Ιωσήφ Μπρόντσκι
Ομιλία κατά την απονομή του Νόμπελ Λογοτεχνίας, 08-12- 1987 (Μτφρ.-απόδοση από τα Ρωσικά (Ranele))

Αποτέλεσμα εικόνας για бродский нобелевская речь
1

Για έναν άνθρωπο μεμονωμένο που όλη του τη ζωή προτιμούσε την ιδιωτικότητα όποιου άλλου κοινωνικού αξιώματος, για έναν άνθρωπο που εξαιτίας της προτίμησής του αυτής έχει προχωρήσει μακριά – και συγκεκριμένα έχει βρεθεί μακριά απ΄την πατρίδα του, διότι είναι καλύτερα να είσαι ο τελευταίος αποτυχημένος σε ένα δημοκρατικό καθεστώς παρά ένας μάρτυς ή κυρίαρχος συνειδήσεων σε μια δεσποτεία, -  για έναν τέτοιον άνθρωπο το να βρεθεί ξαφνικά πάνω σ΄αυτό εδώ το βήμα αποτελεί μια μεγάλη δοκιμασία προκαλώντας του την εξίσου μεγάλη αμηχανία.

Η αίσθηση αυτή βαθαίνει όχι τόσο απ΄την ανάμνηση αυτών που στέκονταν εδώ πριν από μένα, όσο όλων εκείνων που δεν αξιώθηκαν αυτής της τιμής, που δεν μπόρεσαν να απευθύνουν το λόγο τους, όπως λένε, «urbi et orbi» από αυτό εδώ το βήμα και εκείνων που η συλλογική τους σιωπή σάμπως αναζητά, μα δε βρίσκει διέξοδό σ΄αυτό εδώ το ακροατήριο.

Το μόνο που μπορεί να συμφιλιώσει κάποιον με μια τέτοια κατάσταση είναι η σκέψη ότι – προπαντός για λόγους στιλιστικούς – κανείς συγγραφέας δεν μπορεί να υποκαταστήσει έναν άλλον συγγραφέα και ιδιαίτερα δε ο ποιητής έναν άλλον ποιητή. Και αν τυχόν σε αυτό το βήμα βρισκόταν ο Όσιπ Μαντελστάμ, η Μαρίνα Τσβετάγιεβα, ο Ρόμπερτ Φροστ, η Άννα Αχμάτοβα, ο Ουίνστον Ώντεν, άθελά τους θα μιλούσαν ο καθένας για τον εαυτό του και πιθανόν να δοκίμαζαν και κείνοι ένα είδος αμηχανίας.

Οι σκιές τους πάντα μου προκαλούν αμηχανία όπως άλλωστε και σήμερα. Σε κάθε περίπτωση δεν με προδιαθέτουν στην ευγλωττία. Στις καλύτερες στιγμές μου μού φαίνεται πως είμαι κάτι σαν το άθροισμά τους, μα πάντα μικρότερο από τον καθένα τους ξεχωριστά. Διότι είναι αδύνατον να υπερέχεις έναντί τους στο χαρτί όπως είναι αδύνατον να υπερέχεις έναντί τους και στη ζωή, και είναι ακριβώς οι δικές τους ζωές, όσο τραγικές κι αν είναι, που συχνά με αναγκάζουν – ίσως συχνότερα απ΄ό, τι θα΄πρεπε – να λυπάμαι για την αέναη κίνηση του χρόνου. Εάν υπάρχει η μετά θάνατον ζωή – καθώς ούτε είμαι σε θέση να τους αρνηθώ τη δυνατότητα της αιώνιας ζωής ούτε και να λησμονήσω το πέρασμά τους απ΄τον επίγειο κόσμο – εάν υπάρχει λοιπόν η μετά θάνατον ζωή, ελπίζω να με συγχωρέσουν για την ποιότητα του λόγου που πρόκειται να εκφωνήσω: εν τέλει η επαγγελματική μας αρετή δεν αποτιμάται με βάση τις ρητορικές μας ικανότητες στο βήμα.

Έχω αναφέρει μόνο πέντε ποιητές, - δηλαδή αυτούς των οποίων το έργο και η ζωή  είναι πολύτιμα για μένα και αυτό τουλάχιστον επειδή αν δεν υπήρχαν εκείνοι, εγώ ως άνθρωπος και ως ποιητής δε θα άξιζα και πολλά: σε κάθε περίπτωση δε θα βρισκόμουν εδώ σήμερα. Αυτές οι σκιές ή καλύτερα: πηγές φωτός - φωστήρες; αστέρες; - ήταν, φυσικά, πολύ περισσότερες από ό, τι μια πεντάδα και οποιαδήποτε απ΄αυτές θα μπορούσε να σε επισκιάσει καταδικάζοντάς σε σε απόλυτη αφωνία. Ο αριθμός τους είναι μεγάλος στη ζωή οποιουδήποτε συνειδητοποιημένου ανθρώπου των γραμμάτων, στην περίπτωσή μου δε διπλασιάζεται χάρη σε κείνες τις δυο κουλτούρες στις οποίες έχω την τύχη να ανήκω. Επιπροσθέτως δε με διευκολύνει ούτε και η σκέψη των σύγχρονων συναδέλφων που διαπρέπουν στο πλαίσιο αυτών των πολιτισμών, των ποιητών και των πεζογράφων το ταλέντο των οποίων εκτιμώ πάνω από το δικό μου και οι οποίοι αν τυχόν βρίσκονταν σ΄αυτό εδώ το βήμα θα είχαν ήδη περάσει στο «ψητό», διότι έχουν πολύ παραπάνω να πουν στον κόσμο απ΄ό, τι εγώ. 
Γι΄αυτό θα επιτρέψω στον εαυτό μου να κάνω μια σειρά από παρατηρήσεις – κατά πάσα πιθανότητα, συγκεχυμένες, μπερδεμένες που ίσως να σας προβληματίσουν για την ασυναρτησία τους. Εντούτοις το χρονικό διάστημα που μου δόθηκε για να μαζέψω τις σκέψεις μου, αλλά και το ίδιο μου το επάγγελμα ελπίζω πως θα με προφυλάξουν από μομφές για τη χαοτικότητά μου. Ένας άνθρωπος του επαγγέλματός μου σπάνια διεκδικεί κάποια συστηματικότητα στον τρόπο σκέψης, στην χειρότερη περίπτωση, εκείνος αξιώνει πως έχει κάποιο σύστημα. Μα αυτό κατά κανόνα είναι δανεικό, παρμένο από το περιβάλλον, από τον τρόπο της  κοινωνικοπολιτικής οργάνωσης, από την ενασχόλησή του με τη φιλοσοφία στην τρυφερή ηλικία. Τίποτα δεν πείθει τον καλλιτέχνη περισσότερο για τον τυχαίο χαρακτήρα των μέσων που μετέρχεται  προκειμένου να επιτύχει τον έναν ή τον άλλο στόχο του – ας είναι και μόνιμος – από την ίδια τη δημιουργική διαδικασία, την διαδικασία της σύνθεσης. Τα ποιήματα, σύμφωνα με την Αχμάτοβα, πράγματι φυτρώνουν από σκουπίδια και σκύβαλα,  ούτε όμως και οι ρίζες της πρόζας είναι περισσότερο ευγενείς.

ΙΙ

Εάν η τέχνη διδάσκει κάτι σ΄όλους εμάς (και πρωτίστως σ΄έναν καλλιτέχνη), τότε αυτό είναι πρώτα απ΄όλα η ιδιωτικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης. Όντας η πιο αρχαία – και η πιο προφανής – μορφή της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, εκείνη θέλοντας ή μη καλλιεργεί στον άνθρωπο την αίσθηση της ιδιαιτερότητας, της μοναδικότητας, της ετερότητάς του – μετατρέποντάς τον από ένα κοινωνικό ζώον σε μια αυτόνομη προσωπικότητα. Πολλά είναι εκείνα που μπορούμε να τα μοιραστούμε: ένα κομμάτι ψωμί, μια κλίνη, κάποιες πεποιθήσεις, μια ερωμένη, αλλά όχι και ένα ποίημα, ας πούμε του Ράινερ Μαρία Ρίλκε. Τα έργα τέχνης γενικότερα και της λογοτεχνίας ιδιαίτερα, ειδικά δε τα ποιήματα απευθύνονται στον άνθρωπο tête-à-tête, συνάπτοντας μαζί του άμεσες σχέσεις δίχως διαμεσολαβητές.

Γι΄αυτό ακριβώς το λόγο οι ένθερμοι υποστηρικτές της κοινής ευημερίας, οι ηγέτες των μαζών και οι ντελάληδες της ιστορικής αναγκαιότητας δεν πολυαγαπούν την τέχνη, ιδιαίτερα δε την λογοτεχνία και ειδικότερα την ποίηση. Διότι εκεί όπου εντοπίζονται τα σημάδια της τέχνης, όπου έχει διαβαστεί έστω ένα ποίημα εκείνοι στη θέση της αναμενόμενης ομοψυχίας και ομόνοιας ανακαλύπτουν την αδιαφορία, την πολυφωνία ακόμα και τη διαφωνία, στη θέση της αποφασιστικότητας ως προς την ανάληψη συντεταγμένης δράσης – την περιφρόνηση ακόμα και την αποστροφή. Με άλλα λόγια μες στα μηδενικά που οι άρχοντες των μαζών κάθε τόσο επιδιώκουν να τα μανιπουλάρουν η τέχνη εγγράφει «μια τελίτσα – δεύτερη τελίτσα – ένα κόμμα και μια παύλα», μετατρέποντας το κάθε μηδενικό σε μια ανθρώπινη, αν και όχι πάντοτε όμορφη, φατσούλα.

Ο μεγάλος Ρώσος ποιητής Μπαρατίνσκι, αναφερόμενος στη δική του Μούσα, την χαρακτήρισε ως ένα πλάσμα με «μη κοινή έκφραση του προσώπου». Όπως φαίνεται στην απόκτηση αυτής της μοναδικής έκφρασης του προσώπου και συνίσταται το νόημα της ατομικής μας ύπαρξης, γιατί είμαστε έτοιμοι να αναδείξουμε αυτήν τη μοναδικότητα η οποία φαίνεται να ενυπάρχει σε μας εκ γενετής. Ανεξαρτήτως αν είναι συγγραφέας ή αναγνώστης, ο άνθρωπος οφείλει να ζήσει τη δική του ζωή και όχι μια ζωή ενδεδειγμένη ή επιβεβλημένη απ΄έξω, ακόμα και αν εκείνη φαίνεται αρκετά  ευπρεπής. Επειδή ο καθένας από μας διαθέτει μόνο μια ζωή και όλοι εμείς πολύ καλά γνωρίζουμε τι μας περιμένει στο τέλος, θα ήταν κρίμα να σπαταλήσουμε αυτήν τη μοναδική ευκαιρία για να φορέσουμε ένα ξένο προσωπείο, για να βιώσουμε ξένες εμπειρίες, για να γίνουμε μια τρόπον τινά  ταυτολογία – πόσο μάλλον όταν οι ντελάληδες της ιστορικής αναγκαιότητας με την παρότρυνση των οποίων ο άνθρωπος είναι έτοιμος να αποδεχτεί αυτήν την ταυτολογία δε θα τον ακολουθήσουν στον τάφο ούτε, βέβαια, θα του πουν ένα ευχαριστώ.

Η γλώσσα, όπως και η λογοτεχνία, φαντάζομαι, είναι ζωτικής σημασίας φαινόμενα πολύ πιο παλιά και διαχρονικά, από οποιαδήποτε άλλη μορφή της κοινωνικής οργάνωσης. Η αγανάκτηση, η ειρωνεία ή η αδιαφορία που εκφράζει η λογοτεχνία προς το κράτος στην ουσία αντανακλά την αντίδραση του διαχρονικού, να πούμε καλύτερα, του άπειρου προς το προσωρινό και το περατό. Τουλάχιστον ώσπου το κράτος επιτρέπει στον εαυτό του να παρεμβαίνει στο λογοτεχνικό γίγνεσθαι, η λογοτεχνία έχει κάθε δικαίωμα να αναμειγνύεται στις υποθέσεις του κράτους. Κάθε πολιτικό σύστημα, κάθε μορφή κοινωνικοπολιτικής οργάνωσης, ως κάθε σύστημα εν γένει, εξ ορισμού ανήκει χρονικά στο παρελθόν προσπαθώντας να επιβληθεί και στο παρόν (ενίοτε και στο μέλλον), και ο άνθρωπος που ασχολείται επαγγελματικά με τη γλώσσα είναι ο τελευταίος στον οποίο επιτρέπεται να το ξεχάσει. Ο πραγματικός κίνδυνος για κάθε συγγραφέα έγκειται όχι τόσο στην πιθανότητα - η οποία συχνά γίνεται πραγματικότητα - διώξεων από το κράτος, όσο στην πιθανότητα να υπνωτιστεί από τα τερατόμορφα χαρακτηριστικά του κράτους που ενίοτε αλλάζουν επί τα βελτίω, όμως πάντοτε μόλις προσωρινά.

Η φιλοσοφία του κράτους, η ηθική του, για να μην αναφερθούμε και στην αισθητική του είναι πάντοτε στραμμένες στο «χθες», αντιθέτως η γλώσσα, η λογοτεχνία είναι συνδεδεμένες με το «σήμερα» και συχνά - ιδιαίτερα στην περίπτωση της πολιτικής ορθοδοξίας του ενός ή του άλλου συστήματος –  προλέγει ακόμα και το «αύριο». Ένα από τα προτερήματα της λογοτεχνίας συνίσταται στο γεγονός ότι βοηθά τον άνθρωπο να προσδιορίσει τα χαρακτηριστικά της εποχής στην οποία ζει, να διακρίνει τον εαυτό του μες στο πλήθος όσο των προγενεστέρων γενεών τόσο και των σύγχρονων του συνανθρώπων, να αποφύγει την ταυτολογία, ήτοι, όπως ονομάζεται κατ΄ευφημισμόν, να πέσει «θύμα της ιστορικής αναγκαιότητας». Η τέχνη εν γένει και ειδικότερα η λογοτεχνία γι΄αυτό το λόγο και ξεχωρίζουν, για αυτό το λόγο και διαφέρουν απ΄την καθημερινή ζωή, ότι δηλαδή πάντα αποφεύγουν τις επαναλήψεις. Στην καθημερινή ζωή μπορείτε να πείτε το ίδιο ανέκδοτο τρεις φορές και τις τρεις αφού προκαλέσετε γέλιο να γίνετε η ψυχή της παρέας. Στη τέχνη ένας τέτοιος τρόπος συμπεριφοράς ονομάζεται «κλισέ».

Η τέχνη είναι ένα όπλο δίχως οπισθοδρόμηση και η ανάπτυξή του καθορίζεται όχι από την μοναδικότητα του δημιουργού, αλλά από την ίδια τη φύση και τη λογική της πρώτης ύλης, από την προγενέστερη ιστορία των μέσων, που κάθε φορά επιτάσσουν να βρεθεί μια ποιοτικά και αισθητικά καινούρια λύση. Έχοντας τη δική της  γενεαλογία , τη δική της δυναμική,  λογική και μέλλον η τέχνη δεν ταυτίζεται με την ιστορία, αλλά στην καλύτερη περίπτωση προχωρά παράλληλα με αυτήν, και η ζωτικότητά της οφείλεται στη δημιουργία της εκάστοτε καινούριας αισθητικής πραγματικότητας. Γι΄αυτό εξάλλου εκείνη συχνά προπορεύεται της «προόδου» και της ιστορίας, επειδή το βασικό εργαλείο της τελευταίας  – σ΄αυτό το σημείο ας μου επιτραπεί να αποσαφηνίσω λίγο τον Μαρξ; -δεν είναι τίποτα άλλο  απ΄το «κλισέ».

Την σήμερον ημέρα χαίρει ευρείας διάδοσης η άποψη σύμφωνα με την οποία ο συγγραφέας και ιδίως ο ποιητής, οφείλει να χρησιμοποιεί στα έργα του τη γλώσσα της πιάτσας, τη γλώσσα του πλήθους. Με όλη τη φαινομενική της δημοκρατικότητα και τα απτά πρακτικά οφέλη για τον συγγραφέα, η άποψή αυτή μου φαίνεται πέρα για πέρα παράλογη και μπορεί να εκληφθεί ως μια προσπάθεια χειραγώγησης  της τέχνης, στην προκειμένη περίπτωση της λογοτεχνίας, από την ιστορία. Μόνο αν έχουμε αποφασίσει ότι είναι καιρός πια ο «homo sapiens» να πάψει να εξελίσσεται, τότε μονάχα η λογοτεχνία ενδείκνυται να χρησιμοποιεί τη γλώσσα του πλήθους. Σε αντίθετη περίπτωση ο λαός οφείλει να μεταχειρίζεται τη γλώσσα της λογοτεχνίας.

Γενικά η εκάστοτε καινούρια αισθητική πραγματικότητα αποσαφηνίζει στον άνθρωπο τη νέα ηθική πραγματικότητα. Επειδή η αισθητική είναι μήτηρ της ηθικής,  και οι έννοιες του «κάλλους» και της «ασχήμιας» είναι πρώτα απ΄όλα έννοιες που ανήκουν στην αισθητική και προετοιμάζουν τις ηθικές κατηγορίες του «καλού» και του «κακού». Το ότι στην ηθική δεν «επιτρέπονται τα πάντα» συμβαίνει επειδή πρωτίστως στην αισθητική δεν «επιτρέπονται τα πάντα», διότι ο αριθμός των χρωμάτων του φάσματος είναι περιορισμένος. Ένα βρέφος που δε νογά ακόμη και με κλάμα αποστρέφεται κάποιον άγνωστο ή τανάπαλιν τον αποζητά, τον αποστρέφεται ή τον αποζητά, κάνοντας ενστικτωδώς την αισθητική του επιλογή και όχι την ηθική.

Η αισθητική επιλογή είναι πάντοτε προσωπική υπόθεση , όπως και το αισθητικό βίωμα είναι πάντοτε προσωπική ιδιωτική υπόθεση του καθενός. Κάθε καινούρια αισθητική πραγματικότητα καθιστά τον άνθρωπο που την βιώνει ένα πρόσωπο ακόμα πιο ιδιωτικό και η ιδιωτικότητά του αυτή που ενίοτε προσλαμβάνει τη μορφή του λογοτεχνικού (ή όποιου άλλου) γούστου από μόνη της μπορεί να λειτουργήσει αν όχι ως εγγύηση, τουλάχιστον ως μια μορφή προστασίας από την υποδούλωση. Διότι ένας άνθρωπος με καλλιεργημένο γούστο, ιδίως στη λογοτεχνία είναι λιγότερο επιρρεπής σε επαναλήψεις, επωδούς και ξόρκια που χαρακτηρίζουν οποιαδήποτε μορφή της πολιτικής δημαγωγίας.

Και το ζήτημα δεν είναι τόσο στο γεγονός  ότι η ηθική ανωτερότητα δεν αποτελεί εγγύηση στο να δημιουργηθεί ένα αριστούργημα όσο ότι το κάθε κακό, ιδιαίτερα δε η πολιτική ανηθικότητα είναι πάντοτε προϊόν κακογουστιάς. Όσο πιο πλούσιες είναι οι αισθητικές εμπειρίες του ατόμου, όσο πιο στέρεα είναι τα γούστα του, τόσο πιο ξεκάθαρη είναι η ηθική του επιλογή, τόσο πιο ελεύθερο είναι αν και όχι απαραίτητα πιο ευτυχισμένο.

Ακριβώς υπ΄αυτήν την πρακτική έννοια παρά υπό την ιδεαλιστική, πλατωνική θα πρέπει να ερμηνεύεται η παρατήρηση του Ντοστογιέφσκι ότι «η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο» και η ρήση του Μάθιου Άρνολντ ότι «θα μας σώσει η ποίηση».  Ίσως είναι πια αργά για να σώσουμε όλον τον κόσμο, μα για το μονωμένο άνθρωπο  πάντα υπάρχει μια ευκαιρία. Τα αισθητικά κριτήρια του ανθρώπου αναπτύσσονται πολύ γρήγορα, διότι ακόμα και δίχως να συνειδητοποιεί πλήρως ποιος είναι και τι είναι αυτό που το έχει πραγματικά ανάγκη, ο άνθρωπος, κατά κανόνα, γνωρίζει ενστικτωδώς τι είναι αυτό που του αρέσει και τι είναι εκείνο που τον ενοχλεί. Από ανθρωπολογικής απόψεως, επαναλαμβάνω,  ο άνθρωπος είναι πρωτίστως ένα ον αισθητικό παρά ηθικό.

Για το λόγο αυτό η τέχνη εν γένει και ειδικά η λογοτεχνία δεν είναι απλά ένα παράπλευρο προϊόν της εξέλιξης του είδους μας, μα ακριβώς το αντίθετο. Εάν εκείνο που μας διακρίνει από τους λοιπούς εκπροσώπους του ζωικού βασιλείου είναι ο λόγος, τότε η λογοτεχνία και κυρίως η ποίηση ως ύψιστη μορφή του λόγου αποτελεί, μιλώντας αδρά, τον αυτοσκοπό του ανθρώπινου είδους.

Είμαι μακράν της ιδέας της μαζικής μύησης στην τέχνη της στιχουργικής και της ποιητικής σύνθεσης, εντούτοις θεωρώ εντελώς απαράδεκτο το διαχωρισμό των ανθρώπων σε διανοούμενους και λοιπούς. Από ηθικής απόψεως ο διαχωρισμός αυτός  ισοδυναμεί με το διαχωρισμό της κοινωνίας σε πλούσιους και φτωχούς, αλλά αν για την ύπαρξη της κοινωνικής ανισότητας μπορούμε να σκεφτούμε κάποιο καθαρά υλικό, απτό υπόβαθρο, για την πνευματική ανισότητα τέτοιο πράγμα δεν μπορούμε καν να το διανοηθούμε.  Υπ΄αυτήν την έννοια, οπουδήποτε αλλού ίσως όχι, αλλά εδώ η ισότητά μας είναι εγγυημένη από την ίδια μας τη φύση. Εδώ δεν πρόκειται για εκπαίδευση, αλλά για τη μορφωτική επίδραση του λόγου η παραμικρή ανακρίβεια του οποίου εγκυμονεί κινδύνους που έχουν να κάνουν με την εισβολή στη ζωή του ανθρώπου λανθασμένων επιλογών. Η ύπαρξη της λογοτεχνίας  προϋποθέτει μια ύπαρξη αντάξια της λογοτεχνίας, όχι μόνο από ηθικής, αλλά και από γλωσσικής απόψεως επίσης.

Εάν τα μουσικά έργα αφήνουν στον άνθρωπο περιθώριο επιλογής ανάμεσα στον παθητικό ρόλο του ακροατή και αυτόν του ενεργού συντελεστή, τότε τα λογοτεχνικά έργα, έργα μιας τέχνης, κατά τον Μοντάλε, αθεράπευτα σημασιολογικής – τον καταδικάζουν  να είναι πάντα μόνο ενεργός συντελεστής. 

Ο άνθρωπος, κατά τη γνώμη μου, θα έπρεπε να παίζει αυτόν το ρόλο πιο συχνά από οποιονδήποτε άλλον. Επιπλέον πιστεύω ότι λόγω της δημογραφικής έκρηξης και της συνακόλουθης ολοένα αυξανόμενης ατομικοποίησης της κοινωνίας, ήτοι λόγω της ολοένα αυξανόμενης απομόνωσης του ατόμου, ο ρόλος αυτός καθίσταται όλο και πιο αναπόφευκτος.

Δεν ισχυρίζομαι ότι γνωρίζω για τη ζωή περισσότερα απ΄ό, τι οποιοσδήποτε άνθρωπος της ηλικίας μου, παρόλα αυτά μου φαίνεται πως το βιβλίο ως συνομιλητής είναι πιο εχέμυθο απ΄ό, τι ένας φίλος ή μια αγαπημένη. Ένα μυθιστόρημα ή ένα ποίημα δεν είναι μονόλογος, αλλά διάλογος του συγγραφέα με τον αναγνώστη – ένας διάλογος, επαναλαμβάνω, άκρως ιδιωτικός που αποκλείει όλους τους άλλους, αν θέλετε, θα μπορούσε επίσης να χαρακτηριστεί ως εκατέρωθεν μισανθρωπικός. Στη διάρκεια αυτού του διαλόγου ο συγγραφέας εξισώνεται με τον αναγνώστη, όπως άλλωστε συμβαίνει και τανάπαλιν ανεξάρτητα αν πρόκειται για έναν μεγάλο συγγραφέα ή έναν συγγραφέα της σειράς.

Η ισότητα που αναπτύσσεται ανάμεσά τους είναι ισότητα των συνειδήσεων η οποία ακολουθεί τον άνθρωπο καθόλη τη διάρκεια της ζωής του είτε ως αμυδρή είτε ως ισχυρή ανάμνηση που αργά ή γρήγορα, αιτιολογημένα ή αναίτια θα καθορίσει τη συμπεριφορά του ατόμου. Ακριβώς αυτό και εννοώ, μιλώντας για το ρόλο του συντελεστή που φαίνεται εντελώς  φυσικός  μιας και το μυθιστόρημα ή το βιβλίο αποτελεί προϊόν αμοιβαίας μοναχικότητας όσο του συγγραφέα τόσο και του αναγνώστη.

Στην ιστορία του ανθρώπινου είδους, στην ιστορία του «homo sapiens», η επινόηση του βιβλίου εγγράφεται ως ένα ανθρωπολογικό φαινόμενο ισάξιο με την εφεύρεση του τροχού. Το βιβλίο, έχοντας κάνει την εμφάνισή του όχι τόσο για να μας δώσει την ιδέα για τις απαρχές του ανθρώπινου είδους όσο για το τι αυτός ο «homo sapiens» είναι ικανός να πράξει, αποτελεί ένα μέσο μετακίνησης στο χωροχρόνο της ανθρώπινης εμπειρίας με την ταχύτητα ίση με το γύρισμα μιας σελίδας. Με τη σειρά της η μετακίνηση αυτή όπως όλες οι μετακινήσεις, μετατρέπεται σε φυγή από τον κοινό παρονομαστή, από την προσπάθεια αυτού του παρονομαστή να επιβάλει στην καρδιά μας, στη συνείδησή μας, στη φαντασία μας έναν πήχη  που πριν την επαφή μας με το βιβλίο δεν ανέβαινε πιο πάνω απ΄τη μέση του σώματός μας. Η φυγή αυτή είναι φυγή προς τη «μη κοινή έκφραση του προσώπου», προς τον αριθμητή, προς την προσωπικότητα, προς τον μεμονωμένο άνθρωπο. Άσχετο με το κατά τίνος εικόνα και ομοίωση έχουμε πλαστεί , απαριθμούμε πλέον πέντε δισεκατομμύρια και άλλο μέλλον εκτός από αυτό που διαγράφεται από την τέχνη ο άνθρωπος δε διαθέτει. Σε αντίθετη περίπτωση μας περιμένει ένα πισωγύρισμα στο παρελθόν και πρώτα απ΄όλα σ΄ ένα πολιτικό παρελθόν με όλα τα κάλλη της μαζικής αστυνομικής βίας.

Σε κάθε περίπτωση η κατάσταση κατά την οποία η τέχνη εν γένει και ειδικότερα η λογοτεχνία αποτελεί κτήμα (προνόμιο) της μειοψηφίας μου φαντάζει αρρωστημένη και επικίνδυνη. Δεν  ευαγγελίζομαι την αντικατάσταση του κράτους με βιβλιοθήκη – αν και κατά καιρούς με είχε επισκεφθεί αυτή η ιδέα – ωστόσο δεν αμφιβάλλω ότι αν εκλέγαμε τους κυβερνήτες μας με βάση την αναγνωστική τους εμπειρία και όχι με βάση τα πολιτικά τους προγράμματα, θα υπήρχε λιγότερο κακό πάνω στη γη.

Νομίζω πως ο εν δυνάμει διαφεντευτής των δικών μας τυχών πρώτα απ΄όλα θα΄πρεπε να ερωτηθεί όχι για πώς φαντάζεται το μέλλον της εξωτερικής πολιτικής, μα για το πώς διάκειται απέναντι στον Σταντάλ, Ντίκενς, Ντοστογιέφσκι. Και αυτό τουλάχιστον επειδή ακριβώς η ανθρώπινη πολυμορφία: ευμορφία  και δυσμορφία αποτελούν  τον επιούσιο άρτο της λογοτεχνίας, η οποία έτσι αναδεικνύεται σ΄ένα αξιόπιστο αντίδοτο για οποιεσδήποτε – παρελθούσες και μελλούμενες – προσπάθειες να επιλυθούν τα προβλήματα της ανθρώπινης ύπαρξης με ολοκληρωτικό και μαζικό τρόπο. Η λογοτεχνία τουλάχιστον ως σύστημα ηθικής θωράκισης είναι πολύ πιο αποτελεσματική από κάθε είδους θρησκευτικές  πεποιθήσεις ή φιλοσοφικά δόγματα.








Επειδή δεν μπορούν να υπάρξουν νόμοι που να μας προστατεύουν από τον ίδιο μας τον εαυτό, δεν υπάρχει ούτε ένας ποινικός κώδικας που να προβλέπει ποινές για τα εγκλήματα κατά της λογοτεχνίας. Ανάμεσα δε σ΄αυτά τα εγκλήματα το πιο βαρύ έγκλημα δεν είναι αυτό της λογοκρισίας και άλλα συναφή, ούτε αυτό της παράδοσης των βιβλίων στην πυρά.

Υπάρχει ένα έγκλημα πιο βαρύ - είναι η περιφρόνηση των βιβλίων, η μη ανάγνωσή τους. Το έγκλημα αυτό  ο μεμονωμένος  άνθρωπος το πληρώνει όλη του τη ζωή. Σε περίπτωση που το ίδιο έγκλημα το διαπράττει ένα ολόκληρο έθνος – το πληρώνει με την απώλεια της ιστορικής  του προοπτικής. Διαμένοντας στη χώρα όπου ζω σήμερα, θα ήμουν από τους πρώτους που θα πίστευε ότι υπάρχει κάποια αντιστοιχία ανάμεσα στην υλική ευημερία του ανθρώπου και στην έλλειψη της λογοτεχνικής του καλλιέργειάς, με συγκρατεί όμως η ιστορία της χώρας όπου γεννήθηκα και μεγάλωσα.

Διότι έχοντας αναγάγει την ρώσικη τραγωδία σε μια αδρή φόρμουλα των σχέσεων αιτίας –αιτιατού, θα τη δούμε ως τραγωδία μιας κοινωνίας, όπου η λογοτεχνία βρέθηκε να είναι προνόμιο της μειοψηφίας: της περιώνυμης ρωσικής διανόησης.

Δε θέλω να επεκταθώ περαιτέρω για να μη δηλητηριάσω αυτή τη βραδιά με τις αναφορές σε δεκάδες εκατομμύρια  ανθρώπινες ζωές που είχαν καταστραφεί με συνδρομή εκατομμυρίων  άλλων ανθρώπων  – διότι αυτό που συνέβαινε στη Ρωσία στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα συνέβαινε προτού εισαχθούν τα αυτόματα πυροβόλα όπλα – εν ονόματι του θριάμβου ενός πολιτικού δόγματος, η ανεδαφικότητα του οποίου συνίστατο στο γεγονός ότι για την υλοποίησή του απαιτούνταν αθρόα ανθρώπινα θύματα.

Θα πω μονάχα πως πιστεύω, όχι δυστυχώς εκ πείρας, μα μονάχα θεωρητικά, ότι για έναν άνθρωπο που έχει διαβάσει Ντίκενς, το  να πυροβολήσει έναν όμοιό του εν ονόματι μιας ιδέας, όποια και να΄ναι, είναι πιο δύσκολο απ΄ό, τι για έναν άνθρωπο που δεν τον έχει διαβάσει καθόλου. Και σ΄αυτό το σημείο μιλάω ακριβώς για την ανάγνωση του Ντίκενς, του Σταντάλ, του Ντοστογιέφσκι, του Φλομπέρ, του Μπαλζάκ, του Μέλβιλ και ούτω καθ΄εξής, δηλαδή για τη λογοτεχνία και όχι για την εγγραματοσύνη, όχι για την εκπαίδευση. Αφού ένας εγγράμματος, ένας μορφωμένος άνθρωπος μπορεί άνετα, έχοντας διαβάσει εκείνη ή άλλη πολιτική πραγματεία, να σκοτώσει ένα συνάνθρωπό του βιώνοντας μάλιστα την έκσταση ενός πεπεισμένου για το δίκιό του ατόμου. Ο Λένιν ήταν μορφωμένος , ο Στάλιν ήταν και αυτός μορφωμένος, το ίδιο και ο Χίτλερ. Όσο για τον Μάο Τσετούνγκ εκείνος συνέθετε μάλιστα και ποιήματα. Παρ΄όλα αυτά η λίστα των θυμάτων τους ήταν μακράν μεγαλύτερη απ΄τη λίστα αυτών που είχαν διαβάσει.

Ωστόσο προτού περάσω στην ποίηση, θα΄θελα να προσθέσω, ότι θα ήταν σκόπιμο να θεωρούμε την εμπειρία της Ρωσίας ως προειδοποίηση τουλάχιστον επειδή η κοινωνική δομή της Δύσης είναι σε γενικές γραμμές ανάλογη μ΄αυτή που υπήρχε στη Ρωσία μέχρι το 1917. (Παρεμπιπτόντως ακριβώς αυτό και εξηγεί τη διάδοση του ρώσικου ψυχολογικού μυθιστορήματος του 19ου αιώνα στη Δύση από τη μια και την αντίστοιχη αποτυχία της σύγχρονης ρωσικής πεζογραφίας από την άλλη. Οι κοινωνικές συνθήκες που διαμορφώθηκαν στη Ρωσία του 20ου αιώνα, ίσως να φαντάζουν στον αναγνώστη όχι λιγότερο παράξενες απ΄ό, τι τα ονόματα των ηρώων, εμποδίζοντάς τον να ταυτιστεί με αυτούς.) Για παράδειγμα μονάχα τα πολιτικά κόμματα στη Ρωσία την παραμονή της οκτωβριανής επανάστασης το 1917 δεν ήταν λιγότερα απ΄όσα υπάρχουν σήμερα στις ΗΠΑ ή στη Μεγάλη Βρετανία. Με άλλα λόγια ένας ουδέτερος παρατηρητής θα μπορούσε να διαπιστώσει ότι υπό μια ορισμένη έννοια ο 19ος αιώνας στη Δύση συνεχίζεται ακόμα.

Στη Ρωσία εκείνος έχει τελειώσει. Και αν λέω ότι τελείωσε με μια τραγωδία, αυτό είναι πρώτα απ΄όλα λόγω του πλήθους των ανθρώπινων θυμάτων που προκλήθηκαν εξαιτίας της κοινωνικής αλλαγής η οποία συνέπεσε με την αλλαγή του αιώνα. Στην πραγματική τραγωδία δεν πεθαίνει ο ήρωας, αλλά ο χορός.







ΙΙΙ

Παρότι για κάθε άνθρωπο του οποίου η μητρική γλώσσα είναι τα Ρωσικά, οι συζητήσεις  που αφορούν το πολιτικό κακό είναι τόσο φυσικές όσο και η διαδικασία της πέψης, θα΄θελα τώρα να αλλάξω το θέμα. Το μειονέκτημα των συζητήσεων για τα προφανή συνίσταται στο γεγονός ότι διαφθείρουν τη συνείδηση λόγω της  ευκολίας με την οποία αποκτά κανείς την αίσθηση του δικαίου. Σε αυτό συνίσταται και ο πειρασμός  να υποπέσει κανείς σε τέτοιου είδους συζητήσεις η φύση του οποίου είναι ίδια με τον πειρασμό που έχει ο εκάστοτε  μεταρρυθμιστής της κοινωνίας να διαπράξει το κακό εν ονόματι του δικαίου.

Η συνειδητοποίηση αυτού του πειρασμού της ευκολίας και η απόρριψή του μέχρι ενός βαθμού ευθύνονται για τις τύχες πολλών από τους συγχρόνους  μου ανάμεσα στους οποίους συγκαταλέγονται φυσικά και οι συνάδελφοι μου λογοτέχνες  από την πένα των οποίων γεννήθηκε η λογοτεχνία εκείνης της περιόδου. Αυτή η λογοτεχνία δεν ήταν τρόπος  φυγής απ΄την ιστορία ούτε τρόπος απώθησης των αναμνήσεων, όπως μπορεί να φανεί εκ πρώτης όψεως.

«Πώς είναι δυνατόν να συνθέτει κανείς  μουσική μετά το Άουσβιτς;» - αναρωτιέται ο Αντόρνο. Το ίδιο ερώτημα μπορεί να επαναλάβει όποιος γνωρίζει τη ρωσική ιστορία, αντικαθιστώντας το όνομα του στρατοπέδου, - και να το επαναδιατυπώσει μάλλον με μεγαλύτερη βασιμότητά, διότι ο αριθμός των ανθρώπων που χάθηκαν στα σταλινικά στρατόπεδα υπερβαίνει κατά πολύ αυτούς που αφανίστηκαν στα ναζιστικά. «Και πώς είναι δυνατόν μετά το Άουσβιτς να τρώει κανείς το πρωινό του;» -αντέταξε κάποτε ο Αμερικανός ποιητής Μαρκ Στραντ. Σε κάθε περίπτωση η γενιά στην οποία ανήκω στάθηκε ικανή στο να συνθέσει εκείνη τη μουσική.

Η γενιά αυτή είναι η γενιά που έχει γεννηθεί ακριβώς εκείνη την εποχή κατά την οποία τα κρεματόρια του Άουσβιτς δούλευαν με εντατικούς ρυθμούς, ο Στάλιν βρισκόταν στο ζενίθ της ισόθεης, απόλυτης σάμπως δοσμένης από την ίδια τη φύση εξουσίας, η γενιά αυτή  λοιπόν έχει έρθει στον κόσμο, ως φαίνεται, για να συνεχίσει εκείνο που θα έπρεπε θεωρητικά να ανακοπεί στα κρεματόρια και στους ανώνυμους μαζικούς τάφους του σταλινικού αρχιπελάγους.


Το γεγονός ότι όλα αυτά δεν έχουν ανακοπεί, -τουλάχιστον στη Ρωσία, - σε μεγάλο βαθμό είναι κατόρθωμα της δικής μου γενιάς. Νιώθω λοιπόν περήφανος που ανήκω σ΄αυτήν όχι λιγότερο απ΄ό, τι βρίσκομαι σήμερα εδώ. Και το γεγονός ότι στέκομαι σήμερα μπροστά σας αποτελεί τρόπον τινά την αναγνώριση της συνεισφοράς αυτής της γενιάς στο χώρο του πολιτισμού, αναλογιζόμενος δε το έργο του Μαντελστάμ, θα πρόσθετα –  την αναγνώριση της συνεισφοράς αυτής της γενιάς στον παγκόσμιο πολιτισμό.

Γυρίζοντας προς τα πίσω, μπορώ να πω ότι ξεκινούσαμε απ΄το μηδέν, για την ακρίβεια από κάτι που θύμιζε καμένη γη και μάλλον διαισθητικά, παρά συνειδητά προσπαθούσαμε να αποκαταστήσουμε την αίσθηση της αδιάσπαστης συνέχειας του πολιτισμού, να αναβιώσουμε τις παλιές φόρμες και τρόπους, να γεμίσουμε τις λιγοστές διασωθέντες και πολύ συχνά αντί τις παλιές παρεξηγημένες τις καινούριες δικές μας ή αυτές που μας φαίνονταν καινούριες με ένα σύγχρονο περιεχόμενο.

Πιθανόν να υπήρχε και άλλος τρόπος, δηλαδή ο δρόμος της περαιτέρω αποδόμησης της παράδοσης, της ποιητικής των σπαραγμάτων και  χαλασμάτων, του μινιμαλισμού και της ασφυξίας. Εάν τον απορρίψαμε, αυτό όχι επειδή μας είχε φανεί ως υπερβολικά μελοδραματικός ή επειδή είχαμε πωρωθεί με την ιδέα να διαφυλάξουμε την παραδοσιακή αρτιότητα των ήδη γνωστών  μορφών πολιτισμού οι οποίες στη συνείδησή μας ταυτίζονταν απαρέγκλιτα με τις εκδηλώσεις της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.

Τον είχαμε απορρίψει, επειδή στην πραγματικότητα την επιλογή δεν την κάναμε εμείς, αλλά ο ίδιος ο πολιτισμός και η επιλογή αυτή έγινε και πάλι με βάση τα αισθητικά κριτήρια και όχι τα ηθικά. Βέβαια είναι φυσικό ο άνθρωπος να θεωρεί τον εαυτό του ως δημιουργό και φύλακά του πολιτισμού και όχι ως εργαλείο του.

Και αν σήμερα ισχυρίζομαι το αντίθετο, δεν είναι επειδή υπάρχει κάποια γοητεία στην εκπνοή του 20ου αιώνα να παραφράζω τον Πλωτίνο, τον λόρδο Σάφτσμπερυ, τον Σέλινγκ ή τον Νοβάλις, αλλά επειδή όχι όποιος κι όποιος, μα ο ποιητής πάντα ξέρει ότι αυτό που στην καθομιλουμένη ονομάζουμε  Μούσα στην πραγματικότητα είναι η δικτατορία της γλώσσας και ότι η γλώσσα δεν αποτελεί το εργαλείο του, μα εκείνος αποτελεί το όργανο της γλώσσας που διασφαλίζει τη συνέχισή της. Η γλώσσα δε –ακόμα και να την φανταστούμε ως ένα έμψυχο πλάσμα (πράγμα καθόλα εύλογο) – δε θα ήταν σε θέση να κάνει τις επιλογές της βάσει τα ηθικά κριτήρια.

Κάθε άνθρωπος καταπιάνεται με τη σύνθεση ενός ποιήματος για διαφορετικούς λόγους: για να κατακτήσει την καρδιά της αγαπημένης του, για να εκφράσει τη στάση του απέναντι στην περιβάλλουσα πραγματικότητα, είτε πρόκειται για ένα τοπίο είτε για ένα κράτος, για να αποθανατίσει τη συναισθηματική κατάσταση στην οποία βρίσκεται τη δεδομένη στιγμή, για να αφήσει – όπως νομίζει εκείνη τη στιγμή – ένα αποτύπωμα πάνω στη γη.

Καταφεύγει λοιπόν σε αυτή την ποιητική φόρμα μάλλον ασυνείδητα και μιμητικά: το ποίημα ως ένα μαύρο σύνολο λέξεων που απλώνεται κατακόρυφα καταμεσής μιας λευκής κόλλας προφανώς θυμίζει στον άνθρωπο τη δική του θέση στον κόσμο, τη σχέση του χώρου και το σώματός  του. Άσχετα όμως από τους λόγους για τους οποίους εκείνος πιάνει την πένα για να συνθέσει το ποίημά του και ανεξαρτήτως από τον αντίκτυπο που θα προκαλέσει στο ακροατήριο, όσο μικρό ή μεγάλο και αν είναι, αυτό που θα γεννήσει η πένα του, - το αναπόφευκτο επακόλουθο όλου αυτού του εγχειρήματος είναι η συναίσθηση της άμεσης επαφής του με τη γλώσσα ή για την ακρίβεια – η αίσθησή του ότι τίθεται σε άμεση εξάρτηση από αυτήν και απ΄όλα όσα έχουν ειπωθεί ή έχουν γραφτεί, έχουν υλοποιηθεί χάρη σ΄αυτή.
Από τη μια η εξάρτηση αυτή είναι απόλυτη, δεσποτική, από την άλλη σε καθιστά απόλυτα ελεύθερο. Διότι η γλώσσα όντας πάντοτε μεγαλύτερη σε ηλικία από τον εκάστοτε δημιουργό διαθέτει μια κολοσσιαία φυγόκεντρο δύναμη μεταδιδόμενη σ΄αυτήν απ΄όλο το απόθεμα μελλοντικού χρόνου που απλώνεται μπροστά της. Και το απόθεμα αυτό καθορίζεται όχι τόσο από την πληθυσμιακή, ποσοτική σύσταση του έθνους που τη μιλά, αν και αυτό παίζει κάποιο ρόλο, όσο από την ποιότητα του ποιήματος που έχει γραφτεί στη δεδομένη γλώσσα.

Αρκεί να θυμηθούμε τους δημιουργούς της ελληνικής και της ρωμαϊκής αρχαιότητας ή τον Δάντη. Για παράδειγμα ό, τι δημιουργείται αυτή τη στιγμή στα Ρωσικά και στα Αγγλικά εξασφαλίζει την βιωσιμότητα αυτών των γλωσσών για την επόμενη χιλιετία.

Ο ποιητής, θα επαναλάβω και πάλι, είναι όργανο βιωσιμότητας μιας γλώσσας ή, όπως είπε ο μεγάλος Όντεν, είναι εκείνος μέσω του οποίου η γλώσσα ζει. Κάποια στιγμή εγώ, που γράφω αυτές τις αράδες θα φύγω απ΄τη ζωή, θα φύγετε κι εσείς που τις διαβάζετε, μα η γλώσσα στην οποία έχουν γραφτεί και στην οποία τις διαβάζετε, θα μείνει και θα μείνει όχι μόνο επειδή η γλώσσα είναι μακροβιότερη του ανθρώπου, αλλά και επειδή έχει προσαρμοστεί καλύτερα σε μεταλλάξεις.

Ωστόσο κάποιος που γράφει ένα ποίημα, το γράφει όχι επειδή υπολογίζει στην υστεροφημία, αν και συχνά ελπίζει πως το ποίημα θα ζήσει έστω λίγο παραπάνω απ΄αυτόν. Κάποιος που γράφει ένα ποίημα, το γράφει επειδή η γλώσσα του δίνει τη νύξη ή απλά του υπαγορεύει τον επόμενο στίχο.

Αρχίζοντας ένα ποίημα ο ποιητής κατά κανόνα δεν γνωρίζει πού θα καταλήξει και ενίοτε εκπλήσσεται απ΄το αποτέλεσμα, διότι πολλές φορές το ποίημα βγαίνει πολύ καλύτερο απ΄ό,τι το οραματιζόταν, πολύ συχνά οι συλλογισμοί του πηγαίνουν πιο πέρα απ΄ό, τι λογάριαζε εξαρχής. Αυτή ακριβώς είναι η στιγμή που το μέλλον της γλώσσας παρεμβαίνει στο παρόν της.

Υπάρχουν, όπως όλοι ξέρουμε, τρεις βασικές μέθοδοι για να προσεγγίσουμε γνωστικά κάτι: η αναλυτική, η διαισθητική και η μέθοδος που χρησιμοποιούσαν οι βιβλικοί προφήτες, δηλ. μέσω της ενόρασης και της αποκάλυψης. Η διαφορά της ποίησης από τις άλλες λογοτεχνικές φόρμες έγκειται στο γεγονός ότι εκείνη μετέρχεται και των τριών μεθόδων (ρέποντας περισσότερο προς τη δεύτερη και την τρίτη), διότι  και οι τρεις ενυπάρχουν στη γλώσσα και καμιά φορά με τη συνδρομή μιας λέξης ή μιας ρίμας μόνο αυτός που γράφει ποίημα καταφέρνει ξαφνικά να βρεθεί εκεί όπου πριν απ΄αυτόν δεν έχει περάσει κανείς, - ή ακόμα πιο μακριά, ίσως πιο μακριά απ΄ό, τι θα επιθυμούσε ο ίδιος.

Κάποιος που γράφει ένα ποίημα, το γράφει πρώτα απ΄όλα επειδή το ποίημα είναι ένας τρομερός επιταχυντής της συνείδησης, της σκέψης, της κοσμοαντίληψης. Ο άνθρωπος άπαξ και βιώσει μια τέτοια επιτάχυνση, δεν μπορεί πια να μην επιδιώξει την επανάληψη της ίδιας εμπειρίας, αποκτά λοιπόν εξάρτηση απ΄αυτή τη διαδικασία όπως οι άλλοι αποκτούν εξάρτηση απ΄τα ναρκωτικά ή το αλκοόλ. Θαρρώ πως ένας άνθρωπος που βρίσκεται σε μια τέτοια εξάρτηση απ΄τη γλώσσα αξίζει να καλείται ποιητής.








Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο