Κεφάλαιο Ε', Ευγένιος Ονέγκιν του Αλεξάντρ Σεργκέγεβιτς Πούσκιν, μτφρ. - απόδοση Ρανελένα

Μη δεις ποτέ σου τέτοια όνειρα φριχτά,
Σβετλάνα μου γλυκιά!
Ζουκόφσκι.

I
Το φθινόπωρο εκείνη τη χρονιά
Μπαστακώθηκε ωσάν τον πεισματάρη,
Η πλάση όμως καρτερούσε τον χιονιά.
Τα χιόνια ήρθαν μονάχα το Γενάρη,

Ξημερώματα της τρίτης του μηνός.
Η Τατιάνα ξυπνώντας χαραγή
Είδε απ' το παραθύρι την χιονοσκέπαστη αυλή
Με το πρώτο της ημέρας φως.

Στα τζάμια ξεφύτρωσαν μοτίβα ξωτικά,
Τα δέντρα φορέσαν την ασημιά περιβολή,
Οι κίσσες χαρούμενες βολτάρουν μες στην αυλή
Και καλυφθήκαν τα βουνά

Με του χειμώνα το στιλπνό χαλί.
Στραφταλίζουν και ασπρίζουν τα πάντα παν' στη γη.

II
Χειμώνας!... Πανηγυρίζοντας ο χωρικός
Τη δημοσιά με έλκηθρο ανανεώνει
Το άλογό του μυρίζοντας το χιόνι
Τραβάει όπως όπως μπρος.

Αφήνοντάς μες στο πουπουλένιο χιόνι ένα χνάρι,
Τρέχει ένας σβέλτος αραμπάς.
Κάθεται στο κάθισμα του ο αμαξάς
Τυλιγμένος σε γούνα με κόκκινο ζωνάρι.

Στην αυλή φέρνει φούρλες ένα αγοράκι,
Έχοντας βάλει ένα κουταβάκι μες στο ελκηθράκι,
Ο ίδιος ένα άτι ατίθασο αναπαριστά
Τα δάχτυλα του έχουν ξυλιάσει, βρε τον φουκαρά:

Εκείνος και πονά και διασκεδάζει
Ενώ η μάνα του απ' το παραθύρι τον εκράζει...

III
Μα ίσως η εικόνα ανωτέρα
Να μην σας είναι τόσο αρεστή:
Όλα τούτα ανήκουν στη φύση ποταπή,
Ελάχιστη κομψότης υπάρχει εδώ πέρα.

Ο άλλος ευνοημένος απ' την έμπνευση θεϊκή
Με την εξαίσια εκφορά του ποιητή
Μας περιέγραψε σε μιαν εικόνα
Το πρώτο χιόνι και όλες τις απολαύσεις του χειμώνα.

Θα σας σκλαβώσει, είμαι βέβαιος για αυτό,
Ζωγραφίζοντας σε στίχους φλογερούς
Με έλκηθρα τους περιπάτους μυστικούς,
Μα σκοπό δεν έχω να ανταγωνιστώ

Προσώρας μήτε κείνον, μήτε τον άλλον ποιητή,
Που τραγουδά την Φιλανδέζα νεαρή!

IV
Η Τατιάνα (Ρωσίδα όντας στην ψυχή,
Χωρίς να ξέρει το γιατί)
Με την ψυχρή της ευμορφία
Στον ρωσικό χειμώνα είχε τρομερή αδυναμία,

Σαν έχει ήλιο με δόντια, στην πάχνη λαμπερή,
Στο έλκηθρο, την ώρα του δειλινού
Στη λάμψη του ροδαλού χιονιού
Και στην βραδινή των Θεοφανείων την αχλύ.

Τιμούσαν από πολύ παλιά
Στο σπίτι τους τα βράδια αυτά:
Απ' όλη την έπαυλη οι θεραπαινίδες
Την τύχη έλεγαν στις δεσποινίδες

Και κάθε χρόνο τους τάζανε βλακείες:
Στρατιωτικούς για άντρες και εκστρατείες.

V
Η Τάνια πίστευε στις παραδόσεις του λαού,
Ριζωμένες στη μνήμη του βαθιά,
Σε ονειροκρίτες, σε χαρτορίχτρες με χαρτιά
Και στα σημάδια του φεγγαριού.

Την είχαν αναστατώσει οι οιωνοί.
Όλα τα πράγματα τριγύρω της εκεί
Της φανερώναν κάποιο κρυμμένο μυστικό,
Της πίεζε το στέρνο ένα προαίσθημα κακό.

Στη σόμπα ένα φιλάρεσκο γατί
Νιαουρίζοντας νίβει τη μουσούδα
Είναι ένα σημάδι σίγουρο γι' αυτήν:
Πως οι μουσαφιραίοι καταφτάνουν με ασπούδα

Ή της νέας σελήνης το κέρατο διπλό
Αντικρίζοντας ξάφνου από ζερβά στον ουρανό,

VI
Εκείνη έτρεμε και γινότανε χλωμή.
Όταν δε ένα πεφταστέρι λαμπερό
Διέσχιζε τον μαύρο ουρανό
Ώστε σε λίγο να χαθεί.

Τότε η Τατιάνα βιαζόταν μες στον πανικό,
Όσο έπεφτε τ' αστέρι φωτεινό,
Να κάνει από καρδιάς της μιαν ευχή.
Όταν δε έλαχε κάπου να διασταυρωθεί

Με έναν μαυροφορεμένο μοναχό
Ή μες στα χωράφια ένας γρήγορος λαγός
Στο διάβα της πετιότανε εμπρός,
Μουδιασμένη απ' τον φόβο παραλυτικό,

Γεμάτη προαισθήματα κακά,
Περίμενε ήδη κάποια συμφορά.

VII
Και τι λοιπόν; Εκείνη έβρισκε μιαν γοητεία
Μες στου τρόμου την λαγνεία:
Έτσι η φύσις μας έχει πλάσει
Και είναι γεμάτη αντιφάσεις.

Ήρθαν οι χρονιάρες μέρες. Χαρά πηγαία!
Ασχολείται με μαντέματα η νεολαία,
Που δεν έχει κάτι να θρηνεί
Μπρος στην οποία η ζωή

Ανοίγεται ατέλειωτη, λαμπρή.
Θέλουν να μάθουν το μέλλον τους και οι τρανοί
Όντας στον τάφο με το ένα πόδι, φορώντας το γυαλί
Και έχοντας χάσει όλα ανεπιστρεπτί.

Κι όμως η ελπίδα τους ξεγελά
Νανουρίζοντάς τους σαν τα μικρά παιδιά.

VIII
Η Τάνια με ένα βλέμμα εξεταστικό
Το κερί παρατηρεί να λιώνει και να βουλιάζει ως καράβι
Εκείνο με το σχήμα περίτεχνο που έχει λάβει
Της φανερώνει κάτι θαυμαστό.

Απ' το σκεύος με νερό
Βγάζουν τα δαχτυλίδια όπως τύχει. 
Της Τάνιας το δαχτυλίδι βγήκε
Συνοδευόμενο απ' το τραγούδι παλιακό:

"Εκεί οι άντρες έχουνε λεφτά
Με τη σέσουλα τα' χουν τα φλουριά.
Όποια ψέλνουμε, εκείνη θα έχει όνομα καλό!"
Μα φέρνει απώλειες και τον χαμό

Του τραγουδιού αυτού ο λυπητερός σκοπός.
Ενώ ο άλλος για τη γατούλα στις κόρες είναι πιο ποθητός.

IX
Νύχτα με παγωνιά και ξαστεριά.
Η χορωδία των ουράνιων φωστήρων ηχεί
Τόσο αρμονικά και τόσο σιγανά ...
Η Τατιάνα στην ευρύχωρη αυλή

Πετάγεται με ένα φουστανάκι ελαφρύ,
Στρέφει προς τη σελήνη το καθρεφτάκι
Μα στον καθρέφτη σκοτεινό μονάχη
Τρέμει η σελήνη θλιμμένη και χλωμή...

Άκου!... Το χιόνι τρίζει... πατήματα ενός περαστικού.
Τρέχει να τον προφτάσει στις μύτες των ποδιών η νεαρά
Και η φωνή της ακούγεται πιο απαλά
Απ' το σκοπό του σουραβλιού.

Πώς σας λένε; Εκείνος την κοιτά.
Αγάθωνας, της απαντά.

X
Η Τατιάνα ακολουθώντας της νένας τη συμβουλή,
Μάγια να κάνει έχοντας σκοπό,
Διέταξε κρυφά μες στο λουτρό
Ένα δείπνο για δύο να σερβιριστεί.

Μα τρόμαξε η Τάνια του καλού καιρού
Κι εγώ φοβήθηκα πολύ με την Σβετλάνα κατά νου.
Ας είναι... Με την Τατιάνα δε θα μπούμε σε ιστορίες
Που έχουν να κάνουν με μαγγανείες.

Η Τατιάνα την μεταξένια ζώνη λύνει,
ξεντύνεται και βουρ στην κλίνη.
Πάνω της αιωρείται ο Έρως 
Ενώ στο μαξιλάρι πουπουλένιο απ' το κάτω
μέρος

Κρύβεται ένα καθρεφτάκι με λαβή.
Τα πάντα έχουν ησυχάσει. Η Τάνια έχει αποκοιμηθεί.

XI
Και βλέπει ένα όνειρο προφητικό.
Ονειρεύεται σάμπως εκείνη περπατεί
Σε ένα ξέφωτο στρωμένο με το χιόνι απαλό
Τριγύρω τυλιγμένο με μιαν πυκνή αχλύ.

Μες στους χιονοσωρούς μπροστά
Με το κύμα του να κελαρύζει και να αχνίζει,
Σκοτεινός, ορμητικός ασημίζει
Ο χείμαρρος που έμεινε ελεύθερος απ' του πάγου τα δεσμά.

Με μια νησίδα πάγου δύο ξυλάκια ενωμένα,
Γεφυρίτσα τρεμάμενη, σαθρή,
Ζεύει την ορμητική ροή.
Και μπρος στα βάθη αφρισμένα,

Γεμάτη απορία, διστακτική
Εκείνη κοντοστάθηκε για μιαν στιγμή.

XII
Η Τάνια τον χείμαρρο κατηγορεί,
Λες κι ευθύνεται για τον χωρισμό.
Όμως κανέναν δεν βλέπει που μπορεί
Απ' αντίκρυ να της δώσει το χέρι του το στιβαρό.

Και ξάφνου σαλεύει ο χιονοσωρός.
Ποιος έχει από κάτω του κρυφτεί;
Ένας μεγάλος αρκούδος μαλλιαρός.
Εκείνος βρυχάται, η Τατιάνα αναφωνεί.

Το χέρι του με κάτι νύχια κοφτερά
Της δίνει. Εκείνη να στυλωθεί παλεύει
Και πάνω του στηρίζεται με το τρεμάμενο της χέρι
Και με βήματα διστακτικά

Τον χείμαρρο διασχίζει. Προχωρά
Ενώ ο αρκούδος την ακολουθά.

XIII
Εκείνη πίσω να κοιτάξει δεν τολμά,
Επιταχύνει τα βήματά της τα γοργά,
Μα απ' τον μαλλιαρό της συνοδό
Να ξεφύγει δεν μπορεί μήτε λεπτό.

Μουγκρίζοντας ο ανυπόφορος αρκούδος κουτρουβαλά.
Μπροστά τους απλώνεται το δάσος. Τα πεύκα περιμένουν
Μες στην συνοφρυωμένη τους την ομορφιά.
Οι κλώνοι τους βαραίνουν

Απ' το χιόνι. Μέσα από την κορυφογραμμή
Σημύδων και φλαμουριών γυμνών
Λάμπουν τα αστέρια των ουρανών.
Δεν έχει δρόμο. Οι θάμνοι και οι γκρεμνοί

Απ'  τη χιονοθύελλα έχουν σκεπαστεί,
Βαθιά στο χιόνι έχουν βυθιστεί.

XIV
Η Τατιάνα βουρ στο δάσος. Ο αρκούδος στο κατόπιν την ακολουθά.
Ως το γόνατο βουλιάζει μες στο χιόνι απαλό.
Μια ένα κλαδί θα της γρατσουνίσει το λαιμό,
Μια θα της τραβήξει ξαφνικά από τα αφτιά

Με βία το σκουλαρίκι το χρυσό.
Μια απ' το ποδαράκι της μες στο χιόνι σπυρωτό
Θα της γλιστρήσει το βρεγμένο το γοβάκι.
Μια θα της πέσει χάμω το μαντηλάκι.

Να τα μαζέψει; Φοβάται το χασομέρι.
Ακούει την ανάσα του να την προφτάνει,
Ντρέπεται με το τρεμάμενο το χέρι
Να ανασηκώσει ακόμα και το φουστάνι.

Εκείνη τρέχει, εκείνος ξοπίσω την κυνηγά,
Δεν έχει κουράγιο να τρέχει πια.

XV
Πέφτει μες στο χιόνι. Ο αρκούδος δε γοργά
Την ανασηκώνει και μες στη δική του αγκαλιά  την προστατεύει.
Εκείνη ανήμπορη να αντιδράσει, λιποθυμά,
Δεν ανασαίνει, δεν σαλεύει.

Εκείνος την πηγαίνει απ' του δάσους το μονοπάτι.
Ξάφνου ανάμεσα στα δέντρα ξεπροβάλλει μια καλυβούλα ταπεινή.
Τριγύρω δεν ακούγεται ψυχή
Ολούθε την περιβάλλει το χιόνι απάτητο,

Το παραθύρι φέγγει από μακριά
Και απ' την καλύβα ακούγεται μια φασαρία με τον σαματά
Ο αρκούδος είπε: "Είναι του κουμπάρου μου το καλυβάκι:
Κάτσε να ζεσταθείς εδώ λιγάκι!"

Εκείνος τον προθάλαμο ζυγώνει
Και στο κατώφλι την απιθώνει.

XVI
Η Τατιάνα συνήλθε και γύρω της κοιτάζει:
Ο αρκούδος εξηφανίσθη. Κείνη μες στον προθάλαμο κουρνιάζει.
Πίσω απ' την πόρτα  ακούγονται ποτήρια και η ολαγωγία,
Σάμπως σε μιαν τρικούβερτη κηδεία.

Μη βρίσκοντας κάποια εξήγηση και λογική,
Κοιτάζει λαθραία μες στη χαραμάδα,
Και τι να δει; ...  Τεράτων μια ομάδα
Που κάθονται στην τράπεζα μαζί.

Ο ένας είναι σκυλομούρης κερασφόρος
Ο άλλος έχει φανταχτερό κεφάλι σάμπως πετεινός
Εδώ υπάρχει και μια μάγισσα γενειοφόρος
Και όλο τουπέ και πόζα ένας σκελετός.

Κι ένας νάνος θηλυκός με ουρά  βρίσκεται εκεί.
Όπως κι ένα μισοπούλι κι ένα μισογατί.

XVII
Τα πιο αλλόκοτα την τρόμαξαν λιγάκι παραπάνω:
Ο αστακός είναι καβάλα στην αράχνη πάνω,
Στης χήνας το λαιμό μια νεκροκεφαλή
Γυρίζει γύρω γύρω φορώντας ένα κόκκινο χωνί.

Ένας μύλος ανακούρκουδα χορεύει
Και τρίζει, και με την φτερωτή του γνέφει.
Αλύχτισμα, σφυρίγματα, τραγούδια, παλαμάκια και χαχανητά,
Ανθρώπινη λαλιά, αλόγων ποδοβολητά!

Μα η Τατιάνα άραγε τι να σκεφτεί,
Όταν μες στους καλεσμένους δεί
Εκείνον που ενώ την σκιάζει, τον έχει ερωτευτεί,
Του μυθιστορήματός μας τον πρωταγωνιστή.

Κάθεται ο Ονέγκιν στο τραπέζι
Και προς την θύρα το ματάκι του λαθραία παίζει.

XVIII
Αν νεύσει εκείνος - όλοι χειροκροτούν.
Εκείνος πίνει - όλοι πίνουν και όλοι φωνασκούν.
Εκείνος ξεσπά στα γέλια - όλοι χασκογελούν.
Συνοφρυώνεται - όλοι τους σιωπούν.

Είναι φανερό: κείνος εδώ πέρα αρχηγεύει
Και η Τάνια πια δε νιώθει κάποια απειλή
Και τώρα από περιέργειά της ξεθαρρεύει
Και ελαφρώς ανοίγει το πορτί.

Ξάφνου του ανέμου η πνοή
Σβήνει τη φλόγα των κεριών.
Ταράχτηκε η συμμορία των στοιχειών.
Ο Ονέγκιν με ένα βλέμμα όλο κεραυνοί

Με πάταγο απ' το τραπέζι έχει σηκωθεί
Σηκώνονται κι άλλοι: εκείνος πλησιάζει το πορτί.

XIX
Τρομάζει. Όλο βιάση
Η Τατιάνα προσπαθεί να αποδράσει:
Δεν βρίσκει τρόπο. Έχει αφηνιάσει.
Τρέχει πέρα δώθε, θέλει να ουρλιάξει:

Αδύνατον. Ο Ευγένιος σπρώχνει το πορτί:
Και μπρος στα γεννήματα του Άδη
Εμφανίζεται η κόρη. Η ομήγυρη καγχάζει
Βλοσυρά. Όλων οι οφθαλμοί,

Στραβές προβοσκίδες, οπλές
Χαβλιόδοντες, φουντωτές ουρές
Άλικες γλώσσες, μουστάκια τσιγκελωτά
Κέρατα και δάχτυλα-οστά,

Όλα εκείνην δακτυλοδεικτούν,
Δικιά μου, δικιά μου! Όλοι την διεκδικούν!

XX
Δικιά μου ο Ευγένιος δηλώνει όλο απειλή
Εχάθη στα ξαφνικά η συμμορία διαβολική.
Και έμεινε μαζί του μες στα σκότη παγερά
Μονάχη της η κόρη νεαρά.

Ο Ονέγκιν παρασέρνει σιγά σιγά
Την Τάνια μες στη γωνιά
Και την ξαπλώνει πάνω σε ένα σαθρό σκαμνί
Και γέρνει πάνω στον ώμο της την κεφαλή.

Ξαφνικά η Όλγα μπαίνει,
Ο Λένσκι την ακολουθεί.
Μια λάμψη. Ο Ονέγκιν σηκώνει απότομα το χέρι.
Και στριφογυρίζουν άγρια οι οφθαλμοί

Και τους απρόσκλητους επισκέπτες του τους αποπαίρνει
Η Τατιάνα ξαπλωμένη μόλις που ανασαίνει.

XXI
Ο καβγάς όλο και θεριεύει. Ο Ευγένιος ξαφνικά
Αρπάζει ένα μακρύ μαχαίρι και στη στιγμή
Ο Λένσκι πέφτει καταγής. Οι σκιές φριχτά
Πυκνώνουν. Μια απόκοσμη κραυγή

Ακούστηκε...η καλυβούλα σείστηκε...
Η Τάνια απ' την τρομάρα αφυπνίστηκε...
Κοιτάζει το δωμάτιο της έχει φωτιστεί.
Στο παραθύρι μέσα απ' το παγωμένο το γυαλί

Η κόκκινη αχτίδα της ανατολής περνά.
Η πόρτα άνοιξε. Η Όλγα προς εκείνη πηλαλά,
Πιο κόκκινη κι απ' την Αυρώρα του Βορρά
Και του χελιδονιού πιο ελαφριά.

Λέει: "Πες μου λοιπόν,
Στον ύπνο σου είδες ποιόν;"

XXII
Μα εκείνη αγνοώντας την αδελφή,
Στο κρεβάτι ξαπλωμένη με το βιβλίο,
Το ξεφυλλίζει φύλλο φύλλο,
Κουβέντα όμως δεν μιλεί.

Παρότι το βιβλίο τούτο δεν είχε ούτε ψήγμα
Από φαντασίες ποιητικές,
Από σοφές αλήθειες, από ζωγραφιές,
Μα μήτε τον Βιργίλιο, μήτε τον Ρακίνα,

Μήτε τον Σκοτ, μήτε τον Βύρωνα, μήτε τον Σενέκα,
Μήτε ακόμη και της μόδας το περιοδικό
Κανέναν και τίποτα δεν διάβαζαν με τόσον δα ενθουσιασμό
Και ήταν, φίλοι μου, ο Μαρτίν Ζαντέκα, (Καζαμίας)

Των Χαλδαίων σοφών ο επικεφαλής,
Μάντης και ονείρων μέγας ερμηνευτής.

XXIII
Κάποτε τούτο το πόνημα εξώλης και προώλης
Το έφερε ένας πλανόδιος βιβλιοπώλης
Μες στης επαρχίας την ερημιά
Και για την Τατιάνα τελικά

Με την "Μαλβίνα" σκόρπια μαζί
Το άφησε τριάμισι φλουριά,
Δωρίζοντας ως προσφορά
Των αφηγήσεων λαϊκών μια συλλογή,

Δύο Πετριάδες, μιαν Γραμματική
Και του Μαρμοντέλ τον τρίτο τόμο.
Έτσι έγινε ο Μαρτίν Ζαντέκα φαβορί
της Τάνιας...  Στης ζωής το θλιμμένο δρόμο

Εκείνος της χαρίζει χαρά μεγάλη
Και μαζί της απερίσπαστα κοιμάται στο προσκεφάλι.

XXIV
Το όνειρο τής έχει προκαλέσει ταραχή.
Χωρίς να ξέρει πως να το εκλάβει,
Τα ονειροπολήματα και την ερμηνεία φοβερή
Πασχίζει η Τατιάνα να καταλάβει.

Η Τατιάνα στο ευρετήριο αναζητά
Λέξεις με αλφαβητική σειρά:
Αρκούδος, γέφυρα, δάσος, έλατο, θύελλα,
Μάγισσα, σκοτάδι, χιονοθύελλα

Και λοιπά. Τις ανησυχίες σοβαρές
Ο Μαρτίν Ζαντέκα δεν πρόκειται να καταλαγιάσει,
Μα το όνειρο φριχτό την προϊδεάζει
Για περιπέτειες πολλές και θλιβερές.

Εκείνη μετά για έναν εύλογο καιρό
Ανησυχούσε διαρκώς για αυτό.

Κεφάλαιο Ε' (συνέχεια)
XXV
Μα να με το χέρι της το πορφυρό
Από τις αγουροξυπνημένες τις πεδιάδες η χαραυγή
Συνοδεύει μαζί με τον ήλιο λαμπρό
Την χαρούμενη ονομαστική γιορτή.

Απ' το πρωί των Λάριν η βιλάρα
Ήταν γεμάτη κόσμο. Της γειτονιάς οι πατεράδες
Μετά οικογενειών συνέρρεαν με κάρα,
Με έλκηθρα, με άμαξες, με αραμπάδες.

Στο χολ επικρατούσε μια αναστάτωση με  συνωστισμό.
Στη σάλα γίνονταν συστάσεις και η υποδοχή,
Γαβγίσματα μικρών σκυλιών, δεσποινίδων ασπασμοί,
Φασαρία, γέλια, στο κατώφλι ένα σπρωξίδι φιλικό,

Καλεσμένων υποκλίσεις και τεμενάδες,
Φωνές από παιδιά και αυστηρές μανάδες.

XXVI
Μετά συζύγου τροφαντής
Ήρθε ο Πουστιακόφ ο ευτραφής.
Ο Γκβόζντιν, νοικοκυραίος εξαιρετικός,
Των πάμφτωχων μουζίκων αρχηγός.

Οι Κτήνοφ, ζεύγος σεπτό και ο δικός τους σπόρος,
Τέκνα όλων των ηλικιών,
Ξεκινώντας από τριάντα έως δύο ετών.
Ο Κόκοροφ, της επαρχίας ο λεμοκοντόρος,

Ο Φασαριόζοφ, ο ξάδελφός μου, μεγάλη ιστορία,
Φορώντας ένα κασκέτο, τυλιγμένος σε γουναρικό
(Όσο για σας, τούτο σας είναι βέβαια γνωστό),
Και ο Φλιάνοφ, ένας σύμβουλος εν αποστρατεία,

Ορκισμένος κουτσομπόλης, γερο-αλεπού,
Καλοφαγάς, ρουσφετολόγος, με δόση μπόλικη του γελωτοποιού.

XXVII
Με την οικογένεια του Παμφίλου Χαρλικόφ
Ήρθε και ο μεσιέ Τρικέ απ' το Ταμπόφ,
Πνευματώδης ο άρτι αφιχθείς, με γυαλιά
Και κοκκινόμαλλη περούκα στα αραιά μαλλιά.

Ως γνήσιος Γάλλος, στην τσέπη ο Τρικέ
Για την Τατιάνα έφερε έναν ομοιοκατάληκτο κουπλέ
Με τη μουσική σε όλα τα παιδιά γνωστή:
Reveillez vous, belle endormie.

Ανάμεσα σε τραγούδια παλιακά σε ένα αλμανάκ
Είχε τυπωθεί αυτό το κουπλεδάκι.
Ο Τρικέ, ένας ποιητής ευρηματικός
Απ' τη λήθη το ανέσυρε στο φώς.

Και με τόλμη αντί την belle Nina
Έβαλε την belle Tatiana.

XXVIII
Και να, απ' τα περίχωρα τα κοντινά
Κατέφτασε αυτοπροσώπως ο λοχαγός,
Για τις παραφτασμένες δεσποινίδες ιδανικός γαμπρός,
Για τις μαμάδες της επαρχίας η ίδια η χαρά.

Μπήκε... Αχ, τι νέο κι αυτό!
Θα έχουν την ορχήστρα του στρατού!
Ο συνταγματάρχης ο ίδιος την έστειλε αυτού.
Τι χαρά! Θα έχει και χορό!

Τα κορίτσια πριν την ώρα πανηγυρίζουν
Μα έχει σερβιριστεί το δείπνο πια
Και τα ζεύγη προχωράνε στο τραπέζι χεραγκαλιά.
Οι δεσποινίδες την Τατιάνα περιτριγυρίζουν.

Οι άντρες αντίκρυ κατευθύνονται και κάνοντας σταυρό
Ο κόσμος οχλαγωγώντας πιάνει θέση στο τραπέζι γιορτινό.

XXIX
Προς ώρας οι κουβέντες σταματούν.
Τα χείλη αρχίζουν να μασούν.
Τριγύρω τα πιάτα και τα μαχαιροπήρουνα χτυπούν
Και τα ποτήρια αντηχούν.

Μα σύντομα οι καλεσμένοι σιγά σιγά
Ξεσηκώνουν έναν γενικευμένο σαματά.
Δεν ακούει κανείς, όλοι φωνασκούν,
Διαπληκτίζονται, στριγκλίζουν και γελούν.

Ξάφνου ανοίγουν οι πόρτες. Ο Λένσκι μπαίνει,
Μαζί με τον Ονέγκιν. "Αχ, Χριστέ! -
Φωνάζει η οικοδέσποινα: - Επιτέλους ήρθατε, καλέ!"
Στριμώχνονται οι καλεσμένοι,

Κάνουν χώρο, φέρτε καρέκλες μάνι μάνι.
Ο κόσμος τους δύο φίλους να καθίσει βάνει.

XXX
Κατευθείαν στην Τατιάνα τους βάζουν αντικριστά
Και πιο χλωμή της πρωινής Σελήνης,
Και πιο φοβισμένη της κατατρεγμένη ελαφίνης,
Εκείνη τα μάτια σκοτεινά

Δεν τα σηκώνει: μέσα της το ασυγκράτητο κοχλάζει πάθος.
Ζαλίζεται, κόβεται η ανάσα της απ' το άγχος.
Των δύο φίλων τους χαιρετισμούς
Δεν ακούει, τα δάκρυα απ' τους οφθαλμούς

Είναι έτοιμα να τρέξουν. Η καημένη
Κοντεύει να λιποθυμήσει.
Μα η βούληση και η λογική έχουνε υπερνικήσει.
Μια κουβέντα μετρημένη

Μέσα απ' τα δόντια είπε σιγανά
Και στο τραπέζι κατάφερε να μείνει τελικά.

XXXI
Τους κλονισμούς, τα δάκρυα για τραγωδίες,
Τις κοριτσίστικες λιποθυμίες,
Ο Ευγένιος να υποφέρει δεν μπορούσε πια:
Παλιά είχε υποφέρει πάμπολλα σαν κι αυτά.

Ο μυστήριος έχοντας βρεθεί σε μιαν τρικούβερτη γιορτή,
Ήδη ήταν θυμωμένος. Μα της νεαράς νωχελικής
Έχοντας προσέξει την κίνηση συγκινητική,
Κατέβασε τα μάτια λόγω ενοχής,

Πείσμωσε και εξοργισμένος,
Τον Λένσκι να κολάσει είχε ορκιστεί
Και για τα καλά να τον εκδικηθεί.
Και τώρα, τον θρίαμβο προαισθανόμενος

Βάλθηκε να ζωγραφίζει μες στο μυαλό
Τις καρικατούρες όλων των καλεσμένων στο χορό.

XXXII
Φυσικά όχι μόνο ο Ευγένιος μπορούσε να δει
Της Τατιάνας την ταραχή.
Μα την προσοχή των πάντων εκείνη τη στιγμή
Κέρδισε μια πίτα παχουλή

(Δυστυχώς, δεν τρωγόταν λόγω περίσσιου αλατιού)
Και να μες στην μποτίλια βουλωμένη με κερί,
Μεταξύ του μπλαν - μανζέ και του ψητού
Φέρνουν πια απ' το Τσιμλιάνσκ ένα κρασί

Και πίσω του μια σειρά απ' τα ποτήρια κολονάτα,
Ίδια η μέση σου, Ζιζί, στα νιάτα,
Κρύσταλλε της δικής μου της ψυχής,
Αντικείμενο της ποίησής μου αγαθής,

Του έρωτα το ελκυστικό φυαλίδιο, εσύ,
Που εξαιτίας σου έχω πάμπολλες φορές ξεμυαλιστεί.

XXXIII
Ελευθερωμένη απ' τον φελλό,
Η μποτίλια έσκασε. Το κρασί 🍷
Αφρίζει. Και να με την κορμοστασιά ευθυτενή,
Έχοντας την αγωνία του κουπλέ από καιρό,

Ορθός πετιέται ο Τρικέ.
Μπροστά του η μάζωξη τηρεί απόλυτη σιγή.
Η Τατιάνα ίσα που ανασαίνει. Ο Τρικέ,
Γυρίζοντας σε κείνη κρατώντας το χαρτί,

Βάλθηκε παράφωνα να τραγουδά.
Παλαμάκια, επευφημίες. Αναγκαστικά
Εκείνη υποκλίνεται στον αοιδό
Τον μετριόφρονα μας ποιητή αν και τρανό.

Στην υγειά της εορτάζουσας πίνει πρώτος ο Τρικέ
Και της εγχειρίζει τον κουπλέ.

XXXIV
Ξεκίνησαν οι ευχές και οι χαιρετισμοί.
Η Τατιάνα όλους τους ευχαριστεί.
Σαν έφτασε του Ευγένιου η σειρά,
Της κόρης η θλιμμένη η ματιά,

Η εξάντλησή της και η συστολή
Την λύπη του γεννήσαν μες στην ψυχή:
Σιωπηλά της υποκλίθηκε λοιπόν,
Μα το βλέμμα των δικών του των ματιών

Ήταν απίστευτα τρυφερό. Άραγε επειδή
Είχε στα αλήθεια συγκινηθεί,
Ή κατέφυγε σε έναν αθώο εμπαιγμό
Ακούσια ή έχοντας καλό σκοπό.

Μα μιαν τρυφεράδα φανέρωσε τούτη η ματιά:
Εκείνη ζωντάνεψε της Τάνιας την καρδιά.

XXXV
Ακούγεται το σύρσιμο των καρεκλών.
Το πλήθος προχωρά στη σάλα για χορό:
Όπως απ' την λαχταριστή κυψέλη των μελισσών
Το σμήνος θορυβώδες πετάει προς αγρό.

Ευχαριστημένος με το τραπέζι γιορτινό,
Ο γείτονας παρουσία του γείτονά του επιδίδεται σε ροχαλητό.
Στο τζάκι οι ντάμες κάθισαν κοντά.
Οι δεσποινίδες ψιθυρίζουν μες στη γωνιά.

Τα τραπέζια με τσόχα πράσινη έχουνε στηθεί
Και το καθένα τους μανιώδεις παίκτες προσκαλεί
Με το Boston και με το Ombre για τον παίκτη τον παλιό
Και με το Ουίστ που μένει ως τώρα ξακουστό,

Είναι πανομοιότυπη τούτη η φαμελιά,
Της αδηφάγου πλήξης όλα της τα παιδιά.

XXXVI
Οκτώ τριπλές παρτίδες έχουν παίξει
Οι παλαίμαχοι του Ουίστ και για όγδοη φορά
Έχουν αλλάξει θέσεις στο τραπέζι.
Και ήδη τσάι σερβίρουν. Μ' αρέσει η ώρα

Να προσδιορίζεται απ'  το γεύμα, απ' το βραδινό
Και απ' το σερβίρισμα του τσάι. Έτσι την ξέρουμε καλά
Μες στο χωριό με ράθυμο ρυθμό:
Το πιστό μας μπριγκέτ είν' η δική μας η κοιλιά.

Παρεμπιπτόντως μες στην παρένθεση θα πω
Ότι στις δικές μου τις στροφές μιλώ
Για φαγοπότια το ίδιο συχνά,
Όπως και για διάφορα πιάτα και ποτά,

Ίδιος εσύ, ω Όμηρε θεϊκέ
Εσύ, των τριάντα αιώνων αυθεντία-αοιδέ!

XXXVII. XXXVIII. XXXIX
Και πάλι φέρουνε το τσάι, οι δεσποινίδες νεαρές
Μόλις που πρόλαβαν να σερβιριστούν
Και ξαφνικά στη σάλα του χορού πίσω από τις θύρες σφαλιστές
Το φλάουτο και το φαγκότο αρχίσαν να ηχούν.

Έχοντας χαρεί με τους ήχους των μουσικών,
Το τσάι με ρούμι δεν αγγίζει,
Ο Πάρις των γύρω οικισμών,
Ο Κόκοροφ την Όλγα μας πλευρίζει,

Προς την Τατιάνα κατευθύνεται ο Λένσκι. Την κόρη του Χαρλικόφ,
Την παραφτασμένη νύφη, την έχει πάρει
ο ποιητής μου απ' το Ταμπόφ,
Την Πουστιακόβα ο Μπουγιάνοφ την αγκαζάρει.

Και χύθηκαν οι πάντες μες στη σάλα.
Και η δεξίωση ακτινοβολεί όλο ομορφιά το δίχως άλλο.

XL
Στου μυθιστορήματός μου την αρχή
(Βλέπε το τετράδιό μου το αρχικό)
Ήθελα σαν τον Αλμπάνι τον γνωστό
Της δεξίωσης μες στην Πετρούπολη να δώσω την περιγραφή.

Μα επιδιδόμενος στο χασομέρι των ρεμβασμών,
Ασχολήθηκα με μιαν ανάμνηση που αφορά
Τα ποδαράκια των γνωστών μου κυριών.
Παίρνοντας στο κατόπιν τα χνάρια σας στενά,

Ω, ποδαράκια, φτάνει πια να παραστρατώ!
Με το πέρασμα της νιότης μου τρελής
Είναι καιρός να βάλω πια μυαλό,
Στα έργα και στα λόγια να γίνω ευπρεπής

Και στο πέμπτο τετράδιο όσο μπορώ
Από τις παρεκβάσεις να απαλλαγώ.

XLI
Πανομοιότυπος και ελαφρός
Σαν τη δίνη της νεαρής ζωής ορμητική
Περιστρέφεται του βαλς ο στρόβιλος θορυβο ποιός.
Το ένα ζεύγος διαδέχεται το άλλο εν οφθαλμού ριπή.

Φτάνοντας στης εκδίκησης τη στιγμή,
Ο Ονέγκιν, γελώντας από μέσα πονηρά,
Την Όλγα πλησιάζει. Μαζί της σαν αστραπή
Βαλσάρει πέριξ των καλεσμένων επιδεικτικά.

Ύστερα την βάζει στη θέση όπου καθόταν πριν την αγκαζάρει,
Τη συζήτηση για κείνο και για τούτο ξεκινά.
Μετά μόλις από δύο λεπτά
Και πάλι συνεχίζει μαζί της να βαλσάρει.

Όλοι απορούν. Ο ίδιος ο Λένσκι απορεί
Δεν πιστεύει στα μάτια του επουδενί.

XLII
Ακούστηκε η μαζούρκα. Φορές
Όταν ηχούσε η μαζούρκα σαν βροντή,
Τα πάντα έτρεμαν στην σάλα λαμπερή,
Έτριζε κάτω απ' το τακούνι ο παρκές,
Ή
Τραντάζονταν τα τζάμια και τα γυαλικά.
Τώρα είναι αλλιώς: και εμείς ωσάν τις δεσποινίδες,
Γλιστράμε πάνω στις βερνικωμένες τις σανίδες.
Μα στις πολίχνες και στα χωριά

Η μαζούρκα δεν έχει χάσει
Την χάρη της παλιά:
Τακούνια, μουστάκια, χοροπηδητά
Όλα ίδια: δίχως να τα 'χει πειράξει

Ο τύραννός μας, η μόδα στανική,
Των νέων Ρώσων η ανοιχτή πληγή.

XLIII. XLIV
Ο Μπουγιάνοφ, αδερφούλης μου, εύθυμη καρδιά
Έφερε στον Ευγένιο κοντά
Την Τάνια με την Όλγα, γοργά
Ο Ονέγκιν την Όλγα πήρε για μιαν γυροβολιά.

Γλιστρώντας δίχως κόπο την οδηγεί
Και σκύβοντας κοντά της ψιθυρίζει τρυφερά
Κάποιο μαδριγάλι όλο προστυχιά
Και το χέρι της σφίγγει - και έχει φανεί

Στο φιλάρεσκο της το προσωπάκι
Το κοκκινάδι πιο πολύ.
Τα είδε όλα ο Λένσκι μου, το φιλαράκι,
Μες στης ζήλιας την οργή

Ο ποιητής την μαζούρκα να σταματήσει καρτερά
Και την φωνάζει για την επόμενη γυροβολιά.

XLV
Μα δεν μπορεί. Δεν μπορεί; Τι εννοεί;
Η Όλγα είχε υποσχεθεί τον επόμενο χορό
Στον Ονέγκιν. Ο θεέ, θεέ! Είναι δυνατόν;
Τι ακούει; Μπορούσε άραγε αυτή...

Απ' τα γεννοφάσκια, αν είναι δυνατόν,
Κοκέτα, άμυαλο μωρό!
Κι όμως ήδη ξέρει από πονηριά,
Και έχει μάθει κιόλας να απατά!

Ο Λένσκι το χτύπημα ν' αντέξει δεν μπορεί.
Ρίχνοντας κατάρες στις γυναίκες όλες,
Φεύγει, το άλογο ζητεί,
Καλπάζει. Δύο πιστόλες

Και τίποτ' άλλο - μονάχα μία σφαίρα
Θα ξεκαθαρίσει την δική του μοίρα σε μία μέρα.































Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο