Κεφάλαιο Γ', Ευγένιος Ονέγκιν του Αλεξάντρ Σεργκέγεβιτς Πούσκιν, μτφρ. - απόδοση Ρανελένα
Elle était fille, elle était amoureuse.
Malfilâtre.
Ήταν νεαρά, με άλλα λόγια ερωτευμένη κοπελιά.
Μαλφιλάτρ.
I
"Πού πας; Αχ, αυτοί οι ποιητές!"
- Πρέπει να φύγω, Ονέγκιν, σε χαιρετώ.
"Φίλε, δεν σε κρατώ,
Μα πού περνάς όλες τις βραδιές;"
- Στους Λάριν. - " Παράξενη δουλειά.
Έλεος! Και δε σου είναι βαρετό
Εκεί να σπαταλάς την κάθε σου βραδιά?"
- Καθόλου. - " Δεν μπορώ να το διανοηθώ.
Οπότε μάλλον βλέπω τι τρέχει:
Πρώτον (άκου αν ο φίλος σου δίκιο έχει?)
Πρόκειται για μιαν απλή ρώσικη φαμελιά
Που υποδέχεται τους καλεσμένους με μια μεγάλη αγκαλιά,
Με το γλυκό του κουταλιού, με το αιώνιο κουβεντολόι
Για τα ζωντανά, για τη βροχή, για το συγγενολόι ..."
II
- Εδώ δε βλέπω κάποια συμφορά.
"Η πλήξη, να, ω φίλε μου, η συμφορά".
- Την κοινωνία σας μοδάτη την μισώ.
Τον κύκλο προτιμώ οικογενειακό,
Όπου μπορώ... "Και πάλι ακούγεται ως ρίμα!
Αρκετά, ω φίλτατε, για το θεό.
Λοιπόν? Φεύγεις: τι κρίμα.
Αχ, άκου, Λένσκι, μήπως να την δω,
Τούτην την Φυλλίδα ξακουστή
Η οποία και την σκέψη και την πένα σου απασχολεί
Και είναι αντικείμενο ριμών, αναστεναγμών, δακρύων;...
Σύστησε μας". - Αστειεύεσαι. - "Τουναντίον".
- Μετά χαράς. - "Πότε άραγε;" - Αυθωρεί,
Αν το προτιμάς. Εκείνοι θα μας δεχτούν με θαλπωρή.
III
Πάμε. - Φύγαν ιππαστί
Φτάσαν. Αμέσως τους περιέβαλαν με θαλπωρή
Που ενίοτε είναι μπελαλίδικη και κοπιαστική
Μέρος όμως απαραίτητο στην φιλοξενία παλιακή.
Το συνήθειο του φιλέματος γνωστό:
Μες στα πιατάκια φέρνουν το γλυκό του κουταλιού,
Πάνω στο τραπεζάκι του σαλονιού
Βάζουν ένα λαγήνι με αρωματισμένο το νερό.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
IV
Εκείνοι κόβοντας απ' τα χωράφια με άλογα
Γυρίζουν σπίτι βιαστικά
Και τώρα ας ακούσουμε κρυφά
Των ηρώων μας τον διάλογο:
- Λοιπόν, Ονέγκιν? Χασμουριέσαι.-
"Συνήθεια, Λένσκι". - Κι όμως δείχνεις να βαριέσαι
Τούτη τη φορά σε μεγαλύτερο βαθμό.
- "Όχι δα, απλά στα χωράφια σκοτάδι έπεσε πυκνό.
Βιάσου, Αντριούσκα, έχει φύγει πια το θέρος!
Μα τω θεώ τι ηλίθιο μέρος!
Παρεμπιπτόντως: η Λάρινα είναι απλή,
Μια γριούλα πολύ συμπαθητική.
Φοβάμαι όμως το αρωματισμένο το νερό
Μη μου' κάνε τίποτε κακό.
V
Για πες ποια απ' τις δύο είναι η Τατιάνα?"
- Μα εκείνη που είναι σιωπηλή
Και θλιμμένη, όπως η Σβετλάνα,
Μπήκε και κάθισε στο παραθύρι σαν γαλή.
"Μην μου πεις πως με τη μικρότερη έχεις τσιμπηθεί?"
- Ναι, γιατί? - "Εγώ θα διάλεγα την άλλη αδελφή,
Αν τύχαινε ν'έχω όπως εσύ ταλέντο ποιητή.
Τα χαρακτηριστικά της Όλγας δεν μαρτυρούν ζωή.
Φτυστή με του Βαν Ντέικ τη Μαντόνα:
Στρογγυλοπρόσωπη με μαγουλάκι ροδαλό
Όπως τούτο το ηλίθιο το φεγγάρι που φέγγει καλοκαίρι και χειμώνα
Πάνω σε τούτον τον ηλίθιο ουρανό".
Ο Βλαδίμηρος απάντησε κάνα δυο φορές κοφτά
Και ύστερα όλον τον δρόμο δεν έβγαλε μιλιά.
VI
Η επίσκεψη του Ονέγκιν στο μεταξύ
Στους Λάριν προκαλεί το δίχως άλλο
Ένα ξάφνιασμα μεγάλο
Και όλη την γειτονιά για τα καλά την θορυβεί.
Δίναν και παίρναν τα σενάρια.
Φήμες αρχίσαν να κυκλοφορούν.
Όλοι χαχάνιζαν, φτιάχναν νοερά ζευγάρια
Και την Τατιάνα βάλθηκαν να παντρολογούν.
Κάποιοι ισχυρίζονταν εδώ και μέρες
Ότι ο γάμος είχε συμφωνηθεί,
Μα δεν τον προχωρούσαν επειδή,
Δεν βρήκαν τις κατάλληλες τις βέρες.
Όσο να δουν τον Λένσκι ντυμένο ως γαμπρό
Αυτά ήδη είχαν γίνει μες στο δικό τους το μυαλό.
VII
Η Τατιάνα άκουγε με μιαν τρομάρα
Τούτες τις φήμες, μα κρυφηδόν
Με μιαν ανεξήγητη λαχτάρα
Ακούσια σκεφτότανε αυτόν.
Και η σκέψη ρίζωσε μες στην καρδιά.
Ήρθε η ώρα και εκείνη να ερωτευτεί.
Όπως πεσμένο στο χώμα το σπυρί
Βλασταίνει με της άνοιξης τη ζεστασιά.
Η φαντασία της από παλιά
Φλεγόμενη από λαχτάρα και τρυφή,
Διψούσε για την παθιασμένη την τροφή.
Και ο ακαθόριστος νταλκάς μες στην καρδιά
Της πλάκωνε το στέρνο της νεανικό
Και η ψυχή της καρτερούσε ... έναν όποιον νεαρό.
VIII
Και επιτέλους εμφανίστηκε εκείνος... Ανοίχτηκαν οι οφθαλμοί.
Εκείνη είπε: είναι αυτός!
Αλίμονο! Τώρα οι μέρες και οι νύχτες δίχως διακοπή,
Και ο ύπνος ανήσυχος, μοναχικός
Όλα τα πλημμύρισε εκείνος. Όλα στην κόρη προσφιλή
Με κάποιον τρόπο μαγικό και δίχως σταματημό
Θυμίζουν εκείνον. Της είναι ενοχλητικό
Να ακούσει ακόμα και μιαν κουβέντα τρυφερή,
Να νιώσει ακόμα και το βλέμμα της υπηρέτριας που για τα θελήματα της τρέχει.
Βυθισμένη στην θλίψη και στη ρέμβη
Εκείνη τους καλεσμένους δεν προσέχει
Και καταριέται όποιον στα μύχια της θέλει να παρέμβει
Και όποιον τους επισκέπτεται δίχως να προειδοποιεί
Και όποιον μουσαφίρη κάθεται πολύ.
IX
Και τώρα με πόση προσοχή
Διαβάζει ένα μυθιστόρημα τερπνό,
Με πόσον ζωηρό ενθουσιασμό
Ρουφά το ψέμα το γλυκύ!
Με την ευτυχισμένη δύναμη της φαντασίας
Έχουν αναστηθεί οι ήρωες της κάθε μυθιστορίας.
Ο αγαπημένος της Ιουλίας, ο Βολμάρ,
Ο Μαλέκ-Αντέλ και ο ντε Λινάρ.
Και ο Βέρτερ, μάρτυς της πιο ανήσυχης καρδίας
Και ο Γκράντισον ο οποίος αν και απαράμιλλος στα παιχνίδια ερωτικά
Μας φέρνει υπνηλία,-
Όλα για την ονειροπόλα νεαρά
Ενσαρκώθηκαν σε μία και μοναδική εικόνα,
Τα πάντα στον Ονέγκιν ενώθηκαν και μόνο.
X
Μπαίνοντας στο πετσί των πρωταγωνιστριών
Των αγαπημένων της δημιουργών,
Της Κλαρίσσας, της Δελφίνας, της Ιουλίας,
Η Τατιάνα στου δάσους και στον κόρφο της ησυχίας
Με το βιβλίο επικίνδυνο περιπλανιέται μοναχή
Μες στις σελίδες του γυρεύει και συναντά,
Τα όνειρα της, την φλόγα της τη μυστική
Μαζί με τους καρπούς που της γεμίζουν την καρδιά,
Οικειοποιείται βαργκωμισμένη
Το ξένο πάθος, την ξένη συντριβή,
Απ' έξω ψιθυρίζει αποξεχασμένη
Προς τον ήρωα αγαπημένο την επιστολή...
Μα ο ήρως μας, οποίος και να'ταν
Σίγουρα ο Γκράντισον δεν ήταν.
XI
Προσαρμόζοντας το ύφος στην εκφορά του λόγου σοβαρού
Ενίοτε τύχαινε ο παθιασμένος δημιουργός
Να παρουσιάζει τον ήρωά του
Ως ένα τέλειο παράδειγμα προς μίμησιν σαφώς.
Επροίκιζε το αντικείμενο του θαυμασμού,
Που ήταν πάντα θύμα του άδικου κατατρεγμού,
Με μιαν ευαίσθητη ψυχή, με ένα κοφτερό μυαλό
Και με ένα πρόσωπο αγγελικό.
Βιώνοντας τον πυρετό της αγάπης της αγνής,
Ο ενθουσιώδης πρωταγωνιστής
Ήταν πάντα πρόθυμος να αυτοθυσιαστεί
Και ως το τέλος του βιβλίου ασυζητητί
Θα έχει τιμωρηθεί το καθετί το μοχθηρό
Ενώ στην καλοσύνη θα έχει αποδοθεί ένα στεφάνι τιμητικό.
XII
Και τώρα μια σύγχυση υπάρχει σ' όλα τα μυαλά,
Η ηθική μας φέρνει υπνηλία,
Το αμάρτημα αντιθέτως απέκτησε την γοητεία -
Και μέσα στα βιβλία θριαμβεύει πια
Το αποκύημα της μούσας βρετανικής
Αναστατώνει τον ύπνο της κοπέλας νεαρής,
Και τώρα έγινε ίνδαλμα για αυτήν
Είτε ένας σκεπτικός Βαμπίρ,
Είτε ο Μέλμοθ περιπλανώμενος και σκυθρωπός,
Είτε ο Κουρσάρος, είτε ο αιώνιος Οβριός,
Είτε ο Σμπογκάρ με το μυστήριο που τον διακατείχε,
Έτσι κι αλλιώς ο λόρδος Βύρων με λίγη τύχη
Κατάφερε να βάλει μες στον δακρύβρεχτο ρομαντισμό
Ακόμη και τον αδιόρθωτο εγωισμό.
XIII
Φίλοι μου, ποιο το νόημα λοιπόν;
Ίσως με την βουλή των ουρανών,
Κάποια στιγμή θα πάψω να είμαι ποιητής,
Και από έναν άλλον δαίμονα θα' χω καταληφθεί,
Και του Φοίβου αψηφώντας τις απειλές,
Να συγκατανεύσω ως την πρόζα.
Και τότε ένα μυθιστόρημα γραμμένο με παλιές προδιαγραφές
Θα απασχολήσει την δύση μου σπιρτόζα.
Όχι των κρυφών κακουργημάτων ταλαιπωρίες
Θα ιστορήσω μες σε αυτό
Μα θα σας αναδιηγηθώ
Μιας απλής ρωσικής φαμελιάς τις δοξασίες.
Της αγάπης τα όνειρα ελκυστικά
Όπως επίσης τα ήθη τα παλιά.
XIV
Θα μεταφέρω τα λόγια τα απλά
Του πατέρα και του γέρο- θειού
Και των παιδιών τα συμφωνημένα ραντεβού
Πλάι στο ρυάκι, κάτω απ' την φλαμουριά.
Τα βάσανα της ζηλοτυπίας,
Τον αποχωρισμό, της συμφιλίωσης χαρά,
Θα τους χωρίσω πάλι και τελικά,
Θα τους οδηγήσω στο κατώφλι της εκκλησίας...
Τα γλυκόλογα του πάθους θα θυμηθώ
Και τα λόγια της αγάπης νοσταλγικής
Που τον περασμένο τον καιρό
Κάτω στα πόδια της αγαπημένης καλλονής
Μου έρχονταν τότε μες στο μυαλό
Και τα οποία δεν τα προφέρω εδώ και αρκετό καιρό.
XV
Καλή μου, γλυκιά Τατιάνα!
Μαζί με σένα με δάκρυα τις παρειές μου ραίνω.
Εσύ στα χέρια του νεαρού τυράννου
Έχεις παραδώσει το δικό σου πεπρωμένο.
Θα χαθείς, γλυκειά μου, μα αρχικά
Τρέφοντας μιαν ελπίδα αμυδρή
Επικαλείσαι την ευδαιμονία και την χαρά
Της ζωής μαθαίνεις την τρυφή
Το μαγικό φαρμάκι των επιθυμιών ρουφάς
Σε καταδιώκουν οι φαντασιώσεις όπου κι αν πας:
Φαντάζεσαι παντού
Καταφύγια για ευτυχισμένα ραντεβού.
Παντού, μπρος σου ονειρεύεσαι αυτόν
Ο οποίος σε βάζει εις τον μοιραίον πειρασμόν.
XVI
Την Τατιάνα η θλίψη του έρωτα ωθεί
Και μες στον κήπο πηγαίνει και μελαγχολεί
Και ξάφνου οι οφθαλμοί της σφάλλουν
Και αδυνατεί να προχωρήσει άλλο.
Το στέρνο ανεβοκατεβαίνει, οι παρειές
Έχουν αναψοκοκκινίσει από σκέψεις τολμηρές,
Η ανάσα κόβεται, ίσα που βγαίνει απ' τα χείλη
Τα μάτια λάμπουν και μες στα αφτιά ένα βουητό ηχεί...
Θα ρθει η νύχτα. Το φεγγάρι φέρνει μια γυροβολιά
Φυλάσσοντας το μακρινό στερέωμα των ουρανών,
Και το αηδόνι μες στο σκοτάδι των κλαδιών
Το μελωδικό κελάηδημά του ξεκινά.
Η Τατιάνα ξαγρυπνά μέσα στο σκοτάδι
Και σιγά σιγά με την νένα κουβεντιάζει:
XVII
"Δεν έχω ύπνο, νένα: νιώθω να πνίγομαι!
Άνοιξε το παραθύρι και κάτσε εδώ σιμά".
- Τι τρέχει, Τάνια? - "Σε σένα μονάχα και ανοίγομαι.
Ας μιλήσουμε καλύτερα για τα παλιά".
- Για ποιο πράγμα, Τάνια; Θυμάμαι σαν χθες
Κρατούσα στη μνήμη μου πολλές
Από τις ιστορίες παλ, τρομακτικές
Για πνεύματα κακά και για κοπελιές
Και τώρα, Τάνια, όλα έχουνε σβηστεί:
Όλα όσα ήξερα, τα ξέχασα. Ναι,
Ήρθε μια άσχημη για μένα εποχή!
Τι έπαθα η έρμη... - "Πες μου, νένα,
Για τα χρόνια σας παλιά
Υπήρξες τότε ερωτευμένη ως νεαρά;"
XVIII
- Σώπα, Τάνια! Τα χρόνια τα παλιά
Δεν είχαμε ακούσει καν για αγάπη.
Αλλιώς θα με είχε ξεκάνει
Η συγχωρεμένη μου η πεθερά. -
"Μα τότε πώς στεφανώθηκες, νένα;"
- Ήταν, ως φαίνεται, θέλημα των ουρανών.
Ήταν μικρότερος ο Βάνια μου, καλή μου περιστέρα,
Κι εγώ - μόλις δεκατριών χρονών.
Το σόι μου έπρεπε να συζητεί
Επί βδομάδες με την προξενήτρα και τελικά
Όταν ο πατέρας μου μού' δωκε ευχή
Απ' τον φόβο μου είχα κλάψει γοερά.
Με κλάμα μου λύσαν τα μαλλιά
Και με τραγούδια οδήγησαν στην εκκλησιά.
XIX
Και να με μπάσαν σε μιαν ξένη φαμελιά...
Μα δεν με ακούς εσύ...-
"Αχ, νένα, νιώθω ένα πλάκωμα μες στην ψυχή,
Ανακατώνομαι, νένα μου γλυκιά:
Θέλω να κλάψω, θέλω να πλαντάξω!..."
- Παιδί μου, δε φαίνεσαι καλά!
Θεέ, ελέησον και σώσον! Σκόρπα όλα τα κακά.
Ο, τι θέλεις, ζήτα, να στο φτιάξω...
Άσε με να σε ράνω με τον αγιασμό,
Καις ολόκληρη... - " Δεν έχω πυρετό:
Εγώ... νένα μου, έχω ερωτευτεί
- Θεός φυλάξει, κακόμοιρο παιδί! -
Και η νένα προσευχόμενη για την καημένη
Την εσταύρωνε με το τρεμάμενο το χέρι.
XX
"Είμαι ερωτευμένη", - ψιθύρισε ξανά
Στην γραία πολύ πολύ πικρά.
- Καρδούλα μου, απλά είσαι ζαλισμένη.
"Άφησέμε: είμαι ερωτευμένη".
Το φεγγάρι έφεγγε στο μεταξύ
Και έλουζε με την δική του φεγγαράδα
Της Τατιάνας τα κάλλη και την χλωμάδα
Και το λυτό, μακρύ μαλλί,
Και των δακρύων κόμπους, και στο σκαμνί
Μπρος στην ηρωίδα νεαρή,
Με μαντήλι πάνω στα ψαρά μαλλιά,
Μια γριούλα με μια καζάκα μακριά.
Όλα κοιμούνταν μες στην ησυχία
Μ' ένα όλο έμπνευση φεγγάρι για μαρτυρία.
XXI
Και ταξίδευε η Τάνια με την καρδιά μακριά
Την Σελήνη κοιτάζοντας ψηλά...
Μες στο μυαλό της μια σκέψη ξάφνου είχε γεννηθεί...
"Πήγαινε, θέλω να μείνω λίγο μοναχή.
Φέρε μου, νένα, μια πένα και χαρτί,
Και σπρώξε κοντά μου το τραπεζάκι. Σε λίγο θα κοιμηθώ κι εγώ.
Συμπάθα με". Επιτέλους μένει μοναχή.
Τριγύρω έχει ησυχία και για παρέα ένα φεγγάρι λαμπερό.
Η Τατιάνα γράφει ακουμπώντας κάτω το χαρτί
Και όλο τον Ευγένιο τον μελετά
Και μες στην απερίσκεπτη επιστολή
Με αγάπη ανασαίνει η αθώα νεαρά.
Η επιστολή έχει ετοιμαστεί και έχει διπλωθεί...
Τατιάνα! Για ποιον άραγε έχει γραφτεί;
XXII
Απόρθητες είχα γνωρίσει καλλονές,
Ανεξαγόραστες, ανέγγιχτες, ωσάν την παγωνιά
Αμείλικτες, ψυχρές
Ασύλληπτες για τα δικά μας τα μυαλά.
Απορούσα με την μοδάτη τους την ξιπασιά
Με την αρετή τους εγγενή,
Και ομολογώ πως έφευγα από δαύτες μακριά,
Θυμάμαι πως διάβαζα με αποτροπή
Στο μέτωπο τους του Άδη την επιγραφή:
Την κάθε σου ελπίδα να την εγκαταλείψεις εσαεί.
Για δαύτες το να εμπνέουν την αγάπη ισούται με συμφορά,
Το να τρομάζουν τους ανθρώπους τους προκαλεί χαρά.
Έχετε ίσως ανταμώσει στις όχθες του Νέβα ποταμού
Τέτοιες παγωμένες κυρίες του χιονιού
XXIII
Όντας ανάμεσα στους υπάκουους τους θαυμαστές
Κι άλλες επιτήδειες καπάτσες έχω δει,
Φιλάρεσκα αδιάφορες, ψυχρές,
Για αυτές δεν μετράνε οι φιλοφρονήσεις και οι παθιασμένοι αναστεναγμοί.
Και τι έχω ανακαλύψει προς έκπληξη μεγάλη;
Εκείνες με ύφος αυστηρό
Τρομάζοντας το σκίρτημα της αγάπης ντροπαλό
Μπορούσαν να την ξανάψουνε και πάλι
Με της μετάνοιας την ένδειξη παραμικρή
Με το παιχνίδι της φωνής
Που ενίοτε φαινόταν πιο τρυφερή
Ο τυφλωμένος απ' την ευπιστία εραστής
Ξοπίσω της έτρεχε και πάλι
Κυνηγώντας την γλυκιά κραιπάλη.
XXIV
Πού είναι της Τατιάνας η ενοχή;
Μήπως επειδή μες στην αφέλεια γλυκειά
Εκείνη δεν ξέρει να μηχανορραφεί
Αντιθέτως πιστεύει στο όνειρο της και το ακολουθεί πιστά;
Μήπως επειδή χωρίς τεχνάσματα να αγαπά μπορεί
Υπάκουη στου συναισθήματος της τη φωνή
Επειδή είναι πνεύμα αγαθό
Επειδή έχει ως χάρισμα απ' τον ουρανό
Φαντασία ζωηρή,
Μυαλό και βούληση ανατρεπτική
Εμποτισμένη με ελευθερία
Και τρυφερή μα φλογερή καρδία;
Δεν θα της συγχωρήσετε λοιπόν
Την επιπολαιότητα παθών;
XXV
Η κοκέτα υπολογίζει το κάθε βήμα
Η Τατιάνα αγαπά με δίχως λογική,
Στην άνευ όρων αγάπη παραδίδεται σαν θύμα
Σάμπως ένα αθώο και γλυκό παιδί.
Δεν λέει εκείνη: ας μη βιαστώ -
Έτσι της αγάπης θα πολλαπλασιάσω το ποσοστό,
Θα τον ρίξω στα δίχτυα με σιγουριά
Αφού θα του πληγώσω πρώτα την φιλοδοξία
Με τη βοήθεια της ελπίδας και της αγνοίας
Θα του βασανίσω την καρδιά, και μετά
Θα την ζωντανέψω με της ζηλοτυπίας τη φωτιά,
Αλλιώς, πληττόμενος απ' την απόλαυση διαρκείας
Ο αιχμάλωτος ο πονηρός απ' τα δεσμά
Είναι έτοιμος κάθε λίγο και λιγάκι να αποδρά.
XXVI
Προβλέποντας μια δυσκολία:
Της γενεθλίας γης σώζοντας την τιμή,
Θα πρέπει με δίχως αμφιβολία,
Της Τατιάνας να μεταφράσω την επιστολή.
Εκείνη τα Ρωσικά δεν ήξερε πολύ καλά,
Δε διάβαζε τα δικά μας περιοδικά
Και εκφραζόταν με δυσκολία αρκετή
Στη γλώσσα της τη μητρική,
Αλληλογραφούσε στα Γαλλικά λοιπόν...
Τι να κάνουμε! Το λέω αναφανδόν:
Ως τώρα η αγάπη των γυναικών
Δεν είχε την ιδιόλεκτο των Ρωσικών
Ως τώρα η δική μας η γλώσσα της περηφανείας
Δεν έχει συνηθίσει στην πρόζα της αλληλογραφίας.
XXVII
Γνωρίζω: θέλουν να αναγκάσουν τις κυρίες
Να διαβάζουν στα Ρωσικά. Τι στο καλό!
Μπορώ τάχα να τις φανταστώ
Το "Νομιμόφρονα" να έχουν ανά χείρας!
Για παράδειγμα εσείς, αγαπητοί μου ποιητές.
Δεν είναι αλήθεια τάχα ότι στα πρόσωπα αγαπητά,
Για τις δικές σας αμαρτίες ερωτικές
Γράφατε τους στίχους μυστικά,
Αφιερώνοντας τους την καρδία
Δεν ήταν όλοι τάχα που τα Ρωσικά
Κατέχοντάς τα ίσα ίσα και με δυσκολία,
Τα κακοποιούσαν τόσο γοητευτικά,
Και στο στόμα η γλώσσα ξενική
Δεν είχε μετατραπεί σε μητρική;
XXVIII
Θεός φυλάξοι μες στη δεξίωση να διασταυρωθώ
Ή πάνω στο κατώφλι στο σχόλασμα γιορτής
Με έναν κουκουλωμένο σε σάλι κίτρινο σπουδαστή της ιερατικής σχολής
Ή με έναν ακαδημαϊκό που φορά ένα σκουφάκι οικιακό!
Όπως τα χείλη χωρίς χαμογελάκι,
Χωρίς γραμματικό λαθάκι
Εγώ δεν αγαπώ τη ρωσική λαλιά.
Ίσως προς τη δική μου τη συμφορά,
Η νέα γενιά των καλλονών,
Εισακούοντας στα παρακάλια των περιοδικών
Θα μας εθίσει στην χρήση της γραμματικής.
Και θα εισαγάγει την μόδα της ποιητικής.
Μα όσο για μένα... δεν με αφορά.
Εγώ θα μείνω πιστός εις τα παλιά.
XXIX
Όλο λάθη, αυθόρμητη λαλιά,
Με διατύπωση ανακριβή
Ένα καρδιοχτύπι όπως και παλιά
Μες στο στήθος μου θα προκαλεί.
Το να μετανιώσω δεν μπορώ,
Τους γαλλισμούς τους αγαπώ,
Σαν τις αμαρτίες της περασμένης νιότης,
Σαν τα ποιήματα του Μπογκντανόβιτς.
Μα φτάνει. Καιρός είναι να ασχοληθώ
Με της καλλονής μου την επιστολή.
Ενώ το είχα υποσχεθεί;
Τώρα είμαι έτοιμος να παραιτηθώ.
Το ξέρω: η πένα του νεαρού Παρνί
Δεν είναι της μόδας στη δική μας εποχή.
XXX
Βάρδε της κραιπάλης και της ερωτικής συμφοράς,
Αν ακόμη ήμασταν μαζί
Με την παράκλησή μου την αναιδή,
Καλέ μου φίλε, θα σου γινόμουνα βραχνάς
Ώστε πάνω στον μαγικό σκοπό
Να μεταφράσεις της κόρης φλογερής
Λόγο αλλόγλωσσο και ξενικό.
Πού είσαι; Έλα: τα δικαιώματα μου ως ποιητής
Σου παραδίδω με την υπόκλιση βαθειά...
Μα ανάμεσα στα βράχια θλιβερά,
Με την καρδιά αμέτοχη της κολακείας,
Ένας, κάτω από τον ουρανό της Φινλανδίας,
Περιπλανιέται, και η δική του η ψυχή
Την συμφορά μου να ακούσει δεν μπορεί.
XXXI
Μπροστά μου έχω της Τατιάνας την επιστολή.
Με την ευλάβεια την κρατώ,
Και όταν την διαβάζω με μιαν θλίψη μυστική
Να την χορτάσω δεν μπορώ.
Ποιος της έχει εμφυσήσει αυτή την τρυφερή λαλιά
Και των λέξεων την χαριτωμένη ανεμελιά;
Ποιος της έχει εμφυσήσει αυτό το παραλήρημα γλυκό
Της καρδιάς τρελής το παραμιλητό
Και σαγηνευτικό και τολμηρό;
Να καταλάβω δεν μπορώ.
Μα να ορίστε, η μετάφραση αχνή,
Απ' τον πίνακα ζωντανό, μια απομίμηση χλωμή
Ή ο "Ελεύθερος Σκοπευτής"
Παιγμένος με τα χέρια ασιγούρευτα του μαθητή.
Επιστολή Τατιάνας προς Ονέγκιν
Σου γράφω - τι πιο φανερό;
Τι περισσότερο να πω;
Και τώρα έχεις κάθε λόγο
Να με περιφρονείς σκληρά.
Μα έχοντας μια στάλα πόνο
Προς μοίρα μου τη δυστυχή,
Θα μ' αφήσεις μοναχή;
Πρώτα ήθελα να το κρατήσω μυστικό.
Πιστέψτε: τη δική μου την ντροπή
Δε θα μαθαίνατε ποτέ ενόσω ζω,
Σαν είχα την ελπίδα μοναχά
Έστω σπάνια, έστω ανά βδομάδα μια φορά
Να σας βλέπω στο δικό μας το χωριό,
Μονάχα να ακούω τη δική σας τη φωνή,
Να σας μιλώ, καμία κουβέντα και μετά,
Όλο να σκέφτομαι, να σκέφτομαι σερί,
Μέρα νύχτα ώσπου να σας δω ξανά.
Μα λένε πως είστε πλάσμα μοναχικό.
Μες στο χωριό όλα σας φαντάζουν βαρετά,
Κι εμείς... ούτε διαπρέπουμε σε κάτι κοσμικό,
Κι όμως δεχόμαστε εσάς όλο χαρά.
Ποιος ο λόγος να μας επισκεφτείς;
Μες στο ξεχασμένο απ' τον κόσμο μας χωριό
Δε θα σας γνώριζα ποτέ, μα να χαρείς,
Δε θα δοκίμαζα μήτε το βάσανο πικρό
Μήτε την αναστάτωση της άπειρης ψυχής.
Ποιος ξέρει ίσως συν τω χρόνω
Θα έβρισκα τον φίλο της καρδιάς,
Ίσως να γινομουν σύζυγος πιστή και μόνο
όπως και μια σωστή μητέρα της παρηγοριάς.
Άλλος; ... Όχι σε κανέναν σε όλον τον ντουνιά
Δε θα' δινα τη δική μου την καρδιά!
Αυτό ψηλά έχει αποφασιστεί...
Είμαι δική σου: είναι του ουρανού βουλή.
Ήταν γραφτό να γεννηθώ
Ώστε με σένα να συναντηθώ.
Το ξέρω, μου' χεις σταλεί απ' το Θεό
Και ως τον τάφο θα σ' έχω άγγελο και φυλαχτό...
Στα όνειρα μου ερχόσουν σαν μια οπτασία,
Αν και θολή ακόμα η μορφή μού ήταν ήδη ποθητή,
Το βλέμμα σου με βασάνιζε με ακολασία,
Η φωνή σου αντηχούσε μέσα στην ψυχή.
Κάποτε... όχι δεν ήταν όνειρο αυτό!
Με το που μπήκες σε αναγνώρισα αυτοστιγμεί,
Όλη μούδιασα, ξάναψα από ενθουσιασμό,
Αυτός είναι: τ' ομολόγησα μες στην ψυχή!
Δεν είναι αλήθεια τάχα; Σε άκουγα από παλιά:
Μου μίλαγες μες στη σιωπή,
Σαν βοηθούσα τη φτωχολογιά
Ή καταλάγιαζα με προσευχή
Την αναστατωμένη μου ψυχή;
Και τούτην την ίδια τη στιγμή
Δεν ήσουν συ, γλυκιά μου οπτασία,
Που αχνοφάνηκες εδώ στην ξαστεριά
Και στάθηκες σιγά στης κλίνης την κεφαλή;
Δε ήσουν συ που μ' αγάπη και χαρά
Ελπίδας λόγια μου ψιθύρισες στ' αυτί;
Ποιος είσαι τελικά,
Ο φύλακας - άγγελος πιστός
Ή διαφθορεάς πονηρός:
Ας πάψεις τις αμφιβολίες κάθε λογής.
Ίσως όλα είναι ένα παιχνίδι στο μυαλό,
Ξεγέλασμα μιας άπειρης ψυχής
Και είναι κάτι άλλο να συμβεί γραφτό...
Τι να γίνει! Τη μοίρα μου εις το εξής
Στα δικά σου παραδίδω χέρια,
Μπροστά σε σένα χύνω τα δάκρυα ψυχής
Την προστασία σου γυρεύω...
Φαντάσου: είμαι μοναχή,
Δε με νογά κανείς εδώ,
Νιώθω να μου σαλεύει το μυαλό
Να αργοπεθαίνω στη σιωπή.
Σε περιμένω: με μόνη σου ματιά
Ζωντάνεψε ελπίδες στην καρδιά
Ή κόψε τον ύπνο μου βαθύ.
Αλίμονο, με κατηγόρια δίκαιη και λογική!
Τελειώνω! Φοβάμαι να διαβάσω την επιστολή...
Παγώνω απ' τον φόβο και απ' την ντροπή...
Μα η εγγύηση για μένα είναι η δική σας η τιμή,
Με θάρρος παραδίδομαι σ' εκείνη.
XXXII
Η Τατιάνα μια θα ξεφυσήξει, μια θα βγάλει έναν αναστεναγμό.
Τρέμει στο χέρι της η επιστολή.
Στεγνώνει το σφραγιστάρι ροδαλό
Πάνω στη γλώσσα της καυτή.
Στον ώμο έγειρε την κεφαλή,
Γλίστρησε κάτω το νυχτικό
Απ' τον ώμο τορνευτό...
Μα ήδη το φέγγος ασημί
Του φεγγαριού σκορπά. Η κοιλάδα πέρα κει
Αρχίζει να διαφαίνεται μες στην αχλύ.
Το ρυάκι στραφταλίζοντας κυλά.
Η κόρνα του βοσκού τον χωρικό ξυπνά.
Όλοι έχουν ξυπνήσει. Πια είναι πρωί,
Μα η Τατιάνα μου δεν το παρατηρεί.
XXXIII
Εκείνη δεν προσέχει την ανατολή,
Κάθεται με την κεφαλή της κρεμασμένη
Και δεν σφραγίζει την επιστολή
Με την δική της την σφραγίδα σκαλισμένη.
Μα την πόρτα ανοίγοντας σιγά σιγά
Η Φιλίππιεβνα η γκριζομάλλα μπαίνοντας στο πλάι
Της φέρνει πάνω στο δίσκο ένα τσάι
"Σήκω, παιδί μου, είναι αργά:
Καλή μου, είσαι κιόλας ξυπνητή!
Ω πουλάκι μου, ξυπνάς πρωί πρωί!
Ψες φοβήθηκα για τα καλά!
Μα, δόξα τω Θεώ, δείχνεις μια χαρά!
Δεν υπάρχει ίχνος απ' την θλίψη νυχτερινή,
Το πρόσωπο σου έχει χρώμα παπαρουνί".
XXXIV
-Αχ! Νένα, κάνε μου μια χάρη.-
"Πες μου, καλή μου, το ποτάμι να το πάρει".
- Μη νομίζεις... αλήθεια... μην υποψιαστείς...
Μα κοίτα... αχ! Μη μου το αρνηθείς. -
"Καλή μου, νά ορκίζομαι στο Θεό".
- Λοιπόν, στείλε κρυφά τον εγγονό
Με το σημείωμα αυτό... εις
Εις τον Ο... σε κείνον τον γείτονα... και να του πεις
Να μην πει κουβέντα σ' αυτόν
Να μην με ονομάσει... ερωτηθείς -
"Γλυκιά μου, σε ποιον;
Τελευταία έχω χαζέψει να χαρείς.
Τριγύρω γειτόνοι ένα σωρό.
Δεν σώνω άμα τους απαριθμώ".
XXXV
- Μα πόσο αργόστροφη είσαι, νένα!-
"Καρδούλα μου, είμαι πια γριά,
Γριά, Τάνια, το μυαλό στομώνει ένα κι ένα,
Γρήγορη σαν την ατσίδα ήμουνα παλιά
Ήταν φορές που του αρχόντου μια λέξη ήταν αρκετή..."
-Αχ, νένα, νένα! Δεν υπάρχει χρόνος για αυτό.
Τι χρεία να ασχολούμαστε με το δικό σου το μυαλό;
Βλέπεις και μόνη σου, πρόκειται για επιστολή
Προς τον Ονέγκιν. - "Λοιπόν καλά, καλά.
Μη μου θυμώνεις, μονάκριβη μου ψυχή.
Αφού το ξέρεις, έχω ξεκουταινιαστεί...
Μα γιατί έχεις χλομιάσει ξανά;"
- Έτσι, νένα, τίποτα το σοβαρό.
Στείλε όμως τον εγγονό.
XXXVI
Η μέρα πέρασε, απάντηση καμμία.
Ήρθε η επομένη: αλλαγή ουδεμία
Χλωμή σαν ίσκιος, ντυμένη απ' το πρωί,
Η Τατιάνα περιμένει: πότε επιτέλους η απάντηση θα ρθει;
Ήρθε της Όλγας ο θαυμαστής.
"Πού είναι άραγε ο δικός σας ο γνωστός;-
Τον ρώτησε η οικοδέσποινα η αφελής.-
Μας έχει ξεχάσει εντελώς".
Η Τατιάνα, ξανάβει και αναρριγά
- Απόψε υποσχέθηκε να ρθει,-
Απαντούσε ο Λένσκι στην κυρά, -
Απ', ό, τι φαίνεται, η αλληλογραφία τον καθυστερεί.
Η Τατιάνα χαμηλώνει τη ματιά
Σάμπως ακούει την σκληρή κατηγοριά.
XXXVII
Σουρούπωνε. Στο τραπέζι σε θέση περιωπής
Εσφύριζε το σαμοβάρι βραδινό,
Ζεσταίνοντας ένα πορσελάνινο τσαγιερό.
Κάτω απ' αυτό ο ατμός πύκνωνε λαφρύς.
Ήδη με το χέρι της η Όλγα βάζει
Τσάι μυρωδάτο με τη σκούρη του ροή
Και μες στα φλιτζάνια το σταλάζει,
Σερβίρει κρέμα γάλακτος ένα σκλαβί.
Μπρος στο παραθύρι στεκόταν σκεφτική,
Χνοτίζοντας το τζάμι παγωμένο,
Η Τατιάνα, ψυχούλα μου καλή,
Έγραφε με το δαχτυλάκι της χαριτωμένο
Ένα "Ο" μαζί με ένα "Ε" πάνω στο τζάμι το θολό,
Ένα μονόγραμμα που της ήταν πολύτιμο και ακριβό.
XXXVIII
Η ψυχή της βασανιζόταν στο μεταξύ,
Και βούρκωνε το' ξαντλημένο βλέμμα.
Ξάφνου ένα ποδοβολητό!.. παγώνει το δικό της αίμα.
Να πιο κοντά! Καλπάζουν... και στην αυλή
Ο Ευγένιος! "Αχ!" - και πιο ανάλαφρη από τη σκιά
Η Τατιάνα πετάχτηκε και βγήκε από το πίσω το πορτί
Πετά, πετά απ' το κατώφλι στην αυλή
και από κει στον κήπο, το να ρίξει ξοπίσω μια ματιά
Δεν τολμά, σε μια στιγμή διασχίζει
Ανηφόρες, ξέφωτα και γεφυράκια,
Δρομάκια προς την λίμνη, αλσάκια,
Της πασχαλιάς τους θάμνους ξεκλαρίζει,
Ποδοπατώντας τα παρτέρια βολίδα φτάνει στο ρυάκι
Και ξέπνοη σωριάζεται επάνω στο παγκάκι.
XXXIX
"Ο Ευγένιος είναι δω! Είναι δω!
Θεέ μου! Για μένα τι έχει άραγε σκεφτεί!
Η καρδιά της γεμάτη βάσανο μέσα της κρατεί
Της ελπίδας το όνειρο το σκοτεινό.
Εκείνη φλόγες βγάζει και συνάμα τρέμει.
Θα την βρει τάχα; Δεν ακούει, μα περιμένει.
Μες στον κήπο οι υπηρέτριες στα παρτέρια
Τα φρούτα του δάσους μαζεύαν με τα χέρια.
Και κατόπιν εντολής ψέλναν εν χορώ
(Η εντολή βασισμένη στο γεγονός,
Τα φρούτα των αρχόντων μυστικώς
Να μην τα τρώει το στόμα πονηρό
Και να' ναι πιασμένο με το τραγούδισμα ψυχής:
Η απασχόληση της οξύνοιας λαϊκής!)
Το τραγούδι των νεαρών κοριτσιών
Κόρες, καλλονές,
Ψυχούλες, φιλενάδες μου καλές,
Ξεσαλώστε, νεαρές,
Ξεφαντώστε, γλυκές!
Πιάστε έναν σκοπό,
Έναν σκοπό με μαράζι κρυφό,
Θέλξτε έναν μορφονιό
Στον χορό μας κυκλικό,
Σαν τον δούμε από μακριά,
Θα σκορπίσουμε δεξιά ζερβά,
Θα τον περιλούσουμε με βύσσινα γλυκά,
Με σμέουρα ζουμερά,
Με μύρτιλα στυφά.
Δεν κάνει να ακούς κρυφά
Τα τραγούδια μυστικά,
Δεν κάνει να κοιτάς κρυφά
Των κοριτσιών την ομορφιά.
XL
Ενόσω εκείνες τραγουδούσαν, με εκνευρισμό
Ακούγοντας την φωνή τους ηχηρή,
Περίμενε η Τάνια με άγχος τρομερό
Ωσότου να καταλαγιάσει της καρδούλας της η ταραχή.
Ώστε να χλομιάσει το κοκκίνισμα των παρειών.
Μα μες στα στήθη μένει η ίδια ταραχή,
Και δεν περνάει το άναμμα των παρειών,
Μα αναψοκοκκινίζουν ακόμα πιο πολύ...
Παρόμοια και η καημένη πεταλούδα και σπαρταρά
Και πεταρίζει με τα ιριδίζοντα φτερά,
Πιασμένη μες στη χούφτα του σκανδαλιάρη μαθητή.
Παρόμοια και το λαγουδάκι τρέμει σαν οσμηστεί
Μες στα χειμερινά σπαρτά από μακριά
Τον κυνηγό στους θάμνους να τον καρτερά.
XLI
Μα επιτέλους εκείνη κάνοντας μια εκπνοή
Απ' το παγκάκι σηκώθηκε γοργά.
Πήρε τον δρόμο, μα επάνω στη στροφή
Προς την αλέα, μπροστά της συναντά
Τον Ευγένιο να ρίχνει ένα βλέμμα πυρό
Στεκούμενος ίδιος με έναν ίσκιο τρομερό,
Και σάμπως να κάηκε απ' τη φωτιά,
Εκείνη αμέσως σταματά.
Μα της συνάντησης τους το αποτέλεσμα πικρό
Σήμερις, φίλοι μου καλοί,
Να περιγράψω δεν μπορώ.
Χρειάζομαι μετά τον λόγο εκτενή
Να κάνω βόλτα και να ξεκουραστώ:
Και ύστερα όποτε και κάποτε μπορέσω να το διηγηθώ.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου