Ένα γλέντι εν καιρώ της πανούκλας,  Αλεξάντρ Σεργέγιεβιτς Πούσκιν

 (ελεύθερη απόδοση στα Ρωσικά της τραγωδίας του Γουίλσον: The city of the plague)

 Απόδοση στα Ελληνικά: Ρανελέ


Πλατεία. Ένα στρωμένο τραπέζι. Κάμποσοι άνδρες και γυναίκες  επιδίδονται στο γλέντι.

 

Νεαρός άνδρας

Αξιότιμε πρόεδρε! Σας θυμίζω

τον καλό γνωστό στην ομήγυρή μας συνδαιτυμόνα,

εκείνον του οποίου τα αστεία, οι ευτράπελες αφηγήσεις,

οι μπηχτές και τα σχόλια τόσο καυστικά

και συνάμα διασκεδαστικά μες στη σοβαροφάνειά τους

ζωντανεύαν της τάβλας την κουβέντα

και σκορπούσαν τα σκότη με τα οποία σήμερον ημέρα

το μίασμα πανούκλας, της απρόσκλητης επισκέπτριάς μας, 

τυλίγει τα πιο λαμπρά μυαλά.

Μόλις προχθές τα γέλια μας δοξάζαν

τις αφηγήσεις του, αδύνατον λοιπόν

μες στο ξεφάντωμα αυτό

να ξεχαστεί ο Τζάκσον! Το κάθισμά του ειν’

αδειανό, σάμπως να περιμένει ακόμα

τον γλεντοκόπο τον γνωστό – μα κείνος ήδη

έχει αποδημήσει εις τα ανήλιαγα υπόγεια παλάτια…

παρότι η εύγλωττη λαλιά του εξακολουθεί                                       

ν΄ ακούγεται απ΄ τα τρίσβαθα του τάφου.

Μα είμαστε πολλοί ακόμα οι ζωντανοί και δεν υπάρχει

λόγος να θρηνούμε. Λοιπόν,

προτείνω να πιούμε στη μνήμη του

επευφημώντας και τσουγγρίζοντας ποτήρια,

σάμπως εκείνος εξακολουθεί να ζει και να βασιλεύει.

 

Βάλσινγκαμ, τελετάρχης στο γλέντι

Εκείνος πρώτος άφησε την ζηλευτή παρέα.

Ας πιούμε προς τιμήν του τηρώντας τη σιγή.

 

Νεαρός άνδρας

Ας είναι έτσι!

 

Όλοι πίνουν σιωπηλά.

 

Τελετάρχης

Καλή μου, η φωνή σου βγάζει ήχους

γνώριμους από γεννησιμιού με ομορφιά πηγαία:

Τραγούδα, Μαίρη, θλιβερούς μακρόσυρτους σκοπούς

ώστε ευθύς μετά πιο ξέφρενα στο γλέντι

να ριχτούμε σάμπως εκείνος που προσώρας

εγκαταλείπει τα εγκόσμια μες στον εφιάλτη του.

 

Μαίρη

(τραγουδά)

Μια φορά και έναν καιρό

ευημερούσε η δική μας χώρα:

τις Κυριακές, δόξα τω θεώ,

γέμιζε η εκκλησιά στην ώρα.

Των παιδιών μας η φωνή

αντηχούσε στο σχολειό,

άστραφταν πάν΄απ τη γη 

ο κασμάς με το δρεπάνι το γοργό.

Σήμερον άδεια στέκει η εκκλησιά,

σφαλιχτό και το σχολειό,

τα λιβάδια - απάτητα και αδειανά,

η σοδειά έχει μείνει αμάζευτη καιρό.

Ωσάν κρανίου τόπος φαντάζει όλο το χωριό,

παντού επικρατεί σιγή.

Μονάχα ένα κοιμητήρι έχει μείνει ζωντανό,

δεν αδειάζει, δεν σιγεί στιγμή.

Κάθε λίγο και λιγάκι φέρνουνε νεκρούς

και των ζωντανών οι στεναγμοί

να αναπαύσουν την ψυχή τους

τον θεό παρακαλούν σερί!

Λιγοστός ο χώρος πια

και οι τάφοι ο ένας στον άλλο κολλητά

ωσάν κοπάδι φοβισμένα ζά

στριμώχνονται σε μια σφιχτή φουχτιά!

Σαν το έχω για ριζικό

ένα πρώιμο φευγιό,

εσύ, που σε έχω αγαπήσει τόσο δυνατά,

που η αγάπη σου για μένα ήτανε χαρά, -

σε ικετεύω: μην σιμώσεις πιο κοντά

στης Τζένης σου κορμί,

μην της χαρίσεις τα φιλιά,

από μακριά να την ακολουθάς πεζή.

Και μετά άσε το χωριό!

Τράβα κάπου να χαρείς,

τον πόνο της ψυχής σου τον τρανό,

να γλυκάνεις και να ξεκουραστείς. 

Και σαν περάσει ο λιμός και φύγει μακριά,

επισκέψου τον τάφο μου πτωχό,

τον Εντμών η Τζένη δεν ξεχνά,

ούτε μες στον ουρανό.

 

Τελετάρχης

Σε ευχαριστούμε, θλιμμένη Μαίρη,

ευχαριστούμε για τούτο το λυπητερό σκοπό!

Το ίδιο, ως φαίνεται, θανατικό τους λόφους

και τις κοιλάδες μας είχε κάποτε επισκεφτεί,

απλωνόταν και τότε μοιρολόι

κοντά στις όχθες των ποταμών

που άλλοτε κυλούσαν εύθυμα και ειρηνικά

διασχίζοντας τον επίγειο παράδεισο της γενεθλίας γης.

Και κείνες  οι αποφράδες μέρες, που πέσαν θύματα

τόσοι γενναίοι, καλοί και αγαθοί,

μόλις που έμειναν στη μνήμη του λαού

σε κάποιον απλό βουκολικό σκοπό,

ευχάριστα λυπητερό… Τίποτα στο γλέντι επάνω

δεν θλίβει τόσο όσο ο πένθιμος σκοπός

που αντηχεί μες στην καρδιά!

 

Μαίρη

Ο, άμποτε δεν τραγουδούσα

έξω απ’την καλύβα των γονιών μου!

Εκείνοι αγαπούσαν ν΄ακούν τη Μαίρη τους.

Ακόμα και τώρα ακούω τον εαυτό μου

να τραγουδά στο κατώφλι του πατρικού σπιτιού.

 Είχα πιο γλυκιά φωνή εκείνον τον καιρό:

ήταν της αθωότητας φωνή …

 

Λουΐζα

Τέτοια τραγούδια

δεν είναι πια στη μόδα! Κι όμως υπάρχουν

ακόμα άδολες ψυχές: εκείνες που συγκινούνται

απονήρευτα από τα γυναικεία δάκρυα.

Εκείνη θαρρεί πως τα βουρκωμένα μάτια 

είναι ακαταμάχητα σαγηνευτικά – 

κι όμως αν την ίδια γνώμη είχε για το γέλιο της, 

δεν θα΄χε παρά όλη την ώρα να χαμογελά. 

Ο Βάλσινγκαμ πριν λίγο επαινούσε

του Βορρά τις καλλονές με τη φωνή στριγκή:

εξ΄ού λοιπόν και οι δικές της ακατάπαυστες στριγκές.               

Μου φέρνουν αναγούλα τα ξέθωρα ξανθά μαλλιά.

 

Τελετάρχης

Ησυχία: ακούω τον κρότο των τροχών!

Ζυγώνει το κάρο ξέχειλο από νεκρά κουφάρια.

Ένας Αράπης το οδηγεί.

Αχά! Η Λουΐζα λιποθυμά. Και νόμιζα εγώ

κρίνοντας απ΄τα λόγια της πως είχε λιονταρίσια καρδιά.

Αλίμονο – ο σκληρός αποδεικνύεται πιο αδύνατος του μαλθακού.

Ο φόβος φωλιάζει μες στην ψυχή που ταλανίζεται απ΄ τα πάθη!

Μαίρη, ρίξ΄της λίγο νερό στο πρόσωπο για να συνέρθει.

 

Μαίρη

Αδελφή στη θλίψη και στην ντροπή μου,

ακούμπα ψηλά στον κόρφο μου.

 

Λουΐζα

(καθώς συνέρχεται)

Ένας φριχτός δαίμονας μου φανερώθηκε στον ύπνο:            

ολόμαυρος με κάτασπρους βολβούς ματιών…

Μου ένευε να ανεβώ στο κάρο                                                                 

όπου οι νεκροί ψιθύριζαν

κάτι ακατάληπτο και τρομερό…

Πείτε μου: όντως ήταν μες στο όνειρό μου

ή πέρασε το κάρο από΄δω;

 

Νεαρός

Έλα, Λουΐζα,

να χαρείς, μολονότι όλος ο δρόμος τούτος

είναι καταφύγιο ενάντια στο θάνατο,

τόπος φιλόξενος για γλέντια και ξεγνοιασιά,

εκείνο το μαύρο και άραχλο το κάρο

έχει δικαίωμα να χώνεται παντού.

Οφείλουμε να επιτρέπουμε τη διέλευσή του! Άκου,

Βάλσινγκαμ: για να σταματήσουν οι τσακωμοί

και οι λιποθυμίες γυναικών πες μας

ένα τραγούδι ρέμπελο  και ζωντανό,

που δεν έχει ίχνος από θλίψη της Σκοτίας,

ένα ορμητικό τραγούδι βακχικό,

που έχει γεννηθεί με κούπα ξέχειλη από κρασί.

 

Τελετάρχης

Τέτοιο τραγούδι δε γνωρίζω, θα σας πω όμως έναν ύμνο

προς τιμήν της πανούκλας, - τον έγραψα

την περασμένη νύχτα, σαν σκόρπισε η ομήγυρή μας.

Μου΄ρθε ένας ακαταμάχητος οίστρος να πλέξω ρίμες

τούτο για πρώτη φορά μες στη ζωή! Ακούστε με λοιπόν:

η βραχνιασμένη μου φωνή ταιριάζει γάντι στο τραγούδι.

 

Πλήθος συνδαιτυμόνων 

Ύμνος εις την πανούκλα! Ας τον ακούσουμε!

Ύμνος εις την πανούκλα! Θαύμα! Μπράβο! Μπράβο!

 

Τελετάρχης (τραγουδά)

Όταν ο χειμών δριμύς,

σαν αρχηγός πολεμοχαρής

οδηγεί ενάντια σε μας στρατιά

της παγωνιάς και του χιονιά, -

ανάβουμε τα τζάκια, για ανταπειλή

κορώνει του γλεντιού η θαλπωρή.

 

Η βασίλισσα, Πανούκλα τρομερή,

τώρα ενάντια σε μας κινείται μοναχή,

προσμένει μια σοδειά μεγάλη.

Και ολημερίς και ολονυχτίς

το παραθύρι χτυπάει με το φτυάρι…

Τι να κάμνουμε; Τι θα απογίνουμε εμείς;

 

Όπως απ΄το ψύχος τρέχουμε να προφυλαχτούμε

έτσι κι απ΄την Πανούκλα θα ταμπουρωθούμε!

Θα ανάψουμε φωτιά, θα γεμίσουμε ποτήρια με ποτό,

τα μυαλά θα μεθύσουμε με ευθυμία

και στήνοντας το γλέντι με χορό

ας δοξάσουμε της Πανούκλας την βασιλεία.

 

Νιώθει κανείς μια ηδονή στο χείλος του γκρεμού,

στη ράχη του μανιασμένου ωκεανού,

ανάμεσα στα κύματα και σκότη της θεομηνίας,

και στην εκ του συστάδην συμπλοκή,

και μες στο στρόβιλο της Αραβίας,

και στης Πανούκλας την πνοή.

 

Όλα όσα διαθέτουν του θανάτου απειλή,

κρύβουν για την καρδιά θνητή

απόλαυση μοναδική -

της αθανασίας προσμονή!

Είναι ευτυχής, όποιος μπόρεσε να την γευτεί

ανάμεσα στην αγωνία και στην ταραχή.

 

Πανούκλα, δόξα σοι και τώρα και παντοτινά,

δεν μας τρομάζει του τάφου η σκοτεινιά,

το κάλεσμά σου ρίγη δεν μας προκαλεί!

Τις κούπες θα γεμίσουμε κρασί

και της παρθένας- ρόδου θα πιούμε την αναπνοή

που απ΄την Πανούκλα ίσως έχει μολυνθεί!

 

Εμφανίζεται ένας γέροντας ιερέας

Ιερέας

Γλεντάτε, αθεόφοβοι και ανόητοι!

Με το γλέντι σας και τα ανήθικα τραγούδια

βεβηλώνετε την νεκρική σιγή,

που έχει απλωθεί παντού λόγω του θανατικού!

Μες στη φρίκη δακρύβρεχτων κηδειών,

μες στα πρόσωπα χλωμά αναπέμπω προσευχές

και οι δικές σας μισητές επευφημίες

οχλούν την ησυχία των νεκρών –τη γη

επάνω από τις σορούς ταράζουν!

Αν δεν ήταν των γερόντων και των γυναικών οι προσευχές

που καθαγίαζαν τον τάφο ομαδικό, -

θα νόμιζα πως σήμερον ημέρα οι δαίμονες

βασανίζουν πνεύμα κάποιου άθεου

σέρνοντάς το στο έρεβος με κάγχασμα διαβολικό.

 

Μερικές φωνές

Με υπονοούμενα για κόλαση μιλά!

Φύγε, γέροντα! Τράβα στο καλό!

 

Ιερέας

Σας εξορκίζω με το άγιο αίμα

του Σωτήρα, εσταυρωμένου ένεκα ημών:

πάψτε το γλέντι τούτο βδελυρό,

σαν θέτε να ανταμώσετε στον ουρανό

των αγαπημένων σας ψυχές.

Μπρος, γυρίστε σπίτια πάραυτα!

 

Τελετάρχης

Τα σπίτια μας πενθούν – χαρά οι νέοι αποζητούν.

 

Ιερέας

Βάλσινγκαμ – εσύ; Εκείνος

που τρεις βδομάδες πριν, γονυπετής,

αγκάλιαζες της μάνας σου σορό

και με κλαυθμούς χτυπιόσουν πάνω από τον τάφο της νεκρής;

Μήπως πιστεύεις πως εκείνη δεν οδύρεται ετούτη τη στιγμή,

δεν κλαίει γοερά επάνω στους ουρανούς,

το γιό της κατοπτεύοντας να γλεντοκοπά

ακούγοντας μες στην ακολασία τη δική σου τη φωνή

να τραγουδά τραγούδια λυσσασμένα ανάμεσα

στις προσευχές ιερές με τα στενάγματα βαριά;

Ακολούθα με!

 

Τελετάρχης

Ήρθες κατά΄ δω να με ταράξεις;

Γιατί; Δεν μπορώ, δεν γίνεται

να σε ακολουθήσω: εδώ είναι η θέση μου:

η απόγνωση, η μνήμη του κακού,

η συνείδηση της ανομίας μου

και η φρίκη εκείνου του θανατερού κενού,

που υπάρχει εντός οικίας μου –

η φρεσκάδα αυτής της έκλυτης ζωής,

το γλυκό φαρμάκι αυτής της κούπας,

τα χάδια του πλάσματος χαμένου πια

(συγχώρα με, Θεέ) δε θα με κάνουν να φύγω από δω…

Δε θα με ανακαλέσει της μάνας μου η σκιά –

είναι αργά, ακούω τη φωνή σου

που με κράζει– αναγνωρίζω την προσπάθειά σου

να με σώσεις… γέρε, άντε στο καλό,

καταραμένος να΄ναι όποιος σε ακολουθήσει!

 

Μερικοί συνδαιτυμόνες

Μπράβο, μπράβο! Άξιος ο πρόεδρος!

Ορίστε κήρυγμα! Να φύγεις! Να φύγεις, γέροντα!

 

Ιερέας

Καθάριο πνεύμα της Ματθίλδης σε καλεί!

 

Τελετάρχης

(καθώς σηκώνεται)

Ορκίσου μου, με το σηκωμένο προς τον ουρανό

χλωμό και μαραμένο χέρι – να μείνει

μες στον τάφο το όνομα του σίγασε για πάντα!

Ο, να μπορούσα απ΄τα αθάνατα της μάτια

να κρύψω την κατάντια μου αυτή! Κάποτε

με θεωρούσε περήφανο, λεύθερο και αγνό –

και γνώρισε παράδεισο μες στη δική μου αγκαλιά…

Πού βρίσκομαι; Τέκνο του φωτός ιερό!

Σε βλέπω εκεί όπου το έκπτωτο μου πνεύμα

δεν πρόκειται να φτάσει πια ποτέ…

 

Γυναικεία φωνή

Είναι τρελός -

για την συγχωρεμένη του γυναίκα παραμιλά!

 

Ιερέας

Πάμε, πάμε…

 

Τελετάρχης

Πάτερ, για όνομα του Θεού,

άφησέ με!

 

Ιερέας

Να σε φυλάει ο θεός!

Συγχώρα με, τέκνο μου.

 

Φεύγει. Το γλέντι συνεχίζεται.

Ο τελετάρχης παραμένει βυθισμένος στις σκέψεις του.

 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο