Στάση στο πουθενά, Ιωσήφ Μπρόντσκι (μτφρ.-απόδοση: Ρανελέ)
Τώρα πια είναι τόσοι λίγοι οι Έλληνες στο Λένινγκραντ
που έχουμε κατεδαφίσει τη δική τους εκκλησιά,
ώστε να ανεγείρουμε στην κενωθείσα θέση
ένα μεγάλο κέντρο συναυλιών. Σε τούτην την αρχιτεκτονική
υπάρχει κάτι ολίγον τι απογοητευτικό. Εντούτοις
ένα τέτοιο μέρος χωρητικότητας χιλίων και ατόμων
δεν πρέπει να φαντάζει και τόσο απελπιστικό: είναι ναός,
ναός της τέχνης. Ποιος φταίει τάχα
που η τέχνη και η μαεστρία στην ωδική
αποδίδει περισσότερο απ΄τα λάβαρα της πίστης;
Κρίμα μονάχα ότι τώρα από μακριά
δε θ΄αγναντεύουμε έναν τρούλο με τέλειες αναλογίες,
μα μιαν άσχημη επίπεδη γραμμή της τσιμεντένιας πλάκας.
Όσο όμως για την ασχήμια των αναλογιών,
ο άνθρωπος δεν εξαρτάται απ΄αυτές,
αλλά συχνάκις από την αναλογία της ασχήμιας.
Πολύ καλά θυμάμαι πώς τηνε γκρεμίζανε.
Ήταν άνοιξη κι εγώ εκείνον τον καιρό
επισκεπτόμουν τακτικά μιαν οικογένεια Τατάρων,
που έμεινε εκεί κοντά. Κοιτούσα απ΄το παραθύρι
και χάζευα τη ρωμαίικη την εκκλησιά.
Όλα ξεκίνησαν καθώς μιλούσαμε με τους Τατάρους.
Μετά από λίγο στην κουβέντα μας εισβάλαν ξένοι ήχοι,
που αρχικά αναμειγνύονταν με λόγια,
μα σύντομα τα σκέπασαν ολότελα.
Μες στον περίβολο της εκκλησιάς μπήκε ένας εκσκαφέας
με αιωρούμενη επάνω στο βελόνι τη μαντεμένια μπάλα.
Και οι τοίχοι άρχισαν σιγά σιγά να υποχωρούν.
Είναι αστείο να μην υποχωρήσεις άμα είσαι
τοίχος και εμπρός σου - ο καταστροφέας.
Επιπλέον ο εκσκαφέας θα μπορούσε να θεωρεί
την εκκλησία ένα αντικείμενο χωρίς ψυχή
και μέχρις ενός σημείου όμοιο
με τον εαυτό του. Και στον άψυχο τον κόσμο
δεν είθισται να ανταποδίδουν τα κτυπήματα.
Ύστερα εκεί μαζεύτηκαν εκφορτωτές,
μπουλντόζες… Και μιαν φορά αργά το βράδυ
καθόμουν πια μες στα ερείπια της αψίδας.
Μες στου Άγιου Βήματος ρωγμές έμπαινε η νύχτα.
Κι εγώ μέσα απ΄αυτές τις τρύπες του Ιερού –
κοιτούσα κάτι τραμ να φεύγουν μακριά
και μιαν γραμμή θαμπά φανάρια.
Και όλα όσα δεν τα συναντάς ποτέ στην εκκλησιά,
τώρα τα΄βλεπα υπό της εκκλησιάς το πρίσμα.
Κάποτε, σαν λείψουμε εμείς,
για την ακρίβεια – μετά από εμάς, στη θέση μας
θα ξεφυτρώσει επίσης κάτι τέτοιο
απ΄το οποίο θα φρίξει, όποιος μας εγνώριζε πραγματικά.
Μα αυτοί δε θα΄ναι και πολλοί.
Όπως ακριβώς οι σκύλοι που από συνήθεια
στην ίδια θέση σηκώνουν το ποδάρι.
Ο φράχτης έχει γκρεμιστεί εδώ και χρόνια,
αλλά εκείνοι, μάλλον, αναπολούν τον φράχτη.
Τα όνειρά τους την πραγματικότητα διαγράφουν.
Ή ίσως το χώμα διατηρεί εκείνην την οσμή:
η άσφαλτος που να σκεπάσει την μυρωδιά του σκύλου!
Σιγά που θα τιμούσαν αυτό το όλο ακαλαισθησία κτίσμα
για αυτούς δεν είναι παρά ένα αλσάκι, ακούτε – ένας άλσος.
Και αυτό που είναι προφανές για τους ανθρώπους,
για τους σκύλους είναι παντελώς αδιάφορο.
Ακριβώς αυτό και αποκαλούν «σκυλίσια αφοσίωση και πίστη».
Και αν το΄φερε η κουβέντα να μιλήσω
σοβαρά για τη σκυτάλη των γενεών,
τότε πιστεύω μόνο σε τούτο δω το είδος της σκυτάλης.
Για την ακρίβεια σε κείνους που έχουν ακόμα την ικανότητα να οσμιστούν.
Τώρα πια είναι τόσοι λίγοι οι Έλληνες στο Λένινγκραντ,
και γενικώς – εκτός Ελλάδος – είναι λίγοι.
Τουλάχιστον δεν είναι αρκετοί για να
διαφυλάξουν το οικοδόμημα της πίστης.
Το να πιστεύουν σ΄αυτό που χτίζουμε εμείς εδώ,
τούτο δεν είναι αναγκαίο. Το έθνος να βαφτίζεις
θα΄ναι ένα πράγμα, ενώ το να σηκώνεις το σταυρό του,
θα΄ναι ένα άλλο, εντελώς διαφορετικό.
Μιαν υποχρέωση την είχαν. Κι όμως
δεν μπόρεσαν, ως όφειλαν, να την τηρήσουν.
Μπαΐρι έχει καταντήσει το ακαλλιέργητο χωράφι.
«Συ, σπορέα, φύλαξε το άροτρό σου
και άσε την απόφαση σε μας για πότε θα φέρουμε καρπούς».
Εκείνοι όμως δεν μπόρεσαν να διαφυλάξουν το άροτρό τους.
Απόψε κοιτάζω απ΄το παράθυρό μου
και συλλογιέμαι πού έχουμε χαθεί στο μεταξύ;
Και από τι έχουμε περισσότερο απομακρυνθεί:
απ΄την ορθοδοξία ή απ΄τον ελληνισμό;
Στα πρόθυρα ποιας εποχής βρισκόμαστε; Τι μας περιμένει μπρος;
Μη μας περιμένει μια άλλη εποχή;
Και αν είναι έτσι, ποια είναι η υποχρέωση κοινή;
Και τι θα πρέπει να θυσιάσουμε στο όνομά της;
<α΄ εξάμηνο του 1966>
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου