Ιωσήφ Μπρόντσκι, μτφρ.- απόδοση: Ranele






Πεταλούδα

Ι

Να πω πως είσαι ΄συ νεκρή;
Μα έχεις ζήσει έστω μία μέρα.
Αχ, πόση θλίψη είναι μες στην πλάκα τούτη ανωτέρα
του πλάστη! Μόλις που μπορεί
να πει κανείς
πως έζησες – ίδια ημερομηνία
της γέννησης και της στιγμής
που μέσα στην παλάμη μου τραχεία,
φευ, είχες γίνει σκόνη που την πήρε ο αιθέρας,
να αφαιρέσω αδυνατώ
τον έναν απ΄ τον άλλον αριθμό
στα όρια μιας μόνο μέρας.

ΙΙ

Γιατί για μας οι μέρες -
σημαίνουν ένα τίποτα. Και τίποτα παραπάνω
από το τίποτα. Αδύνατον να τις καρφιτσώσεις πάνω
σε ένα χαρτί ούτε με σφαίρες 
κάνοντάς τες των ματιών ένα λουτρό:
εκείνες στο φόντο το λευκό,
χωρίς να έχουν σώμα χειροπιαστό
αόρατες μένουν στον οφθαλμό.
Οι μέρες είναι όπως κι εσύ,
ό, τι ζυγίζει δηλαδή
η μία όταν συρρικνωθεί δέκα φορές
από τις μέρες τις κανονικές.

ΙΙΙ

Να πω πως το δικό σου σώμα
δεν υφίσταται καθόλου; Μα τότε τι κρατώ
στο χέρι μου το απλωτό
που σου μοιάζει τόσο; Και το χρώμα –
δεν είναι καρπός της ανυπαρξίας.
Ποιος επινόησε αυτόν τον θαυμαστό
χρωμάτων συνδυασμό;
Εγώ – μπα - μετά βίας,
ένα κουβάρι μπερδεμένο και σφιχτό
άχρωμων λέξεων και ποιημάτων,
μπορούσα τάχα τούτην την παλέτα των χρωμάτων
να φανταστώ.

ΙΥ

Επάνω στα δικά σου τα φτερά
υπάρχουν μάτια και βλεφαρίδες –
μιας καλλονής ή μιας αλκυονίδας -
σπαράγματα μικρά,
για πες από το πρόσωπο ποιανού
φιλοτεχνήθηκε ετούτο το ιπτάμενο πορτρέτο;
Η περίπτωσή σου ποιων, πες μου,
μορίων, στοιχείων, κόκκων ωσάν επάνω στο καβαλέτο
αναδεικνύει τη φύση τη νεκρά:
ποιών πραγμάτων ή καρπών;
Ακόμα και της άγρας των ψαριών
ένα τρόπαιο έχει στριμωχτεί εκεί δειλά.

Υ

Μπορεί να είσαι ένα τοπίο θαυμαστό
και παίρνοντας τον μεγεθυντικό φακό
μιαν εύθυμη ομήγυρη νυμφών θα βρω
στην ακροθαλασσιά να σέρνει τον χορό.
Για πες αν λάμπει της ημέρας το φως;
Ή το σκότος κυριαρχεί εκεί
ωσάν τη νύχτα; Και τι
σόι φωτεινός φανός
ανέτειλε στον ουρανό;  
Ποιανού φαντάζουν κει οι σιλουέτες αμυδρές της δύσης;
Για πες από ποιο μοντέλο ή πρότυπο της φύσης 
φιλοτεχνήθηκε αυτό;

ΥΙ

Εγώ πιστεύω ότι είσαι συνολικά –
αυτό και κείνο του σύμπαντος:
αστέρια, άτομα, ακόμα και ενός πράγματος 
έχεις χαρακτηριστικά.
Ποιος ήταν κείνος ο λεπτολόγος του καμβά
που δίχως το φρύδι να σουφρώσει, δίχως να δυσκολευτεί
ζωγράφισε στη μικρογραφία ακριβή
όλο το σύμπαν πάνω στα δικά σου τα φτερά
που μας φέρνει στης λογικής το φράγμα
μας σφίγγει σε κλοιό ετούτη η ιδέα
όπου εσύ -  πραγμάτων η ουσία φευγαλέα 
ενώ εμείς οι ίδιοι – πράγμα.

ΥΙΙ

Για πες, γιατί σε σένα αυθημερόν
εδόθη ώστε ο καθένας να χαρεί
ένα τέτοιο δα πλουμί
στη χώρα των λιμνών,
των οποίων ο καθρέφτης
αχόρταγα ρουφά τη θέα ως πλεονέκτης
ενώ εσύ πετάς απλόχερα την ευκαιρία μοναδική
να εξαντλήσεις της ζωής το διάστημα βραχύ
και να πιαστείς σε μιαν απόχη με σκοπό
να πεταρίσεις μες στην χούφτα την κλειστή
και πάνω στου κυνηγιού τη στιγμή
να καθηλώσεις τη ματιά γεμάτη θαυμασμό.

ΥΙΙΙ

Δε θα μου πεις
και ο λόγος αιτιατός
δεν είν΄ η ντροπαλότητα ειλικρινής
μήτε ο θυμός
μήτε επειδή είσαι νεκρή.
Τι σημασία ζωντανή, νεκρή -,
μα σε κάθε πλάσμα του θεού
ως σημάδι του αίματος δεσμού
ως δώρο εδόθη η φωνή
για το τραγούδι, για την συναναστροφή,
για να παρατείνει τη στιγμή,
την ώρα, την ημέρα και την ίδια τη ζωή.

ΙΧ

Ενώ εσύ στερείσαι
ετούτης της προϋπόθεσης σημαντικής.
Από την άλλη κρίνοντας μετά υποτυπώδους λογικής
πολύ καλύτερα θα είσαι:
προς τι να΄σαι οφειλέτης για χάρη του αυτή
μες στο κατάστιχο των ουρανών.
Μη θλίβεσαι λοιπόν
αν η δική σου η ζωή και η ολκή 
αξίζουν την σιωπή:
ο ήχος είναι άχθος τρομερό.
Ενώ εσύ είσαι πιο άσαρκη από τον χρόνο κοσμικό,
πιο άηχη εσύ.

Χ

Μη νιώθοντας, μην έχοντας καιρό
να αποκτήσεις φόβους
πιο ελαφριά από της σκόνης κόκκους
πεταρίζεις πάνω απ΄το παρτέρι ανθηρό
που δε μοιάζει με της φυλακής
την ατμόσφαιρα ασφυκτική
εκεί που το παρελθόν με το μέλλον ενώνονται μαζί,
γι΄αυτό εσύ
όταν πετάς προς τους λειμώνες 
αναζητώντας την τροφή
αποκτά υπόστασή και παίρνει τη μορφή
ο ίδιος ο αέρας αόρατος ανά αιώνες.

ΧΙ

Το ίδιο κάνει και η πένα
γλιστρώντας πάνω στο χαρτί λευκό,
πατώντας στου τετραδίου τη γραμμή
χωρίς να ξέρει ούτε το ένα
τοις χιλίοις του στίχου της το μερτικό
όπου η σοφία και η ασυναρτησία η μεγίστη
ενώθηκαν μαζί, μα δείχνοντάς ολίγην πίστη
στου χεριού τον εσωτερικό παλμό,
από τα δάκτυλά του ρέει ένας λόγος εντελώς
βουβός και εσωτερικός,
κι αν τη γύρη να αποσείσει δεν είναι ικανός,
τα βάρη απ΄τους ώμους ασφαλώς.

ΧΙΙ

Μια τέτοια ομορφιά και ύλη
και τέτοια βραχύτητα ζωής, μαζί
ενώθηκαν και η σκέψη ξαφνική
στραβώνει με χαμόγελο τα χείλη:
μετά μεγαλυτέρου ρεαλισμού
δε θα μπορούσε να μας φανερωθεί:
το σύμπαν έχει δημιουργηθεί
άνευ σχεδιασμού και κάποιου ιδιαίτερου σκοπού 
και αν υπάρχει  – δεν είμαστε εμείς.
Φίλε εντομολόγε, δυστυχώς
για το έρεβος όπως και για το φως
δεν υπάρχουν καρφίτσες αντοχής.

ΧΙΙΙ

Να σου πω «αντίο», ώ εφήμερή μου ομορφιά;
Ωσάν να είσαι η ενσάρκωση της μέρας; 
Υπάρχουν άτομα στα οποία του τριχοφάγου το τέρας
με όργανο τη λήθη αποψιλώνει τα μυαλά.
Μα κόπιασε να δεις:
τούτου είναι η αιτία η μονάχη
πως πίσω απ΄τη δική τους ράχη
δεν έχουν νύχτες ευτυχείς
με την κλίνη των εραστών
μήτε όνειρα όλο σαγήνη
μήτε το παρελθόν – μα σμήνη
δικών σου αδελφών!

ΧΙΥ

Κι όμως είσαι πολύ καλύτερη απ'  την ανυπαρξία.
Για την ακρίβεια: είσαι πιο κοντινή,
πιο ορατή. Ενώ μες στην ψυχή
εκατό τοις εκατό χωρίς αμφιβολία
πλησιάζεις την ανυπαρξία.
Εκείνη πήρε σάρκα και οστά
χάρη στο το πετάρισμά σου και στη χαρά
γι΄αυτό χωρίς αμφιβολία
μες στης ημέρας τη φασαρία
αξίζεις την δική μου προσοχή
που αιωρείσαι ως πέπλο ελαφρύ
ανάμεσά σε μένα και την ανυπαρξία.

 1972





https://youtu.be/JSl6-FF8444

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο