- Λήψη συνδέσμου
- X
- Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο
- Άλλες εφαρμογές
Σκηνή Δ΄
ΤΟ ΔΕΝΤΡΙ
ΦΑΙΔΡΑ, Μαρίνα Τσβετάγιεβα (μετάφραση-απόδοση: Ρανελέ-Ριζίκοβα)
ΣΚΗΝΗ ΤΕΤΑΡΤΗ
ΤΟ ΔΕΝΤΡΙ
Η παραμάνα
(κοντά στη σορό της απαγχονισμένης Φαίδρας)
Πού΄ναι η κυρά;
Η κλίνη της – αδειανή.
Σςς! Ένα θρόισμα φτάνει από ψηλά:
γέννησε η μυρτιά, η θαλερή,
έναν παράξενο καρπό.
Οϊμέ, ο καρπός αυτός
έχει ματάκια αμυγδαλωτά!
Οϊμέ, ο καρπός αυτός
έχει δοντάκια αστραφτερά!
Το αεράκι φυσά -
ο καρπός σαλεύει δεξιά ζερβά,
οληνώρα δεξιά ζερβά
και πέρα δώθε ξανά.
Ποιος άραγε τολμά
να τον κατεβάσει από ψηλά;
Προσελκύει τις μύγες κοντά,
διώχνει τις μέλισσες μακριά.
Ένα μαντάτο θαυμαστό:
η μύρτος γέννησε ανθρώπινο καρπό!
Θέαμα αποκρουστικό!
Πιο πράσινη και απ΄τον καρπό
κρέμεται η βασίλισσα ψηλά.
Από πάνω της γυροφέρνουν τα πουλιά.
Φύγετε μακριά
απ΄τα ματάκια ανοιχτά!
Ξουτ, κοράκια αρπαχτικά!
Δε σας δίνω για βορά
ματάκια χάντρινα, γυαλιστερά.
Η σάλπιγγα των κυνηγών σιγεί
μαζί της και των όπλων η κλαγγή.
Όλο ήλπιζα η χαζή
πως στον θηρευτή
θά΄βρισκε επιτέλους τη γιατρειά –
Κι όμως λαθεύτηκε η γριά –
απ΄το ζωνάρι της ηύρε τη λευτεριά!
Έτσι που κρέμεται τυλιγμένη στο μαλλί
μοιάζει με πουλί παγιδευμένο στο κλουβί,
με ψάρι μπερδεμένο στο δίχτυ μεταξωτό.
«Τρύγησέ την! Όλη νύχτα περιμένω τον κηπουρό.
Πού ΄ντ΄ος ο κηπουρός να τρυγήσει τον καρπό;»
Πέρα απ΄το πέλαο είναι ο τρανός,
πέρα απ΄την χαράδρα κυνηγά ο νιός.
Πού να βρει ο νιός μυαλό
να προσέξει τούτην την αλλόκοτη ψαριά-
ας περιμένει εκεί ψηλά -
ο νιός δεν έχει λεύτερο καιρό!
Από στιγμή σε στιγμή
το κλαδί θα κοπεί
και ο καρπός θα πέσει στη γη.
Να χαθείς, άκαρδε καρδιοκατακτητή!
μονόχνοτε μισογύνη και ψυχρέ εκτελεστή!
Ποιον ανέφεραν τα χείλη δροσερά;
Ποιος καθρεφτίστηκε στα μάτια τα μελιά;
Ποιανού μορφή έχει αποτυπωθεί
την τελευταία, ύστατη στιγμή –
το νήμα της ζωής προτού κοπεί;
Σωπάτε, θάμνα αειθαλή!
Δεν ευοδώθηκε η σχέση τούτη ερωτική -
τουλάχιστον να σώσω τη δική της την τιμή!
Μυρτιά, μη μαρτυρήσεις το μυστικό!
Μήτε στον μπάμπουρα ομιλητικό,
μήτε στο κούτσουρο σιωπηλό.
Εκείνου θα σπιλώσω την τιμή,
εσένα θα σε κάνω άσπιλη, αγνή.
Όπως παλιά,
θα παραμείνεις πιστή στα μάτια του βασιλιά.
Με τη δική σου πεθυμιά ερωτική
εκείνου θα αμαυρώσω την τιμή.
Όποιον θέλουν να ξεκάνουν οι θεοί-
-Αλίμονο! – του στερούν τη λογική!
Εκείνη απρόσιτη και σοβαρή
πήγε και αγάπησε έναν άμυαλο, αόμματο τρελό
που της βασίλισσας προτίμησε το τρεχαλητό
μες στα βάτα παρέα με το λαγωνικό!
Φύσα, αεράκι,
τρίξε, κλαδάκι!
… αγάπησε έναν άξεστο, έναν κουλό!
Έτσι δεν ξεκοιλιάζουν μήτε τα άγρια θεριά
όπως επλήγωσε εκείνος με λόγια την κυρά.
Αγάπησε η περιστερά –
έναν άκαρδο φονιά!
Ποια απ΄τις δυο μας τελικά –
μπας και κοιμάμαι εγώ βαθιά;-
ναι, ποια απ΄τις δυο μας τελικά
ήταν νυχτωμένη πιο βαθιά;
Άκου τα, να περάσεις στο λαιμό θηλιά
για ένα παιδαρέλι, για τον παραγιό χαζό;
Ας όψονται τα δάση σκοτεινά,
δεν μου πέρασε καν απ΄το μυαλό!
Ε! ρε γλέντια τρομερά! Ότι πάνω στο κλαδί
η βασίλισσα για το ανάξιο σκυλί
θα μπορούσε ποτέ να κρεμαστεί!
Η έρμη τι πήγα και έκαμα εγώ;
Πώς κάτι τέτοιο μπόρεσα να φανταστώ!
Πιο άχρηστο δεν γινότανε να βρω για προξενιό!
Δίχως χείλη ένα ξύλο αναίσθητο, χοντρό!
Και να μην αντιληφθώ
ότι ήταν ένα ξύλο κουτό,
ένα ξύλο πέρα για πέρα κουφό;
Το λέσι να μην το μυριστώ;
Πώς με γέλασε το δικό μου το μυαλό;
Πώς με γέλασε η μύτη μου και το μυαλό;
Το μουτράκι αμούστακο και τρυφερό,
το μαλλί ξανθό,
το στόμα ροδαλό
με έκαναν να μπερδευτώ.
Δεν ευοδώθηκε η περιπέτεια ερωτική -
τουλάχιστον να σώσω τη δική της την τιμή!
Δεν υπάρχουν μάρτυρες - δηλαδή
ό, τι δεν έχει συμβεί στα φανερά
είναι σαν να μην έχει γίνει ποτέ πραγματικά –
ο κλέφτης πάντα δρα στα σκοτεινά!
Φυλάξου, μισογύνικο σκυλί:
ενώπιον του Θησέα θα αποδειχθεί,
ορκίζομαι επάνω στο δικό της το κορμί,
πως το μαύρο άσπρο θα παρουσιαστεί,
ορκίζομαι στο χώμα όπου εκείνη θα ταφεί,
πως το άσπρο μαύρο θα παρουσιαστεί,
τα αληθή - ψευδή και τα ψευδή-αληθή
όλα ανάποδα να παραστήσω είμαι ικανή
ώστε από δω και πέρα μήτε τα μάτια τα μελιά…
Θεραπαινίδα
Έρχεται ο αφέντης. Υποδεχτείτε το βασιλιά!
Παραμάνα
… μήτε τα χείλη τριανταφυλλιά
για λόγου του μην ταλαντεύονται επάνω στα
κλαδιά.
Θεραπαινίδες
(η μία πίσω από την άλλη)
- Διαβαίνει την τάφρο! – Μπαίνει στην αυλή!
- Ποιος θα κρατήσει τη σέλα του βασιλιά;
- Ποιος θα τον υποδεχτεί;
- Παντού ερημιά – τριγύρω δεν υπάρχει
ψυχή!
- Ποιος άραγε θα τον υποδεχτεί;
- Ποιος θα του ανοίξει τη θύρα τη βασιλική;
- Ποιος άραγε μπορεί;
- Ποιος τα μαύρα μαντάτα θα του πει;
Παραμάνα
Εγώ. Έτσι κι αλλιώς τα λέω μια ζωή.
Ορκίζομαι πάνω στη φήμη της καλή
ότι το ζερβό θα γίνει δεξί
Ορκίζομαι πάνω στο δικό της το δεντρί
ότι το δεξί …
Θησέας
(μπαίνοντας)
Μήπως έχω τρελαθεί;
Μήτε αχός, μήτε καπνός.
Πουθενά δεν υπάρχει ψυχή
μήτε στο παλάτι, μήτε στην αυλή.
Μη δε κρύβεται μέσα κάνας εχθρός ή θεός;
Μήπως ενέσκηψε κάποιος λοιμός;
Μήπως απέθανε ο δικός μου ο γιος;
Τι τρέχει; Κάποιος εδώ και τώρα να μου τα πει!
Παραμάνα
Άρχοντά μου, είναι της μοίρας χτύπημα βαρύ.
(Δείχνοντας τη νεκρή Φαίδρα)
Νάτην η βασίλισσα - τούτο το κακό –
δεν είναι απ΄το λοιμό –
μα απ΄των ματιών το βλέμμα λάγνο,
προκλητικό.
Δεν είναι απ΄το μάτι το κακό –
μα απ΄το λόγο θρασύ και πονηρό,
είναι των τειχών ένα ταρακούνημα γερό
και των χεριών άγγιγμα ερωτικό.
Όπου κι αν πήγαινε η κυρά,
παντού - εκείνος, της είχε γίνει σκιά!
Όπου κι αν καθόταν η κυρά
– εκείνος όλο λυγιόταν από κοντά,
να της χαϊδέψει τα μαλλιά.
Όπου κι αν έριχνε εκείνη τη ματιά,
παντού - εκείνος να την ακολουθεί κρυφά.
Την είχε από κοντά βράδυ-πρωί.
Σάμπως ήταν πιο κοντινός και απ΄τον συγγενή!
Άμα εκείνη πήγαινε να κοιμηθεί
- εκείνος όλο γυρόφερνε την κλίνη της
συζυγική,
άμα εκείνη ζητούσε νερό να πιει
– εκείνος αμέσως της το πρόσφερε να δροσιστεί,
Άμα εκείνη άπλωνε το χέρι να πάρει το ψωμί,
-εκείνος σκοτωνόταν να της προσφέρει το καλύτερο
φελί.
Σάμπως ίσκιωμα της πατούσε το κορμί.
Η καημένη έκοψε και το φαΐ και το πιοτί.
- Αυτά. - Δεν της το΄χε η μοίρα η καλή
στην κλίνη της το θάνατο να βρει.
Στο δάσος την καλούσε ένα κλαδί.
Πάνω στο κλαδί εκείνο το ψηλό
και στο ζωνάρι εκείνο το πλουμιστό
αποχαιρέτησε για πάντα τον κόσμο μας τον
εχθρικό.
Βασιλιά, με τα δικά μου χέρια το΄χα πλέξει εγώ,
εκείνος θα της το΄χε λύσει με το στανιό…
Αχ! Περήφανη μου καλλονή!
Απ΄το φως η φήμη η καλή
της ήτανε πολύ πιο ακριβή,
όπως και κείνο το κλαδί.
Απ΄τη ζωή,
απ΄της οικίας τη θαλπωρή
η άσπιλη τιμή
της ήτανε πολύ πιο ακριβή…
Θησέας
Πες όνομα, γριά!
Παραμάνα
Οϊμέ, αυτά δεν λέγονται, ω βασιλιά!
Αν τον ονοματίσω – το παλάτι σου θα γκρεμιστεί,
Το δάσος στις φλόγες θα τυλιχτεί,
Ο κεραυνός θα σκίσει τον ουρανό,
Η Φαίδρα θα σηκωθεί
απ΄το κρεβάτι νεκρικό…
Δεν πρόκειται για κατακτητή
που τσαλαπατά την ξένη γη -
εκείνος τη δική του σοδιά πατεί!
Κοιμάται κάτω απ΄την ίδια στέγη με σένα,
βασιλιά,
κάθεται στην ίδια τράπεζα με σένα, βασιλιά.
Είναι όλο σου το φως, όλη σου η πνοή,
και όλη σου η δόξα η λαμπρή.
Τον γνωρίζεις καλά
σαν την παλάμη σου δεξιά…
Θησέα
Ο γιος μου είν΄αυτός;
Παραμάνα
Το, βρήκες, βασιλιά.
Θησέας
Αυτός;
Παραμάνα
Ο ίδιος, βασιλιά.
Θησέας
Πού είναι αυτός που ήταν γιος;
Ας περιμένουμε αυτόν που έχει γίνει σκύλος
μισητός.
Ιδού το έργο των χεριών του: αυτή εδώ.
Πού΄ν΄τος άραγε αυτός;
Παραμάνα
Τον Ιππόλυτο εννοείς;
Θα΄ναι στου λύκου την υπηρεσιά;
Καλός και ξεδιαλεγμένος ο θηρευτής!
Τώρα άλλες θα κυνηγά,
τη δικιά σου έχοντας πιάσει στα δίχτυα ερωτικά.
Θησέας
Ωκεανέ, αμφορέα δακρύων αλμυρών,
πατέρα Ποσειδών!
Στον γέροντα ντυμένο στα μαύρα σαν το χώμα,
πένθιμα σαν του κοράκου χρώμα –
που κάποτε τον διέκρινε η μεγάλη παλικαριά -
αναγνωρίζεις τάχα εκείνο το λιονταράκι πέρα εκεί στην
αγορά;
Δίχως βοήθεια - αδύνατον να τον αναγνωρίσεις
πια!
Άρχοντα κοσμοσείστη, με φρύδια φουντωτά,
τριάντα χρόνων κύμα αλμυρό
να το κυλήσεις κατά πίσω, σε παρακαλώ!
Και άκου μες απ΄των κυμάτων την χλαπαταγή:
«Αρκεί να με φωνάξεις και σε σώζω σε στιγμή!» -
θυμήσου την υπόσχεση την πατρική,
το λόγο του θεού στο παλικάρι νιό.
Πατέρα Ποσειδών!
Γέροντα οξυδερκή!
Η καλύτερη των γυναικών…
Μαγαρισμένη η κλίνη μου συζυγική…
Τσαλαπατημένη η τιμή -
χειρότερα και από το θάνατο αργό!
Ακόμα πριν λιγοστό καιρό
αυτό το σερπετό το είχα γιο!
Άρχοντα, ταρακουνητή,
Τρομερέ καταποντητή!
Των γλυκών και αλμυρών
υδάτων δαμαστή!
Πατέρα Ποσειδών!
Στερέωσε τη δική μου την αρχή
του Θησέα τη χρυσή εποχή!
Καθώς εκείνος θα οδηγεί
σείσε τη μητέρα-γη!
Με μια βραχόπτωση σφοδρή
κόψ΄του το δρόμο για διαφυγή
που κατά πόδας θα τον ακολουθεί
δίχως να ξεφύγει ο σκύλος μήτε σπιθαμή!
Ακόμα κι αν κάνει κάποιον ελιγμό –
να μη βρίσκει πουθενά το δρόμο ανοιχτό.
Μονάχα η άβυσσος ν΄ανοίγεται μπροστά
και πίσω να ορθώνονται βουνά
απόκρημνα και μυτερά.
Όσο γοργός και να΄ναι ο φυγάς,
να τον σαρώσει το κύμα σου μεμιάς…
Τα πλεμόνια σου να σκάσουν απ΄τον καλπασμό!
Καταραμένο, τρισκαταραμένο σερπετό!
Που μια φορά και έναν καιρό σε είχα γιο!
Τα μέλη σου να κατασπαράξουν τα σκυλιά!
Καταραμένο, τρισκαταραμένο σερπετό!
Που μια φορά και έναν καιρό
σε είχα φυλαγμένο μέσα στην καρδιά!
Ο χορός των φιλενάδων
Ποιος είπε πως είναι άψυχη νεκρή;
Απλά στολισμένη, μυρωμένη έχει αποκοιμηθεί...
Ποιος είπε πως είναι πικρή;
Είναι όλο γλύκα και άρωμα μελί
μιας και στην κλίνη της την πλουμιστή
φέραμε λογής λογής λουλούδια και κλωνιά,
όλο το δάσος και όλο τον κήπο σε μια αγκαλιά.
Όλα τα θαμνάκια αφήσαμε γυμνά
μείνανε μονάχα τα αγκαθάκια αιχμηρά.
Δεν κοιμάσαι περιφρονεμένη και ταπεινή,
μα στολισμένη και λαμπερή.
Μόλις χορτάσεις τον ύπνο σου γλυκύ,
σάμπως απ΄την όχθη στο ρυάκι δροσερό
θα κατεβάσεις τα πατουσάκια σου απ΄το κρεβάτι
μαλακό…
Την έχουν ξεκρεμάσει απ΄το δεντρί
με όλους τους ανθούς μαζί.
Τόσο που έμοιαζε με τον ανθό,
οι φιλενάδες είχαν μπερδευτεί!
Όχι κατάρες - ύμνοι πρέπουν στο δεντρί:
τιμή και δόξα σε κείνο το κλαδί –
στο οποίο έχεις κοιμηθεί παραμένοντας στο σύζυγο
πιστή.
Σταθείτε γύρω απ΄το δεντρί,
πιαστείτε στον κυκλικό χορό!
Δοξάστε, δοξάστε της Φαίδρας το κλαδί γερό!
Της Φαίδρας – την αφήγηση πικρή,
της Φαίδρας – την τιμή,
της Φαίδρας – τη ζώνη πλουμιστή,
της Φαίδρας – το κλαδί.
Υποκλιθείτε, δέντρα, στον τιμημένο μας καρπό!
Δοξάστε, δοξάστε την θυσία τρομερή!
Της Φαίδρας – την τιμή,
της Φαίδρας – την αρετή,
της Φαίδρας – τον άθλο τρομερό,
της Φαίδρας – τον ιδρώτα τίμιο και αλμυρό.
Η Δάφνη και η Μύρτος - δυο δέντρα αειθαλή
δεν πρόδωσαν την ένωση ιερή!
Όπως εσύ παρέμεινες του Θησέα σύζυγος πιστή,
έτσι και κείνος παρέμεινε σύζυγος της Φαίδρας εις
αεί.
Ας είστε δυο πρωτιές,
δυο ίσα μέρη, δυο κορυφές.
Η Δάφνη απ΄τη μια,
απ΄την άλλη η Μυρτιά.
Της ανδρείας το σπαθί,
της πίστης το κλαδί.
Ας δοξάσουμε τούτο της αγάπης το δεντρί
απ΄τον παππού ακόμα φυτεμένο στην αυλή!
Όπως εσύ παρέμεινες του Θησέα σύζυγος πιστή,
έτσι και κείνος παρέμεινε σύζυγος της Φαίδρας εις
αεί,
ώσπου γυρίζει η γη,
ώσπου το κάθε βράδυ ακολουθείται απ΄το πρωί
Στο κλαδί – τιμή, στη μύρτο - τιμή!
Δεν αναπαύεσαι απλά νεκρή,
θα αποκτήσεις φήμη παντοτινή.
Γύρω απ΄το δεντρί που΄σωσε την τιμή,
ας καθιερώσουμε καινούρια γιορτή
στης Φαίδρας την ανάμνηση παντοτινή.
Για να μην λησμονηθεί
της Φαίδρας ο χορός,
της Φαίδρας ο κυκλικός!
Έι, σεις παρθένες, στέρφες, καρπερές,
κάθε λογής γυναίκες μεγάλες και μικρές!
Στης Τροιζήνας το δέντρο το ιερό
η καθεμιά σας έστω μια φορά για το καλό
ας σηκωθεί απ΄το κρεβάτι νεκρικό
κατ΄εικόνα εκείνης που άφησε την κλίνη και τη
ζωή
δίχως να τρέμει, δίχως να θορυβεί…
Θρήνε, γίνε γιορτή!
Η μέρα η απλή
ας γίνει γιορτινή!
Οι μοιρολογήτρες
ας γίνουνε υμνήτριες!
Είτε εικοσάρα, είτε τριαντάρα
είτε παντρεμένη, είτε παρθένα μορφονιά–
Η έκαστη και η καθεμιά
έχοντας μαζέψει δώρα γιορτινά,
ας σπεύσει κάτω απ΄το δεντρί
να γιορτάσει της γυναίκας τη νίκη λαμπρή
με άφθονο κρασί!
Θρήνε, γίνε γλέντι και χαρά!
Η πολιτεία του θρήνου
να γίνει η πολιτεία του οίνου!
Θωρούσαν απ΄τις κορυφές ψηλές,
θωρούσαν απ΄τις βίγλες μακρινές:
φλεγόταν ο παραγιός,
η μητριά σταματούσε πάγος ψυχρός.
Θωρούσαν τα άτια τα γοργά,
θωρούσε και ο ιπποκόμος πιστός.
Βογκούσε ο παραγιός:
- Δικό μου όπλο μοναδικό είναι το πάθος
ερωτικό!
Η μητριά τον απόδιωχνε μακριά:
- Δική μου πανοπλία μοναδική είναι η τιμή!
Στον φιλήδονο παραγιό – ντροπή!
Δόξα στη μητριά πλήρη αρετή!
Μες στο παλάτι βασιλικό
γίνεται μάχη της λαγνείας με την αρετή…
Ο παραγιός στήνει παγίδες,
η μητριά γκρεμίζει ελπίδες.
Των παρειών η χλομάδα
παλεύει με την κοκκινάδα.
Ο παραγιός πολιορκεί:
-Τι δε σ΄ αρέσει απάνω μου, καλή;
Η μητριά έχει πέσει σε μαράζι βαθύ:
-Άι χάσου απ΄τα μάτια μου, φιλόδοξε εραστή;
Δόξα στη μητριά πλήρη αρετή!
Στον φιλήδονο παραγιό – ντροπή!
«Τα δάκρυά μου – το μόνο μέλος!
Τα βάσανά μου δεν έχουν τέλος!»
Μόλις σηκωθεί η μητριά,
ο παραγιός την ακολουθά.
Και άμα ανάμεσό τους ευτυχώς
δεν έμπαινε ετούτος ο κορμός…
Για τύχη της καλή πέρασε η μητριά
στο λαιμό της τη θηλιά
και έμεινε άπραγος ο παραγιός…
Είναι η γυναικεία τιμή
αδιαπραγμάτευτη αρετή!
Δόξα στη μητριά πλήρη αρετή!
Στον φιλήδονο παραγιό – ντροπή…
Αγγελιαφόρος
Είδηση φριχτή!
Βασιλιά, δείξε θάρρος περίσσιο!
Το νεαρό κυπαρίσσιο
επιστρέφει στην οικία πατρική
με των κυμάτων τη βουλή
για να του σηκώσουν τύμβο ταφικό.
Καταλήγει στο χώμα μαλακό
της γενιάς σου βλαστάρι μοναδικό!
Ένα κύμα με πρόσωπο θεριού
άξαφνα πρόβαλε στο χείλος του γκρεμού.
Ύστερα πρόφτασε τον αναβάτη ικανό.
Έπιασε να τον κυνηγά του σκοτωμού
να τον ξεκάνει πάνω στης νιότης τον ανθό.
Στο πλάι ο αναβάτης κάνει ελιγμό,
του κάκου, το κύμα τον κυκλώνει από παντού.
Πάει να υποχωρήσει, μα το θεριό
του στέλνει τον αφρό για προπομπό.
Τα άλογα φρουμάζουν δυνατά,
Σηκώνονται στα πόδια πισινά.
Μα το θεριό ορθώνεται ίσαμε το βουνό
ακόμα λίγο και θα αγγίξει τον ουρανό!
δίχως κέρατα θεριό,
μήτε κύμα μήτε θαλασσινό νερό,
αλλού οι ίπποι… αλλού οι χαλινοί…
Ο ικανότερος ανάμεσα στη συντροφιά
απ΄τα χέρια αφήνει τα λουριά,
απ΄τις κόγχες πετάζονται οι οφθαλμοί,
απ΄τους άξονες - οι τροχοί…
Να΄ταν τάχα ένα θεριό
ή κάτι άλλο πιο τρανό…
Θησέας
Σ΄ ευχαριστώ,
άρχοντα Ποσειδών!
Αγγελιαφόρος
Έπεσε νεκρό
το παλικάρι νιο.
Θησέας
Τον έχει εκδικηθεί,
η τιμή μου έχει σωθεί.
Ο χορός των νεαρών κυνηγών
Τι να πούμε και τι να ομολογήσουμε;
Στο ξύπνιο ή στο ενύπνιο πως έγιναν να
θεωρήσουμε;
Νάτος χάμω ξαπλωτός,
αντί να στέκεται ορθός –
νάτος κείτεται χλωμός σαν γάλα,
αντί να τρέχει στο άλογο καβάλα,
να ιππεύει το καλό φαρί
τεντώνοντας τον κάθε μυ.
Αυτός που μόλις λίγο πριν ήταν ακόμα
ζωντανός
και έτρεχε ατρόμητος σε άρμα,
τώρα σε φορείο κείτεται νεκρός,
ιδού της μοίρας του το κάρμα.
Να΄ταν γέρος ξεμωραμένος,
μεθυσμένος
ή νυσταγμένος;
Μα έτρεχε σαν να ίπτατο ψηλά
Και ξάφνου πάρ΄τονα κάτω με τσακισμένα τα φτερά.
Σαν αστραπή!
Το άρμα ελαφρύ!
Το πέρασμα μονάχα στο δειλό
φαινότανε στενό!
Ξάφνου σκόρπισαν παντού:
Το μαστίγιο που έσκιζε στα δυο
τον αιθέρα τ΄ουρανού,
οι άξονες του αμαξιού,
οι ακτίνες του τροχού,
η καρότσα του οδηγού.
Ηνίοχε γλυκέ, σε πήρε ο ύπνος και αιφνίδια
το πολύτιμο φορτίο πήγε στα τσακίδια!
Αυτός που λίγο πριν ήταν ακόμα ζωντανός
και έτρεχε ατρόμητος σε άρμα,
τώρα σε φορείο κείτεται νεκρός,
ιδού της μοίρας του το κάρμα.
Του βασιλείου ο βλαστός,
των οφθαλμών το χάρμα,
εκόπη εντελώς χλωρός
στου Άδη να φορτωθεί το άρμα.
Πριν λίγο έτρεχε σαν σίφουνας γοργός
και τώρα κείτεται ασάλευτος νεκρός.
Άτια,
άτια,
άτια,
τι στα κομμάτια;
Γιατί με του ηνίοχου την κεφαλή
οργώσατε όλη την ακτή!
Κι όμως όπως σας χάιδευε αυτός
τρυφερά απλώνοντας το χέρι –
δε θωπεύει ο σύζυγος πιστός
το δικό του αγαπημένο ταίρι.
Αυτός που μόλις λίγο πριν ήταν ακόμα
ζωντανός
και έτρεχε ατρόμητος σε άρμα,
τώρα πάνω σε φορείο κείτεται νεκρός,
ιδού της μοίρας του το κάρμα.
Πρώτος δεν ήταν στο βακχικό χορό
ως ληνοβάτης κρασί πατώντας ζωοποιό;
Μόλις λίγο πριν έσυρε έναν εύθυμο χορό
και τώρα οι σύντροφοι τον σέρνουν πια νεκρό.
Θεοί,
θεοί,
θεοί,
τι στο καλό έχει συμβεί;
Αφού το ξέρατε πως το κρασί
κάνει τα πόδια να παίρνουνε φωτιά
και το αίμα μες στις φλέβες να σφυροκοπά.
Γιατί από προσώπου γης με πλούσια σπαρτά
το θεολάτρη νεαρό τον στείλατε μακριά
στην εξορία, στις άσαρκες ψυχές κοντά;
Αυτός που μόλις λίγο πριν ήταν ακόμα
ζωντανός
και έτρεχε ατρόμητος σε άρμα,
τώρα πάνω σε φορείο κείτεται νεκρός,
ιδού της μοίρας του το κάρμα.
Υπάρχουν τάχα σύντροφοι πιστοί
να τον ακολουθήσουν στην εξορία του αυτή;
Μπα, όλοι τους είναι πολύ μικροί
για να εγκαταλείψουν τη γλυκιά ζωή!
Πριν λίγο ανήκε στων συνομήλικων τη θορυβώδη
συντροφιά
και τώρα ξαφνικά έχει γίνει αιώνια ψυχή
που συνοδεία με πνεύματα μουγγά
στον άραχλο Άδη τριγυρνά.
Δεν υπάρχει μέτωπο πιο καθαρό, πιο
διαυγές
απ΄των μαρμάρινων γλυπτών στις πλάκες ταφικές.
Αρτέμιδα, παρθενική θεά
ο Ιππόλυτος ολόιδιος με τον Φοίβο το θεϊκό
τιμωρήθηκε για το πάθος του νεανικό!
Αυτός που μόλις λίγο πριν ήταν ακόμα
ζωντανός
και έτρεχε ατρόμητος σε άρμα,
τώρα πάνω σε φορείο κείτεται νεκρός,
ιδού της μοίρας του το κάρμα.
Θησέας
(εμποδίζοντας να περάσει η σορός του γιου του)
Σταθείτε, ούτε βήμα μπρος!
Μην προχωρήσει άλλο των νεαρών ο πένθιμος χορός!
Αυτόν που φέρνετε έπαψε να΄ναι δικός μου γιος!
Από πότε των πηγαδιών το μίασμα φαρμακερό,
της έχιδνας το γέννημα φριχτό,
ένα σερπετό σιχαμερό,
αποκαλούμε γιο;
Χορός
Βασιλιά, από πότε το γιο
λογίζουμε για σερπετό;
Θησέας
Ακόμα και το σερπετό
ακούγεται καλό.
Ανάξιο ψοφίμι, μακριά!
Αδειάστε μου τη γωνιά!
Κάλιο να΄βαφε το χέρι του δολοφονικό
στο αίμα πατρικό!
Ενώ αυτούς που διαπράττουν αιμομιξία
βδελυρή
δεν τους χωρά η στέγη πατρική.
Χορός
Να τραβήξουμε μακριά ή
να εισέλθουμε παρά την απειλή
μες στην οικία πατρική,
στους αθανάτους μισητή
όπου ηχεί η βροντή
και όχι των δακρύων η βροχή,
όπου σε υποδέχονται με την οργή
και όχι με την οιμωγή.
Να τραβήξουμε μακριά ή εδώ
να αποθέσουμε το σώμα το νεκρό;
Ή θα διαμαρτυρηθούν ψηλά στον ουρανό!
Γιατί εδώ εξαπολύουν μύδρους αντί
να στρώσουν την κλίνη τη στερνή
που αρμόζει στους νέους για ταφή
και δεν είναι άλλη πιο καλή
απ΄ του πατέρα αγκαλιά ζεστή…
Με αυτόν που απ΄τη λιονταρίνα έχει ανατραφεί,
ακόμα κι ένα σκληρόκαρδο λιοντάρι θα είχε συγκινηθεί.
Κι όμως εδώ τον περιλούζουν με φαρμάκι, αντί
Να τον μυρώσουν με νάρδου αλοιφή.
Τον φέρναμε σιγά σιγά με τόσην προσοχή!
Και να - όχι με δάφνες, μα με χλεύη σκληρή
ο βασιλιάς το γιο του προϋπαντεί.
Μήτε το νεκροκρέβατο σωστό
μήτε το σάβανο λευκό,
να μην αξίζει τάχα στο νεκρό
του οποίου τις ομορφιές
σπλαχνίστηκαν ακόμα και οι πέτρες οι σκληρές;!
Κοίτα του αγιοκλήματος ένα φυλλαράκι ακέραιο,
χλωρό
μπλέχτηκε μες στου κροτάφου το μαλλί
σγουρό.
Έτσι και το δικό σου το κορμί,
ευλύγιστο και νεανικό,
τυλιγόταν σαν αγιόκλημα σγουρό
γύρω απ΄τον πατέρα σου που στεκόταν κολώνα
στιβαρή!
Έχει δει κανείς να΄χουν τα σερπετά
τόσο αθώα και όμορφα χαρακτηριστικά;
Οι πέτρες δείξανε μέγα έλεος στο νεαρό
και ο πατέρας να του δείχνει πρόσωπο σκληρό;
Μη χρονοτριβείς, πατέρα- βασιλιά,
ζέστανε μες στη δική σου αγκαλιά
τις παρειές, τους ώμους, τα μέλη του νεκρά.
Γνωστό τοις πάσι ότι οι πέτρες οι σκληρές
απ΄τους θεούς είναι πιο σπλαχνικές.
Εκείνες σπανίως πέφτουν από ψηλά
και τσαλαπατούν λιγότερο τα ρόδα τρυφερά!
Ας είναι απ΄των θεών πιο πονετικές
μα όχι και απ΄των πατεράδων τις καρδιές!
Υπηρέτης
Αφέντη, να με συμπαθάς αν ενοχλώ.
Ποιος ξέρει ίσως φανεί χρήσιμο αυτό;
(δίνοντας στο βασιλιά τα θραύσματα από την πινακίδα).
Τα σπασμένα κομμάτια άμα κολληθούν μαζί
μπορούν να δώσουν μια εικόνα πιο σωστή.
Τούτη η επιστολή δεν έχει συντριβεί
μήτε από φόβο μήτε από κίνηση στραβή,
μα πάνω στο θυμό από μια σκοτοδίνη
ξαφνική.
Από των θραυσμάτων τη διασπορά
φαίνεται ότι έχει ριχτεί από ψηλά,
από τον πύργο όπου κατοικούσε η ύψιστη τιμή.
(δείχνοντας προς το νεκρό Ιππόλυτο)
Εκείνος σιώπησε για πάντα, ας πει ετούτο το
κερί.
Διάβασέ επιτέλους την επιστολή,
για να ξυπνήσουν όσοι έχουν πέσει σε πλάνη
οικτρή.
Θησέας
«Μυστικά» - λέει η επιγραφή.
«Φαίδρα» - μαρτυρεί η υπογραφή.
Καίνε τα σύμβολα γραμμένα πάνω στο κερί
σάμπως με πυρωμένο σίδερο έχουν τυπωθεί.
Μήπως η όραση μου έχει πειραχτεί;
Επιγραφή. Υπογραφή.
Και αυτά που έχουν γραφτεί αναμεταξύ…
Τι αποκάλυψη είναι αυτή!
Ο γιος μου είναι τίμιος και καθαρός !
Νάτος του Ιππολύτου ο έπαινος τρανός!
Της Φαίδρας ο χαρακτήρας γραφικός!
Η πινακίδα του χρυσή!
Της αρετής απόδειξη θριαμβευτική!
Τι συμφορά τρανή!
Θεοί, άτια, γυναίκα, γιατί;
Εκείνος έχει στεφτεί με αρετή!
Εκείνη πρέπει να δικαστεί!
Έι, σιδερά, πάψε να βαράς το αμόνι με το σφυρί,
Βάλε στην άκρη το δρεπάνι, θεριστή!
Του γιου μου η δόξα η τρανή
έχει ως άλλη όψη της γυναίκας μου ντροπή.
Το χιόνι με την πίσσα έχουν ανακατευτεί.
Της αγαπημένης η πομπή
της αγνότητας του γιου μου στάθηκε αφορμή.
Η δική του άμεμπτη ηθική
προκάλεσε τη δική της πτώση τρομερή!
Σαν μαχαίρι στην καρδιά! Η πινακίδα; Το κερί;
Το στέρνο μου στα δυο έχει κοπεί!
Του αγαπημένου γιου τιμή
έχει ως άλλη όψη της αγαπημένης μου ντροπή.
Η αγνότητά του που ακτινοβολεί
αμαυρώνει τη δική της ύπαρξη ελεεινή.
Γιε! Γυναίκα! Τι συμφορά τρανή!
Η φαυλότητά της … Ω, τι είχαν στο νου τους οι
θεοί
ώστε στην ίδια κουταλιά να ανακατευτεί
η πίσσα με το μέλι το γλυκύ:
η ψυχρότητα του γιου με της Φαίδρας ιδρώτα
φλογερό…
Διακρίνω το δάχτυλο της Αφροδίτης μισητό!
Γιε, συγχώρα τον πατέρα σου χαζό!
Διακρίνω το σχέδιο της Αφροδίτης μισητό!
(Προς τη Φαίδρα)
Αλλά εκείνη … εσύ,
δεν αξίζεις του Ιππολύτου μήτε το δαχτυλάκι του
μικρό!
Παραμάνα
Ω, βασιλιά, είναι αγνή!
Το θεριό και το κλαδί,
τα δυο άψυχα κορμιά
είναι των δικών μου χεριών δουλειά,
είναι των δικών μου χειλιών δουλειά.
Σε όλη τη φαμελιά
εγώ έφερα τη συμφορά,
παραφουσκώνοντας της τα μυαλά:
«εκείνος έχει όμορφη κορμοστασιά
ενώ ο άλλος είναι σκεβρωμένος από γηρατειά…»
Ήταν της δικής μου έμπνευσης τούτη η
ερωτοδουλειά,
βάζοντας στο στόχαστρο για δέλεαρ ερωτικό
το δικό σου γιο μοναδικό,
λέγοντάς της: «Συγγένεια; - Σιγά,
το δίκιο είναι με το μέρος εκείνου που τολμά.»
Για όλα τούτα έφταιξα εγώ, γριά.
«Το νέο κρασί
θέλει νέο ασκί.»
Τούτο, γέρε-βασιλιά, είναι σοφία παλιακή.
Τούτο δεν είναι της Φαίδρας το αμάρτημα.
Τούτο δεν είναι της Φαίδρας το παραστράτημα.
Φαίδρα, γιατί, γλυκιά,
πέρασες στο λαιμό σου τη θηλιά:
όλα γίνανε με τα χέρια μου αποκλειστικά.
Εγώ της πήρα τα αφτιά.
Η Φαίδρα δε φταίει, βασιλιά.
Για όλα φταίει η δική μου η ρουφιανιά!
Κυνήγα, της έλεγα, την κάθε ηδονή.
Η Φαίδρα ήταν μαλακιά σαν το κερί
Εγώ – υπολογίστρια ψυχρή.
Δικό μου έργο τούτη η ερωτοδουλειά.
Εξόν από το γέρο άντρα της δεν είχε άλλη
πεθυμιά,
τίποτε άλλο δεν λαχταρούσε η μορφονιά.
Δεν φανταζόταν τίποτα η αθώα περιστερά
μήτε για σκιρτήματα ερωτικά
μήτε για φτερουγίσματα στην αριστερή πλευρά:
αν η καρδιά της χτυπάει δεξιά ή ζερβά; …
Μοιραζόταν την κλίνη του γέροντα ψυχρού
με φερσίματα χήρου και χαϊδολογήματα γονιού
Κάπως έτσι θα κυλούσε όλη της η ζωή
ώσπου να γεράσει το νεανικό της το κορμί…
Ποτέ της πάνω στο θαλερό βασιλικό
δε θα έριχνε μήτε ένα βλεμματάκι τόσο δα λοξό
παρά μόνο στη γλάστρα παλιά από πηλό…
Κάπως έτσι θα κυλούσε όλη της η ζωή
ώσπου να γεράσει το νεανικό της το κορμί…
Άμα δεν της φούσκωνα τα μυαλά,
άμα δεν της έπαιρνα τα αφτιά,
άμα δεν της αποκάλυπτα του έρωτα τα μυστικά.
Τι το θες ένα χούφταλο φαλακρό,
όταν δίπλα υπάρχει κορμί νεανικό;
Δες κι εμένα τη γριά,
άσπρισαν όλα μου τα μαλλιά,
Ακόμα και ο τελευταίος ψωριάρης του κερατά
θα με κοιτάξει με βλέμμα γεμάτο καταφρονιά.
Έγινα φαφούτα,
μείνανε αφάγωτα τα φρούτα:
Αχ, στοματάκι μου καλό,
δεν μπορώ να τα χαρώ!
Πέσαν τα δοντάκια,
μου΄μείναν μονάχα τα σαλάκια
τους περασμένους έρωτες να αναμασώ
και τους ανεκπλήρωτους να τους θρηνώ.
Σκεφτόμουν με τα ξένα τα δοντάκια
να γευτώ ξανά του έρωτα τα μεζεδάκια!
Μείνανε μονάχα οι αναμνήσεις ερωτικές
και οι ανεκπλήρωτές μου πεθυμιές.
Σκεφτόμουν με το ξένο στήθος σφριγηλό
να σφιχτώ πάνω στο στέρνο αντρικό!
«Πάει η δικιά μου η ζωή!
Τουλάχιστον να την χαρείς εσύ!»
Χειρότερη είναι η ανημποριά.
Γέρε, ας με τιμωρήσεις πολύ σκληρά!
Να ξέρεις μαστιγώνοντας εμένα, τη γριά
πως δε φταίνε οι θεοί για τούτο΄δω -
μα για όλα φταίω μοναχά΄γώ.
Θησέας
Πάψε, τρελή!
Παραμάνα
Μήτε στον μπάμπουρα ομιλητικό,
μήτε στο κούτσουρο σιωπηλό…
Δίπλα στη δική μου τη μαυρίλα της ψυχής,
ολόλευκη και άσπιλη θα φανείς.
Κοιμήσου, γλυκιά.
Μυρτιά, σκόρπα την ευωδιά!
Σύμφωνα με αυτά που΄πα΄δώ:
απ΄την καπνιά
πιο μαύρη γίνηκα εγώ.
εσύ – απ΄της δόξας πιο λευκή.
Χτύπα, βρε βασιλιά!
Για χάρη το θαρρώ τρανή!
Θησέας
Μάγισσα, δεν φταις εσύ!
Ρουφιάνα, δεν φταις εσύ!
Πάνω από των νεκρών ετούτων τα κορμιά
για χάρη στο ζητώ: βάλε μυαλό,
ξεμωραμένη, μισόχαζη γριά!
Στον κόσμο τούτο τον τρανό
υπάρχουν και τα λαγκάδια τα σκιερά,
υπάρχουν και τα βουνά ηλιόλουστα ψηλά,
υπάρχουν και τα υψώματα,
υπάρχουν και τα βαθουλώματα,
υπάρχουν και οι λοιμοί,
υπάρχουν και οι καταποντισμοί,
υπάρχουν και οι θεοί
υπάρχουν και οι θνητοί.
Του Ιππόλυτου το φαρί
και της Φαίδρας το κλαδί –
δεν είναι ραδιουργίες της γριάς,
μα της μοίρας ο βραχνάς.
Τάχα είναι στο χέρι των θνητών
να μετακινούν τους όγκους των βουνών;
Πιο πάνω από μας είναι τα χέρια των θεών
που κινούν τα νήματα λεπτά.
Εσύ μονάχα εκτελείς πιστά.
Του Ιππολύτου ο αφρός
και της Φαίδρας ο πυρετός –
δεν είναι μηχανορραφίες της γριάς,
μα ο παλιός ανοιχτός λογαριασμός,
μια διαμάχη που βαστά από παλιά.
Δεν φταίει κανείς. Όλοι αθώοι και αγνοί.
Άδικα μη χύνεις δάκρυά σου γοερά,
μην ξεριζώνεις τα λευκά σου τα μαλλιά, -
αφού της Φαίδρας η αγάπη η σφοδρή –
της καημένης γυναίκας προς το έρμο το παιδί-
είναι της Αφροδίτης έργο φριχτό
και η αιτία - προς εμέ το μίσος της παλιό
για της Νάξου το άλσος της ιερό.
Με άλλον τρόπο και με αλλιώτικη ποινή
το σφάλμα μου παλιό έχει τιμωρηθεί.
Παλιά νεφέλη, καινούρια αστραπή.
Εκεί όπου θροεί η μύρτος θαλερή
και ο αέρας τριγύρω σκορπά
της Φαίδρας βογκητά,
σηκώστε έναν τύμβο διπλό για να ταφούν μαζί.
Εν ειρήνη ας αναπαυτεί η ταλαίπωρη τους η ψυχή
και ας σμίξουν επιτέλους εκεί –
της Φαίδρας τα κόκαλα λευκά
με του γενναίου Ιππόλυτου οστά.
1927
Μτφρ. 2018
- Λήψη συνδέσμου
- X
- Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο
- Άλλες εφαρμογές
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου