Ποίηση του Σεργκέι Γεσένιν

Σεργκέι Γεσένιν, μτφρ.- απόδοση Ranele

Λούζομαι στο απερίγραπτα κυανό τ΄ουρανού…
Κόπασαν οι μπόρες, ο τόπος μου πια γαληνεύει.
Η ψυχή μου – κάμπος απέραντος του θεού -
ρόδα και μέλι ν΄ανασάνει γυρεύει.

Σύχασα πια. Με πήραν τα χρόνια.
Μπα, δεν εξορκίζω τα περασμένα.
Σάμπως μια τρόικα με άλογα νια
όλον τον τόπο διατρέξαν αφηνιασμένα.

Σάρωσαν, τσαλαπάτησαν τα σπαρτά.
Και ως δια μαγείας γινήκαν μπουχός.
Και να΄μαι μες στου δάσους την ερημιά
όπου ακούγεται ο κάθε αχός.

Μια καμπανούλα, μια ηχώ μακρινή -
όλα ήρεμα τα ρουφάει το στέρνο μου πια.
Στάσου, ψυχούλα, έχουμε κουραστεί
δρόμο ανοίγοντας μπόδιο γεμάτο και βιά.

Ας στοχαστούμε, όσα στη χώρα γενήκανε
όσο επιδιδόμαστε στο ξέφρενο τρέξιμο.
Και ας συγχωρέσουμε αν πληγωθήκαμε
απ΄ άλλους ή απ΄το δικό μας το φταίξιμο.

Δέχομαι όσα ήταν και όσα δεν ήταν μες στη ζωή,
είναι κρίμα κανείς στα τριάντα ν΄αντιληφθεί
ότι τη νιότη του την εχαράμισε αβλεπεί,
αποχαυνωμένος στης ταβέρνας ντουμάνι

Μα ένα νιο πλατανάκι προτού δώσει καρπό
στον κάμπο λυγάει σαν μια καλαμιά λυγερή…
Πάνε τα νιάτα, ανήσυχα νιάτα, αχ, τι να πω!
Πάει και η χρυσόμαλλη μπουνταλοκεφαλή!

(1925)







«Στο σκύλο του Κατσάλοφ», Σεργκέι Γεσένιν, μτφρ.-απόδοση  Ριζίκοβα - Ranele

Τζιμ, δώσ΄μου το πόδι σου για γούρι,
Τέτοιο πόδι δεν έχω δει από γεννησιμιού,
Ας σκούξουμε μαζί κοιτώντας το φεγγάρι,
Ταράζοντας την ησυχία του καιρού.
Τζιμ, δώς΄μου το πόδι σου για γούρι,

Φίλε, μην με γλείφεις να χαρείς.
Σ΄ικετεύ, κατάλαβε το πιο απλό.
Αφού δεν ξέρεις τι πάει να πει να ζεις,
Δεν ξέρεις ότι το να ζεις είναι ένα μεγαλειό.

Έχεις καλό και διάσημο αφεντικό εσύ,
Καλεί στο σπίτι κόσμο και κοσμάκι,
Και ο καθένας χαμογελώντας προσπαθεί
Να σου χαϊδέψει το απαλό κορμάκι.

Έχεις μια διαβολική σκυλίσια ομορφιά,
Με τόσο πρόσχαρη χαριτωμενιά.
Και δίχως να ζητάς καθόλου άδεια,
Σαν μεθυσμένος φίλος αποσπάς φιλιά.

Ω, φίλε, Τζιμ, οι καλεσμένοι,
Λογής λογής διασκέδαζαν εδώ.
Μα εκείνη η αμίλητη, η πιο θλιμμένη
Μπας και εκείνη έχει περάσει από΄δω;

Θα΄ρθεί, σου δίνω λόγο της τιμής.
Και συ χωρίς εμένα μαζί της παίξε,
Φίλα για μένα τρυφερά το χέρι της
Για όσα έχω ή δεν έχω φταίξει.


  
«Ουράνιος τυμπανιστής», Σεργκέι Γεσένιν, μτφρ. – απόδοση Ριζίκοβα - Ranele

Στον Λ.Ι. Σταρκ

1

Βρε, δουλικά και σκλάβοι!
Ριζωμένοι με τις μπροστούρες σας στη γη.
Απόψε το φεγγάρι πάει
Το΄πιανε τα άλογα από του πηγαδιού γυαλί.

Φυλλορροούν τα πεφταστέρια
Πέφτουν στα ποτάμια καταγής 
Ζήτω η επανάσταση
Εν ουρανοίς και επί της γης!

Ρίχνουμε ψυχές που σκάν΄ σαν βόμβες,
Σπέρνουμε σφυρίγματα που παγώνουν ψυχές.
Κάτω της εκκλησιάς τα σαλιαρίσματα
Μιας και η Ωραία Πύλη μας είναι κοντά!

Σιγά μη φοβηθούμε τους πολεμάρχους 
Της λευκής αγέλης γοριλλών!
Καβάλα σαν αστραπή ορμάει
Στη νέα όχθη ο κόσμος ημών.

2

Και αν αυτός ο ήλιος
Συνωμοτεί με κείνους,
Όλοι μαζί με ξιφολόγχες
Θα τον σηκώσουμε ψηλά.

Και αν αυτό το φεγγάρι
Φλερτάρει με τη δύναμη του σκότους,-
Όλοι μαζί με πέτρες
Θα το χτυπήσουμε να πέσει χαμηλά.

Θα διαλύσουμε τη συννεφιά
Θα πάρουμε τους δρόμους και δρομάκια
Τη γη μια καμπανούλα ηχηρά
Θα την κρεμάσουμε στου ουρανού τη δοξαριά   

Κουδούνα μας λοιπόν,
Μητέρα-γη υγρή,
Για τα χωράφια και τα λαγκάδια
Της κυανοχώρας ποθητή.

3

Στρατιώτες, στρατιώτες, στρατιώτες –
Μια αστράπτουσα μάστιγα μες στη δίνη
Όποιος θέλει τη λευτεριά και την αδελφοσύνη, 
Δε λογαριάζει τη θανή.

Μπρος σμίξτε σε ένα τείχος, σε μια γροθιά,
Όποιος δε γουστάρει την καταχνιά,
Εκείνος τον ήλιο με το χέρι του τραχύ
Θα κόψει για ένα τύμπανο χρυσαφί.

Σαν τον κόψει, ντελάλης θα χυθεί στους δρόμους
διαλύοντας την καταχνιά των στάσιμων λιμνών –
Ενάντια στις σκιές των εκκλησιών και φυλακών,
Ενάντια στη λευκή αγέλη γοριλλών.

Ο Καλμούκος και ο Τάταρος στο κάλεσμα εκείνο
Θα οραματιστούν της επαγγελίας την πολιτεία,
Και την μαυρίλα του ουρανού,
θα πυρπολήσουν με των γελάδων τις ουρές.

4

Πίστη, η νίκη είναι μες στις καρδιές!
Γοργά η νέα όχθη ζυγώνει.
Ήδη το κύμα με άσπρες νυχιές
Την άμμο χρυσαφιά αυλακώνει.

Γοργά, πολύ γοργά  το τελευταίο κύμα
Θα σπάσει σε μυριάδες στάλες φεγγαριών.
Και η καρδιά σαν μια λαμπάδα
Θα φωτίσει το Πάσχα κομμούνων και μαζών.

Σαν μια στρατιά, στρατιά ηλιοκαμένη
Μπρος τον κόσμο να ενώσουμε ολονών.
Καθώς προχωράμε, σαν χιονόσκονη λιώνει
Το άσπρο σύννεφο των γοριλλών.

Καθώς βαδίζουμε, πέρα από το δάσος,
Μέσα από την ομίχλη και την καταχνιά
Ο δικός μας τυμπανιστής ουράνιος
ταμπούρλο-ήλιο βαράει ρυθμικά.

1918


Ινόνια / Αλλονία  του Σεργκέι Γεσένιν σε μτφρ. –απόδοση της Ριζίκοβα - Ranele

(Ινόνια – ένας συμβολικός τόπος ευτυχισμένης αγροτικής ζωής / ουτοπία / Αλλονία)

Στον προφήτη Ιερεμία

1

Δε με τρομάζει η θανή,
Μήτε οι λόγχες, μήτε σαϊτών βροχή,
Τάδε στη Βίβλο έφη
Ο προφήτης Σεργκέι Γεσένιν.

Έφτασε του χρόνου το πλήρωμα
Δεν με τρομάζει του καμτσικιού το σφύριγμα
Τη σάρκα, του Χριστού το σώμα,
Ξερνάω κομματάκι κομματάκι από το στόμα.

Δεν στέργω να λάβω τη σωτηρία
Μέσα από τα βάσανα και το σταυρό:
Έχω συλλάβει μιαν άλλη διδασκαλία      
Για τ΄αστέρια που τρυπούν τον αιώνιο ουρανό.

Έχω οραματιστεί μιαν άλλην Παρουσία –
Όπου δεν θριαμβεύει η θανή και η ψευτιά
Σαν ένα πρόβατο απ΄το μιασμένο το μαλλί,
Θα το κουρέψω το γαλανό στερέωμα γουλί.

Θα αρπάξω το φεγγάρι με τα χέρια,
Σαν καρυδότσουφλο με δόντια θα το σπάσω.
Δε γουστάρω το ουράνιο θόλο δίχως σκαλοπάτια,
Και να πέφτει το χιόνι δε γουστάρω.

Δε γουστάρω να σκυθρωπιάζει
Καθρεπτιζόμενη στις λίμνες της αυγής η θωριά.   
Σήμερα που εγώ σαν την κλώσα αυγάτισα,
Τα ολόχρυσα λόγια, λόγια-αυγά.

Σήμερα εγώ με το χέρι μου το σφριγηλό
Είμαι έτοιμος να φέρω τούμπα τον κόσμο ολάκερο …
Σήμερα που φύτρωσαν σαν κεραυνοί και θύελλες
Από τους ώμους μου φτερούγες οκτάδυμες. 

2

Πάνω από τη Ρούσια αλυχτούν οι καμπάνες–
Ιδού τα τείχη του Κρεμλίνου στενάζουνε.
Νυν και αεί στων άστρων τις λόγχες
Σε σηκώνω ψηλά, ω κόσμε!

Θα  σιμώσω την αόρατη πολιτεία,
Θα δαγκάσω το γαλακτερό της πέπλο.
Στο θεό τον ίδιο θα μαδήσω τα γένια
Με τα δόντια σφιγμένα σε χαμόγελο.

Θα τον αδράξω από τη χαίτη του ψαρή
Και του ειπώ με της αντάρας τη φωνή:
Θα σε κάνω αλλιώτικο, Κύριε θεέ,
Για να θεριεύσει η σπορά των λόγων μου, μωρέ!

Καταριέμαι την ανάσα της πολιτείας μυστικής 
Μαζί με τις στράτες και τις χαράδρες της.
Γουστάρω πάνω στο χείλος του γκρεμού
Μια άλλην πολιτεία να φτιάξουμε ομού.

Με τη γλώσσα θα γλείψω από τις αγιογραφίες
Τα προσώπατα αγίων και οσίων μαρτύρων.
Σας υπόσχομαι την πολιτεία της Αλλονίας
Όπου διαφεντεύει η θεότης των θνητών σωτήρων.

Στέναξε και κλάψε, Μοσχοβία!
Υποδεχτείτε έναν άλλον Ιερεμία. (Ινδικοπλεύστη)
Το παμπάλαιο ψαλτήρι των προσευχών
Θα μαδήσω με το ράμφος των λόγων εμών.

Θα μάθω το λαό σου να μην ελπίζει σε κανένα,
Θα του χαρίσω τη δύναμη και την πίστη,
Ώστε με το αλέτρι τις χαραυγές
Τη μαύρη νύχτα να οργώνει με τον ήλιο παρέα.

Ώστε το χωράφι των λόγων του
Να γεμίσει με θημωνιές-κυψέλες
Ώστε ο σπόρος κάτω από το στερέωμα
Να χρυσίσει το σκοτάδι σαν τις μέλισσες.

Καταριέμαι, Ράντονεζ, εσένανε,
Τις πτέρνες σου και όλα τα αχνάρια σου!
Εσύ που το απόθεμα του φλογερού χρυσού
Τ΄αφράτευες ανοίγοντας αυλάκια του νερού.

Το σμάρι σου από τα νέφη που αλυχτά,
Σάμπως αγέλη αιμοβόρων λύκων,
Όλους τους βοώντας και τολμώντας δά
Διαπέρασε με την αιχμή των κυνοδόντων.

Ο ήλιος σου με τα νύχια του γαμψά
Σαν μάχαιρα τρυπούσε τις ψυχές
Στης Βαβυλωνίας όχθες πλαντάζαμε στο κλάμα,
Καθώς βρεχόμασταν απ΄τις αιμάτινες βροχές.

Ήρθε η ώρα να μουγκρίσω με τη φωνή βοδιού
Κραυγάζω λοιπόν, ξεβρακώνοντας το Χριστό:
Να νίψετε τα χέρια σας και να λουστείτε 
Απ΄ το λεβέτι του δεύτερου φεγγαριού.

Σας λέω – όλοι σας θα γευτείτε τη μοίρα του χαμού,
Όλους σας θα σας πνίξει της πίστης η μούχλα.
Αλλιώτικα πάνω από το φρύδι του γκρεμού
Φούσκωσε ο νέος θεός σαν μια αόρατη γελάδα.

Του κάκου στα σπήλαια κρύβονται
Όσοι δεν αντέχουν στο μούγκρισμα αυτό.
Θέλουν δε θέλουν - προαναγγέλλει τον ερχομό
Άλλου ήλιου μες στο ρούσικο νοικοκυριό.

Θέλουν δε θέλουν – θα λιώσει με τον ερχομό του,
Τα δεσμά που φυλάκιζαν τον ποταμό.
Και τα μαλαματένια κέρατά του
Θα λευτερώσουν τον παγκόσμιο αναβρασμό.

Ένας νέος θα βρεθεί αγιογράφος (ο Ολύμπιος)  
Το νέο του πρόσωπο να αποθανατίσει.
Σας λέω λοιπόν – τον αέρα θα ρουφήξω όλον
Και τη γλώσσα μου θα βγάλω ωσάν την ουρά του κομήτη.

Ίσαμε την Αίγυπτο θα στυλώσω τα ποδάρια μου,
Θα σας ξεπεταλώσω απ΄ όλα τα βάσανα…
Και στους δύο πόλους χιονοσκέπαστους
Θα μπήξω τα χέρια μου σαν γάντζους.

Θα πατήσω με το γόνατό μου τον ισημερινό
Μες στις μπόρες και του στροβίλου τη βοή,
Σαν ένα κουλούρι λαχταριστό
Στα δυο θα σπάσω τη μητέρα-γη.

Μες στη ρωγμή που τη σκιάζει η άβυσσος,
Θα χώσω σαν μια ηλιαχτίδα,
Ώστε τον πάταγο να ακούσει ο κόσμος,
Την γκλάβα μου, την αστερόμαλλη λαμπίδα.

Και οι τέσσερις ήλιοι μες από τα νέφη θεοσκότεινα,
Σάμπως βαρέλια που κατρακυλούν από ψηλά   
Σκορπίζοντας στο διάβα τα ολόχρυσα τσέρκια
θα αναστατώσουν όλο τον κόσμο για τα καλά.

3

Τα λέω σε σένα, Αμερική,
Σπασμένο κομμάτι γης,-
Φοβού μες στην θάλασσα άθεη
Να αμολάς σιδερένια σκάφη!

Μην καρφώνεις με τα χέρια γαλάζια
Μες στο κενό το ουράνιο στερέωμα:
Δε φτιάχνονται με σιδερένια καρφιά
Τα αστέρια που λάμπουν μακριά.

Δε θάβεται η φλόγα της ζύμωσης
Κάτω από τη λάβα του ατσαλιού.
Της καινούριας ανάστασης
Θα αφήσω τα ίχνη μου παντού.

Θα κρεμάσω από τα σύννεφα τις πτέρνες,
Θα τρυπήσω τα νέφη με τις οπλές σαν της άλκης
Τον ήλιο και το φεγγάρι σαν τις ρόδες
Θα φορέσω στον άξονα της γης.

Σου λέω – μην ψάλλεις δοξολογίες
Στις συρμάτινες σου ακτίνες.
Δε πρόκειται να φωτίσουν την έλευση
Του αμνού που κατεβαίνει επί της γης!

Θα σου βρεθεί ακόμα ένας τοξευτής
Στο στέρνο του να στείλει ένα βέλος.
Σάμπως μια φλόγα από τα λευκά μαλλιά
Θα ξεπηδήσει αίμα μες στην καταχνιά.

Σαν βροχή αστεριών οι χρυσές του οπλές
Θα κυλήσουν οργώνοντας το σκοτάδι της νύχτας.
Και ξανά θα φανούν σαν βελόνες βροχής
Πάνω από την μαύρη κάλτσα της νύχτας.

Και τότε θα βροντήξω με τους τροχούς
Του ήλιου και του φεγγαριού
Σαν πυρκαγιά σκορπίζοντας βοστρύχους
Καλύπτοντας το πρόσωπο με ίσκιο του φτερού.

Από τ΄αυτιά θα τραβήξω τα όρη,
θα ξεριζώσω τα χορτάρια από τη γη.
Με την παλάμη θα σαρώσω σαν τη σκόνη
Όλους τους φράχτες και τα σιδεροπάλουκα μαζί.

Θα οργώσω τα μαύρα μάγουλα
των χωραφιών σου με το νέο μου άροτρο
Θα πετάξει ωσάν χρυσαφένιο πουλί
η σοδειά πάνω από τη χώρα σου μακρινή.

Το καινούριο θα χαρίσει στον κόσμο
Των φτερών όλο στάχυα κουδούνισμα
Και σαν βέργες χρυσές θα απλώσει
Ο Ήλιος τις ακτίνες του σ΄όλον τον κόσμο.

Θα φυτρώσουν τα καινούρια πεύκα
Στις απαλάμες των χωραφιών.
Και σαν σκίουρος η χαρούμενη άνοιξη
Θα πηδά στα κλαδιά ημερών.

Θα φανούν τα γαλάζια ποτάμια
Τρυπώντας τους όγκους των βουνών              
Και η αυγή χαμηλώνοντας τα μάτια
Μέσα ΄κει θα αλιεύει ιχθύς των ουρανών.

Σου λέω – θα΄ρθουν οι καιροί,
Θα σωπάσουν τα χείλη των βροντών
Τότε θα τρυπήσουν το γαλάζιο καύκαλο
Τα στάχυα των δικών σου σπαρτών.

Και από την σκάλα αθέατη του κόσμου αυτού
Αντιλαλώντας στους κάμπους ηχηρώς
Έχοντας ραμφίσει το τσόφλι του φεγγαριού
Θα πετάξει λαλώντας ο χρυσός πετεινός.

4

Πάνω στα σύννεφα λες κι είναι σπαρτά
Βαδίζω με τα πόδια μου ψηλά.
Ακούω την γαλάζια καταιγίδα να τραγουδά
Και την ακτινοβολία των αστέρων να σφυρά.

Καθρεφτίζομαι στα νερά                  
Των μακρινών γαλάζιων λιμνών
Σε βλέπω, Αλλονία, από ψηλά
Με τα χρυσά σκουφιά βουνών.

Βλέπω τα χωράφια και τα καλύβια,
Στο κατώφλι τη γριούλα μαμά
Που με δάχτυλα θέ να πιάσει
Την τελευταία ακτίνα που ξεγλιστρά

Θα τη μαγκώσει στο παραθύρι σιμά
Θα την αρπάξει στην καμπούρα της ψηλά,-
Μα ο ήλιος σαν μια γατούλα πονηριά
Θα το τραβήξει σαν το νήμα κουβαριού κοντά.

Και μαζί με τον ψίθυρο του ρυακιού,
Στης όχθης τον ποδόγυρο μαζί με την ηχώ 
Σαν σταλαγματιές του αόρατου κεριού
Σταλάζει το τραγούδι από το βουνό:

«Δόξα τω υψίστω, τω θεώ,
Και ειρήνη ημίν!
Η Σελήνη με το κέρας γαλανό
Σύννεφα ετρύπησε αμήν.

Κάποιος κλώσησε τη χήνα
Από τ΄αυγο του αστεριού-
Να ραμφίσει το κάθε βήμα
Του φωτεινού Χριστού.

Κάποιος με τη νέα δόξα,
Δίχως σταυρούς και βάσανα
Τέντωσε το ουράνιο τόξο
Στον ουρανό, ωσαννά!

Χαίρε, ω Σιών,
Ρίχνε άπλετο φως!
Καινούρια ημών
Ωρίμασε η Ναζαρέτ.

Καινούριος καβάλα στο φαρί 
Ζυγώνει ο Σωτήρας ημών.
Η πίστη βρίσκεται στην ισχύ.
Είναι μέσα μας η αλήθεια ημών.

1918

Σεργκέι Γεσένιν, μτφρ.-απόδοση Ranele

Τον εαυτό μου να ξεγελάω; – δεν το κάνω,
Δεν το κρύβω έχω μια καρδιά παραπονιάρη
Άραγε γιατί με ανεβάζουν τσαρλατάνο;
Άραγε γιατί με κατεβάζουν σκανδαλιάρη;

Δεν είμαι κανένας κακούργος ή ληστής,
Ούτε κανένας αιμοβόρος εκτελεστής,
Είμαι μονάχα ένας άκακος αλανιάρης
Ένας χαμογελαστός, αθώος περπατιάρης

Είμαι ένας αλητάμπουρας Μοσχοβίτης.
Στο Τβερσκόι, σε όλον αυτόν τον μαχαλά
Στα σοκάκια ο κάθε αργόσχολος κοπρίτης
Γνωρίζει τα βήματά μου τα ελαφρά.

Και το κάθε ψωριάρικο ταλαίπωρο αλογάκι       
Σαν δει εμένα, κουνάει χαρωπά την κεφαλή του. 
Για κάθε ζωντανό έχω γίνει ένα ντόμπρο φιλαράκι,
Και οι στίχοι μου γιατρεύουν την ψυχή του.

Το ημίψηλο δεν το φορώ για χάρη μιας γυναίκας –
Μες στο ανόητο πάθος δεν έχει βόλη η καρδιά,-
Μα είναι σκεύος βολικό να βρεις παρηγοριά
Ταΐζοντας καμιά φοράδα τη βρώμη χρυσαφιά.

Μα δεν έχω πια φιλίες με τον όμοιό μου,
Πλέον στο βασίλειο των ζωντανών ανήκω ΄γώ.
Ζητώ το λαιμουδάκι του κάθε αδέσποτου σκυλάκου
Με την ομορφότερη γραβάτα μου να περιποιηθώ.

Και τώρα δε πρόκειται να χολοσκάω πια καθόλου.
Έχουν φύγει από την καρδιά μου όλα μου τα βάρη.         .
Για αυτά εδώ απέκτησα τη φήμη του τσαρλατάνου,
Για αυτά εδώ απέκτησα τη φήμη του σκανδαλιάρη.



Σαρανταλείτουργο, Σεργκέι Γεσένιν, μτφρ.- απόδοση Ριζίκοβα - Ranele

Στον Α. Μαριενγκόφ

1

Το πένθιμο κόρνο καλεί τους ανθρώπους!
Πώς να πράξουμε, τι να φτιάξουμε τώρα
Τους λασπωμένους παίρνοντας δρόμους;

Εσείς που θαυμάζετε το τραγούδι των ψύλλων,
Τι δεν γλείφετε ενός μουνούχου τα αχαμνά;

Φτάνει να το παίζετε πράοι
Στέργεις, δε στέργεις μόνο πάρε και τράβα.
Γουστάρω όταν έρχεται η νύχτα και γελάει
Και στους παχιούς σας πισινούς βαράει
με τη σκούπα της αυγής που το αίμα σκορπά.  

Σύντομα η πάχνη θα ασβεστώσει τα πάντα
Το χωριό εκείνο και τα λιβάδια αυτά.
Πουθενά δεν θα γλιτώσετε από τον θανατά,
Δεν θα ξεφύγετε από τον εχθρό πουθενά.
Να τος, με τη σιδερένια του κοιλιά,
Απλώνει στα λαρύγγια των κάμπων τα δικά του κουλά,

Ο παλιός ανεμόμυλος τεντώνει αυτιά
Καθαρίζοντας την μπουκωμένη του μύτη από τα άλευρα.
Και στην αυλή ο σιωπηλός ταύρος που δε νογά,
Που όλο το μεδούλι του σπατάλησε για ζευγάρωμα,
Ξύνοντας από τον πάσσαλο τη γλώσσα του τραχιά,
Γροίκησε και αυτός να πλανάται στον κάμπο η συμφορά.
   
2

Αχ, μήπως γι΄αυτό έξω από το χωριό
Κλαίει θλιμμένα η αρμόνικα:
Τάλια – λια –λια, τήριο – ριο – ριο
Πάνω από το περβάζι το λευκό.
Και ο κιτρινιάρης άνεμος του φθινοπώρου
Ρυτιδώνοντας το γαλάζιο του ουρανού,
Σάμπως χτενίζοντας με το χτένι τα άλογα,
Αποξέει φύλλα και φυλλαράκια από τα σφενδάμια.
Ιδού έρχεται ο τρομερός μαντατοφόρος,
Με την πτέρνα του τη στιβαρή συντρίβει τα λαγκάδια.
Και τα τραγούδια γίνονται όλο και πιο θλιμμένα
Μαζί με το κρώξιμο βατράχων μες στα άχυρα τα βράδια.
Ω! των ηλεκτρικών φώτων ο Εωσφόρος
Των ιμάντων και των φουγάρων το ασφυκτικό σφίξιμο,
Ιδού των χωριατόσπιτων τα ξύλινα σπλάχνα
Συνταράσσει του ατσαλιού ο πυρετός!

3

Έχετε δει ποτέ ένα τρένο
Να τρέχει διασχίζοντας τις στέπες,
Διαπερνώντας την ομίχλη των λιμνών,
Ρουθουνίζοντας με τη σιδερένια του μύτη στο διάβα,
Τινάζοντας τα μαντεμένια του πόδια;

Και ξοπίσω του
Μες στα ψηλά χορτάρια,
Σάμπως στις ξέφρενες κούρσες του παζαριού,
Σηκώνοντας ίσαμε το κεφάλι του τα λεπτά του ποδάρια,
Να καλπάζει ένα κοκκινότριχο πουλάρι του χωριού;

Χαριτωμένε μου και αστείε μπουνταλά,
Με ποιον τάχα θέλει να παραβγεί;
Μήπως δεν ξέρει ότι τα άλογα από σάρκα και οστά
Τα έχουν νικήσει τα ατσαλένια θεριά;
Μήπως δεν ξέρει ότι ο καλπασμός του ξέφρενος
Στους κάμπους δε θα ξαναφέρει πίσω την εποχή
που αγόραζε ένα βαρβάτο άτι ο Πετσενέγος
ένα ζευγάρι ωραίων Ρωσίδων δίνοντας για πλερωμή;
Αλλιώτικα τώρα στα παζάρια ορίζει η μοίρα
Τη γη μας σκιαγμένη από το τρίξιμο των σιδερένιων τροχών,
Τώρα αγοράζουν μια λοκομοτίβα
Με χίλιες οκάδες των αλογίσιων δερμάτων και ψαχνών.

4

Να σε πάρει ο διάολος, κακέ εισβολέα!
Μαζί δεν κάνουμε χωριό.
Κρίμα που δεν έτυχε μικρός ακόμη με την παρέα
σαν τον κουβά μες στο πηγάδι να σε πνίξω στο νερό.
Αυτοί καλά κάθονται και χαζεύουν την αλλαγή
Σχηματίζοντας στα χείλη τους τα σιδερένια φιλιά, -
Σε μένα όμως πέφτει να ψάλλω σαν τον ψάλτη
Πάνω από την γενέτειρά μου ένα αλληλούια του θανατά. 
Γι΄αυτό λοιπόν μια μέρα του Σεπτέμβρη με δυνατό βοριά
Πάνω στο σβολιασμένο και παγωμένο χώμα
Πέσαν ματοβαμμένοι οι καρποί της σουρβιάς
Που βάρεσε στο φράχτη της κεφαλής της το φύλλωμα.
Γι΄αυτό λοιπόν ηχήσανε παραπονιάρικα                           
της τσαχπίνικης αρμόνικας οι σκοποί.
Και ο μουζίκος που πατόκορφα πότισε άχυρα
Έπνιξε τον καημό του πίνοντας τη βότκα σπιτική.

1920





Μια φανταστική πολιτεία Κίτεζ, ο επίγειος παράδεισος των ρωσικών θρύλων που βρισκόταν στις όχθες της λίμνης Σβετλογιάρ.


 [u2]Το Κίτεζ


 [u3]Η κοιτίδα του μοναχισμού για τους Ρώσους όπου βρίσκεται το μοναστήρι της Αγίας Τριάδος θεμελιωμένο από τον Όσιο Σέργιο του Ράντονεζ. Εκείνος ακολουθώντας τα ιδανικά του αρχαίου χριστιανικού μοναχισμού επέλεξε τη μακροχρόνια μόνωση στο δάσος του Ράντονεζ βόρεια της Μόσχας ασκώντας χειρωνακτικές εργασίες και φορώντας κουρέλια.


 [u4] Ολύπι ή Αλύπι ή Αλύμπι - ο πρώτος γνωστός με το όνομά του Ρώσος αγιογράφος (11-12 αι).

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο