Η Μεγαλη Ελεγεία στον Τζων Ντον του Ιωσήφ Μπρόντσκι, μτφρ.- απόδοση: Ρανελέ 



Κοιμάται τον αιώνιο ύπνο ο Τζων Ντον
και έχουν κοιμηθεί τα πάντα γύρω απ΄αυτόν.
Ντουβάρια, πατώματα, στρωσίδια,  οικογενειακά πορτρέτα,
χαλιά, τραπέζια, σύρτες μαζί με τα λουκέτα,
ιματιοθήκη, μπουφές, κουρτίνες, κεροστάτης με κερί.
Όλα ετούτα στον ύπνο έχουν βυθιστεί.
Επίσης λαβομάνο, κανάτα με τον μαστραπά,
ψωμί, μαχαίρα, πορσελάνες, κρύσταλλα, ασημικά του οίκου,
λυχνάρι, ασπρόρουχα, ντουλάπια, τζάμια, ρολόι του τοίχου,
σκαλιά, πορτάρια. Παντού απλώθη η νυχτιά.
Νυχτιά παντού: μες στα ρούχα, στα μάτια, στις γωνιές,
μες στα χαρτιά, μες στο γραφείο, στο κήρυγμα γραμμένο από χθες,
στις λέξεις του, στα ξύλα, στη θράκα, στις άκρες της λαβής,
στο παγωμένο τζάκι, σε κάθε μικροπράγμα της οικοσκευής.
Στο πανωφόρι, στα παπούτσια, στις κάλτσες, στις φωτοσκιές,
πίσω απ΄τον καθρέπτη, στης καρέκλας ράχη, μες στην κλίνη με την οροφή
και πάλι στο λαβομάνο, στον Εσταυρωμένο, μες στα σεντόνια που μοιάζουν με φασκιές,
στη σκούπα πλάι στην πόρτα, στα παπούτσια. Όλα έχουν αποκοιμηθεί.
Έχουν κοιμηθεί τα πάντα. Το παραθύρι. Και πέρα του το χιόνι στα γιορτινά του.
Η στέγη διπλανή που σάμπως με ένα νεκροσέντονο έχει σκεπαστεί,
το ανεμοδούρι που δε σαλεύει. Και όλη η γειτονιά σφαγμένη ως θανάτου
με του κουφώματος τον πήχη έχει πέσει σε λήθαργο βαθύ.
Έχουν κοιμηθεί καμάρες, τείχη, παραθύρια, τα πάντα και παντού.
Καλντερίμια, σανιδένια πεζοδρόμια, καγκελόπορτες, παρτέρια και γλαστράκια.
Δεν τα ξυπνάει μήτε του φωτός η λάμψη, μήτε και τρίξιμο τροχού...
Φράχτες, περίτεχνα στολίδια, αλυσίδες, κράσπεδα και πασσαλάκια. 
Έχουν κοιμηθεί εξώπορτες, ρόπτρα, κλειδαριές, κλειδιά,
αμπάρες, σύρτες, μάνταλα. Ποιος τάχα μέσα να τρυπώσει;
Μήτε ψίθυρος μήτε χτύπος δεν ηχεί πουθενά.
Μονάχα το χιόνι θροεί. Όλα κοιμούνται. Δε λέει να ξημερώσει.
Έχουν κοιμηθεί οι φυλακές, τα φρούρια. Κοιμούνται οι ζυγαριές
στον πάγκο του ψαρά. Κοιμούνται τα χοιρομέρια στα τσιγκέλια τους ψηλά.
Κοιμούνται τα δεμένα στις αλυσίδες τα σκυλιά. Κοιμούνται σπίτια και αυλές.
Στα κελάρια κοιμούνται τα γατιά, ορίστε προεξέχουν τα δικά τους τα αφτιά.
Κοιμούνται  άνθρωποι και ποντικοί. Όλη η Λόνδρα έχει βυθιστεί στον ύπνο τον βαρύ.
Κοιμάται ένα ιστιοφόρο στο λιμάνι. Σκεπασμένο με πάγο το νερό
μες στον ύπνο του βαυκαλίζεται κάτω απ΄της σκούνας το σκαρί
ώστε να ενωθεί πέρα πέρα με τον κοιμισμένο ουρανό.
Έχει κοιμηθεί ο Τζων Ντον. Και η θάλασσα έχει αποκοιμηθεί μ΄αυτόν.
Και πάνω απ΄τη θάλασσα έχει κοιμηθεί η ασβεστολιθική ακτή.
Όλη η νήσος έχει παραδοθεί στην αγκαλιά του ύπνου ομαδόν.
Και ο κάθε κήπος έχει εις τριπλούν αμπαρωθεί.
Κοιμούνται έλατα, σφενδάμια, πεύκα, τούγιες και οξιές.
Κοιμούνται μονοπάτια, χείμαρροι, βουνών πλαγιές.
Αλούπες, λύκοι. Οι αρκούδες πέσανε για χειμερία νάρκη σε φωλιές.
Ορθώνονται οι χιονοσωροί και φράσσουν τις μπασιές.
Κοιμούνται τα πουλιά. Δεν ηχεί η δική τους η λαλιά.
Νυχτιά και ησυχία. Μήτε ο κόρακας που  κλαίει
μήτε η κουκουβάγια που γελά ταράζουν της Αγγλίας ερημιά
Τ΄αστέρι λάμπει. Και ο ποντικός ως πάντα για όλα φταίει.
Τα πάντα έχουν κοιμηθεί. Κείτονται κάτω απ΄τις πλάκες των μνημουριών
όλοι οι νεκροί. Κοιμούνται ήσυχα αυτοί. Στις κλίνες τους βαθιά
κοιμούνται οι ζωντανοί πλέοντας μέσα  σε κυματιστές πτυχές των νυχτικών.
Μονάχοι τους ή με κάποιον άλλον μοιραζόμενοι την αγκαλιά.
Όλα έχουν κοιμηθεί. Κοιμούνται, δάση ποτάμια και βουνά.
Κοιμούνται όλα τα θεριά, πουλιά, όλα τα άψυχα και ζωντανά.
Μονάχα το χιόνι το λευκό στροβιλίζεται και πέφτει κάτω απ΄τον ουρανό,
αλλά και κεί  επάνω απ΄την κεφαλή οι πάντες έχουν αποκοιμηθεί.
Κοιμούνται οι αγγέλοι. Και ο κόσμος γεμάτος τύρβη και καημό
στον ύπνο προς ιερά ντροπή απ΄τους αγίους έχει ξεχαστεί.
Έχουν σφαλίσει πύλες και μάτια η Γέεννα και ο παράδεισος μαζί
τούτην δω την ώρα το κατώφλι τους κανείς δεν δρασκελά.
Έχει κοιμηθεί ο ίδιος ο Θεός.  Τώρα η Γη είν΄αδέσποτη και μοναχή.
Ερμητικά τ΄αφτιά και μάτια είναι σφαλιχτά.
Κοιμάται και ο Σατανάς. Μαζί του και η έχθρητα παλιά
έχει λουφάξει μες στης Αγγλίας κάμπο στρωμένο στα λευκά.
Κοιμούνται και οι αναβάτες. Ο αρχάγγελος -βαστώντας τη σάλπιγγά του αγκαλιά.
κοιμούνται και τα άτια, σαλεύοντας σιγά σιγά. πέρα-δώθε απαλά.
Και όλα τα χερουβείμ, σ΄ένα μπουλούκι αέρινα σφιχτό
κοιμούνται  κάτω απ΄ τον τρούλο στου Αγίου Παύλου το ναό.
Έχει κοιμηθεί ο Τζων Ντον. Μαζί του έχουν κοιμηθεί και όλες οι ρίμες των στροφών,
όλοι οι στίχοι του, όλες οι μορφές, όλες οι ρίμες. Δυνατές και χαλαρές
αδύνατον να τις ξεχωρίσεις. Τα ελαττώματα, τα αμαρτήματα, η θλίψη των θνητών
όλα το ίδιο σιωπηλά κείτονται σε πόδες και σε συλλαβές.
Και κάθε στίχος μαζί με άλλον είναι επιστήθιοι αδερφοί
Αν και ψιθυρίζει ο ένας στον άλλον ελαφρώς να στριμωχτεί.
Μα είναι τόσο μακριά απ΄του παραδείσου πύλες τούτη η αδελφότης,
τόσο λιτά κρουστή και τόσο καθαρή που μέσα της υπάρχει η ενότης.
Όλες οο στροφές κοιμούνται. Κοιμάται των ιάμβων η αυστηρή καμάρα.
Κοιμούνται οι τροχαίοι αριστερά ζερβά ωσάν φρουροί.
Και μέσα τους κοιμάται της Λήθης η αντάρα.
Και πίσω της βαριοκοιμάται  κάτι άλλο -  η δόξα του ποιητή.
Κοιμούνται όλες οι συμφορές. Όλα τα βάσανα στον ύπνο έχουν βυθιστεί.
Τα αμαρτήματα κοιμούνται. Το καλό με το κακό στον ύπνο έχουν αγκαλιαστεί.
Κοιμούνται οι προφήτες. Και η χιονοθύελλα λευκή
στο διάστημα στην οικουμένη  τις μαύρες τρύπες να γέμει προσπαθεί.
Τα πάντα έχουν κοιμηθεί. Τα πλήθη των βιβλίων βαθιά στον ύπνο έχουν βυθιστεί.
Κοιμούνται  των λέξεων οι ποταμοί που με πάγο Λήθης έχουν σκεπαστεί.
Κοιμούνται όλα τα κηρύγματα και όλα τα λόγια με όλη την αλήθεια μες σ΄αυτά.
Και κουδουνίζοντας μεταξύ τους ελαφρά κοιμούνται τα δικά τους τα δεσμά
Οι πάντες έχουν κοιμηθεί: ο διάβολος, ο θεός, μορφές αγίων και σοφών.
Οι υπηρέτες τους. Οι οπαδοί τους. Και τα δικά τους τα παιδιά.
Και μόνο το χιόνι θροεί μες στο σκοτάδι των σοκακιών.
Και σ΄όλον τον κόσμο άλλος ήχος δεν υπάρχει πια.
Μα άκου! Ακούς εκεί μες στα σκότη παγερά της ερημιάς
Κάποιος  κλαψουρίζει, κάποιος ψιθυρίζει κυριευμένος από δέος
Κάποιος είναι εκτεθειμένος παραδομένος στο έλεος της χειμωνιάς
Κάποιος έρμος υπάρχει εκεί πέρα και χύνει δάκρυα σιγαλέως.
Φωνή λεπτή σάμπως βελόνα χωρίς κλωστή
που τόσο μοναχικά ηχεί τρυπώντας το χιονιά
Ολούθε την κυκλώνουν  αντάρα και παγωνιά…
Και κείνη έρμη κάμνει συρραφή τη νύχτα με τη χαραυγή
Εν τέλει ποιος οδύρεται εκεί;  Άγγελε μου, μήπως ΄σαι συ
Που περιμένεις την αγάπη μου κρυμμένος στο χιόνι απαλό σαν χάδι
Με περιμένεις σάμπως  της άνοιξης τον ερχομό, γυρεύεις του σπιτιού τη θαλπωρή
Άραγε εσύ ΄σαι αυτός που φωνασκείς κλαψουρίζεις μες στο σκοτάδι.
Μην είστε σεις, ω Χερουβείμ, τον πένθιμο χορό
Μου θύμισε το άκουσμα αυτό δακρύων
Μην είστε σεις που τον κεκοιμισμενο μου ναό
Εγκαταλείψατε στο έλεος θεού; - Μα για απάντηση σιγή ιχθύων
Μην είσαι συ, ω Παύλο; Αλήθεια, η δική σου η φωνή
Απ΄ τα λόγια πύρινα έχει γίνει βαριά πολύ.
Μην είσαι συ που μες στο σκοτάδι έχεις γείρει την κεφαλή σου την ψαρή.
Και χύνεις δάκρυα εκεί; Μα για απάντηση σιγή.
Μην είναι κείνη η χείρα που σκεπάζει τους πονεμένους οφθαλμούς
Εκείνη που έχει αφήσει το δικό της αποτύπωμα παντού
Μην είσαι συ, ω Κύριε; Ας ειν΄η σκέψη μου τρελή
μιας κι είναι τόσο ψιλή η φωνή που έχει ακουστεί.
Απάντηση καμιά. Σιγή. Ω Γαβριήλ, μην είσαι συ;
Που σάλπισες σηκώνοντας αλύχτισμα σκυλιών
Και τι να κάνω αφού μονάχα οι δικοί μου οφθαλμοί
Γρικούν ιππείς να δένουν σέλες στις ράχες  των φαριών.
Όλοι κοιμούνται πολύ βαθιά. Μες στου Μορφέα αγκαλιά
Ενώ ήδη εξορμούν  μπουλούκι απ΄τον ουρανό τα λυσσασμένα λαγωνικά
Ενώ απ΄ τα ουράνια ήδη ροβολούν οι απεσταλμένοι σαν σκυλιά
Δεν είσαι συ, ω Γαβριήλ, που μέσα στη χειμωνιά
Κρατώντας σάλπιγγα χύνεις δάκρυα μονάχος μες στης νύχτας τη σιγαλιά;
Μα όχι, Τζων Ντον, εγω είμαι, είμαι η δική σου η ψυχή
και μονή μου θρηνώ κάτω απ΄τον θόλο των ουρανών στον ουρανό ψηλά.
Για αυτά που έχω δημιουργήσει με μόχθο μου βαρύ
Αισθήματα και σκέψεις, βαριές σαν τα δεσμά
Μ αυτά τα έρμα μπορούσες να ίπτασαι στον ουρανό
Ανάμεσα στα πάθη, στις αμαρτίες και ακόμα πιο ψηλά.
και πλανάροντας επάνω απ τις στέγες παρατηρούσες το λαό
Όλον και παντού μιας και κατάφερες να αποκτήσεις τα φτερά.
Έχεις δει όλες τις θάλασσες, όλον τον κόσμο ως τα πέρατα της γης
Τον Άδη έχεις αντικρίσει και μέσα και έξω απ΄τον δικό σου εαυτό.
Έχεις δει επίσης το ίδιο καθαρά και τον παράδεισο ψυχής
Εντός κορνίζας – όλων των παθών – πιο θλιβερής για οφθαλμό
Όλα τα΄χεις δει: η ζωή μοιάζει με το δικό σου το νησί
Και τα γνωρίζεις τα φερσίματα αυτού του ωκεανού:
Ολούθε μονάχα το σκοτάδι και μια ατέλειωτη βοή.
Και τώρα ροβολάς στα χαμηλά απ΄τον κόρφο του Θεού
Και τώρα γυρίζεις πίσω απ΄τον κόρφο του Θεού.
Μα αυτό το βάρος δε σ΄αφηνει να πετάξεις στα ψηλά
Που βρέθηκε αυτός ο κόσμος – κάμποσοι πυργίσκοι μόλις μια εκατοστή
Και οι μαίανδροι των ποταμών,  εκεί όπου και να κοιτάξεις χαμηλά
Τούτη η τελευταία κρίση δεν φαντάζει διόλου τρομερή.
Στη χώρα κείνη δεν υπάρχουν  μήτε εποχές μήτε εναλλαγές μες στον καιρό
Πόθεν όλα αυτά σάμπως ένας εφιάλτης κατά τον πυρετό
Κείθεν ο θεός – και μόνο φως στο παραθύρι μακριά
Αχνά φαντάζει μες στης νύχτας καταχνιά.
Υπάρχουνε χωράφια που δεν έχουν οργωθεί
Εις τους αιώνες των αιώνων
Μονάχα δάση τριγύρω στέκουν μέσα στη σιωπή.
Και μόνο η βροχή χορεύει μέσα στο χορτάρι των λειμώνων.
Ο πρώτος ξυλοκόπος  του οποίου το ισχνό φαρί
Θα εισχωρήσει μέσα κει περιπλανώμενος στου φόβου τις συστάδες
Αφού ανέβει επάνω στο ψηλό δεντρί
Ξάφνου δει φωτιά στις απλωμένες μπρος κοιλάδες.
Επάνω στις στέγες μακρινές μια ήρεμη ματιά γλιστρά
Πέρα κει -  πραγματική ζωη. Εδώ – μια χωρά ειδυλλιακή χλοερή διαφορετική
Όλα ακαθοριστα και μυστηριωδη
Εδώ καμπάνες δεν ηχούν, δεν αλυχτούν  σκυλιά
Και ένα φως εκτυφλωτικό παντού επικρατεί.
Θα καταλάβει ότι όλα είναι μακριά.
Θα στρέψει προς τα δάση το φαρί
Και αμέσως ο ίδιος, το έλκηθρο και η νυχτιά
Σαν οπτασία  βιβλική θα σκορπιστούνε σε στιγμή.
Κάθομαι και χύνω δάκρυα, για με δεν έχει άλλο πηγαιμό
ενδεδυμένη με τη σάρκα δε γίνομαι δεκτή.
Της μοίρας μου σ΄ αυτές τις πέτρες να χαθώ χωθώ
μπορώ να αναληφθώ ψηλά μπορώ μονάχα ως νεκρή.
Ναι, ναι, μονάχη μου. λησμονώντας εσένα εις αεί.
Λησμονώντας εσένα κόσμε, Μες στο χώμα παγερό,
Να υπομένω  της άκαρπης επιθυμίας την πληγή
Για να συρράψω με τη σάρκα μου τον χωρισμό.
Μα άκου! Όσο το κλάμα μου τον ύπνο σου αναστατώνει
Μες στο σκοτάδι στροβιλίζεται χωρίς να λιώνει
Τον χωρισμό μας ράβοντας το χιόνι
Και πέρα δώθε πετιέται το βελόνι.
Δεν είμαι γω που κλαίω – κλαις εσύ, Τζον Ντον.
Κείτεσαι μονάχος ενώ στα ράφια κοιμούνται πιατικά χωρίς ψεγάδι.
Όσο το χιόνι επιμένει να σαβανώνει  το σπίτι  των θνητών
Όσο το χιόνι άνωθεν πετάει για να χαθεί μες στο σκοτάδι.
Εκείνος όμοιος με πουλί μες στη φωλιά κουρνιάζει
Μια για πάντα εκχωρώντας σ΄εκεινο το άστρι
Που τώρα πίσω απ΄το σύννεφο λουφάζει.
Τον δρόμο και την δίψα του για μια καλύτερη ζωή.
Όμοια με πουλί είναι καθάρια η δική του η ψυχή
Και η εγκόσμια ζωή αν και αμαρτωλή
Πιο φυσική φαντάζει απ΄ του κοράκου τη φωλιά
Πάνω απ΄το πλήθος εστιών εγκαταλελειμμένων απ΄όλα τα πουλιά.
Όμοιος με πουλί αύριο θα ξυπνήσει το πρωί
Τώρα κείτεται κάτω απ΄το σάβανο λευκό
Ωσότου  ανάμεσα στο κεκοιμισμένο σώμα και στην ψυχή
Παραμείνει συραμμένο με χιόνι και με ύπνο το κενό
Μα περιμένουν την τελείωσή τους ενώ τα πάντα έχουν κοιμηθεί
Δυο τρεις στίχοι που χάσκουν παρακλητικά
Τι είναι η αγάπη κοσμική αν όχι το χρέος του ποιητή,
Τι είναι η αγάπη η πνευματική  αν όχι η σάρκα του αβά.
Νερό σ΄ όποιον νερόμυλο κι αν χυθεί
Θα αλέθει το ίδιο και απαράλλαχτο ψωμί.
Και αν πάντα υπάρχουν πρόθυμοι να μοιραστούν μαζί μας τη ζωή
Το θάνατό μας ποιος άραγε επιθυμεί να μοιραστεί;
Το σάβανο ετούτο μπάζει από όλες τις μεριές
Όποιος θέλει κάθε τόσο το ξηλώνει
και μόνο ο ουρανός με του ράπτη τις βελονιές
που και που μέσα στο σκοτάδι το μπαλώνει
Κοιμήσου, μην τυραννιεσαι. Κοιμήσου, Τζων Ντον.
Το αδειανό σακάκι κρέμεται χωρίς καμιά ελπίδα.
Όπου να΄ναι θα βγει απ΄τα σύννεφα, Τζων Ντον,
Εκείνο το αστέρι που τόσα χρόνια σε φύλαγε ωσάν ασπίδα.


’Ο άνθρωπος δεν είναι νησί απομονωμένο. Κάθε άνθρωπος είναι ένα κομμάτι της Ηπείρου ένα μέρος της κεντρικής πηγής. Αν ένας σβώλος παρασυρθεί από την θάλασσα, Η Ευρώπη γίνεται μικρότερη, όπως ακριβώς αν παρασυρόταν ένα ολόκληρο ακρωτήριο, ή το σπίτι ενός φίλου σου ή το δικό σου. Ο θάνατος κάθε ανθρώπου με λιγοστεύει, επειδή συμμετέχω στην ανθρωπότητα. Γι αυτό ποτέ μη στείλεις να ρωτήσεις για ποιον χτυπά η καμπάνα. Χτυπά για σένα.’’
                                                                                                                                              Τζων Ντον


Το όνομα του ποιητή στον οποίο αφιερώνει την ελεγεία του ο Ιωσήφ Μπρόντσκι δημιουργεί μια όμορφη παρήχηση με κείνη την υπέροχη του φράση που μπήκε ως μόττο στο γνωστό μυθιστορημα του Ε. Χέμινγουεϊ και ακούγεται περίπου ως εξής: μη ρωτάς για ποιον χτυπάει η καμπάνα γιατί χτυπάει και για σένα. Ντιν-Ντον ή Νταν.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο