Ινόνια / Αλλονία του Σεργκέι Γεσένιν σε μτφρ. –απόδοση της Ριζίκοβα - Ranele

(Ινόνια – ένας συμβολικός τόπος ευτυχισμένης αγροτικής ζωής / ουτοπία / Αλλονία)

https://on.soundcloud.com/E6qeY


Στον προφήτη Ιερεμία

1

Δε με τρομάζει η θανή,
Μήτε οι λόγχες, μήτε σαϊτών βροχή,
Τάδε έφη κατά τας Γραφάς
Ο Σεργκέι Γεσένιν, προφήτης νέας γενιάς.

Έφτασε του χρόνου το πλήρωμα
Δεν με τρομάζει του καμτσικιού το σφύριγμα
Τη σάρκα, του Χριστού το σώμα,
Ξερνάω κομματάκι κομματάκι απ' το στόμα.

Δεν στέργω να λάβω τη σωτηρία
Μέσα από τα βάσανα και το σταυρό:
Έχω συλλάβει μιαν άλλη διδασκαλία     
Για τ΄αστέρια που τρυπούν τον αιώνιο ουρανό.

Μιαν άλλην Παρουσία έχω οραματιστεί  –
Όπου δεν θριαμβεύει η ψευτιά και η θανή
Σαν ένα πρόβατο απ΄το μιασμένο το μαλλί,
Θα το κουρέψω το γαλανό στερέωμα γουλί.

Θα χουφτιασω το φεγγάρι αγκαλιά
Σαν καρυδότσουφλο θα το δαγκάσω με το δόντι
Δε γουστάρω το ουράνιο θόλο με δίχως τα σκαλιά,
Όπως δε γουστάρω να πέφτει από κει το χιόνι.

Δε γουστάρω να σκυθρωπιάζει η θωριά
Καθρεπτιζόμενη στις λίμνες της αυγής.  
Σήμερα ωσάν την κλώσα, εγώ, ο ποιητής,
Κλώσησα τα ολόχρυσα λόγια-αυγά.

Σήμερα εγώ με το χέρι μου σφριγηλό
Είμαι έτοιμος να φέρω τούμπα τον κόσμο ολάκερο …
Σήμερα που φύτρωσαν σάμπως θύελλα με κεραυνό.
Από τους ώμους μου φτερούγες οκτάδυμες.

2

Πάνω από τη Ρούσια αλυχτούν καμπάνες- σκυλιά
Ιδού τα τείχη του Κρεμλίνου στενάζουν βαριά.
Νυν και αεί στων άστρων τις λόγχες
Σε σηκώνω ψηλά, ω κόσμε!

Θα  σιμώσω την πολιτεία μυστική,
Θα  σκίσω την γαλακτερή της αχλύ.
Στο θεό τον ίδιο θα μαδήσω τα γένια
Με δόντια χαμογελαστά με δίχως έννοια.

Θα τον αδράξω από τη χαίτη του ψαρή
Και θα του ειπώ με της αντάρας τη φωνή:
Θα σε κάνω αλλιώτικο, Κύριε θεέ,
Για να θεριεύσει η σπορά των λόγων μου, μωρέ!

Καταριέμαι την ανάσα της πολιτείας μυστικής
Μαζί με τις στράτες και τις χαράδρες της.
Γουστάρω πάνω στο χείλος του γκρεμού
Μιαν άλλην πολιτεία να φτιάξουμε ομού.

Με τη γλώσσα θα γλείψω από τις αγιογραφίες
Τα προσώπατα αγίων και οσίων μαρτύρων.
Σας υπόσχομαι την πολιτεία της Αλλονίας
Όπου διαφεντεύει η θεότης των θνητών σωτήρων.

Στέναξε και κλάψε, Μοσχοβία!
Υποδεχτείτε έναν άλλον Ιερεμία. (Ινδικοπλεύστη)
Το παμπάλαιο ψαλτήρι των προσευχών
Θα μαδήσω με το ράμφος των λόγων εμών.

Θα μάθω το λαό σου να μην ελπίζει σε κανέναν ιερέα,
Θα του χαρίσω την πίστη τόσο δυνατή,
Ώστε με το αλέτρι του την χαραυγή
Τη μαύρη νύχτα να οργώνει με τον ήλιο παρέα.

Ώστε των λόγων του το χωράφι τρανό
Να γεμίσει κυψέλες-θημωνιές
Ώστε ο σπόρος κάτω από τον ουρανό
Το σκοτάδι να χρυσίσει σαν τις μέλισσες χρυσές.

Καταριέμαι, Ράντονεζ, εσένανε,
Τις πτέρνες σου και όλα τα αχνάρια σου!
Εσύ που το απόθεμα του φλογερού χρυσού
Τ΄αφράτευες ανοίγοντας αυλάκια του νερού.

Το σμάρι σου από τα νέφη που αλυχτά,
Σάμπως αγέλη αιμοβόρων λύκων,
Όλους τους βοώντας και τολμώντας δά
Διαπέρασε με την αιχμή των κυνοδόντων.

Ο ήλιος σου με το νύχι του γαμψό
Σαν μάχαιρα τρυπούσε τις ψυχές
Στης Βαβυλωνίας τις όχθες πλαντάζαμε στον κοπετό,
Καθώς βρεχόμασταν απ΄τις αιμάτινες βροχές.

Ήρθε η ώρα να μουγκρίσω με τη φωνή βοδιού
Κραυγάζω λοιπόν, ξεβρακώνοντας το Χριστό:
Να νίψετε τα χέρια σας και να λουστείτε με νερό
Απ΄ το λεβέτι του δεύτερου φεγγαριού.

Σας λέω – όλοι σας θα γευτείτε τη μοίρα του χαμού,
Όλους σας θα σας πνίξει της πίστης η μουχλάδα.
Αλλιώτικα πάνω από το φρύδι του γκρεμού
Φούσκωσε ο νέος θεός σαν μια αόρατη γελάδα.

Του κάκου στα σπήλαια κρύβονται καιρό
Όσοι δεν αντέχουν στο μούγκρισμα αυτό.
Θέλουν δε θέλουν - προαναγγέλλει τον ερχομό
Άλλου ήλιου μες στο ρούσικο νοικοκυριό.

Θέλουν δε θέλουν – θα λιώσει με τον ερχομό του,
Τα δεσμά που φυλάκιζαν τον ποταμό.
Και τα μαλαματένια κέρατά του
Θα λευτερώσουν τον παγκόσμιο αναβρασμό.

Ένας νέος αγιογράφος (ο Ολύμπιος) θα βρεθεί   
Το νέο του πρόσωπο να αποθανατίσει είς αεί.
Σας λέω λοιπόν – τον αέρα θα ρουφήξω στα στήθη
Και τη γλώσσα μου θα βγάλω ωσάν την ουρά του κομήτη.

Ίσαμε την Αίγυπτο θα στυλώσω τα ποδάρια,
Θα σας ξεπεταλώσω απ΄ των βασάνων τα σμάρια
Και στους δύο πόλους χιονοσκέπαστους
Θα μπήξω τα χέρια μου σαν γάντζους άσπαστους.

Θα πατήσω με το γόνατό μου τον ισημερινό
Μες στις μπόρες και του στροβίλου τη βοή,
Σαν ένα κουλούρι λαχταριστό
Στα δυο θα σπάσω τη μητέρα-γη.

Μες στη ρωγμή που τη σκιάζει η άβυσσος,
Θα χώσω σαν μια ηλιαχτίδα,
Ώστε τον πάταγο να ακούσει ο κόσμος,
Την γκλάβα μου σαν την αστερόμαλλη λαμπίδα.

Και οι τέσσερις ήλιοι μες από τα νέφη σκοτεινά,
Σάμπως βαρέλια που κατρακυλούν από ψηλά  
Σκορπίζοντας στο διάβα τα τσέρκια χρυσά
θα αναστατώσουν όλο τον κόσμο για τα καλά.

3

Τα λέω σε σένα, Αμερική,
Σπασμένο κομμάτι γης,-
Φοβού μες στην θάλασσα άθεη
Να αμολάς σιδερένια σκάφη!

Μην καρφώνεις με τα χέρια γαλάζια
Μες στο κενό το ουράνιο στερέωμα:
Δε φτιάχνονται με σιδερένια καρφιά
Τα αστέρια που λάμπουν μακριά.

Δε θάβεται η φλόγα της ζύμωσης
Κάτω από τη λάβα του ατσαλιού.
Της καινούριας ανάστασης
Θα αφήσω τα ίχνη μου παντού.

Θα κρεμάσω από τα σύννεφα τις πτέρνες,
Θα τρυπήσω τα νέφη με τις οπλές σαν της άλκης
Τον ήλιο και το φεγγάρι σαν τις ρόδες
Θα φορέσω στον άξονα της γης.

Σου λέω – μην ψάλλεις δοξολογίες
Στις συρμάτινες σου ακτίνες.
Δε πρόκειται να φωτίσουν την έλευση
Του αμνού που κατεβαίνει επί της γης!

Θα σου βρεθεί ακόμα ένας τοξευτής
Στο στέρνο του να στείλει ένα βέλος.
Σάμπως μια φλόγα από τα λευκά μαλλιά
Θα ξεπηδήσει αίμα μες στην καταχνιά.

Σαν βροχή αστεριών οι χρυσές του οπλές
Θα κυλήσουν οργώνοντας το σκοτάδι της νύχτας.
Και ξανά θα φανούν σαν βελόνες βροχής
Πάνω από την μαύρη κάλτσα της νύχτας.

Και τότε θα βροντήξω με τους τροχούς
Του ήλιου και του φεγγαριού
Σαν πυρκαγιά σκορπίζοντας βοστρύχους
Καλύπτοντας το πρόσωπο με ίσκιο του φτερού.

Από τ΄αυτιά θα τραβήξω τα όρη,
θα ξεριζώσω τα χορτάρια από τη γη.
Με την παλάμη θα σαρώσω σαν τη σκόνη
Όλους τους φράχτες και τα σιδεροπάλουκα μαζί.

Θα οργώσω τα μαύρα μάγουλα
των χωραφιών σου με το νέο μου αλέτρι
Θα πετάξει ωσάν χρυσαφένιο πουλί
η σοδειά πάνω από τη χώρα σου μακρινή.

Το καινούριο θα χαρίσει στον κόσμο
Των φτερών όλο στάχυα κουδούνισμα
Και σαν βέργες χρυσές θα απλώσει
Ο Ήλιος τις ακτίνες του σ΄όλον τον κόσμο.

Θα φυτρώσουν τα καινούρια πεύκα
Στις απαλάμες των χωραφιών.
Και σαν σκίουρος η χαρούμενη άνοιξη
Θα πηδά στα κλαδιά ημερών.

Θα φανούν τα γαλάζια ποτάμια
Τρυπώντας τους όγκους των βουνών             
Και η αυγή χαμηλώνοντας τα μάτια
Μέσα ΄κει θα αλιεύει ιχθύς των ουρανών.

Σου λέω – θα΄ρθουν οι καιροί,
Θα σωπάσουν τα χείλη των βροντών
Τότε θα τρυπήσουν το γαλάζιο καύκαλο
Τα στάχυα των δικών σου σπαρτών.

Και από την σκάλα αθέατη του κόσμου αυτού
Αντιλαλώντας στους κάμπους ηχηρώς
Έχοντας ραμφίσει το τσόφλι του φεγγαριού
Θα πετάξει λαλώντας ο χρυσός πετεινός.

4

Πάνω στα σύννεφα λες κι είναι σπαρτά
Βαδίζω με τα ποδάρια μου ψηλά.
Ακούω την γαλάζια καταιγίδα να τραγουδά
Και την ακτινοβολία των αστέρων να σφυρά.

Καθρεφτίζομαι στα νερά                 
Των μακρινών γαλάζιων λιμνών
Σε βλέπω, Αλλονία, από ψηλά
Με τα χρυσά σκουφιά βουνών.

Βλέπω τα χωράφια και τα καλύβια,
Στο κατώφλι τη γριούλα μαμά
Που με δάχτυλα θέ να πιάσει
Την τελευταία ακτίνα που ξεγλιστρά

Θα τη μαγκώσει στο παραθύρι σιμά
Θα την αρπάξει στην καμπούρα της ψηλά,-
Μα ο ήλιος σαν μια γατούλα πονηριά
Θα το τραβήξει σαν το νήμα κουβαριού κοντά.

Και μαζί με τον ψίθυρο του ρυακιού,
Στης όχθης τον ποδόγυρο μαζί με την ηχώ
Σαν σταλαγματιές του αόρατου κεριού
Σταλάζει το τραγούδι από το βουνό:

«Δόξα τω υψίστω, τω θεώ,
Και ειρήνη ημίν!
Η Σελήνη με το κέρας γαλανό
Σύννεφα ετρύπησε αμήν.

Κάποιος κλώσησε τη χήνα
Από τ΄αυγο του αστεριού-
Να ραμφίσει το κάθε βήμα
Του φωτεινού Χριστού.

Κάποιος με τη νέα δόξα,
Δίχως σταυρούς και βάσανα
Τέντωσε το ουράνιο τόξο
Στον ουρανό, ωσαννά!

Χαίρε, ω Σιών,
Ρίχνε άπλετο φως!
Καινούρια ημών
Ωρίμασε η Ναζαρέτ.

Καινούριος καβάλα στο φαρί
Ζυγώνει ο Σωτήρας ημών.
Η πίστη - στην ισχύ.
Είναι μέσα μας η αλήθεια ημών.

1918


Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο