Οι Δώδεκα, Αλεξάντρ Μπλοκ, μτφρ. - απόδοση: Ranele
1
Μαύρο, μαύρο βράδυ.
Άσπρο χιόνι σαν το χάδι.
Ο αγέρας το ρημάδι
ρίχνει καταγής, ξυρίζει σαν ξυράφι!
Ο αγέρας το ρημάδι
λυσσομανά σ΄ολόκληρη την πλάση!
Σκούζει ο βοριάς σαν το σκυλί
Παντού το χιόνι το λευκό
από κάτω κρύβει το γυαλί
ολισθηρό, σκληρό.
Όποιος περνά, γλιστρά
– βρε, τον φουκαρά!
Ανάμεσα στα κτήρια αντικρινά
έχει τεντωθεί ένα σκοινί.
Στο σκοινί κρέμεται ένα πανό ψηλά:
«Όλη η εξουσία στην Συντακτική!»
Μια γριούλα απορεί, μοιρολογεί
τι σημαίνουν τούτα στο μυαλό της δεν χωρεί,
Για τούτο το ακαταλαβίστικο πανό
γιατί χαλάστηκε τόσο πανί γερό;
Ένα σωρό φασκιά
θα΄βγαιναν για τα παιδιά.
Αφού υπάρχουν τόσα ξυπόλυτα, γυμνά…
Η γριούλα αδέξια σαν την κλώσα
τσαλαβουτά η καημένη μες στους χιονοσωρούς
-Παναγιά-προστάτιδα, βοήθα!
-Οι Μπολσεβίκοι θα μας καταντήσουνε νεκρούς!
Ο αγέρας μαστιγώνει!
Το κρύο δυναμώνει!
Ένας αστός στο σταυροδρόμι
τη μύτη του χώνει μες στο πανωφόρι.
Ποιος είναι αυτός ο μαλλιάς
που ρητορεύει χαμηλόφωνα;
-Προδοσία!
-Πάει η Ρωσία!
Θα΄ναι κάνας γραφιάς,
ο φαφλατάς…
Νάτος και ένας ρασοφόρος –
σούρνεται άκρη άκρη κλεφτά…
Από τι δεν είσαι ελπιδοφόρος,
σύντροφε παπά;
Θυμάσαι τα παλιά;
Πίσω εσύ, η κοιλιά μπροστά
με το σταυρό να λαμποκοπά
προχωρούσες ανάμεσα στο λαό αλαζονικά;
Να και μια δεσποινίς με το γουναρικό
παραπονιέται και ρωτάει το διπλανό:
- Κλαίμε σερί, τι θα απογίνουμε χωρίς…
Γλίστρησε και τσουπ, πάρ΄την κάτω
ξαπλώθηκε φαρδιά πλατιά καταγής
-Άους! -Τράβα, σήκωσέ την, να χαρείς!
Ο αγέρας όλο ζαβολιά.
Φυσάει άγρια και χαρωπά.
Σηκώνει τους ποδόγυρους,
θερίζει τους περαστικούς,
σκίζει, τσαλακώνει,
παίρνει και σηκώνει
ένα τεράστιο πανό που διακηρύττει:
«Όλη η εξουσία στη Συντακτική !»…
Και κάτι σπαράγματα λόγων στριφογυρίζει:
…Ιδρύσαμε κι εμείς συνδικάτο, αδερφάκι…
…Να μες στο σπίτι με το κόκκινο φαναράκι…
… Συζητήσαμε –
αποφασίσαμε:
δεκάρικο για μια ωρίτσα,
για μια νύχτα, κορίτσα–
χωρίς παζάρι
ένα κοσιπεντάρι …
…Και άντε στο
κρεβατάκι
να πιάσουμε το παραδάκι…
Σκοτεινιάζει.
Ο δρόμος αδειάζει.
Ένας αλήτης
καμπουριάζει.
Ο αγέρας περουνιάζει…
Βρε, το φουκαρά!
Έλα πιο κοντά –
Δώσ΄μου δυο φιλιά…
Πρώτα το ψωμί ή τα λεφτά!
Τα θες μπροστά;
Έμπα μέσα, φουκαρά!
Μαύρος κατάμαυρος ο ουρανός.
Μαύρη, θλιβερή οργή
βράζει μέσα στην ψυχή…
Μαύρη, ιερή οργή…
Σύντροφε! Μάτια
Δεκατέσσερα!
2
Ο αγέρας σεριανίζει,
το χιονάκι πεταρίζει.
Μια ντουζίνα ανθρώπων βαδίζει.
Μαύρες τελαμώνες σταυρωτά.
Όλα τα φώτα της πόλης ανοιχτά…
Μες στο στόμα τσιγαράκι,
βαλμένο μόρτικα το καπελάκι.
θα΄ταν του σκοινιού και του παλουκιού παλιά!
Λευτεριά, λευτεριά,
Δίχως παπά και εκκλησιά!
Ώπα Ώπα Ωπαπά!
-Κρυώνω, συντρόφοι, τρομερά!
-Ο Βάνια και η Κάτια καλοπερνούν στο καπηλειό…
- Εκείνη έχει κομπόδεμα γερό!
-Και ο Βάνια δεν είναι πια κάνα μπατιράκι…
-Ήταν δικός μας, μα σε άλλους πήγε φανταράκι!
- Για τόλμα, Βάνκα,
μπάσταρδε, αστέ,
να φιλήσεις το δικό μου το αμόρε!
Λευτεριά, λευτεριά,
Δίχως παπά και εκκλησιά!
Ώπα Ώπα Ωπαπά!
Η Κατίνα με τον Βάνια έχουνε δουλειά –
Τι σόι δουλειά; Τι σοι δουλειά;
Ώπα Ώπα Ωπαπά!
Παντού τριγύρω αναμμένα φώτα
Πάνω στους ώμους τελαμώνα…
Επαναστατικό κρατήστε βήμα!
Τσακίστε των εχθρών το κύμα!
Σύντροφε, μη δειλιάζεις, κράτα γερά
Στη Βλογημένη Ρούσια ας ρίξουμε καμιά τουφεκιά –
Στην πατροπαράδοτη και οπισθοδρομικιά
Στην καλυβένια και ξυλένια
Στην καλοθρεμμένη με τα οπίσθια παχιά!
Ώπα Ώπα Ωπαπά!
Δίχως παπά και εκκλησιά!
3
Σαν πήγανε παιδιά φαντάροι
Στην Κόκκινη Φρουρά -
Στην Κόκκινη Φρουρά -
Να χάσουν το θερμό κεφάλι!
Αχ, μωρέ, τι συφορά,
Η ζωή είναι γλυκιά!
Τρύπες, μπαλώματα στη χλαίνη,
Τουφέκι αυστριακό στο χέρι!
Για να σκάσουν επιτέλους οι αστοί
Φωτιά στον κόσμο θα βάλουμε χιαστί,
Φωτιά στο αίμα και στα μπατζάκια σας –
Κύριε, ελέησον μας!
4
Το χιόνι στροβιλίζεται,
Ο αμαξάς ωρύεται,
Ο Βάνκα με την Κάτια
Στ΄αμάξι χαριεντίζεται -
Φαναράκι μου λαμπρό,
Φέγγε τον κοσμάκη μην πατώ…
Άκρη, βρε τον παλαβό!
Μες στη χλαίνη στρατιωτική
Έχει φάτσα μουρόχαβλη
Στρίψε, στρίψε το μουστάκι,
Μπας και γίνεις πιο αντράκι.
Πες κανένα αστειάκι,
Να γελάσει το γκομενάκι.
Κοίτα πως κορδώνεται!
Κοίτα πως καμώνεται!
Αγκαλιάζει τη χαζούλα,
Ξεμυαλίζει την Καιτούλα…
Γέρνει πίσω το κεφάλι,
Στα δοντάκια μαργαριτάρι
Αχ Κατίνα, Κατινάκι
Παχουλό γλυκό μουτράκι…
5
Αχ, Κατίνα μου γλυκιά,
στο λαιμό δεν έχει γιάνει
η ουλή απ΄το σουγιά.
Και στον κόρφο σου ματώνει
κείνη κει η γρατσουνιά!
Πω, πω, πω,
χορεύει το μωρό!
Τι κορμί, θα τρελαθώ!
Νταντελένια κιλοτάκια
φόραγε ακόλαστα –
Με τα αξιωματάκια
Γλένταγε αχόρταγα -
Κατίνα μου γλυκιά,
πάν΄όλ΄αυτά!
Πω, πω, πω,
κάνει νάζι το μωρό!
Πάει η καρδιά μου, θα χαθώ!
Θυμήσου, Κατινάκι, τον γαλονά –
που για σένανε έφαγε τη μαχαιριά…
Μπας και τα ξέχασες, μωρή καριόλα;
ή το΄χασες το νιονιό σου, χαζοβιόλα;
Πω, πω, πω,
κάνε μου το ψυχικό!
Να πλαγιάσω με μωρό!
Κάλτσες μάλλινες φορούσε,
Σοκολάτες μασουλούσε,
Με ευέλπιδες γλεντούσε –
Τώρα ξέπεσε πιο χαμηλά
με φαντάρους το γλεντά;
Πω, πω, πω,
Είσαι κόλαση, κουκλί!
Βούτα μες στην αμαρτία
ν΄αλαφρώσει η ψυχή!
6
… Και πάλι καλπάζει ο αμαξάς.
Τρέχει, ωρύεται ο φωνακλάς…
Σταμάτα, σου λένε, κερατά!
-Πετράκη, πίσω, Αντρέα μπροστά!...
Μπαμ, πέφτει ο πυροβολισμός!
Σύννεφο χιονιού ο κουρνιαχτός! …
Σβέλτα! Ο Βάνια
γίνεται μπουχός...
Ρίξ΄του ξανά! Σημάδεψέ τον ακριβώς!...
Μπαμ, να σου γίνει μάθημα το πάθημα,
…………………………………………
Μη σαλιαρίζεις με του αλλουνού το αίσθημα!...
Φτου! Την έκανε το ρεμάλι του κερατά,
Σε κανονίζω αύριο, βρε μασκαρά!
Πού΄ναι η Κατίνα; - Κείτεται νεκρή!
Με μία σφαίρα στην κεφαλή!
Δε μιλάς, Κατίνα; - Μουγκό το στόμα…
Καλά να πάθεις, παλιοβρόμα!
Επαναστατικό κρατήστε βήμα!
Τσακίστε των εχθρών το κύμα!
7
Οι δώδεκα πάλι πιάνουν βήμα σταθερό,
πίσω από τους ώμους ένα τουφέκι φονικό.
Μοναχά ο δόλιος ο φονιάς
έχασε το κέφι του μεμιάς…
Τρέχει να ξεφύγει από το κακό
Το βήμα βιάζει, χαλάει το ρυθμό
Έδεσε το μαντίλι γύρω από το λαιμό -
πού να συνέλθει από τον καημό;…
-Τι συμβαίνει, φιλαράκο;
-Σύντροφε, τι δε μιλιέσαι;
-Πού΄ντο κέφι σου, Πετράκο;
Την Κατίνα
συλλογιέσαι;
-Αχ, συντρόφοι μου καλοί,
Την κοπελιά αυτήν
πολύ την λαχταρούσα
Νύχτα μαύρη μεθυστική
Αγκαλιά με αυτήν
συχνά πυκνά γλυκοπερνούσα…
-Με μεθούσε η τσαχπινιά
μες στα μάτια φλογερά
Και η κόκκινη ελιά,
πάν΄ στον ώμο της, δεξιά,
Πάει, την σκότωσα, ο καταραμένος,
Απ΄τη ζήλια τυφλωμένος!
-Κοίτα τον, τι λέει ο βλάκας,
Μπας και είσαι ντιπ
μαλάκας;
-Είναι ώρα για κουβέντα;
Τι την μπλέκεις την
ψυχή;
-Ίσιαξε το κορμί σου σβέλτα
-Κράτα ψηλά την κεφαλή!
-Δεν είναι ώρα για νταλκάδες,
Ούτε για ντάντεμα,
μωρέ,
Μη μας βάζεις σε μπελάδες
Σύντροφε μας, ακριβέ!
Ο Πετρής επιβραδύνει
Τα γοργά του βήματα…
Τους νταλκάδες τους αφήνει
Ξαναβρίσκει της χαράς
πατήματα …
Βρε! Κάπου να ξεσπάσουμε
την πλάκα μας να σπάσουμε!
Βρε κόσμε, αμπαρώστε τα νοικοκυριά,
Απόψε θα πλιατσικολογήσουμε γερά!
Ξεκλειδώστε τα κελάρια με κρασιά-
Απόψε θα τα σπάσει
όλα η φτωχολογιά!
8
Αχ, αμάν! Φαρμάκη η ζωή
Αχ, αμάν! Βαρεμάρα βαρετή
Βαρεμάρα θανατερή
που στην τρέλα οδηγεί!
Για να ξεχαστώ
Θα γλεντήσω τον καιρό…
Για να ξεχαστώ
Το κεφάλι θα χτυπώ…
Για να ξεχαστώ
πασατέμπο θα μασώ…
Για να ξεχαστώ
Το σουγιά θα μπήξω στο ψαχνό! …
Βρε αστέ, με του σπουργίτη την καρδιά!
Άι φεύγα! Μην σου τραβήξω καμιά μαχαιριά
Για να ξεχάσω την αγάπη μου παλιά,
Με τα φρύδια μαύρα και καμαρωτά…
Ανάπαυσον, Κύριε, την ψυχήν της δούλης σου...
Βαρεμάρα θανατερή !
9
Ο θόρυβος της πόλης δεν ηχεί,
Πάνω απ΄τον πύργο του Νέβα απλώνεται σιγή
Δεν υπάρχει πια η αστυφυλακή
Σπάστε τα, παιδιά, χωρίς κρασί!
Στο σταυροδρόμι στέκεται ένας αστός
Μες στο παλτό του ζαρώνοντας τα μέλη
Και δίπλα του τρίβεται ένας βρομερός
Κοπρίτης με την ουρά στα σκέλη.
Στέκεται λοιπόν ο αστός σαν τον κοπρίτη νηστικός,
Σάμπως ερωτηματικό βουβός ζαρώνοντας τα μέλη
Και σαν κοπρίτης ο κόσμος ο παλιός
Κρύβεται πίσω του με την ουρά στα σκέλη.
10
Δυναμώνει ο χιονιάς
Δυσκολεύουν τα πατήματα!
Από το χιόνι δε θωράς
Μες στα δυο σου βήματα!
Απάνω το χιόνι σηκώνεται,
Ο χιονοστρόβιλος ορθώνεται…
-Πω τι θύελλα ΄ναι αυτή, σώσον μας, Χριστέ!
-Βρε, Πετρή! Τα΄χεις χάσει!
Τάχα πότε σ΄έχει
σώσει, βρε αδερφέ,
Το χρυσό εικονοστάσι;
Πόσο ανερμάτιστος πες να΄σαι,
Σκέψου κομματάκι λογικά-
Ή τα χέρια σου δε στάζουν αίμα
Για της Κατίνας την αγκαλιά;
-Κράτα βήμα επαναστατικό!
Κυνήγα τον άγρυπνο
εχθρό!
Εμπρός, εμπρός, ωρέ
Εργαζόμενε λαέ!
11
…Προχωρούν δίχως όσια και ιερά
Και οι δώδεκα μπροστά.
Έτοιμοι για όλα τα στραβά,
Δίχως λύπηση καμιά…
Τα σιδερένια τους τουφέκια
Σημαδεύουν τον αόρατο εχθρό …
Μες στα σκοτεινά σοκάκια,
Όπου η χιονοθύελλα λυσσομανά
Μες στους σωρούς από χιόνια –
Όπου το πόδι πατά στα μαλακά…
Ως σταθερός προσανατολισμός
Η κόκκινη παντιέρα τους καλεί
Ο ρυθμικός τους βηματισμός
Γύρω γύρω αντηχεί
Ο άσπονδος εχθρός
Όπου να΄ναι θα φανεί…
Η θύελλα τους τυφλώνει
Τους ρίχνει μες στα μάτια χιόνι
μέρα νύχτα τους παγώνει …
Εμπρός, εμπρός ωρέ
Ω εργαζόμενε λαέ!
12
… Την πορεία συνεχίζουν στιβαρά…
- Άλτ! Ποιος σαλεύει εκεί πέρα;
Κανείς. Είν΄ το παιχνίδι του αέρα
που φλερτάρει χαρωπά
με την κόκκινη παντιέρα…
Μπροστά ορθώνεται βουνό το χιόνι,
- Φανερώσου όποιος κρύβεται εκεί!...
Ενώ ξοπίσω τους χωλαίνει
Μονάχα ένα ψωριάρικο θεονήστικο σκυλί…
-Ξεκουμπίσου, χολεριασμένο,
Αλλιώς δε γλιτώνεις απ΄την ξιφολόγχη αιχμηρή!
Ρε παλιέ κόσμε, σαν το σκυλί αρρωστημένο
Χάσου, αλλιώς σε περιμένει η στιβαρή πυγμή!
Ο σκύλος ξεπαγιασμένος χωρίς αφεντικά -
Γρυλίζει σαν τον πεινασμένο λύκο απειλητικά -
Με την ουρά στα σκέλη τους ακολουθεί από κοντά...
-Βρε μίλα, ποιος είσαι; Αναφέρσου κανονικά!
- Ποιος ανεμίζει άραγε την κόκκινη παντιέρα;
- Δε φαίνεται με
τούτο το σκοτάδι!
- Νάτος! Κινείται σαν τον ίσκιο εκεί πέρα,
Κρύβεται πίσω απ΄τα
σπίτια, το ρημάδι;
-Θα σε πιάσω πού θα μου πας,
Κάλλιο παραδώσου ζωντανός
-Ρε άνθρωπε, μη μου το χαλάς,
Βγες, αλλιώς θα πέσει ο πυροβολισμός!
Μπαμ αναμπάμ ! – μονάχα η ηχώ
Αντιλαλεί στο δρόμο σκοτεινό
Και η θύελλα σφυρά μελωδικά
Γελώντας μαζί τους μοχθηρά.
Μπαμ- μπαμ – αναμπάμ!
Μπαμ- μπαμ – αναμπάμ…
... Την πορεία συνεχίζουν στιβαρά -
Από πίσω το θεονήστικο σκυλί τους ακολουθά,
Μπροστά με την ματοβαμμένη παντιέρα ψηλά
Αόρατος μες στον χιονιά
Άτρωτος στην τουφεκιά
Μες στη θύελλα με την ανάλαφρη πατημασιά
Πάνω στου χιονιού την
μαργαριταρένια απλωσιά
Στεφανωμένος με τα ρόδα τα λευκά
Ο Ιησούς Χριστός φαντάζει αμυδρά.
Μτφρ.- απόδοση: Χριστούγεννα 2017
Μτφρ.- απόδοση: Χριστούγεννα 2017
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου