Σκηνή Α΄

ΑΝΑΠΑΥΛΑ

ΦΑΙΔΡΑ, Μαρίνα Τσβετάγιεβα (μετάφραση-απόδοση: Ρανελέ-Ριζίκοβα)



ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ

ΑΝΑΠΑΥΛΑ ΜΕΣ ΣΤΟ ΔΑΣΟΣ

 

(Ο Ιππόλυτος ανάμεσα στους φίλους του. 

Ο χορός νεαρών κυνηγών) 

 

Ω, δρυμέ! Ω, σαλπίσματα κυνηγών! 

Ω, των απάτητων βουνών 

απόκρημνα ύψη! 

Δόξα στα όπλα των θηρευτών! 

Τι είναι κάλλιο των μαχών 

εξόν το κυνήγι; 

 

Ζήτω η Άρτεμις, θεά, 

για την άψα και την κάψα, 

για την κάθε συστάδα  

βυθισμένη μες στη σκοτεινιά  

άραχλη σαν του Άδη την μπασιά, 

για κλαδιά, για φύλλα πυκνά, 

για τα χέρια καυτά  

που χουφτιάζουν τα νερά δροσερά 

Ζήτω η Άρτεμις για αυτά  

που μας προσφέρουν χαρά  

μέσα στα δάση σκοτεινά. 

 

Μες στο καρτέρι. Άκου τον ήχο: 

Τι να΄ναι; Κάνα φρύγανο  

ή κάνα κέρας φουντωτό; 

Βλέπεις τον θάμνο ή τον έλαφο; 

Μπα, έναν φευγαλέο ίσκιο, 

την Καλλιστώ! 

 

Ζήτω η Άρτεμις θεϊκή 

για την κάθε αμμούδα ζεστή,  

για τα περάσματα ασφαλή 

στην αντίπερα όχθη ψηλή,  

για τρέξιμο απνευστί 

να σου κοπεί η πνοή 

μες στο σκιερό λαγκάδι  

με τα νερά να κελαρύζουν στα βάθη   

Ζήτω η Άρτεμις θεϊκή 

για μυών και αισθημάτων  

ευεξία και πάθη. 

 

Δε βλέπεις καθαρά  

σε μαστιγώνουν τα κλαδιά.  

Τι να΄ναι κάνας κάπρος ή ξύλο χοντρό; 

Κάνα κουβάρι φιδιών ή ριζών; 

Όρμα με έναν πήδο ρήσου  – 

Σώος σε ξέφωτο ανοιχτό!  

 

 

 

 

Ζήτω η θεά του κυνηγιού 

για μάτι αητού, για μύτη λαγωνικού,  

για ευλυγισία και χάρη εκείνου 

που προσπερνά τους στήμονες λουλουδιού  

με πάτημα ρήσου λυγερού 

δίχως να του πέσει μήτε στάλα γύρη 

Ω, μύτη, μάτια, χείλη –  

των αισθήσεων πανηγύρι! 

Ένα γίνεσαι με τη φύση… 

Παίρνεις του ελάφου τη μορφή 

αν και έχεις ελαφηβόλου κορμί!  

 

Το μέτωπο ιδροκοπά,  

το στόμα διψά. 

Η μύτη ρουφά  

βρύων και τριχώματος τη βρώμα βαριά,  

κεράτων και βρύων την αποφορά! 

Το στήθος σαν φυσερό βογγά. 

-Χο! –Ηχώ! 

 

Ζήτω η Άρτεμις, θεά, 

για την αιδώ, για τη ζημιά, 

για την πλάνη, για την πρώιμη χαρά,  

για τα χνάρια απατηλά, - 

όλα πήγανε στραβά! 

Το δείπνο έκανε φτερά,  

Η νύχτα - χαμένη μες στη χωσιά! 

Ζήτω η Άρτεμις, θεά, 

για το παιχνίδι που προσφέρει το δάσος  

γεμάτο ανατροπή και πάθος. 

 

Τέλος η θήρα.  

Τέλος και η θερμασιά. 

Ξεκούραση και δροσιά. 

Ψηλαφώντας τα δικά του  

ματωμένα πλευρά,  

ο θηρευτής τη λεία του  

ξεκοιλιάζει όλος χαρά.  

 

 

Ζήτω η Άρτεμις και πάλι,  

για κέρας και για αρπάλι, 

για την τελευταία κραυγή,  

για τη λεβεντιά του θηρευτή,  

Σείστηκε το δάσος συθέμελα,  

αναποδογύρισε για να καρφωθούν                                                                                                                    

με τα ριζά στα σύννεφα! 

Ζήτω η Άρτεμις, θεά, 

για τη λεία και τη δορά,  

για τη μύγα … κουλουμωτή  

στα κουφάρια ψηλά. 

 

Μακριά από γυναίκες! 

Και νυν και αεί, παίδες, 

υμνούμε τη συντροφιά! 

Υμνούμε την παλικαριά! 

 

Το μέλι μας δεν το σπαταλούμε σε θηλυκά! 

Της φύτρας μας δεν επιθυμούμε τη διαιώνιση μακρά!       

Υμνούμε τη συντροφιά!  

Υμνούμε την παρθενιά! 

 

Το σπίτι με πεθερικά; 

Καλύτερα το δάσος με αερικά! 

Κι ας μας κράζουν αγρίμια,  

της Αρτέμιδος είμαστε στρατιά. 

Σαν τον έλαφο πετάς, 

τη γη ίσα που ακουμπάς!  

Υμνούμε το τρέξιμο γοργό, 

Υμνούμε το λαχάνιασμα τρελό! 

Χαίρε, εσύ, με την κεφαλή ψηλά! 

Λυγίζουν τα φιλιά του έρωτα!  

Ο έρωτας σε γονατίζει χαμηλά: 

υμνούμε το μη έρωτα!  

Όποια λαγνεία -  

Διώχ΄την δίχως αμφιβολία. 

Παντρειά – τυραννία, 

υμνούμε την αγαμία! 

 

Βαθύσκιωτος δρυμός! 

Ορμητικά νερά! 

Φλερτάρει με το θάνατο ο κυνηγός: 

παντρειά – θηλιά! 

Θάνατος αργός - 

ούτε συμφορά ούτε χαρά. 

Ο κυνηγός δε γίνεται σωστός γονιός: 

τεκνοποιία – χαράμι και αμυαλιά!  

Σύντομη η ζωή του θηρευτή.  

Πού να προλάβει να την γευτεί!  

Της σαΐτας πιο γοργή! 

Τα άνθη μόνο μιας θα τα χαρεί. 

Τρέχει η συμφορά στ΄αυλάκι,  

γίνεται ο θηρευτής πουλάκι.  

Νύχτα, ύπνος, δρόμος – παντού       

όποια πέτρα και να βάλεις με το νου      

από κάτω οι θεοί που φθονούν τη λεβεντιά, 

και όχι των ιερέων τα ψαρά μαλλιά.  

Σύντομος ο βίος του παλικαριού. 

Έχει γίνει θήραμα στα μάτια του θεού.  

Μήτε οι υψηλοί στόχοι και στοχασμοί ομού,  

μα η νιότη θέλγει το βλέμμα του θεού.  

Κορμί ηλιοκαμένο έλκει το μάρμαρο λευκό,  

κάθε νιος - θυσία ψίχας σιταρένιας στο βωμό. 

Της χορεύτριας ορμητικότερα 

το θείο έλκεται από τη θνητότητα.  

Περισσότερο απ΄ό, τι εμείς, 

μας χρειάζονται εκείνοι, θα το δεις.  

 

Ιδού το δάσος! Ιδού και τα βέλη! 

Από της συντροφιάς της Αρτέμιδος τα μέλη, 

από τους σπηλαίους και τραχείς σε τρόπους 

μήτε ένας θα ερωτευτεί ανθρώπους.  

Ιδού ο αιών! Ιδού ο χρυσούς! 

Από τους αετομάτηδες νέους, 

της Αρτέμιδος παίδες λαμπρούς, 

μήτε ένας θα παντρευτεί με υμεναίους!  

 

Και τώρα και παντοτινά 

και στα λαγκάδια και στα βουνά 

Ας υμνούμε τη θεά, 

τη μόνη συντροφιά 

στη μοίρα μας και στην παλικαριά – 

την Αρτέμιδα στεφανωμένη με κλαδιά! 

 

Και δυνατά, με κάθε τρόπο και μορφή, 

και σε μύθους και επάνω στη σκηνή   

του θεού του φωτός, του κιθαριστή,   

ας υμνούμε τη δίδυμη αδελφή: 

την ίσαντρη, τη μεγαλοπρεπή, 

την Αρτέμιδα την καλλίσφυρη. 

 

Από το νερόμυλο πιο σταθερό, 

από το ανεμόμυλο πιο εμμονικό,  

σαν τις δάφνες αειθαλές 

σαν το κύμα ορμητικό,  

έτσι είναι το πάθος το παντοτινό,   

ριζωμένο στις πέτρινες μας καρδιές  

για την Αρτέμιδα με τον άκαμπτο λαιμό. 

 

Πέρασα λάκκους εκατό  

και έπεσα σ΄αυτό,  

ολόκληρος –μια τεράστια πληγή. 

Την ύστατη στιγμή, 

προτού σβήσω και χαθώ, 

ας υμνήσουμε εν χορώ 

την αντιάνειρα, την παρθενική, 

την Αρτέμιδα, την ενδόμυχα ποθητή. 

 

 

Δοξάστε – και ηχηρώς! 

Και μες στο σκοτάδι, 

και μες στο φως!  

Μια με το ζαρκάδι 

μια με το λαγωνικό,  

τυλιγμένη στο υφάδι, 

φυλλωσιά από φύλλο χλωρό.  

Και την ημέρα 

και το βράδυ, 

μες στο τρελό κυνηγητό 

με το χιτώνα  

να μην προφταίνει το μηρό 

– το βραχιόλι μπροστά!  

                 – το διάδημα μετά!  

                                 -ύστερα το χτένι !  

Με το κορμί  

να μην προφταίνει το τρεχαλητό. 

 

Στο λαβύρινθο από βλάστηση πυκνή   

σκεπασμένη με τη γαλακτερή αχλύ, 

νάτην παρέα με τη νύμφη πιστή,  

την Καλλιστώ, καλλίστη στη μορφή  

δίχως να χαθεί 

η θέρμη και η ορμή,  

με τον ίσκιο της  

να μην προφταίνει τα γυρίσματα  

και να χάνεται στης γης τσακίσματα. 

Μπροστάρισσα με δίχως συνοδούς. 

 

Επιτρέπεται τάχα να δεις 

την τέλεια της ομορφιά; 

Νάτην μες στο δρυμό,  

μες στου δάσους την καρδιά. 

Στοιχηθείτε, δέντρα, κοντά 

ποικιλόχρωμα και φουντωτά! 

Κορμοί, σμίξτε σαν φράχτης, 

σαν ξύλινα τείχη, τριγύρω της!  

Καθώς στο τρεχάμενο νερό  

παραδίδει τα μέλη της 

αποκαμωμένα από τρεχαλητό… 

 

Διαλύσου, παφλασμέ, μες στον αφρό. 

Σταμάτα, παραδόσου, χρόνε,  

δε θα προφτάσει ο χιτώνας το μηρό. 

Κάτσε να ξαποστάσεις, ντροπιασμένε, 

κάτω στον πεσμένο τον κορμό. 

Δε θα προφτάσει ο ίσκιος το τρεχαλητό. 

Ενάντια στο χρόνο θα τρέχουμε με το στανιό: 

δε θα προφτάσει το στέρνο τον ανασασμό. 

Ενάντια στο χρόνο θα τρέχουμε με ξέφρενο ρυθμό: 

δε θα προφτάσει τον αυχένα το μαλλί λυτό 

Το αφτί – η ηχώ, τον ποιητή – το μέλλον κοντινό … 

Όμως θα προφτάσει τον έλαφο γοργό 

της Αρτέμιδος τ΄αδιάκοπο τρεχαλητό. 

 

Δοξάστε την στη χλόη και στη φυλλωσιά!  

Οι βόστρυχοί της – τα φύλλα τα σγουρά. 

Δοξάστε την στους κορμούς και στα κλαδιά!  

Κλαδιά; Όχι, τα χέρια της και πόδια λυγερά. 

Της ανήκουν όσοι ματαιοπονούν καθημερινά  

της μοίρας να ξεφύγουν μακριά. 

Της ανήκουν όσοι καταπονούν σκληρά 

τους μύες μες στο κυνήγι καθημερινά. 

Τιμήστε την και μες στου χώματος ριζώματα πυκνά, 

η βούλησή της στις μαύρες ρίζες κρύβεται βαθιά.  

Ακλόνητη στέκεται η καρδιά της σκυθρωπά. 

Μες στις πέτρες φαλακρές η ψυχή της ξέρει να ζει λιτά! 

 

Με θρόισμα τα δέντρα, με σκούξιμο τα θεριά,  

όλοι μαζί και ο καθείς χωριστά  

Ας ψάλλουμε τον κρίνο γοερά,  

που τα πέταλα-ιμάτια λευκά  

ούτε μια φορά 

δεν τα μαγάρισε με του έρωτα τα λερά υγρά -   

την Αρτέμιδα με πέτρινη καρδιά. 

 

Πάρε μας τη ζωή  

την κατάλληλη στιγμή, 

ω βέλος, δίχως τον Έρωτα-μεσολαβητή! 

Ας ψάλλουμε την αγνότητα ιερή. 

Ας ψάλλουμε την υπεροψία παγερή 

της σάρκας που είναι γνωστή  

μόνο στης λίμνης τη σιωπή! 

Ας ψάλλουμε την Αρτέμιδα θεϊκή 

με τα ρουθούνια που πνέουν την οργή. 

 

Ω, θαύμα –μες στη βλάστηση πυκνή! 

Ω, θαύμα – σάμπως μέσα στην αχλύ… 

Και στο τραγούδι και στην προσευχή 

ας καθιερώσουμε και εδραιώσουμε μαζί 

δίπλα στη θεά αρρενωπή-  

τον Ιππόλυτο με τη ματιά  

του ελάφου, την οξυδερκή, 

με τα χείλη ερμητικά κλειστά  

στην απόλαυση ερωτική, 

με τα χείλη αγέλαστα και σοβαρά 

σαν αλύγιστο τόξο με την ίσια τη χορδή! 

Της θεάς Αρτέμιδος το φίλο ακριβό 

ας ψάλλουμε, ας ψάλλουμε όλοι μαζί  

τον Ιππόλυτο, μισογύνη ορκωτό,  

των γυναικών καταφρονητή.  

 

Έχει μύτη λαγωνικού, 

έχει βούληση βουνού,  

του Αιγέα τον εγγονό, 

του Θησέα το γιο, 

του γυναικείου φύλου τον άσπονδο εχθρό 

δοξάζουμε τον Ιππόλυτο Τροιζήνιο. 

 

Τα νέφη θα σκορπίσουμε, 

τις κούπες θα γεμίσουμε, 

τα εγκώμια θα πλέξουμε 

στης παρθενικής θεάς 

τον ακοινώνητο εκλεκτό,  

στον λατρεμένο της Αρτέμιδος,  

στον Ιππόλυτο άπιαστο και μοναχικό. 

 

Ποιανού είναι άριστες η όραση και η ακοή;  

Κάτω στους θάμνους, στην ενέδρα σκιερή 

όπου ο ύπνος σε κυριεύει απαλά; 

Ποιος έχει το καλύτερο μάτι και αφτί στη γη; 

Ο Ιππόλυτος! Ο Ιππόλυτος, φυσικά! 

Του Ιππόλυτου, άπιαστου θηρευτή, 

ακόμα κάνας δε αμφισβήτησε την πρωτιά! 

 

Κλάψτε, λαφίνες! Γρυλίστε, κάπροι μωροί!  

Ξακουστός στο σημάδι, σταθερός στη λαβή. 

Ποιος έχει το πιο εύστοχο χέρι και μάτι στη γη; 

Ο Ιππόλυτος! Ο Ιππόλυτος, παμψηφεί! 

Κανείς δεν έχει πάτημα πιο ελαφρύ  

από του Ιππόλυτου, ελαφρόποδου θηρευτή! 

 

Παθιασμένος είναι ο δικός μας θηρευτής! 

Δες τον την ώρα της προσευχής. 

Ποιος είναι ο πιο θερμός ζηλωτής στη γη; 

Ο Ιππόλυτος! Ο Ιππόλυτος! Ασυζητητί! 

Ποτέ δεν έχει ντροπιάσει το όνομά του πιστού: 

του Ιππόλυτου, ακούραστου μυσταγωγού! 

 

Μόλις ανατείλει ο ήλιος ψηλά 

τον πολιορκούν τα θηλυκά - 

Ποιος είναι ο πιο απρόσιτος, ο πιο σεμνός στη γη; 

Ο Ιππόλυτος! Ο Ιππόλυτος! Πανδημεί! 

Κανείς γυναίκες δεν περιφρονεί 

σαν τον Ιππόλυτο, τον άπονο καρδιοκατακτητή.

 

 

Έναν κάπρο θα φάμε στην καθισιά μαζί. 

Για κρασί διψά το ιδρωμένο το κορμί 

Μόνο ο Ιππόλυτος δεν ακουμπά φαΐ, 

μόνο ο Ιππόλυτος δεν ακουμπά πιοτί.  

 

 

 

Από τι έχοντας τελειώσει τη θήρα, 

έχοντας σφαγιάσει τον άγριο χοίρο, 

μόνο ο Ιππόλυτος δε χαίρεται; 

Μόνο ο Ιππόλυτος το φαΐ δεν καταδέχεται;  

 

Μην αντάμωσε καμιά μορφονιά; 

Μην πήρε τη λαφίνα για κοπελιά; 

Ή – τον κάπρο για σκιά αλεπούς – 

μπας και παίρνει εμάς για δειλούς; 

 

Γέμισε και κόψε – κρέας και κρασί! 

-Πιες και βάλε ξανά- η ώρα΄ναι ακριβή! 

Μισογύνη, πιες και φάε! 

Καπροκτόνε, πιες και ψάλλε 

 

τη νιότη που σαν αστραπή 

φεύγει ανεπιστρεπτί! 

 

Μεθυστικό το πιοτό. 

Ανάρπαστο το ψητό. 

Για πόσο τάχα νιος θα΄σαι; 

Δε βλάπτει να το θυμάσαι! 

 

Ιππόλυτος 

Η λεία δε φέρνει χαρά, 

το δάσος δε φέρνει χαρά, 

η ζωή δε φέρνει χαρά. 

Ένα όνειρο όλα τα χαλά. 

Μού φανερώθηκε η μάνα μου γλυκιά, 

δεν έχω μάτια για άλλη γυναίκα καμιά 

δικό της αίμα στις φλέβες μου κυλά,  

μπήκε στα παλάτια της δικαιωματικά. 

Ιδού η τεφροδόχος με τη στάχτη λατρευτή! 

Το μόνο δικό της σπίτι πάνω σ΄όλη τη γη. 

Δεν κατάλαβα παρά την ξαστεριά 

πώς ήρθε από τόσο μακριά. 

Να πω τι είδα, αλλιώς θα τρελαθώ: 

δεν μπήκε μέσα, κι όμως φανερώθηκε εδώ! 

Βγήκε αναδυόμενη μέσα από τη γη, 

σαν βάρκα από το κύμα με ορμή, 

μέσα από τον τάφο, ενάντια σε κάθε λογική. 

Πρόσωπο δεν είδα, μόνο ένα βλέμμα σαν καρφί. 

Μήτε τον ήλιο είχε μέσα μήτε το αστρί, 

μα όλο της το σώμα και όλη την ψυχή. 

Ένα βλέμμα - πώς να το πω; 

Σαν ελαφίνας που φοβάται για τα μικρά. 

Ένα βλέμμα - σαν τι να πω; 

Σαν μάνας που ανησυχεί και αγωνιά. 

Γύρω απ΄ τον καθρέπτη των ματιών διαυγή 

σιγά-σιγά σχηματιζόταν του προσώπου η μορφή. 

Κύκλοι της πέτρας που ταράζει τα νερά! 

Η γραμμή της μύτης. Δυο τόξα καμαρωτά. 

- δυο φρύδια υπερήφανα. Κάτω απ΄τα χείλη 

ένα πιγούνι φανέρωνε τη βούληση σκληρή.  

Την πνοή χειλέων περίμενα να αφουγκραστώ. 

Δεν είπε λέξη, μόνο του χεριού το νεύμα σιωπηλό, 

σαν κεραυνός με χτύπησε ίσα στην ευαίσθητη χορδή. 

Αμείλικτα σηκώνοντας το κέρινο της  χέρι το δεξί, 

το σάβανο τραβήχτηκε αποκαλύπτοντας στο γιο              

τα πληγωμένα στήθη της από βέλος αιχμηρό. 

Όλα θόλωσαν τριγύρω μου, σύντροφοί καλοί,  

αβάσταχτο να βλέπεις το στήθος μητρικό και πληγή μαζί! 

Δεν είπε λέξη. Το αίμα έσταζε απ΄την πληγή 

στα χέρια μου επάνω ενώ κειτόμουν ανήμπορος στη γη.  

σαν να΄βλεπα στον αέρα ένα χέρι να πλέει αργά, 

να ανεβαίνει όλο και πιο ψηλά, 

ώσπου σφράγισε το στόμα της ερμητικά, 

μην ακουστούν τα λόγια αποκαλυπτικά. 

Ή μήπως μου΄δειχνε να σιωπήσω εγώ παρά αυτή; 

Μετά χαθήκαν όλα. Τριγύρω είχε μόνο μια αχλύ 

και δέκα δάχτυλα που την ψηλάφιζαν μαζί. 

Δεν είχε σάρκα. Είχε ένα σάβανο λευκό, 

μιαν αχλύ! Ένα τίποτα, ένα σύννεφο αδειανό. 

Διαλύθηκε και μείνανε τα δάχτυλα του θηρευτή 

να ψαχουλεύουν τον αέρα για λίγη μητρική στοργή. 

 

Σύντροφοι 

Ένα όνειρο! 

 

Ιππόλυτος 

Εκείνης που ξέρει των θεών τα ρήματα… 

 

Σύντροφοι 

…  ακατάληπτα παραληρήματα! 

 

-Σύγχυση από μια οπτασία! 

-Γεννά σκέψεις και αμηχανία! 

-Γνωστά της μαγείας τα έργα 

- Δεν χάφτουμε τα περίεργα! 

- Έτσι μπράβο –  μια αχλύς! 

-Μια θολούρα της στιγμής. 

-Η αλήθεια είμαστε εμείς. 

-Ό, τι άλλο είναι η αχλύς. 

-Της πανσέληνου καμώματα. 

-Της σελήνης φαρμακώματα. 

- Φίλε μας αγαπημένε, αντιλαβού! 

- Έχεις φάει του σκασμού! 

- Έχεις φτάσει ως τον πάτο του βαρελιού. 

- Με τον Βάκχο ποιος μπορεί  να παραβγεί; 

- Μήτε της σελήνης η θολούρα, 

- Ήταν του κρασιού το μεθύσι το βαρύ. 

- Μέθη, ζάλη, του μυαλού σκοτούρα!  

- Οι νεκροί σιωπούν! 

- Οι θνητοί γλεντοκοπούν! 

 

 (Όλοι μαζί) 

Ως να γίνεις καραφλός,  

πιες και γέλα συνεχώς!  

Σε πείσμα της μαγείας, 

σε πείσμα της βλακείας!   

 

Υπηρέτης 

Δε βγαίνει έτσι από το μνήμα της η μάνα: 

φυλάξου, κύριέ μου, την παγάνα! 

 

(Εμφάνιση της Φαίδρας) 

Φαίδρα 

Τους γενναίους τοξότες –χαιρετώ! 

Προχωρώντας στο δάσος πυκνό 

απ΄το΄να λουλούδι στο άλλο  

δίχως  να πάρω χαμπάρι  

έχασα όλες τις βάγιες αγάλι αγάλι. 

Στην ακρογιαλιά θέλω να γυρίσω και πάλι. 

Δείξτε μου το δρόμο, την κατηφόρα, 

να βγω σώα από αυτή την μπόρα. 

Πού΄ναι ο δρόμος που οδηγεί στην Τροιζήνα; 

Δε θα μετανιώσετε κάνοντας χάρη σε μια ρηγίνα.

 

Ιππόλυτος 

Σεβαστή κυρά! 

Τα ύψη δεν είναι γυναικεία δουλειά. 

Εδώ δεν υπάρχει άλλο καλό 

απ΄το να μπορώ και να τολμώ. 

Δεν έχει χώρο για φόβο. 

Απ΄το να γραπώνεις κλαδιά με τρόμο 

στο εξής μια καλή συμβουλή – 

πιάσε καλύτερα τη ρόκα ψηλή. 

Ορίστε μια βακτηρία σωστή  

για απόκρημνα μονοπάτια και διόδια,  

στήριγμα για τα άμαθα γυναικεία πόδια. 

(Στον υπηρέτη) 

Εσύ που ξέρεις το δρόμο καλά, 

συνόδευσε την κυρά. 

 

Φαίδρα 

Επίτρεψέ μου να σε ρωτήσω ένα πράγμα μονάχα: 

στον  κόσμο τούτο ποια η ασχολία σου τάχα; 

Γιατί ασήμαντος δεν είσαι, παλικάρι, 

μιας και έχεις του βασιλιά τη χάρη!  

 

Ιππόλυτος 

Την Αρτέμιδα υπηρετώ.  

Εσύ; Η λαλιά σου μαρτυρεί  

ότι έρχεσαι από χώρα μακρινή. 

 

Φαίδρα 

Την Αφροδίτη υπηρετώ.  

Κρήτη - η δική μου γη. 


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο