Επιστολές προς Ρωμαίο φίλο
(απ΄τον Μαρτιάλη), Ιωσήφ Μπρόντσκι
(μτφρ.- απόδοση:Ρανελέ)
*
Σήμερα λυσσομανάει ο αέρας και αφρίζει μανιασμένο
κύμα.
Πήρε να φθινοπωριάζει, θα΄λλάξουν όλα
βήμα βήμα.
Είναι, φίλε μου, πιο εντυπωσιακή αυτή η αλλαγή εις την παλέτα
απ΄το να αλλάζει η καλή σου τη δική της τουαλέτα.
Μια γυναίκα μόνο ως
ενός σημείου τέρπει -
πού να προχωρήσεις πέραν
του αγκώνα ή του γόνα.
Πόσην περισσότερη
χαρά υπάρχει πέρ΄ απ΄το
σώμα:
μήτε περιπτύξεις μήτε απιστία που υφέρπει!
Φίλε Πόστουμέ, κάμποσα βιβλία σου στέλνω δώρα.
Πώς τα πας; Ζωή και
κότα μες στου αυτοκράτορα αυλή;
Όλο ίντριγκες,
τραπέζια και πολυφαγία κάθεν ώρα;
Είναι άραγε καλά ο Καίσαρ;
Όλο μηχανορραφεί;
Μόνος κάθομαι στον
κήπο, φέγγει ένας λίχνος
Μήτε ερωμένη μήτε σκλάβεςμήτε πρόσωπά γνωστών.
Του κόσμου τούτου ισχυρών και ταπεινών κανένα ίχνος -
στη θέση τους ένας βόμβος
σύγχορδος των ζουζουνιών.
*
Ένας εμποράκος από Ασία
κείτεται θαμμένος ΄δώ.
Ήταν άσημος, αλλά
καπάτσος στο αλισβερίσι.
Ήρθε ΄δώ για εμπορία,
μα πέθανε από τον πυρετό.
Στα παζάρια με το
Χάρο στράφι πήγε το μπαξίσι.
Δίπλα ένας
λεγεωνάριος κάτω από τις γρανιτένιες πλάκες
δόξασε την
αυτοκρατορία άπειρες φορές σε μάχες.
Αν και κόντεψε να
σκοτωθεί πολλάκις, έζησε ως τα γεράματα βαθιά.
Ούτε και σ΄αυτό μην
ψάχνεις, Πόστουμε λογική καμιά.
*
Είν΄αλήθεια,
Πόσουμε, πως ο κόκορας διόλου δεν πετά,
γι΄αυτό κατακρημνίζεσαι αν κουβαλάς του κοκοριού μυαλά.
Άμα σού΄λαχε να
γεννηθείς σε αυτοκρατορία,
κάλλιο να ζεις κοντά
στη θάλασσά, στην επαρχία.
Μακριά απ΄τον Καίσαρα, αναμπουμπούλες, ταραχές.
Δίχως να τρέμεις, να
γλείφεις και επί πτωμάτων να πατείς
Λες πως οι έπαρχοι είναι
όλοι τους ληστές
κι όμως μού΄ναι πιο συμπαθείς
απ΄τούς αιμοσταγείς.
*
Τούτην την μπόρα να περάσουμε παρέα,
είμαι σύμφωνος, στην μπάντα
παζαρέματα, εταίρα:
ένα σηστέρσιο να ζητάς για σάμπως κάλυμμα ζεστό κορμί
είναι σαν να υποτιμάς
τα πέταυρα απ΄τη σκεπή.
Μού΄πες ότι στάζω; Δείξε τον λεκέ;
Δεν μού΄χει φύγει τόση
δα σταλίτσα στη ζωή ποτέ.
Άμα πάρεις άντρα κάνα
χούφταλο, σαν πιει
θα του φεύγουν όλα πάν΄στο
κουβερλί.
*
Έχουμε διανύσει πάνω
απ΄το μισό της διαδρομής.
Όπως μού΄πε στην ταβέρνα ένας γέρο-δούλος, πίσω αν στραφείς,
βλέπεις μονάχα τα ερείπια τής ζωής.
Σκέψη κάπως βάρβαρη,
μα πέρα για πέρα αληθής
Πήγα μια βόλτα στα
βουνά. Λουλούδια τώρα τακτοποιώ.
Ένα βάζο πάω νά΄βρω ,
νά τα βάλω στο νερό…
Πώς τα πάμε στη Λιβύη, φίλε, ή πώς στο διάτανο τη λένε την περιοχή;
Πώς γίνεται νά΄μαστε με όλους σ΄έναν πόλεμο διαρκή;
*
Πόστουμε, θυμάσαι του επάρχου την αδελφή;
Μια λεπτούλα, με κάτι μπούτια παχουλά.
Ήταν γκόμενά σου…
τώρα – ιέρεια καθόλα σεβαστή
Πόστουμε, συνομιλεί
με τούς θεούς για τα μελλούμενα και τωρινά.
Φίλε, έλα να πιούμε
ένα κόκκινο κρασί, να φάμε και ψωμί.
Θα σε φιλέψω δαμάσκηνα.Τα
νέα σου θ΄ακούσω όλος προσοχή.
Θα σου στρώσω έξω στην
αυλή κάτω από τους ουρανούς
και θα σου απαριθμήσω
έναν έναν όλους τούς αστερισμούς.
*
Σύντομα ο φίλος σου γοητευμένος απ΄της πρόσθεσης τα κάλλη
υπέρ αφαίρεσης θα
καταβάλει τέλη για το τελευταίο του
σεργιάνι.
Βρες το κομπόδεμα μες
στο δικό μου προσκεφάλι,
είναι λίγα, μα για
μια κηδεία φτάνει.
Πάνω στο μαύρο σου φαρί
καβάλα τράβα
στων ετέρων σπίτι πού΄ναι
στων τειχών το διάβα.
Τα λεφτά που έδινα σε
κείνες να με χαϊδολογούν,
δως τους τώρα τα ίδια να
με θρηνολογούν.
*
Ανεπαίσθητα σαλεύει
μια δάφνη θαλερή,
πίσω της μια πόρτα ανοιχτή,
ένα σκονισμένο παραθύρι,
μέσα μια καρέκλα
αφημένη, μια κλίνη αδειανή,
σκεπάσματά που ρούφηξαν του μεσημεριού λιοπύρι.
Πίσ΄απ΄τις κουκουναριές
ακούγονται της θάλασσας οι παφλασμοί,
ένα πλοίο με τα
κύματά παλεύει στο έμπα του μυχού.
Στο παλιό παγκάκι κάθεται ο γέρο-Πλίνιος και φιλοσοφεί*.
Τσίχλες κελαηδούν στο
φύλλωμα κυπαρισσιού.
*Στο παλιό παγκάκι έχει ξεχαστεί του γέρο-Πλίνιου η συλλογή.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου