24 Δεκεμβρίου του 1971

Ιωσήφ Αλεξάντροβιτς Μπρόντσκι

(μτφρ.- απόδοση: Ρανελέ)



Την παραμονή όλοι μοιάζουν λίγο μάγοι.
Μες στα μαγαζιά λιωμένο χιόνι, συνωστισμός.
Δέχονται γιουρούσι οι πάγκοι,
πάνω ορμά ο φορτωμένος πακέτα λαός.
Για ένα ντενεκεδάκι μυρωδάτου χαλβά
άλλος εξομοιώνεται με κάμηλο και άλλος με βασιλιά.

Τσάντες, πακέτα, σακούλες, καρότσια λαϊκής,
στραπατσαρισμένες γραβάτες, σκουφιά.
Βότκας, ελάτης και ρέγγας παστής, 
πορτοκαλιού, κανέλας και μήλου η μυρωδιά.
Κοσμοσυρροή, που να δεις το δρόμο που οδηγεί
στη Βηθλεέμ κάτω απ΄του χιονιού το χαλί.

Και των ταπεινών δώρων οι διανομείς βιαστικοί
τρέχουν στα σοκάκια, σαλτάρουν εν κινήσει στ΄ αστικά
για να φτάσουν γρηγορότερα στου σπιτιού την αυλή
αν και ξέρουν ότι είναι άδεια η δική τους σπηλιά:
μήτε ζα, μήτε φάτνη, μήτε Κείνη που ακτινοβολεί
μ΄ένα φωτοστέφανο χρυσαφί.

Γύρω σκοτάδι. Μα μόλις Την φέρεις στο νου
απ΄το πουθενά - ένα φως, ένα αυτόφωτο πράμα.
Να΄ξερ΄ ο Ηρώδης: όσο αυξάνεται η βία τυράννου,
τόσο πιο αδήριτη είναι η ανάγκη για θάμα.
Η νομοτέλεια τέτοιας συνάφειας των φαινομένων
Είν΄ο  κύριος μοχλός των Χριστουγέννων.

Τούτο το γεγονός  και γιορτάζουν παντού,
ήτοι του δικού Του ερχομού την ημέρα
σμίγοντας όλοι παρέα. Αν όχι η προσμονή τ΄αστεριού
μα τουλάχιστον της χαρμοσύνης η έκφραση από πέρα
φαντάζει εις τα πρόσωπα όλων ζωγραφιστή
καθώς έχουν ανάψει τις φωτιές οι βοσκοί.

Χιόνι πυκνό. Όχι καπνό, μα σαλπίσματα βγάνουν οι καμινάδες
Τα πρόσωπα μοιάζουν μωσαϊκό της παλιάς εποχής.
Ο Ηρώδης μεθοκοπά. Κρύβουν τα μωρά οι μανάδες.
Ποιος θα΄ρθει – δε γνωρίζει κανείς:
δεν κατέχουμε τα σημάδια και οι καρδιές με τα ώτα 
ίσως να μην καταλάβουν τον εν σαρκί  εληλυθότα.

Μα όταν μες στη νύχτα απ΄την ομίχλη πυκνή
στης ορθάνοιχτης πόρτας το ρεύμα
εμφανίζεται η μαντηλοφορεμένη μορφή,
τότε και το Θείο Βρέφος και το Άγιο Πνεύμα
νιώθεις μέσα σου δίχως καμιά συστολή,
θωράς τον ουρανό και πάνω κει -το αστρί.

Γενάρης, 1972

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο