Βελιμιρ Χλέμπνικοφ, μτφρ. - απόδοση: Ρανελέ

Με το που πέθανα, έβαλα τα γέλια...

Με το που πέθανα, έβαλα τα γέλια.
Απλά κάτι τρανό έγινε μικρό και το μικρό - τρανό.
Απλά σ΄όλα τα μέλη της συμπαντικής εξίσωσης το "συν" αντικαταστάθηκε απ΄το "πλην".
Μια αόρατη κλωστή με οδηγούσε στον κόσμο τον υπαρκτό καθώς βήμα βήμα ανακάλυπτα την Οικουμένη εντός του δικού μου αιμοσφαιρίου.
Εξερευνούσα τον κύριο πυρήνα της σκέψης μου σαν τους μεγαλόπρεπους ουρανούς στους οποίους υπάρχω.
Η οσμή του χρόνου με συνέδεε με κείνο το έργο, για το οποίο αμφέβαλλα προτού πνιγώ απογοητευμένος απ΄την ποταπότητά του.
Τώρα εκείνο τεμνόμενο από ένα σύννεφο κρεμόταν σάμπως μια πελώρια λωρίδα του ουρανού που περικλείει εντός και το πλεούμενο νεφέλωμα, και τον αιθέρα, και τα σμήνη αστεριών.
Ένα σμήνος αστρικό έλαμπε σάμπως ένα ορθάνοιχτο μάτι του ατόμου.
Τότε κατάλαβα ότι όλα μένουν ίδια και απαράλλαχτα κι εγώ μονάχα αντικρίζω τον κόσμο κόντρα εις το ρεύμα.
Κρεμόμουν ανάποδα σαν νυχτερίδα του ίδιου του εαυτού μου.
Φτερούγισα να φτάσω στους δικούς μου.
Τους σκόρπαγα χαρτιά, δονούσα τις χορδές.
Έχοντας προσέξει κάτι καμπανούλες δεμένες σε κλωστές, τα κουδούνιζα με όλη μου την μπόρεση.
Τους φώναζα επίμονα απ΄τον πάτο του φλιτζανιού να με προσέξουν, μα ουδείς μου απαντούσε πια, τότε έκλεισα τα μάτια μου σκεπάζοντάς τα με τις φτερούγες και πέθανα για δεύτερη φορά θρηνώντας για το πόσο θλιβερός αποδεικνύεται ο κόσμος υπαρκτός!

1922

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο