυχῆς ἐστι λόγος ἑωυτὸν αὔξων.


 [Θ4]διάσημη ογκοδέστατη εγκυκλοπαίδεια


 [Θ5]Τίτλος μυθιστορήματος του Μαρτί Λαρνί


 [Θ6]Παρωδεί τις κλισέ φράσεις των πολιτικών που μιλούσαν για την ολοκληρωτική και τελεσίδικη νίκη του σοσιαλισμού στις ΕΣΣΔ.


 [Θ7]Κομβικό σημείο της νουβέλας γιατί ο Βένια πάνω στην παραζάλη του μπερδεύει τον συρμό και επιβιβάζεται σ΄αυτό που κινείται αντίστροφα και έχει για ροορισμό τη Μόσχα. - Επιστροφή στην Κόλαση.


 [Θ8]Υπαινίσσονται οι γνωστές " θέσεις του Απρίλη"  του Λένιν που είχαν να κάνουν με την προετοιμασία και την καθοδήγηση της επανάστασης στη Ρωσία.


 [Θ9]Ή αλλιώς τζιν που εισαγόταν στην ΕΣΣΔ από την Ουγγαρία.


 [Θ10]Αναφορά στο δράμα του Πούσκιν " Μότσαρτ και Σαλιέρι"


 [Θ11]Ρωσίδα επαναστάτρια


 [Θ12]Ρωσίδα επαναστάτρια


 [Θ13]Ο εν λόγω πολιτικός ήταν φαλακρός




 [Θ15]παιγνιώδης μουσική σύνθεση του Ρίμσκι-Κόρσακοφ.









 [Θ3]Φημολογείτο ότι υπήρξε ερωμένη του Λένιν.


 [Θ4]Ιστορικό γεγονός -Η εξέγερση των Στρελέτς το 1682.


 [Θ5]Το 1857 ο Γκέρτσεν άρχισε να εκδίδει μια επαναστατική εφημερίδα με τίτλο"Κόλοκολ /Καμπάνα" η οποία εισάγονταν παράνομα στη Ρωσία με σκοπό την αφύπνιση της σκεφτόμενης Ρωσίας.


 [Θ6]Ένας υπαινιγμός στις μακροπεριόδους του Τολστόι




 [u1]Είδος βότκας αρωματισμένης με πικρή γεύση ενός αγριόχορτου που αποτελεί την προσφιλή τροφή των βισώνων.Αποτέλεσμα εικόνας για Зубровка этикетка



 [u2]Είδος βότκας αρωματισμένης με κορίανδρο / κόλιανδρο
Αποτέλεσμα εικόνας για кориандровая водка



 [u3]Ελαφρύς λευκός επιτραπέζιος οίνος
Αποτέλεσμα εικόνας για альб де десерт


 [u4]Είδος βότκας με πικρή επίγευση από διάφορα καρυκεύματα (άρκευθος, χρένο, σπόροι άνηθου και κόκκοι μαυροπίπερου
Αποτέλεσμα εικόνας για охотничья водка советская


 [u5]Παρωδεί την εναρκτήρια φράση από την Άννα Καρένινα του Τολστόι.


 [u6]Ένας στίχος από την άρια της όπερας ¨Φάουστ» του Σ. Γκουνό


 [u7]Μαγειρεμένο μαστάρι αγελάδας


 [Θ8]ο συγγραφέας έχει πεθάνει απ΄το καρκίνο του λάρυγγα.


 [Θ9] Αναφορά στους  Α.Γκερτσεν και Ν. Ογκαριόφ που στη νεαρά τους ηλικία έδωσαν όρκο σε αυτούς του λόφους  να αφιερώσουν τη ζωή τους στον αγώνα για την ελευθερία.


 [Θ10]Στη  φιλοσοφία η διάκριση σε φαινόμενα και νοούμενα


 [Θ11]Φιλοσοφική κατηγορία


 [Θ12]Παραγωγικοί στόχοι που δεσμεύονταν να εκπληρώσουν ανά τακτά διαστήματα οι εργαζόμενοι όποιας παραγωγικής μονάδας στο πλαίσιο σοσιαλιστικής οικονομίας. Η έγκαιρη εκπλήρωση αυτών των δεσμεύσεων επιβραβεύονταν με πριμ.


 [Θ13]Στο πρωτότυπο αναφέρεται ένας τρόπος σπουδών στην πρώην ΕΣΣΔ που ήταν ειδικά σχεδιασμένος για τους εργαζόμενους φοιτητές και δεν απαιτούσε την καθημερινή τους παρουσία. Τα ανακεφαλαιωτικά, εντατικά μαθήματα γίνονταν ένα μήνα πριν την εξεταστική και για το σκοπό αυτό οι φοιτητές αντίστοιχων τμημάτων δικαιούνταν την  ακαδημαϊκή άδεια.


 [Θ14]Κατά Ματθαίο 6:25-32


 [Θ15]Μια πάγια τακτική των αλκοολικών να ζητάνε κάποια χρήματα προκειμένου να εξασφαλίσουν το αλκοόλ της επόμενης μέρας.


 [Θ16]Η περίφημη φράση του Λένιν με την οποία περιγράφει τον βασικό νόμο της επανάστασης.




 [Θ18]Πίνακας ζωγραφικής που παριστάνει μια νεαρά κυρία στο πένθος.

Картина «Неутешное горе», Крамской — описание


 [Θ19]Άσμα Σολομώντος , Άσμα Ασμάτων 6 [3]- Παλαιά Διαθήκη




 [Θ21]6η στροφή από ένα εκτενές ποίημα της Μίρρα Λοχβίτσκαγια , μιας ποιήτριας του αργυρού αιώνα της ρωσικής ποίησης.  με τίτλο Όνειρο (1904)








 [Θ25]18.26 
Μια μικρή κωμόπολη βόρεια της Μόσχας όπου το 1969 ο Βενέδικτος Γιεροφέγιεφ εργαζόταν ως μέλος ενός συνεργείου τοποθέτησης καλωδίων.







 [Θ28]Ένα βάμμα με βαλσαμόχορτο.
Σχετική εικόνα


 [Θ29]Βλ. το σχόλιο 5.
Αποτέλεσμα εικόνας για охотничья водка советская






















 [Θ40]Ο στίχος ανήκει στον ποιητή Αλεξάντρ Μπλοκ


 [Θ41]¨ορος που εισήγαγε ο Πυθαγόρας

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο