Ιωσήφ Μπρόντσκι, Υπαπαντή, (μτφρ. - απόδοση:Ranele)



 

Όταν εκείνη πρωτόφερε μες στο ναό

το μωρό, εντός ήσαν απ΄τον αριθμό

ανθρώπων που μέσα συνέχεια συχνάζαν,

ο Άγιος Συμεών και η προφήτισσα Άννα.

 

Και πήρε ο γέρων το βρέφος απ΄τον κόρφο ζεστό  

και οι τρεις άνθρωποι γύρω απ΄το βρέφος θεϊκό

το πρωί εκείνο στέκονταν ίδιοι εικόνα κινουμένη

μες στου ναού την αμφιλύκη χαμένοι.

 

Εκείνος ο ναός τους περιστοίχιζε σαν παγωμένο δάσος.

Απ΄των ανθρώπων βλέμματα και του ουρανού το βάθος

τους έκρυβαν οι κορφές που είχαν απλωθεί σαν οροφή,

τη Μαρία, την προφήτισσα και το σεβάσμιο γέροντα - όλους μαζί.

 

Και μόνο με μιαν τυχαία αχτίδα επά στην κεφαλή

έπεφτε το φως στο βρέφος, μα κείνο δεν είχε διόλου υποψιαστεί

το παραμικρό και ρουθούνιζε νυσταλέα,

αναπαυόμενος επάνω στου Συμεών τα χέρια ρωμαλέα.

 

Στον γέροντα ετούτο έλαχε ν΄αποκαλυφθεί

πως του θανάτου το σκότος δεν επρόκειτο κείνος να δει

προτού αντικρίσει το γιο του θεού.

Τετέλεσται. Και ο γέροντας είπε: «Σήμερον, αυτού

 

κάποτε λόγον λεχθέντα τηρώντας, με συνέπεια ευλαβική

εν ειρήνη, θεέ μου, αφήνεις το δούλον σου ν΄αναπαυτεί,

μιας και είδαν οι δικοί του οφθαλμοί

τούτο το τέκνο: τη δική σου συνέχεια και συνάμα πηγή

  

φώτων για τους λάτρεις ειδώλων μισητών,

και η δόξα του Ισραήλ εν αυτώ». – ο Συμεών

σώπασε. Όλοι βυθίστηκαν μες στη σιωπή.

Μονάχα η ηχώ εκείνων των λόγων πετώντας προς οροφή,

 

στροβιλιζόταν για κάμποσην ώρα μετά

επάνω απ΄τα δικά τους κεφάλια, θροΐζοντας ελαφρά

κάτω απ΄την οροφή του ναού σαν κάποιο πουλί,

που δύναται να υψωθεί, μ΄αδυνατεί να γκρεμιστεί.

 

Και όλοι τους είχαν μείνει βουβοί. Έπεσε βαριά η σιωπή

όχι λιγότερο παράξενη απ΄ό, τι τα λόγια. Κι από συστολή

η Μαρία δεν είπε κουβέντα. «Τι λόγια κι αυτά…»

Και ο γέροντας μίλησε στρεφόμενος προς της Μαρίας μεριά:

 

«Σ΄αυτόν που κείτεται τώρα μες στη δική σου αγκαλιά

κρύβεται η πτώση κάποιων και η ανύψωση άλλων εις τα ψηλά,

πέτρα σκανδάλου και λόγος φιλονικιών.

Και το ίδιο όπλο, Μαρία, λοιπόν

 

που τη σάρκα του νύξει, θ΄ανοίξει πληγή

και μες στη δική σου, Μαρία, ψυχή. Και ετούτη πληγή

θα σε κάνει να δεις εκείνο που κρύβει βαθιά

σαν κόρη του οφθαλμού, του ανθρώπου καρδιά.»

 

Είπε και κίνησε προς τη θύρα. Στο κατόπιν

η Μαρία σκυμμένη και από το βάρος των χρόνων

σκεβρωμένη η Άννα τον κοιτούσαν μες στην απλούσα σιωπή.

Εκείνος προχωρούσε, συρρικνωμένος εις το σώμα και εις την ολκή

 

κάτω απ΄το βλέμμα των γυναικών υπό των κιόνων τη σκιά

που σαν να τον έσπρωχναν και κείνος με βιά

διέσχιζε τον παγωμένο, άδειο ναό

προς το άνοιγμα της θύρας που άσπριζε μπρος του αχνό.

 

Και ήταν το βήμα του γεροντίστικο, μα στιβαρό.

Και μόνο όταν ξοπίσω του της προφήτισσας η φωνή

ηκούσθη, εκείνος κοντοστάθη για μίαν στιγμή,

μα δεν καλούσαν πια κείνον, μα το θεό

 

η προφήτισσα επιάσθη να εξυμνεί.

Καθώς τη θύρα ζύγωνε κείνος, τα άμφια και την κεφαλή

ο αγέρας άγγιξε και μες στα ώτα του εισέβαλε η ηχώ

της πραγματικής ζωής που εμαίνετο έξω απ΄το ναό.

 

Βάδιζε προς το θάνατο και όχι προς του δρόμου βοή,

τα θυρόφυλλα ανοίγοντας, εκείνος εμπρός δρασκελεί

και ευρέθη μεμιάς στου θανάτου βουβή συντροφιά.

Προχωρούσε χωρίς να πατά στη στεριά,

 

χωρίς να ακούει το χρόνο. Και του Βρέφους την άγια μορφή

με φωτοστέφανο και χνουδάκι μαζί επάν΄ στην κεφαλή

του Συμεών η ψυχή στου θανάτου την ατραπό

έφερνε μπρος του για οδηγό,

 

σάμπως ένα λυχνάρι, μες σε κείνο το έρεβος σκοτεινό

στο οποίο μέχρι πρότινος δεν είχε κανείς τυχερό

την ατραπό να φωτίσει με άπλετο φως.

Ο λύχνος έφεγγε και η ατραπός πλάταινε ολοδιαρκώς.

 

1972

 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο