Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι, μτφρ.- απόδοση: Ρανελέ-Ριζίκοβα


Ένα απίστευτο περιστατικό που συνέβη στον Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι στη διάρκεια του καλοκαιριού στο εξοχικό του


Η δύση φλεγόταν με εκατόν σαράντα ήλιων ισχύ,

το θέρος προς τον Ιούλη κινούσε βιαστικό, 

φωτιά και λαύρα,

είχε ζέστη τρομερή -

τούτο λοιπόν συνέβη στο εξοχικό. 


Κύρτωνε τη ράχη του βουνό 

σαμπως πτερύγια των καρχαριών,

στους πρόποδες του Πούσκινο - 

ηπλούτο ένα μικρό χωριό,

που μόρφαζε με τις φολίδες των στεγών.


Και πίσω απ' το χωριό -

έχασκε ένα άνοιγμα βαθύ, 

σε κείνη τη χαράδρα κάθε φορά

ο ήλιος κινούσε να κρυφτεί

αργά, μα σταθερά.


Και αύριο

τον κόσμο να περιλούσει όλον 

σηκωνόταν ο ήλιος πορφυρός

ξανά.

Και μέρα βγαίνει μέρα μπαίνει

αρχίσαν τρομερώς

να μου τη δίνουν στα νεύρα 

όλα αυτά.


Κι έτσι μια φορά πάν στα νεύρα 

ωργίσθην τόσο που όλα λουφαξαν τριγύρω,

φωνάζοντας κατάματα στον ήλιο:

"Κατέβα δεύρο!

Φτάνει πια να σουλατσάρεις στο λιοπύρι! 

Φώναξα στον ήλιο:

"Χαραμοφάη!

τυλιγμένος στα νέφη λουφάζεις μες στον ουρανό,

κι εδώ - βρέξει χιονίσει,

παλουκώσου και ζωγράφισε λογής λογής πανό!"


Φώναξα στον ήλιο:

"Στάσου, ωρε!

Άκου, χρυσοκούτελε,

αντί έτσι να περνάς

με δίχως λόγο χαραμιζοντας την ώρα,

πέρνα απ' το σπίτι μου

για ένα τσάι, καλέ!"


Τι έκαμα!

Είμαι νεκρός!

Στο σπίτι μου

οικειοθελώς,

αυτοπροσώπως και πεζή, 

απλώνοντας ακτίνες - πόδια, 

βαδίζει ο ήλιος μετρώντας γη.


Μη θέλοντας να δείξω ταραχή -

με πλάτη οπισθοχωρώ.

Ήδη στον κήπο τα μάτια του έχουν φανεί. 

Ήδη διασχίζει τον κήπο μπρος στο εξοχικό.


Στα παραθύρια,

στις πόρτες,

στις χαραμάδες

μπούκαρε του ήλιου η μάζα, 

μπούκαρε 

και παίρνοντας ανάσα

εμίλησε με μπάσα:


"Πίσω το φως γυρνώ 

απ' του κόσμου καταβολή πρώτη φορά.

Με φώναξες;

Φέρε τσάι, φέρε γλυκό -

γλυκό του κουταλιού, κυρ- ποιητά!"


Ο ίδιος με μάτια μες στο δάκρυ -

απ' τη ζέστη είχα τρελαθεί,

μα εγώ του λέω -

το σαμοβαρι δείχνοντας που'βγάζε ατμό:

"Λοιπόν, φωστήρ,

κάτσε να σε κεράσω ένα τσάι ζεστό!"


Με έβαλε ο σατανάς 

να τον καλέσω -

και τώρα νιώθω ταραχή,

στην άκρη, στο παγκάκι ζαρώνοντας

φοβάμαι - μη δε γίνει μια στραβή!


Μα μια διαύγεια παράξενη σαν έλξη 

εξέπεμπε ο ήλιος, - 

και το μούδιασμα μου αρχικό 

βάζοντας στην άκρη,

κάθομαι και λέξη λεξη

με τον φωστήρα

αρχίζω και μιλώ.


Για ένα 

για άλλο του μιλάω ανοιχτά,

ότι δηλαδή μας έπρηξε το πρακτορείο ΡΟΣΤΑ,

ενώ ο ήλιος:

"Σιγά,

ας μην σκοτίζεσαι μ' αυτά,  

παρ' τα πιο απλά και μπάστα!


Είναι απλό

θαρρείς 

το να δίνεις φως.

-Τράβα να δεις!-

Άμα όμως 

μπεις μες στο χορό -

χορεύεις - και δίνεις φως όσο μπορείς!" 


Κι έτσι ώσπου νυχτώσει μιλούσαμε σερί -

ως την υποτιθέμενη τη νύχτα δηλαδή.

Ποια νύχτα τάχα;

Στον ενικό

έχοντας εξοικειωθεί εμείς οι δυο.


Και σύντομα,

μην κρύβοντας τη στάση φιλική,

στον ώμο τον χτυπώ.

Μα και ο ήλιος συμφωνεί:

"Εσύ κι εγώ,

σύντροφε, μας κάνουν δυο!


Άντε, ποιητή,

ας στείλουμε αχτίδες,

ας στείλουμε τραγούδια

στου κόσμου την γκρίζα χωματερή. 

Από μένα θα ρέει άπλετο το φως

κι από σένα -

των στίχων χείμαρρος ορμητικός."


Τα τείχη σκιών,

της νύχτας φυλακή

το δίκανο του ήλιου τα διακόρευσε.

Των στίχων και του φωτός η εναλλαγή

λάμψε με όλη σου τη μπόρεση!


Έχοντας πια κουραστεί,

η νύχτα θέλει

ξάπλα,

νυστάζει τρομερά.

Ξάφνου - εγώ

με όλη μου τη μπόρεση ανατέλλω 

και πάλι με χαρά η μέρα ξεκινά.


Να λάμπω πάντα

και παντού, 

ως το τέλος, ως τον άσπρο πάτο.

Να λάμπω -

με δίχως λούφα και συναλλαγή!

Ορίστε μοττο

του ήλιου και του ποιητή!


1920 г.


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο