Anno Domini ή Μετά Χριστόν, Ιωσήφ Μπρόντσκι  
Στη Μ.Μπ. (Μαριάννα Μπασμάνοβα 

(απόδοση: Ρανελέ) 




Η επαρχία τη γέννηση γιορτάζει του Χριστού.  
Η έπαυλη του Αρμοστή ολούθε έχει στολιστεί μ΄ ιξό 
Την πύλη πολυάριθμοι φωτάνε οι δαυλοί. 
Στις ρούγες – κοσμοσυρροή, ξεφάντωμά γλεντιού 
Χαρωπό, γελαστό, παλαβό και λερό 
πλήθος όχλου έχει συναχθεί στην πίσω αυλή. 

* 

Ο Αρμοστής μας δεν μπορεί. Έχει κρεβατωθεί. 
Σκεπασμένος με το φερμένο απ΄το Αλκαζάρ ολόμαλλο σάλι 
όπου είχε υπηρετήσει ένα φεγγάρι 
φαντάζεται τη σύζυγό του με το γραμματέα μαζί 
να υποδέχονταί τους καλεσμένους μες στη σάλα. 
Κι όμως μόλις πού μπορείς να τον ειπείς ζηλιάρη. 

* 

Γι΄αυτόν προέχει τώρα να κλειστεί μες στο καβούκι 
από αρρώστιες, σκέψεις για την ποθητή Μητρόπολη και τούτη 
της μετάθεσης την ξαφνική αναβολή. Και επειδή 
γνωρίζει πως για να γλεντήσει κάθε συρφετού μπουλούκι 
δε θέλει λευτεριά και πλούτη. 
Για τον ίδιο λόγο διόλου δεν τον ενοχλεί 

* 

η σύζυγός του ν΄απιστεί. Τι άλλο όμως 
θα σκεφτόταν αν δεν ταλαιπωριόταν από στηθάγχη 
και της αρρώστιας κρίσεις; Τι αν μπορούσε ν΄αγαπά; 
Ανατριχιάζει, άθελά του τινάζεταί ψηλά ο ώμος 
και αποδιώχνει βιαστικά τις σκέψεις τού και άγχη 
… το γλεντοκόπι άν κι έχει κοπάσει πιά 

* 
τραβά σε μάκρος. Έχοντάς αδειάσει κελάρια μέ κρασί, 
κοιτούν στο υπερπέραν στα χαμένα 
πασχίζοντάς να βρουν εχθρό του κόσμου οι ηγέτες. 
Τα χείλη τους που τη δική τους προδίδουν την οργή, 
σαν ρόδα πού ΄χε σφιχτεί ανάμεσό στα φρένα, 
έχουν παγώσει σε μειδίαμα-ψέμα και οι υπηρέτες 

* 

σερβίρουν άφθονο κρέας. Στα μεθυσμένα επευφημεί το στέμμα 
ένας μεγιστάνΑκούγονται σπαράγματα ασμάτων 
Η γυναίκα του Αρμοστή με τον γραμματέα τοίχο τοίχο 
στον κήπο ξεγλιστρούν μαζί. Μ΄ άγρυπνο του βλέμμα 
της αυτοκρατορίας ό αετός που τού Ύπατου Αρμοστή των ηπάτων 
τη σάρκα ραμφίζει διαρκώς, χορτάτος τώρα τούς κοιτάζει απ΄τον τοίχο … 

* 

Κι εγώ, ένας ποιητήςπου΄χω δει τον κόσμο πάμπολλες φορές, 
τον ισημερινό ψηλά στον όνο έχω διασχίσει ιππαστί 
κοιτάζοντάς απ΄το παραθύρι το κοιμισμένο σε αχλύ βουνό, 
αναρωτιέμαι πόσο μοιάζουν οι δικές μας συμφορές: 
εκείνος είναι ανεπιθύμητός στου Αυτοκράτορα αυλή, 
εμένα δεν με θέλει η Σύνθια με το μωρό. Κι οι δυό 

* 

θα βρούμε τον τάφο μας εδώ. Και την πικρή μας τύχη 
η περηφάνια μας δε θ΄αναγάγει εις την παραδοχή 
της απομάκρυνσής μας απ΄την εικόνα του Θεού. 
Όλοι θά΄μαστε ολόιδιοι εντός του μνήματός τα τείχη. 
Ας είμαστε τουλάχιστον ανόμοιοι εν τη ζωή! 
Προς τι λοιπόν ν΄αφήσουμε την άνεση του παλατιού - 

* 

Ποιοι είμαστε να γίνουμε για την πατρίδα μας κριτές; Η σπάθη 
της κρίσεως θε να στομώσει απ΄των ιδίων τες πομπές και άγος: 
ο διάδοχός και η εξουσία βρίσκονται αλλού, σε ξένα χέρια. 
Καλά που δε σαλπάρουν τα δεμένα σκάφη! 
Καλά που τα πελάγη τα εσκέπασεν ο πάγος! 
Καλά που τα πουλιά ψηλά στα σύννεφα αιθέρια 

* 

Αποδεικνύονται πολύ αβρά για τέτοια σώματα και βάρη! 
Ωστόσο πώς να τα κατηγορείς γι΄αυτό; 
Εντούτοις ίσως η δική τους γλυκολάλητη φωνή 
ν΄αντισταθμίσει τα δικά μας βάρη. 
Γι΄αυτό πετώντας στην πατρίδα μας με το καλό 
ας γίνουν η δική μας κράζουσα φωνή εκεί. 

* 

Εν τη πατρίδι… κάτι καλεσμένοι ξένοι 
στης Σύνθιας οικία σάμπως μάγοι πρόσφατης κοπής 
επάν΄στο λίκνο σκύβουν. Το βρέφος έχει αποκοιμηθεί, 
καθώς το άστρο σαν τη θράκα τίς καρδιές θερμαίνει 
που καίει κάτω απ΄την κολυμβήθρα της βάφτισης ιερής. 
Ενώ οι καλεσμένοι δίχως ν΄αγγίξουν του γιου την κεφαλή, 

* 

Το φωτοστέφανο αντικαθιστούν με ψέμα, 
την άσπιλη του σύλληψη – με διαβολή, 
με αποσιώπηση της πατρικής μορφής… 
Αδειάζει το παλάτι. Μες στο σκοτάδι ένα ένα 
βυθίζονται τα δώματα και σάλες. Το παλάτι ηρεμεί. 
Και μόνο δυό παράθυρα κατόπιν της γιορτής 

* 

Σε πείσμα μένουν φωτεινά: το δικό μου όπου στραφείς 
με πλάτες στον πυρσό κοιτάζω του φεγγαριού το δίσκο 
αναπολώντας την Σύνθια, το χιόνι απαλό  
και του Αρμοστή που πίσω απ΄τον τοίχο ολονυχτίς 
παλεύει με την αρρώστια δίχως το παραμικρό βογκίσκο 
καίγοντας σερί φωτιά και στήνοντας ενέδρες στον άσπονδο εχθρό. 

* 

Ο εχθρός προς το παρόν υποχωρεί. Αδύναμο της χαραυγής το φώς 
που γλυκοχαράζει στην Ανατολή της γης 
τρυπώνει απ΄τα παραθύρια δίχως τρόμο 
να δει τι συντελείται στου παλατιού εντός. 
Καθώς προσκρούει στα απομεινάρια της γιορτής, 
διστάζει πρώτα, μα συνεχίζει ακάθεκτα το δρόμο. 
(προς τά εμπρός) 

Παλάγκα, Γενάρης 1968 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο