Πρόλογος
Χωρίς να έχω κατά νου του κόσμου εκλεκτού την ψυχαγωγία
Απολαμβάνοντας την προσοχή και την φιλία.
Θα μ' άρεσε να παρουσίαζα σε σένα τα γραπτά
Πιο άξια για τα δικά σου μέτρα και σταθμά
Αντάξια της εκλεπτυσμένης σου ψυχής,
της εκπλήρωσης ονείρων σου κρυφών,
της ποίησής σου σπιρτόζικης και καθαρής,
της ενάργειας των υψηλών σου στοχασμών.
Ας είναι έτσι - και μ' επιείκεια αρκετή
Δέξου των ετερόκλητων στροφών τη συλλογή,
μισοαστείων, μισοθλιβερών, λαϊκών, αριστοκρατικών,
τον ανώριμο καρπό των δικών μου αυτοσχεδιασμών
της έμπνευσης, των ξάγρυπνων στιγμών,
των χρόνων νέων και μεστών,
των παρατηρήσεων του νου ψυχρών
και των διαπιστώσεων της καρδιάς πικρών.
Κεφάλαιο Α'
Και να ζήσει βιάζεται πολύ, και τα συναισθήματα να βιώσει γρηγορεί. Πρίγκιπας Βιάζεμσκι.
I
"Ο θειός μου όντας κανόνων αυστηρών,
Σαν αδιαθέτησε στα σοβαρά,
Επιζητούσε το σέβας των συγγενών
Και δεν μπορούσε παρά να πράξει πιο ορθά.
Για άλλους η πράξις του - προς μίμησιν πατρόν.
Μα, θεέ μου, πόσο βαρετά
Να κάθεσαι μ' έναν άρρωστο νυχθημερόν
Να μην μπορείς να το κουνήσεις ρούπι από κοντά!
Μα τι υποκρισία ποταπή
Τον ετοιμοθάνατο να διασκεδάζεις,
Τα μαξιλάρια να του σιάζεις,
Τα χάπια να του φέρνεις γεμάτος περισυλλογή,
Στενάζοντας περίλυπος να σκέφτεσαι κρυφά:
Πότε ο Χάρος επιτέλους θα σε πάρει πια!"
II
Έτσι σκεφτόταν ο νεαρός γλεντζές,
Σηκώνοντας τον κουρνιαχτό με άμαξα στις δημοσιές
Με τη βουλή θεϊκή του Ολύμπιου Διός
όλων των συγγενών του ο κληρονόμος μοναδικός.
Της Λουντμίλας και του Ρουσλάνου φίλοι μου αγαπητοί!
Του μυθιστορήματός μου τον πρωταγωνιστή
Χωρίς προλόγους, χωρίς να χάνω ώρα,
Αφήστε με να σας συστήσω τώρα:
Ο Ονέγκιν, φίλος μου καλός,
Στις όχθες του Νέβα γεννηθείς,
Όπου ίσως, αναγνώστα μου, γεννηθήκατε κι εσείς,
ή διαπρέψατε εκεί ως επισκέπτης εκλεκτός.
Στο ίδιο μέρος βολτάριζα κι εγώ
Μα το κλίμα του βορά για μένα είναι βλαβερό.
III
Ο πατέρας του δανειζόταν για να ζει,
Ενώ υπηρετούσε με χρέος και τιμή,
Διοργάνωνε δυο-τρεις δεξιώσεις ετησίως
Και τέλος χρεοκόπησε τελείως.
Για τον Ευγένιο η μοίρα ήταν βολική:
Πρώτα τον φρόντιζε μια δεσποινίς
Ύστερα ένας ιερέας-καθηγητής.
Ήταν ζωηρό, μα συμπαθητικό παιδί.
Για να μην τον τυραννά ο κύριος Αββάς,
Ένας Φραντσέζος της συμφοράς,
Του μάθαινε τα πάντα με δίχως διδαχές
Και δεν τον κούραζε με αυστηρές αρχές,
Στις σκανταλιές τον έπαιρνε με το μαλακό,
Τον πήγαινε για βόλτες στον κήπο θερινό.
IV
Ο Ευγένιος σαν έφτασε στην ηλικία νεαρά
Στην εποχή του ρεμπελιού και της ανησυχίας
Στην εποχή των ρεμβασμών και της τρυφερής μελαγχολίας
Τον ιεροκαθηγητή τον έδιωξαν από κοντά.
Και να ο Ονέγκιν μου γυρνάει έξω περιχαρής
Σύμφωνα με την τελευταία λέξη της μόδας κομμένο το μαλλί,
Ντυμένος σαν ένας λονδρέζικος δανδής,
Εισήχθη επιτέλους στην κοινωνία υψηλή.
Μπορούσε να γράφει και να μιλά
Χωρίς ψεγάδι Γαλλικά.
Μαζούρκα χόρευε με άνεση μεγάλη
Και υποκλινόταν όλο χάρη.
Τι άλλο παραπάνω; Η κοινωνία υψηλή
Τον έκρινε ως έξυπνο και συμπαθή.
V
Σιγά σιγά μαθαίναμε κι εμείς
αρπάζοντας τη γνώση κι από δω κι από κει.
Έτσι, λοιπόν, χάρη στη μόρφωση κανείς
Δεν ήταν διόλου σπάνιο να διακριθεί.
Τον Ονέγκιν τον έκριναν πολλοί
(Κριτές επίδοξοι και αυστηροί)
Ως μορφωμένο νέο, μα σχολαστικό.
Πλην όμως είχε ταλέντο φυσικό:
Μπορούσε με άνεση μες στο λακιρντί
Σε όλα ακροθιγώς ν' αναφερθεί,
Να διατηρεί με ύφος περισπούδαστο, του ειδικού
Σιωπή μες στη συζήτηση επί παντός επιστητού
Και να προκαλεί χαμόγελα αχνά των κυριών
Με την σπιρτάδα των ποιητικών του αυτοσχεδιασμών.
VI
Τα Λατινικά δεν ήτανε της μόδας πια:
Να πούμε την αλήθεια με δίχως παρωπίδες,
Εγνώριζε ετούτη την αρχαία την λαλιά
ίσα που να διαβάζει κάποιες προμετωπίδες,
Να πει δυο λόγια για τον Ιουβενάλη,
Να βάλει ένα vale στην επιστολή,
Θυμόταν αν και με προσπάθεια μεγάλη,
Από την Αινειάδα καμιά στροφή.
Δεν είχε όρεξη να κάνει την ανασκαφή
Μες στη σκόνη των αιώνων, μελετώντας
των γεγονότων της οικουμένης την καταγραφή,
Μα τα ανέκδοτα του παρελθόντος
Από τον Ρωμύλο ως την δική μας εποχή
Βαθιά στη μνήμη του' χουν χαραχθεί.
VII
Μην έχοντας της ποίησης το πάθος το πηγαίο
Χάριν ρυθμού μη φείδεσαι της ίδιας της ζωής,
Αδυνατούσε, όσο κι να προσπαθεί κανείς,
να διαχωρίζει τον ίαμβο απ' τον τροχαίο.
Στον Όμηρο και στον Θεόκριτο ασκούσε κριτική
Ενώ ο Άδαμ Σμιθ για αυτόνανε υπήρξε κορυφή.
Και ήταν ένας οικονομολόγος φανατικός
δηλαδή ήξερε να κρίνει ακριβώς το πώς
Το κράτος ευημερεί,
Από πού ζει, και γιατί
Δεν έχει ανάγκη το χρυσό
Σαν έχει άλλο αγαθό.
Ο πατέρας του δεν ακολουθούσε τη δική του συμβουλή
Και όλο υποθήκευε τη γη.
VIII
Όλα όσα ακόμα κατέχει ο Ευγένιος καλά
Δεν έχω όρεξη ν' απαριθμώ ζορίζοντας τη μνήμη
Όμως σ' αυτό που ήταν ευφυΐα πραγματικά
Αυτό που γνώριζε καλύτερα από κάθε επιστήμη.
Εκείνο που από πολύ νωρίς
ήταν και μόχθος, και πόνος, και χαρά,
Εκείνο που διασκέδαζε ολημερίς
Την πλήττουσα του τεμπελιά, -
Ήταν η τέχνη του πάθους ερωτικού,
Που είχε εξυμνήσει ο Νάσων με δίχως συστολή,
Γι' αυτό τελείωσε αλλού
Τη λαμπρή πλην έκλυτη ζωή,
Στη Μολδαβία, στην ερημιά,
Απ' τη δική του Ιταλία μακριά.
IX
......................................................
X
Πόσο νωρίς μπορούσε να ζει μες στην υποκρισία,
Να καλλιεργεί ελπίδες, να εκδηλώνει την φτιαχτή ζηλοτυπία
Να μεταπείθει, να γίνεται καθόλα πιστευτός
Να υποφέρει τάχα και να δείχνει σκυθρωπός,
Να εμφανίζεται μια γεμάτος περηφάνεια, μια υπακοή,
μια αδιαφορία, μια όλο προσοχή!
Πόσο συγκινητικά μπορούσε να' ναι σιωπηλός,
Και πόσο φλογερά ομιλητικός,
Επιτηδευμένα ειλικρινής σ' ένα γράμμα ερωτικό
Για την αγάπη με μια ανάσα, με μια πνοή
Τον εαυτό του να απαρνηθεί!
Και πως το βλέμμα του ήταν γρήγορο και τρυφερό,
Συνάμα προκλητικό και ντροπαλό, νοτισμένο
φορές μ' ένα δάκρυ βεβιασμένο.
XI
Στο να εμφανίζεται ανανεωμένος ήταν φοβερός,
Όπως και να καταπλήσσει τους αφελείς με τα αστεία.
Στο να τρομάζει με την απόγνωσή του - καταπληκτικός,
Να διασκεδάζει τους πάντες με την κολακεία,
Να παραμονεύει της αγαλλίασης τη στιγμή,
Των αθώων χρόνων τις προκαταλήψεις να νικά
Με πάθος και με λογική,
Να περιμένει τα χάδια τα κλεφτά.
Για εξομολόγηση να εκλιπαρεί,
Να κρυφακούει την καρδούλα να χτυπά,
Να καταδιώκει τον έρωτά του και ξαφνικά
Να αποσπάει τη συνάντηση τη μυστική,
Και να παραδίδει τετ α τετ μετά
Μαθήματα πάθους μες στη σιγαλιά.
XII
Πόσο νωρίς μπορούσε να γεμίζει ταραχή
Καρδιές των περιζήτητων των κοκετών!
Όταν επιθυμούσε την καταστροφή
Των δικών του αντιπάλων και εχθρών,
Πως τους κακολογούσε δεικτικά!
Τι δίκτυα τους έστηνε κρυφά!
Αλλά εσείς, ω άνδρες αγαθοί,
Μένατε μαζί του φίλοι καρδιακοί:
Τον καλοδέχονταν ο σύζυγος ο πονηρός,
Του Faublas ο μαθητής παλιός,
Ο γέρος γεμάτος καχυποψία
Και ο κερασφόρος όλο μεγαλοθυμία,
Πάντα ικανοποιημένος με τον εαυτό του,
Με το γεύμα και με τη σύζυγό του.
XIII. XIV
XV
Συνέβαινε συχνά ακόμη στο κρεβάτι όντας
Να του πηγαίνουν ραβασάκια με τον καφέ.
Προσκλήσεις πάλι; Όντως,
Τρία σπίτια τον καλούν σε σουαρέ.
Από δω μια γιορτή, από κει ένας χορός.
Πού θα καλπάσει ο σκανδαλιάρης μου ο νεαρός;
Από πού θα ξεκινήσει; Δεν έχει διαφορά:
Θα τα προλάβει όλα σε μια βραδιά.
Στο μεταξύ έχοντας αμφίεση πρωινή
Φορώντας ένα πλατύ καπέλο αλά Μπολιβάρ
Ο Ονέγκιν φεύγει για το boulevard
Και κει βολτάρει σάμπως μες στην εξοχή,
Ώσπου το μπρεγκέτ ακοίμητο και ακριβό
Να του θυμίσει το γεύμα μεσημεριανό.
XVI
Σουρουπώνει: μες στο έλκηθρο μισοξαπλώνει.
"Μπρος!" - ξεκινώντας φωνάζει ο αμαξάς.
Στραφταλίζει απ' το παγωμένο χιόνι
Της γούνας του ο ασημωμένος ο γιακάς.
Στου Talon έφτασε σκαστός.
Ο Καβέριν ήδη τον περίμενε εκεί.
Μπήκε: πετάχτηκε ως το ταβάνι ο φελλός,
Παντού ξεπήδησαν κομήτες από κρασί.
Μπρος ένα roast-beef ελαφρά ψημένο
Με τρούφα πολυτελή γαρνιρισμένο,
Της γαλλικής κουζίνας η σπεσιαλιτέ,
Και του Στρασβούργου η πίτα με πατέ
Βρισκόταν ανάμεσα στο μαλακό τυρί
Και στον ανανά τον χρυσαφί.
XVII
Κι άλλες κούπες η δίψα αποζητά
Κεφτέδων λιπαρών η κάψα να σβηστεί
Μα ο χτύπος του μπρεγκέτ τους ειδοποιεί
Πως το καινούριο μπαλέτο ξεκινά.
Του θεάτρου ο αυστηρός κριτής,
Λάτρης επιπόλαιος και ασταθής,
Της γοητείας των θεατρίνων,
Επίτιμος πολίτης των παρασκηνίων.
Ο Ονέγκιν στο θέατρο πετά βγάζοντας φτερά
Όπου ο καθείς έχοντας της λευτεριάς τη χάρη
Μπορεί να χειροκροτήσει το κάθε entrechat,
Την Φαίδρα και την Κλεοπάτρα να γιουχάρει,
Να ξαναβγάλει την Μόινα πάλι στη σκηνή
(μόνο και μόνο επειδή θέλει ο ίδιος να ακουστεί)
XVIII
Χώρα μαγική! Εκεί στην εποχή παλαιών καιρών
Μεσουρανούσε της σάτιρας ο βασιλιάς,
Ο Φονβίζιν, φίλος ατρόμητος της λευτεριάς,
Και ο Κνιαζνίν, μεταλαμπαδεύτης των ιδεών.
Εκεί ο Όζεροφ τον φόρο της τιμής
Απ' τα χειροκροτήματα και τα δάκρυα του λαού,
Απολάμβανε με τη Σεμιόνοβα από κοινού
Εκεί ο Κατένιν την ευκαιρία δεύτερης πνοής
Εχάρισε στου Κορνηλίου την μεγαλοφυΐα
Εκεί ο Σαχοφσκόι με πένα αιχμηρή
ανέδειξε μεγαλοπρεπώς την κωμωδία
Εκεί και ο Ντιντλό με δόξα είχε στεφανωθεί
Εκεί, εκεί υπό την σκέπη της αυλαίας
Περνούσανε οι μέρες της δικής μας νεολαίας.
XIX
Θεές μου! Πού είστε; Τι απογίνατε;
Ακούστε τη θλιμμένη μου φωνή:
Ίδιες είστε; Μήπως άλλες γίνατε;
Δεν άλλαξαν εσάς όπου τα πάντα ρει;
Θ' ακούσω τάχα τη χορωδία σας ξανά;
Θα δω τάχα την Τερψιχόρη της Ρωσίας ξακουστή,
Το πέταγμα της με της ψυχούλας τα φτερά;
Ή μήπως το βλέμμα μου θλιμμένο δε θα βρει
Τα πρόσωπα γνωστά της γνώριμης σκηνής
Και στρέφοντας προς όλο μυστήριο το φως
Το φασαμέν μου απογοητευμένο εντελώς
Της ευθυμίας ο αδιάφορος ο θεατής
Χωρίς κουβέντα επιδοθώ στο ακατάσχετο χασμουρητό
Και τα παλιά αρχίσω να αναπολώ;
XX
Το θέατρο γεμίζει, λάμπουν τα θεωρεία
Η πλατεία και τα καθίσματα σφύζουν από λαό.
Στη γαλαρία χειροκροτούν από ανυπομονησία
Και η αυλαία ανεβαίνει μ' ένα θρόισμα λαφρό.
Αέρινη και λαμπερή,
Υπάκουη στην μπαγκέτα μαγική,
Περιστοιχισμένη απ' των νυμφών την παρέα
Εμφανίζεται η Ιστόμινα ωραία.
Με το ένα της το πόδι αγγίζει τη σκηνή,
Με τ' άλλο στροβιλίζεται αργά.
Και ξαφνικά πηδά, και ξαφνικά πετά,
Σαν το φτερό σπρωγμένο από του Αιόλου την πνοή.
Μια ισιώνει το κορμί, μια το λυγάει
Και μ' ένα πόδι το άλλο προλαβαίνει και χτυπάει.
XXI
Ο Ονέγκιν μπαίνει, επικρατεί η οχλαγωγία,
Προχωράει μπουρδουκλωμένος μεταξύ των καθισμάτων και των ποδιών.
Το φασαμέν λοξά εστιάζει στα θεωρεία
των άγνωστών του κυριών.
Σε όλους τους εξώστες ρίχνει μια λοξή ματιά,
Τα πάντα πρόσεξε: με την αμφίεση και με τις φάτσες
Δεν είναι διόλου μια χαρά,
Χαιρέτησε υποκλινόμενος σε άντρες και κυράτσες.
Προς κάθε τους μεριά, προς τη σκηνή μετά
Έριξε το βλέμμα του γεμάτο αφηρημένη σιχασιά,
Γύρισε αλλού, χασμουρήθηκε πλατιά
Και είπε: " Ώρα να αλλάξουν όλ' αυτά.
Μπαλέτα ανέχομαι εδώ και κάμποσο καιρό,
Αλλά βαρέθηκα και τον Ντιντλό"
XXII
Ακόμα στη σκηνή επιδεικνύουν πιρουέτες
Οι έρωτες, οι όφιδες και τα διαβόλια όλο ζαβολιές.
Ακόμα οι αποκαμωμένοι υπηρέτες
Στην είσοδο κουρνιάζουν πάνω σε προβιές.
Ακόμα δεν έπαψαν τα πόδια να χτυπούν
Τη μύτη να φυσούν, να βήχουν, να γιουχάρουν και να χειροκροτούν.
Ακόμα απ' έξω και από μέσα σε βεστιάρια
Παντού λαμποκοπούνε τα φανάρια.
Ακόμα, τ' άλογα ξεπαγιασμένα από το κρύο κουδουνίζουν
Βαριεστημένα την ιπποσκευή
Και τους κυρίους οι αμαξάδες βρίζουν
Τα χέρια τρίβοντας κοντά στη φλόγα δυνατή -
Μα ο Ονέγκιν ήδη βγήκε έξω, πηγαίνει σπίτι αυθωρεί
Για να αλλάξει την περιβολή.
XXIII
Θα καταφέρω τάχα να αποδώσω σε πίνακα πιστό
Το γραφείο του μοναχικό
Όπου της μόδας ο προκομμένος μαθητής
Βάζει, βγάζει και ξαναβάζει τα ρούχα της περιοπής;
Όλα όσα ικανοποιώντας όλων των ειδών τις παραξενιές
Το Λονδίνο σχολαστικό σ' εμπορικές συναλλαγές
Τα φέρνει κατά δω πάνω από τα κύματα της Βαλτικής
Σ' αντάλλαγμα για λίπος και ξυλεία λογής λογής.
Όλα όσα στο Παρίσι το γούστο αχόρταγο και ακριβό
Αφού ποντάρει στο κέρδος πολλαπλό
Δημιουργεί για καλοπέραση και για χλιδή,
Για ηδονή και τρυφηλή ζωή.
Όλα αυτά κοσμούσαν το γραφείο ιδεών
Του φιλοσόφου των δεκαοκτώ χρονών.
XXIV
Τις πίπες της Πόλης κοσμεί το κεχριμπάρι,
Το τραπέζι - ο μπρούντζος με την πορσελάνη,
Και τ' άρωμα, αιθέριων μυρωδιών το συντριβάνι,
Είν' εγκλωβισμένο μες στο κρυστάλλινο μπουκάλι.
Παντού λίμες ατσαλένιες, λογής λογής χτενάκια,
Ψαλίδια ίσια και καμπυλωτά,
Τριάντα τριών ειδών βουρτσάκια
Για νύχια και για δόντια χωριστά.
(Παρεμπιπτόντως) ο Ρουσσώ,
Αυτός ο γλυκομίλητος τρελός,
Αρνούνταν να βλέπει τον Γκριμ, τον σοβαρό,
Ενώπιον του τα νύχια να λιμάρει αναιδώς,
Στην προκειμένη ελευθεριών ο ένθερμος υποστηρικτής
Φερόταν ως δικαιωμάτων κατάφωρος καταπατητής.
XXV
Μπορεί να' σαι άνθρωπος έργων και αρχών
Και όμως να σκέφτεσαι την ομορφιά νυχιών.
Ποιος ο λόγος να πηγαίνεις κόντρα στην εποχή;
Για τους ανθρώπους η συνήθεια είναι δύναμη δεσποτική.
Κόπια του Τσαντάγεφ είναι ο Ευγένιος ο νεαρός,
Φοβούμενος την κακοήθεια της κριτικής,
Στην αμφίεση του πάντα ήτανε σχολαστικός,
Αυτό που ονομάζουμε δανδής.
Περνούσε τουλάχιστον τρεις ώρες
Μπρος στους καθρέφτες σαν τις κόρες
Και έβγαινε απ' το βεστιάρι(ο)
Ίδιος με την Αφροδίτη όλο χάρη,
Όταν, έχοντας ντυθεί α λα μεσιέ,
Η Θεά πηγαίνει σε μπαλ μασκέ.
XXVI
Τη μοδάτη τουαλέτα τελευταίας λέξης
Που το βλέμμα σας περίεργο απασχολεί
Ενώπιον της μορφωμένης κοινωνίας με λέξεις
Θα μπορούσα να ζωγραφίσω τη δική του την περιβολή
Ασφαλώς θα ήταν τολμηρό,
Τη δική μου τη δουλειά ν' αξιολογώ
Μα παντελόνι, φράκο, γιλέκο και λοιπά
Δεν υπάρχουν ως λέξεις στα Ρωσικά.
Ενώπιον σας δηλώνω ενοχή,
Του δικού μου λόγου η εκφορά φτωχή
Θα μπορούσε να' χει μόνο μερικές
Από τις λέξεις δανεικές,
Αφού συμβουλευόμουν τον παλαιό καιρό
Συχνά πυκνά το ακαδημαϊκό το λεξικό.
XXVII
Όμως δεν είναι το θέμα μας αυτό
Καλύτερα ας πάμε στο χορό
Όπου μες στην άμαξα ταχυδρομική
Ήδη ο Ονέγκιν μου τρέχει κατά κει.
Μπρος των σβησμένων των οικιών
Κατά μήκος στην κοιμισμένη την οδό
Τα διπλά φανάρια των αμαξιών
Αναβλύζουν το φως το χαρωπό
Και σχηματίζουν ίριδες στο χιόνι.
Ένας γύρος λυχνάρια αναμμένα
Την οικία μεγαλόπρεπη κυκλώνει.
Χορεύουν σκιές στα παραθύρια φωτισμένα,
Περνά το γαϊτανάκι των κεφαλών
Με τα προφίλ των κυριών και των ανδρών.
XXVIII
Και να ο ήρως μου φτάνει στην πόρτα του σπιτιού,
Βολίδα προσπερνάει τη μορφή του θυρωρού,
Ανεβαίνει τα μαρμάρινα σκαλιά,
Διορθώνει με τα χέρια τα αναμαλλιασμένα του μαλλιά,
Μπαίνει μέσα. Η σάλα είναι μεστή από λαό.
Έχει κουραστεί να αντηχεί η μουσική.
Το πλήθος ασχολείται με χορό.
Τριγύρω και πύχτρα, και οχλοβοή.
Σπιρουνιάζει ο αξιωματικός φρουράς.
Πετούν τα ποδαράκια κυριών σε κίνηση μεγάλης τσαχπινιάς.
Ακολουθώντας τη δική τους την τροχιά
Πετούν ματιές όλο φωτιά,
Και σκεπάζει το μούγκρισμα βιολιών
Τον ψίθυρο τον φθονερό μοδάτων κυριών.
XXIX
Τις μέρες της χαράς και των επιθυμιών
Είχα μεγάλη τρέλα με τις δεξιώσεις:
Δεν έχει μέρος καλύτερο για ανταμώσεις
Και για επίδοση ερωτικών επιστολών.
Ω, εσείς, σύζυγοι καθόλα σεβαστοί!
Θα σας προσφέρω κάποιες συμβουλές.
Στα λόγια μου σας εφιστώ την προσοχή
Και θέλω να σας προφυλάξω από κακοτοπιές.
Κι εσείς, μανάδες, πιο αυστηρά
Τις κόρες σας φυλάξτε:
Κρατάτε το φασαμέν σωστά!
Αλλιώς... Θεός φυλάξοι!
Εγώ γι' αυτό το γράφω εδώ πάνω,
Διότι εδώ και αρκετό καιρό εγώ δεν αμαρτάνω.
XXX
Αλίμονο, για διασκεδάσεις λογής λογής
Έχω ξοδέψει πλείστο χρόνο της ζωής!
Και αν δεν πλήττονταν τα ήθη τα χρηστά,
Θα αγαπούσα τις δεξιώσεις ως τα γεράματα βαθιά.
Λατρεύω την τρέλα των νεαρών
Την λάμψη, τη χαρά, και τον συνωστισμό
Και κυριών τον προσεγμένο στολισμό
Λατρεύω τα δικά τους τα ποδαράκια, αν και σχεδόν
Απίθανο να βρεις σ' ολάκερη Ρωσία
Τρία ζευγάρια ωραία πόδια γυναικεία
Αχ! Δεν μπορούσα να ξεχάσω για καιρό
Δύο γάμπες... Έχοντας χάσει πλέον της ζωής τον παλμό
Ακόμα τις αναπολώ και μέσα στη νυχτιά
Εκείνες μου αναστατώνουν την καρδιά.
XXXI
Πότε και πού, σε ποια απ' τις ερημιές
Θα τα ξεχάσεις εσύ γεμάτος αμυαλιές;
Αχ, πού είστε τώρα, ποδαράκια, ποδαράκια;
Πού ποδοπατάτε της άνοιξης τα λουλουδάκια;
Μεγαλωμένα στην ανατολίτικη ραστώνη
Στο βόρειο, θλιμμένο χιόνι
Δεν είχατε αφήσει ίχνος παραμικρό:
Αγαπούσατε το χάδι απαλό
Των μαλακών χαλιών.
Πάει καιρός που για χάρη σας ξεχνούσα απωθών
Και τους επαίνους, και τη δημοφιλία
Και την πατρίδα, και την εξορία.
Εξαφανίστηκε της νιότης η ευτυχία τρυφερή,
Σάμπως στη χλόη το ίχνος σας το ελαφρύ.
XXXII
Της Αρτέμιδος το στήθος, οι παρειές της Φλώρας
Είναι θεσπέσια, φίλοι μου καλοί, και επί ίσοις όροις
Κι όμως το ποδαράκι της Τερψιχόρης
Για μένα είναι το ομορφότερο προς ώρας.
Εκείνο υποσχόμενο στη λάγνη τη ματιά
Ένα ανεκτίμητης αξίας βραβείο ποθητό
Προσελκύει με την ομορφιά
Των επιθυμιών τον ατέλειωτο χορό.
Το αγαπάω, Ελβίνα μου κονόνα,
Κάτω από μακριά τραπεζομάντηλα των τραπεζιών,
Την άνοιξη επάνω στη χλόη των λιβαδιών,
Επάνω στο τζάκι το χειμώνα,
Πάνω στον απαστράπτοντα παρκέ των σαλονιών
Και πάνω στον γρανίτη των ακρογιαλιών.
XXXIII
Θυμάμαι τη θάλασσα πριν την βροχή:
Πόσο ζήλευα τα κυματάκια
Που τρέχαν μ' ορμή
Να αγγίξουν με αγάπη τα δικά της ποδαράκια!
Πώς λαχταρούσα τότε παρέα με τα κυματάκια
Να φιλήσω τα αγαπημένα μου τα ποδαράκια!
Όχι, ποτέ μες στις μέρες της ηλικίας νεαρής,
Της νιότης μου της ζωηρής
Δεν λαχταρούσα με τέτοιο πάθος φλογερό
Τα χείλη των Αρμήδων να φιλώ
Ή τα ρόδα των ξαναμμένων παρειών
Ή το στήθος γεμάτο ερωτικών επιθυμιών.
Όχι, άλλοτε ποτέ του πάθους η ορμή
Δεν μου τυραννούσε έτσι την ψυχή!
XXXIV
Θυμάμαι μιαν άλλην εποχή!
Στο όνειρο ενδόμυχο, βαθύ
Τον αναβολέα πανευτυχής κρατώ...
Και το ποδαράκι μες στα χέρια ψηλαφώ.
Και πάλι καλπάζει η φαντασία,
Και πάλι το άγγιγμα της ελαφρύ
Ξάναψε την μαραμένη μου καρδία,
Και πάλι η αγάπη, και πάλι η θλίψη η πικρή!...
Μα φτάνει πια τις ψηλομύτες τις ψυχρές να τραγουδώ
Με την παθιάρα λύρα μου ποιητική.
Δεν αξίζουν μήτε το πάθος φλογερό
Μήτε τραγούδια που για την πάρτη τους έχουνε γραφτεί.
Αυτών των μαγισσών ο λόγος και το μάτι
Όπως και τα ποδαράκια τους ... είναι σκέτη η απάτη.
XXXV
Τι απέγινε όμως ο Ονέγκιν μου; Με νυσταγμένο το ματάκι
Πηγαίνει σούμπιτος απ' το χορό στο κρεβατάκι:
Ενώ η Πετρούπολη ασίγαστη και βουερή
Ήδη έχει με τύμπανο αφυπνιστεί.
Ξυπνά ο εμποράκος, ο πλανόδιος περνά,
Ο αμαξάς τραβά προς αγορά,
Το δρόμο η γαλατού με το σταμνί διασχίζει
Και κάτω απ' τα βήματα της το χιόνι τρίζει
Έχει ξυπνήσει της ημέρας ο χαρωπός ο σταματάς.
Παντζούρια ανοιχτά, μια γαλάζια στήλη από καπνό
Απ' την καμινάδα ανεβαίνει προς ουρανό
Και ο πεντακάθαρος ο Γερμανός ψωμάς
Φορώντας ένα χάρτινο καλπάκι
Ήδη έχει ανοίξει πολλές φορές του φούρνου το πορτάκι.
XXXVI
Κουρασμένος απ' την φασαρία του χορού,
Μπερδεύοντας τη μέρα με την ώρα της νυκτός,
Εκείνος κοιμάται του καλού καιρού,
Της καλοπέρασης και της πολυτέλειας ο βλαστός.
Θα ξυπνήσει αργά το μεσημέρι και πάλι μέχρι το πρωί
Η ζωή του κυλά χωρίς εκπλήξεις τρομερές,
Πανομοιότυπη αν και φανταχτερή.
Και αύριο το ίδιο με το χθες.
Μα ήταν άραγε ο Ευγένιος μου ευτυχής,
Ελεύθερος, στο άνθος της ηλικίας νεαρής,
Μες στις επιτυχίες φοβερές,
Μες στις απολαύσεις καθημερινές;
Μάταια τάχα στα γλέντια της υπερβολής
Αν και απρόσεκτος παρέμεινε υγιής;
XXXVII
Όχι: τα συναισθήματά του μετατράπηκαν νωρίς σε σκέτη αδιαφορία,
Βαρέθηκε του κόσμου την φασαρία.
Οι σκέψεις του καθημερινές
Για καιρό δεν απασχόλησαν οι καλλονές.
Τις απιστίες πρόλαβε να βαρεθεί,
Τους φίλους και την φιλία να σιχαθεί,
Και τούτο επειδή, δεν μπορούσε όλες
τις φορές την πίτα και τις μπριζόλες
Να καταβρέχει με της σαμπάνιας το μπουκάλι
Και να σκορπά τις λέξεις καυστικές,
Σαν του πονούσε το κεφάλι,
Αν και ήταν ένας οξύθυμος γλεντζές.
Μα έχει παρατήσει τελικά
Και το σπαθί, και το μολύβι, και τον καβγά.
XXXVIII
Μια αδιαθεσία, της οποίας την αιτία
Είναι καιρός να βρούνε πια,
Μοιάζει με την αγγλική μελαγχολία,
Κοντολογίς η ρωσική χαντρά.
Τον είχε κυριεύσει σταδιακώς.
Δόξα τω θεώ, να αυτοπυροβοληθεί,
Δε θέλησε να δοκιμάσει ευτυχώς,
Μα έχασε τελείως τη δίψα για ζωή.
Σαν ένας άλλος Child-Harold, ονειροπόλος, σκυθρωπός
Μες στις σάλες εμφανιζόταν σαν μια σκιά.
Μήτε του κόσμου τα κουτσομπολιά, μήτε τα χαρτιά,
Μήτε μια παιχνιδιάρικη ματιά, μήτε ένας προκλητικός αναστεναγμός,
Τίποτα πια δεν τον συγκινούσε,
Τίποτα πια δεν τον απασχολούσε.
Κεφάλαιο Α, συνέχεια
XLII
Μαγκιόρες της κοινωνίας υψηλής!
Εσάς σας άφησε απ' όλους πιο νωρίς.
Και είν' αλήθεια ότι στη δική μας την εποχή
Η κοινωνία υψηλή είν' αρκούντως βαρετή.
Αν και ίσως, κάποια ντάμα
Ερμηνεύει τον Σε και τον Μπενθάμα,
Κατά τα άλλα η δική τους η ομιλία
Αφόρητη ' ναι, αν και αθώα φλυαρία.
Συν τοις άλλοις είναι τόσο σεμνές,
Τόσο μεγαλόπρεπες, τόσο ευφυείς,
Τόσο θρήσκες και αγνές,
Τόσο τυπικές και ευπρεπείς,
Τόσο απόρθητες στην αντρική πολιορκία
Που μόνο η όψις τους γεννάει τη μελαγχολία.
XLIII
Κι εσείς, γλυκές μου σουσουράδες,
Τις ώρες τις νυχτερινές
Εσάς γυρίζουν πέρα δώθε οι αραμπάδες
Στις λεωφόρους της Πετρούπολης παραλιακές.
Εγκαταλειφθήκατε κι εσείς απ' τον Ευγένιο, τον αρνητή
Των απολαύσεων και των ηδονών.
Ο Ονέγκιν στο σπίτι έχοντας κλειστεί
Την πένα πήρε συνοδεία χασμουρητών,
Να γράψει ήθελε - μα η επίπονη δουλειά ένα κι ένα
Του έφερνε την υπνηλία.
Δεν βγήκε κάτι προκομμένο απ' τη δική του πένα,
Οπότε δεν μπήκε μες στην παθιασμένη συντεχνία
Ανθρώπων που δεν κρίνω επειδής
Σε αυτούς ανήκω όντας ποιητής.
XLIV
Και πάλι μες στην απραγία,
Βασανισμένος απ' το ψυχικό κενό,
Εβάλθηκε - με αξιέπαινο σκοπό
Να οικειοποιηθεί των άλλων τη σοφία.
Έβαλε από βιβλία μια σειρά παν' στο ραφάκι,
Μηδέν εις το πηλίκο και ας διάβαζε σερί:
Αλλού βαρεμάρα, αλλού σαχλαμάρα ή φενάκη,
Αλλού δεν είχε μήτε ντροπή, μήτε ίχνος λογική.
Τα πάντα έχουν ιδεοληψίες και δεσμά,
Έχει παλαιώσει η αρχαιότης,
Και αρχαϊζει η καινότης.
Σαν τις γυναίκες, τα βιβλία τα παρατά.
Και στο ραφάκι τη σκονισμένη φαμελιά
Με σάβανο λεπτό καλύπτει και τέλος το ξεχνά.
XLV
Αποτινάζοντας συμβάσεις ισχύουσες στην κοινωνία.
Όπως εκείνος, αφήνοντας την φασαρία,
Του έκανα παρέα εκείνον τον καιρό,
Τον χαρακτήρα του αρχίζοντας να συμπαθώ.
Επιδιδόταν σε ρεμβασμό,
Ήταν απροσποίητα χαρισματικός
Και διέθετε κοφτερό, ψυχρό μυαλό.
Οργισμένος εγώ, εκείνος σκυθρωπός.
Και οι δυο του πάθους το παιχνίδι είχαμε γευτεί,
Και τους δυο μας τυραννούσε η ζωή,
Και στους δυο μας είχε παγώσει η καρδία,
Και τους δυο μας περίμενε του κόσμου η κακία
Και της Τύχης της τυφλής
Στο ξεκίνημα της δικής μας της ζωής.
XLVI
Όποιος ζει και σκέφτεται, δεν μπορεί
Τους ανθρώπους κατά βάθος να μην περιφρονεί.
Όποιος είχε αισθήματα, εκείνον ενοχλεί
Το φάσμα των ημερών που έχουν φύγει ανεπιστρεπτί:
Εκείνος δεν συγκινείται πια,
Εκείνον των αναμνήσεων το σαράκι
Και η μεταμέλειά του τον κάνουν ράκη.
Όλα αυτά προσδίδουν πολύ συχνά
Μεγάλη χάρη στην ομιλία.
Η γλώσσα του Ονέγκιν αρχικά
Μου προκαλούσε αμηχανία, μα σιγά σιγά
Συνήθισα την φαρμακερή της την χροιά,
Και το αστείο ανακατεμένο με χολή,
Και των καυστικών επιγραμμάτων το κεντρί.
XLVII
Πόσο συχνά του θέρους την εποχή
Όταν είναι διαυγής και φωτεινός
Πάνω στον Νέβα ο νυχτερινός ο ουρανός
Και το χαρούμενο του ποταμού γυαλί
Δεν καθρεφτίζει της Αρτέμιδος την όψη
Αναπολώντας τα ρομάντζα τα παλιά,
Αναπολώντας την αγάπη την παλιά,
Γεμάτοι ξεγνοιασιά αισθηματίες γινήκαμε απόψε.
Με την ανάσα της νύχτας φιλική
Χορταίναμε μες στη σιωπή της νιότης!
Σάμπως στο δάσος το πυκνό από τη φυλακή
Μεταφέρθηκε ένας κοιμώμενος δεσμώτης.
Έτσι μεταφερόμαστε στα όνειρα μας αυθωρεί
Προς της νιότης και της ζωής αρχή.
XLVIII
Με την ψυχή γεμάτη περισυλλογή
Στο γρανιτένιο παραπέτο στηριχθείς
Στεκόταν ο Ευγένιος με τη σκυφτή την κεφαλή,
Έτσι ακριβώς όπως περιέγραψε τον εαυτό του ο ποιητής.
Παντού επικρατούσε η ησυχία. Μονάχα οι νυχτερινοί
συνθήματα αντάλλασσαν φρουροί,
Και ο απομακρυσμένος ήχος του αραμπά
Απ' την Μιλιόναγια αντηχούσε μες στη σιγαλιά.
Μονάχα μια βαρκούλα, δουλεύοντας κουπιά,
Γλιστρούσε πάνω στον νυσταγμένο ποταμό:
Και μας σκλαβώναν από μακριά
Η κόρνα και το τραγούδι ζωηρό...
Μες στους αμανέδες νυχτερινούς ο πιο γλυκός
Είναι του Τορκουάτου των οκτάβων ο σκοπός!
XLIX
Τα κύματα της Αδριατικής,
Ω, Μπρέντα! Θα σας βρω
Και γεμάτος έμπνευσης ποιητικής
Την φωνή σας την εξαίσια θα γευτώ!
Εκείνη για του Απόλλωνα τα τέκνα είναι ιερή.
Απ' την περήφανη τη λύρα της Αγγλίας
Μου είναι γνώριμη, γνωστή.
Τις νύχτες χρυσές της Ιταλίας
Θα απολαύσω στην ελευθεριά
Παρέα με μια Βενετσιάνα νεαρή,
Άλλοτε φλύαρη, άλλοτε σιωπηλή,
Πλέοντας μες στην γόνδολα την ελαφρά.
Θα βρουν τα χείλη μας σμίγοντας μαζί
Τη γλώσσα της αγάπης και του Πετράρχη, ποιητή.
L
Θα έρθει τάχα η ώρα να απελευθερωθώ;
Έλα, έλα! - προσφωνώ την ελευθερία.
Κοντά στη θάλασσα γυρνώ, καρτερώντας τον καιρό,
Καλώ των καραβιών ιστία.
Παραβγαίνοντας με κύματα κάτω από τη σκέπη των θυελλών,
Πάνω στην απεραντοσύνη των θαλάσσιων οδών
Πότε θα ξεκινήσει της ελευθερίας μου η φυγή?
Ήρθε η ώρα να αφήσω την βαρετή ακτή
Του περιβάλλοντος σε μένα απεχθούς
Και καταμεσής στη θάλασσα ζεστή
Κάτω απ'της δικής μου Αφρικής τους ουρανούς
Να αναστενάζω για την Ρωσία σκυθρωπή,
Όπου τυραννιόμουν, όπου αγαπούσα,
Όπου την θαμμένη μου καρδιά θρηνούσα.
LI
Ο Ονέγκιν ετοιμαζόταν σε χώρα μακρινή
Παρέα να ταξιδέψουμε μαζί.
Μα σύντομα μας χώρισε το ριζικό
Για ένα διάστημα τρανό.
Πεθαίνει ο πατέρας του εκείνον τον καιρό.
Ο Ονέγκιν βρέθηκε μπροστά
Στων δανειστών την άπληστη στρατιά.
Ο καθείς τους είχε δικό του λόγο και σκοπό:
Ο Ευγένιος μισώντας όποια δικαστική διαμάχη,
Αρκούμενος στα λίγα και δίχως μάχη
Τους άφησε όλη του την κληρονομιά,
Μη βλέποντας σε αυτό κάποια μεγάλη συμφορά
Ή προβλέποντας με το μυαλό
Του θείου του τον σύντομο χαμό.
LII
Πράγματι πήρε εκείνος στα ξαφνικά
Απ' τον επιστάτη μιαν αναφορά
Πώς ο θειός του πνέει τα λοίσθια κλινήρης
Και να τον αποχαιρετήσει θα' ταν ευτυχίας πλήρης.
Έχοντας διαβάσει την θλιβερή επιστολή,
Ο Ευγένιος την ίδια ώρα ξεκινά.
Έτρεξε με τ' άλογα ταχυδρομικά σαν αστραπή
Όμως από τα πριν τον έπιασαν τα χασμουρητά
Ενώ ετοιμαζόταν, χάρη στα λεφτά
Για τους αναστεναγμούς, την πλήξη και την απάτη
(Είχα ξεκινήσει το μυθιστόρημα μ' αυτά)
Φτάνοντας στου θείου το χωριό με άτι,
Τον βρήκε στην κάσα με τα χέρια του χιαστί,
Ως φόρο που αποτίουμε στη γη.
LIII
Εκείνος βρήκε υπηρετών γεμάτη την αυλή.
Στο νεκρό από όλες τις μεριές
Μαζεύτηκαν φίλοι και εχθροί,
Όσοι αγαπούν τις τελετές.
Παράρχωσαν τον μακαρίτη μες στη γη.
Ριχτήκανε στο φαγοπότι παπάδες και λαϊκοί
Και ύστερα σκορπίσανε ζερβά δεξιά
Προφασιζόμενοι κάποιαν σοβαρή δουλειά.
Ο Ονέγκιν μας εγκαταστάθηκε πια στο χωριό,
Εργοστασίων, ποταμών, δασών και χωραφιών
Ιδιοκτήτης πληρεξούσιος, ενώ ακόμα λίγο πριν καιρό
Υπήρξε ταραξίας και χαραμοφάης των αγαθών,
Και ήταν περιχαρής ο νεόκοπος μας κτηματίας
Για όποια αλλαγή πορείας.
LIV
Δύο μέρες ήταν μια χαρά.
Χωράφια ερημικά,
Η δροσιά του δάσους του σκιερού,
Το κελάρυσμα ενός καθάριου ρυακιού.
Την τρίτη μήτε η απλωσιά μήτε της φύσης η ομορφιά
Δεν τον συγκινούσαν πια.
Και ύστερα του φέρναν την υπνηλία
Και ύστερα το είδε με σοφία
Πως η ίδια πλήξη υπάρχει και στο χωριό,
Αν και χωρίς παλάτια, δρόμους και την ρυμοτομία,
Χωρίς χαρτιά, δεξιώσεις και τον ρομαντισμό.
Απίκο τον περίμενε η μελαγχολία,
Και όλο τον κυνήγαγε από κοντά
Είτε σαν σύζυγος πιστή είτε σαν σκιά.
LV
Γεννήθηκα για ήρεμη ζωή,
Για του χωριού την σιγαλιά.
Στην ησυχία ακούγεται καλύτερα της λύρας η φωνή,
Είναι πιο ζωηρά τα όνειρα δημιουργικά.
Επιδιδόμενος στην καλοπέραση γλυκιά,
Περιπλανιέμαι κοντά στη λίμνη ερημική,
Ο νόμος μου - η τεμπελιά.
Γι' αυτό ξυπνάω κάθε μέρα το πρωί
Να απολαύσω το χουζούρι μαζί με τη λευτεριά:
Διαβάζω λίγο, κοιμάμαι πιο πολύ,
Δεν κυνηγώ τη δόξα φτερωτή.
Δεν ήταν έτσι ακριβώς τα χρόνια τα παλιά
Που πέρασα μες στην αφάνεια, στην απραγία
Τις μέρες μου γεμάτες ευτυχία;
LVI
Λουλούδια, έρωτας, χωριό, χωράφια και χαρά!
Είμαι πιστός σε σας, δεν είναι απλά το λέγειν.
Πάντα μ' άρεσε να επισημαίνω τη διαφορά
Ανάμεσα σε μένα και στον Ονέγκιν.
Ώστε ένας αναγνώστης σκωπτικός
Ή κάποιος εκδότης που αγαπά
Συκοφαντίες να πλέκει αδιαφανώς
Συγκρίνοντας τα δικά μας τα χαρακτηριστικά
Να μην επαναλαμβάνει στο εξής
Πως έχω σκαρώσει το δικό μου το πορτραίτο,
Όπως ο Μπάιρον, της περηφάνειας ο ποιητής,
Λες και υπάρχει κάποιο βέτο
Να γράφουμε για άλλον ποιητικά
Εξόν τον εαυτό μας μοναχά.
LVII
Παρεμπιπτόντως: όλοι οι ποιητές
Είναι της ονειροπόλας αγάπης φίλοι καρδιακοί.
Υπήρχαν οι στιγμές
Μου έρχονταν στον ύπνο πράγματα για μένα προσφιλή.
Η ψυχή μου την μορφή τους κράτησε βαθιά
Για να τα ζωντανέψει αργότερα η μούσα του ποιητή:
Έτσι, τραγουδούσα όλο ξεγνοιασιά
Και την κόρη των υψιπέδων, την καλλονή,
Και τις αιχμάλωτες του ποταμού Σαλγκίρ
Και τώρα από σας, φίλοι μου καλοί,
Ακούω την εξής ερώτηση σαν πυρ:
" Για ποιαν η λύρα σου χορδές δονεί;
Σε ποιαν απ' το πλήθος υπάρξεων αιθέριων, μα φθονερών
Αφιέρωσες το πιο μελωδικό των τραγουδιών.
LVIII
Ποιανής το βλέμμα την έμπνευσή σου αναστατώνει
Βραβεύοντας με χάδι απαλό
Το τραγούδισμά σου σκεπτικό;
Ποιαν ο στίχος σου αποθεώνει;"
Ω, φίλοι μου, καμιά, μα το θεό!
Του έρωτα την παλαβή ανησυχία
Δοκίμασα εγώ χωρίς την ευτυχία.
Μακάριος εκείνος που κατάφερε να κάνει τον συνδυασμό
Εκείνης με της ρίμας τον πυρετό:
Αυξάνοντας το παραλήρημα της ποίησης ιεράς,
Βαδίζοντας στου Πετράρχη την οδό
Συνάμα καταλαγιάζοντας τον πόνο της καρδιάς,
Εκέρδισε την δόξα μεγάλη στο μεταξύ,
Μα εγώ, ερωτευμένος όντας, ήμουν και άμυαλος και άλαλος μαζί.
LIX
Η αγάπη πέρασε, εμφανίστηκε η μούσα των ποιητών
Και καθάρισε το σκοτεινό μυαλό.
Ελεύθερος, και πάλι αναζητώ τον συνδυασμό
Των ήχων μαγικών, των συναισθημάτων και των συλλογισμών.
Γράφω, και η καρδιά πια δεν πονά,
Και η πένα αφηρημένη όπως τα παλιά
Δεν ζωγραφίζει πλάι σε ημιτελείς στροφές
Μήτε γυναικεία πόδια, μήτε κεφαλές.
Η στάχτη η σβησμένη δε θα ανάψει πια,
Ακόμα θλίβομαι, μα δε χύνω πια το δάκρυ
Και όπου να 'ναι της θύελλας τα ίχνη πια,
Μες στην ψυχή μου θα μπουν στην άκρη.
Και τότε θα καταπιαστώ με τη συγγραφή
Ενός ποιήματος με είκοσι τέσσερις και μια στροφή.
LX
Ήδη σκεφτόμουν για τη μορφή και για το εύρος
Και πως θα ονομάσω τον πρωταγωνιστή.
Του μυθιστορήματός μου στο μεταξύ
Έχω τελέψει το πρώτο μέρος.
Ξανάδα τα πάντα αυστηρά:
Υπάρχουν αντιφάσεις ένα σωρό,
Να τα διορθώσω διόλου δεν επιθυμώ.
Σε λογοκριτές κάλιο να δώσω τα λεφτά
Και σε δημοσιογράφους για βορά
Των μόχθων μου την (ε)σοδειά:
Πήγαινε στου Νέβα την ακτή,
Δημιουργία μου καινή,
Και φέρε μου της δόξης αντίτιμο βαρύ:
Τον ντόρο, την χλεύη και την διαβολή.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου