Σεργκέι Γεσένιν σε μτφρ. Ρανελέ

 

Εμίλησε και τα΄πε όλα το αλσάκι χρυσαφί

Με σημυδένια χαρωπή φωνή

Και οι γερανοί που ίπτανται ψηλά

Κανέναν δεν λυπούνται πια.

 

Και ποιον να λυπηθούνε τάχα; Στον κόσμο τούτο είμεθα περαστικοί

Θα ρθουμε, θα μπούμε μέσα και πάλι θα αφήσουμε το σπιτικό.

Για όσους χάθηκαν, στην όχθη η καλαμιά θρηνεί

Μ΄ολόγιομο φεγγάρι παν΄απ΄το  θεοσκότεινο νερό.

 

Στέκομαι μονάχος καταμεσής γυμνής πεδιάδας

Και ο αγέρας παρασέρνει τους γερανούς μακριά,

Θυμούμαι τα νιάτα με δίχως γεύση της πικράδας

Και δεν λυπούμαι τίποτα απ' τα παλιά.

 

Μήτε τα χρόνια που φύγαν επί ματαίω λόγω αμυαλιάς

Μήτε της ψυχής το άνθος πασχαλί.

Στον κήπο ανθίζει η φλόγα της κατακόκκινης σουρβιάς,

Μα δεν μπορεί κανείς να ζεσταθεί.

 

Δε θα καούν της κόκκινης σουρβιάς τσαμπιά,

Απ' το κιτρίνισμα χορτάρι δεν χαλά.

Και όπως ένα δέντρο φυλλοροεί και χάνει φυλλωσιά,

Έτσι κι εγώ σκορπάω ολόγυρα τα λόγια θλιβερά. 

 

Κι αν ο χρόνος, παρασέρνοντάς τα σε στρόβιλο τρελό, 

τα μάσει όλα σ΄έναν άχρηστο σωρό...

Να πείτε έτσι... ότι το αλσάκι χρυσαφί

Εμίλησε και τα΄πε όλα στη γλώσσα προσφιλή.

 

 

1924 г.


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο