Κεφάλαιο Δ', Ευγένιος Ονέγκιν του Αλεξάντρ Σεργκέγεβιτς Πούσκιν, μτφρ. - απόδοση Ρανελένα
La morale est dans la nature des choses.
Necker.
Η ηθικότητα βρίσκεται στη φύση των πραγμάτων
Νέκκερ
I (σε άλλη έκδοση έχουν παραλειφθεί οι στροφές I. II. III. IV. V. VI.)
Με κυβερνούσε στης ζωής μου τις αρχές
Χαριτωμένο και πονηρό το φύλο το ασθενές.
Ο μόνος νόμος που για μένα τότε ήταν σε ισχύ
Η δική του αυθαιρεσία δεσποτική.
Με το που άνθιζε η δική μου η ψυχή,
Μια γυναίκα μες στην καρδιά μου έκανε ποδαρικό
Ως μια θεότητα αγνή.
Εξουσιάζοντας τα συναισθήματα και το μυαλό
Εκείνη είχε της τελειότητας την αρμονία.
Μπρος της έλιωνα μες στην σιωπή:
Η αγάπη της μου είχε φανεί
Ως άφθαστη ευδαιμονία.
Γονατιστός στα ποδαράκια λατρευτά ή να πεθαίνω ή να ζω -
Κάτι παραπάνω δεν μπορούσα να λαχταρώ.
II
Και ξάφνου γινόταν ένα πλάσμα μισητό
Και έτρεμα, και δάκρυα έχυνα κρυφηδόν,
Μέσα της αναγνώριζα με θλίψη και θυμό
Ένα δημιούργημα δυνάμεων μυστήριων και σκοτεινών.
Το βλέμμα της διαπεραστικό,
Τα λόγια, η φωνή, το χαμόγελο περιπαικτικό -
Τα πάντα ήταν δηλητηριασμένα
Με την κακούργα την απιστία εμποτισμένα,
Όλα μέσα της διψούσαν για δάκρυ και στεναγμό,
Το δικό μου αίμα έχοντας για την τροφή...
Φορές την έπαιρνα για ένα μάρμαρο ψυχρό
Πριν του Πυγμαλίωνα την προσευχή
Ακόμα κρύο και βουβό,
Μα σύντομα ζεστό και ζωηρό.
III
Με λόγια του προφήτη - ποιητή
Να μιλήσω θα μου επιτραπεί:
Η Θεμίρα, η Δάφνη και η Λιλέτα ήδη
Από μένα έχουν δωθεί στη λήθη.
Μα ανάμεσα σε αυτές υπήρχε μία
Αιχμάλωτος αυτής και μόνο ήμουν για καιρό -
Μα με αγαπούσαν τάχα τον παρία;
Ποια και πού, και για πόσον τελικά καιρό; ...
Ποιος ο λόγος να το μάθετε εσείς; Το θέμα δεν είναι αυτό!
Ό, τι έγινε, εκείνο πέρασε, είναι σκέτη ανοησία
Το θέμα είναι ότι από εκείνον τον καιρό
Μου έχει παγώσει η καρδία,
Έχει κλείσει για έρωτες εκείνη πια,
Όλα μέσα της είναι άραχνα και σκοτεινά.
IV
Έχω μάθει ότι οι ίδιες οι κυρίες
Εκμυστηρεύοντας τα μύχια της ψυχής,
Δεν μπορούν παρά να μας θαυμάζουν και να έχουν απορίες
Τον εαυτό τους εκτιμώντας μετά κρίσεως αυστηρής.
Ο ιδιότροπος μας θαυμασμός
Τους φαίνεται διασκεδαστικός.
Και απ' την δική μας την πλευρά
Φαινόμαστε γελοίοι πραγματικά.
Μπαίνοντας με δίχως προφυλάξεις κάτω απ' το δικό τους τον ζυγό,
Την αγάπη τους καρτερούμε για αμοιβή.
Την αγάπη επικαλούμαστε μες στον παροξυσμό,
Λες και είναι δυνατόν κανείς να απαιτεί
Απ' τις πεταλούδες και απ' τα κρίνα ανθισμένα
Τα συναισθήματα βαθιά και παθιασμένα!
V
Να σας αποκαλύψω τάχα πως ευχαρίστηση μοναδική
Είχα εκείνην την εποχή.
Η τύφλωσις μου ήταν μια των εμπειριών γλυκυτέρων
Μα για αυτήν λυπήθηκα εκ των υστέρων.
Μα εγώ με το μυστικό ελκυστικό
Δεν βασανιζόμουν για πολύ καιρό...
Επειδής με βοήθησαν οι ίδιες οι κοπελιές,
Ψιθυρίζοντάς μου μια λέξη μοναχές,
Εκείνη τοις πάσι ήτανε γνωστή
Και σε κανέναν εδώ και αρκετό καιρό
Δε φαινόταν μήτε αστεία μήτε κουτή.
Έτσι λύνοντας τούτο το μυστικό
Είπα: φίλοι μου, ήταν τόσο δα απλό,
Μα πόσο αφελής ήμουν εγώ.
VI
Οι ρέμπελες έγνοιες των παθών
Έχουν περάσει πια ανεπιστρεπτί!
Στον ύπνο μιας των απαθών ψυχών
Ο έρωτας δεν πρόκειται να προκαλέσει κάποια ταραχή.
Άνευ σημασίας η ομορφιά της ακολασίας
Μέχρις ενός σημείου λάμπει και την γοητεία ακαταμάχητη ασκεί.
Είναι καιρός της νιότης τις αμαρτίες
Να ισοφαρίσω με την υπόλοιπη ζωή!
Είχε αμαυρώσει η φήμη κοσμική
Τα χρόνια μου τα νεαρά.
Την βοηθούσε η διαβολή
Και την φιλία κατάφερνε να ξεγελά,
Μα η κρίση της φήμης της τυφλής ευτυχώς
Διαψεύδεται φορές ολοσχερώς!..
VII
Της γυναίκας όσο λιγότερο της δίνουμε ελπίδα,
Τόσο πιο εύκολα αρέσουμε σε κείνη
Και τόσο πιο σίγουρα την πιάνουμε μες στην παγίδα
Με τα δίχτυα γεμάτα με σαγήνη.
Φορές η ακολασία εν ψυχρώ
Περνιόταν για επιστήμη στα ερωτικά,
Διατρανώνοντας παντού τον εαυτό
Και απολαμβάνοντας χωρίς να αγαπά.
Μα το σπουδαίο τούτο το παιχνίδι μοναχά
Στους γερο-πιθήκους και ταιριάζει
Τότε που ζούσε των παππούδων η γενιά
Των Λάβλεϊς η φήμη πάει, έχει ξεθωριάσει
Μαζί με την φήμη των κόκκινων των τακουνιών
Και των μεγαλόπρεπων των περουκών.
VIII
Όποιος δεν ενοχλείται να προσποιείται
Και ποικιλοτρόπως με το ίδιο κάθε φορά να ασχολείται,
Προσπαθώντας να πείσει για αυτό,
Για το οποίο όλοι είναι πεπεισμένοι εδώ και αρκετό καιρό,
Να ακούς όλο τις ίδιες αντιρρήσεις,
Να αίρεις τις προκαταλήψεις,
Που δεν υπήρχαν ποτέ των ποτών
Σ' ένα κοριτσάκι δεκατριών ετών!
Ποιον δεν θα κουράσουν οι απειλές,
Ο φόβος ο πλαστός, οι όρκοι, οι προσευχές,
Οι πολυσέλιδες επιστολές,
Οι απάτες, οι βέρες, τα δάκρυα, οι διαβολές,
Ο έλεγχος των μανάδων, των θειών
Και η βαριά φιλία των ανδρών!
IX
Ο Ευγένιός μου σκεφτόταν έτσι ακριβώς.
Στην πρώτη νιότη του αυτός
Υπήρξε θύμα παραπλανήσεων σφοδρών
Και αχαλίνωτων παθών.
Έχοντας καλομάθει στης ζωής του την πορεία
Προσωρινά απ' το ένα γοητευμένος,
Από κάτι άλλο απογοητευμένος,
Βασανισμένος απ' την επιθυμία
Βασανισμένος απ' την εύκολη επιτυχία,
Ακούγοντας και στην φασαρία και στην ησυχία
Τα ασίγαστα παράπονα της ανικανοποίητης ψυχής
Το χασμουρητό καταπνίγοντας με γέλωτα της χαράς προσποιητής.
Έτσι σπατάλησε τα χρόνια τα οκτώ
Χάνοντας της νιότης τον ανθό.
X
Πια δεν ερωτευόταν τις καλλονές
Και διήγε όπως όπως τη ζωή.
Στην απόρριψη - έβρισκε αμέσως παρηγοριές
Στην απιστία - ήταν περιχαρής να ξεκουραστεί.
Τις κυνηγούσε με δίχως ενθουσιασμό,
Και τις εγκατέλειπε με δίχως ευσπλαχνία.
Θυμούμενος ελάχιστα την δική τους αγάπη και θυμό.
Σάμπως ένας καλεσμένος όλο αδιαφορία
Πηγαίνει να παίξει ουίστ σε μια σουαρέ,
Κάθεται. Η παρτίδα τελειώνει, διαλύεται το καρέ.
Εκείνος φεύγει απ' την οικία
Και στο σπίτι του αποκοιμιέται μες στην ησυχία.
Και ο ίδιος δεν ξέρει το πρωί,
Πού το επόμενο βράδυ θα βρεθεί.
XI
Μα παίρνοντας της Τάνιας την επιστολή,
Ο Ονέγκιν είχε ειλικρινώς συγκινηθεί:
Η γλώσσα των κοριτσίστικων της ρεμβασμών
Μέσα του ξεσήκωσε τη θύελλα συλλογισμών.
Και θυμήθηκε της Τάνιας της γλυκιάς
Και τη χλωμάδα και την όψη μελαγχολική.
Και μες στην ονειροπόληση αγνή
Με την ψυχή βυθίστηκε μεμιάς.
Ίσως των παλιών συναισθημάτων τα πάθη
Τον είχαν καταλάβει για μιαν στιγμή
Μα δεν ήθελε να καταφύγει στην απάτη
Ξεγελώντας μιαν εύπιστη, αγνή ψυχή.
Και τώρα στον κήπο θα μεταφερθούμε αυθημερόν
Όπου η Τατιάνα είχε συναντηθεί με αυτόν.
XII
Επί δύο λεπτά μείναν σιωπηλοί
Ο Ονέγκιν πήγε να την πλησιάσει
Λέγοντάς της: "Μου έχετε γράψει μια επιστολή,
Μην το αρνείστε. Την έχω διαβάσει
Την κατάθεση μιας εύπιστης ψυχής,
Της άδολης αγάπης την εξομολόγηση ειλικρινή.
Η ειλικρίνειά σας μου είναι συμπαθής.
Εκείνη έχει ξεσηκώσει την ταραχή
Στα συναισθήματα που έχουν νεκρωθεί καιρό.
Μα σκοπό δεν έχω να σας επαινώ.
Θα σας ανταποδώσω τον λόγο σας ειλικρινή
Με την ίδια ειλικρίνεια με δίχως όποια περιστροφή.
Δεχτείτε την εξομολόγηση μου, σας παρακαλώ:
Σπεύδω στην κρίση σας να παραδοθώ.
XIII
Εάν σε κύκλο οικογενειακό
Θα ήθελα να περιορίσω τη ζωή,
Εάν μου όριζε η μοίρα μου καλή
Ως πατέρας, σύζυγος να πορευτώ.
Εάν η οικογενειακή μου θαλπωρή
Θα με καθήλωνε έστω για μιαν στιγμή,-
Τότε, εκτός από εσάς κι μόνο ασφαλώς
Δε θα' ψαχνά μνηστή αλλού όντας γαμπρός.
Με δίχως φιλοφρονήσεις φανταχτερές θα πω
Έχοντας βρει το ίνδαλμά μου το παλιό,
Εσάς μονάχα θα είχα ως της καρδιάς μου εκλεκτή
Ως μία φίλη στη ζωή μου θλιβερή,
Ως μια εγγύηση για όλα τα καλά της γης,
Και όσο μπορούσα... θα ήμουν ευτυχής!
XV
Τι είναι χειρότερο από μια φαμελιά
όπου η καημένη η κυρά
Έναν άνδρα ανεπρόκοπο θρηνεί
Νυχθημερόν και μοναχή.
Όπου ο σύζυξ βαρετός, γνωρίζοντας τη δική της την αξία
(Κι όμως ξεστομίζοντας κατάρες για τη μοίρα),
Πάντα κακόκεφος και σιωπηλός,
Θυμωμένος, ζηλότυπος και ταυτόχρονα ψυχρός!
Έτσι είμαι κι εγώ. Δεν μπορεί να ψάχνατε έναν
Τέτοιον με την αγνή σας και φλογερή ψυχή,
Όταν με αμεσότητά σας ζηλευτή,
Με τέτοιες σκέψεις γράφατε σε μένα;
Έναν τέτοιον κλήρο δεν μπορεί
Να σας έχει ορίσει η μοίρα σας σκληρή.
XVI
Στα όνειρα, όπως και στα νιάτα δεν έχει επιστροφή.
Δεν πρόκειται να ξανανιώσει η δική μου η ψυχή...
Όπως θα σας αγαπούσε ένας αδερφός, σας αγαπώ
Ή ίσως με τον τρόπο ακόμη πιο τρυφερό.
Ακούστε με λοιπόν με δίχως την οργή
Θα αλλάξει πολλάκις η δεσποινίς η νεαρά
Με όνειρα τα όνειρά της τα παλιά
Όπως τα φύλλα του ένα δεντρί
Αλλάζει με της άνοιξης την εποχή.
Έτσι το αποφάσισαν οι ουρανοί
Θα αγαπήσετε και πάλι χωρίς αμφιβολία.
Μα στο εξής να έχετε την αυτοκυριαρχία.
Ίσως να σας παρεξηγήσουν την επόμενη φορά.
Η απειρία οδηγεί στη συμφορά.
XVII
Αυτές ήταν του Ευγένιου οι νουθεσίες
Με μάτια βουρκωμένα, μη μπορώντας να δεί μπροστά,
Ίσα που ανάσαινε με δίχως αντιλογίες,
Τον άκουγε η Τάνια προσεκτικά.
Εκείνος της πρόσφερε το χέρι του. Μελαγχολικά
(Ως λένε, μηχανιστικά)
Η Τατιάνα στηρίχτηκε επάνω του όντας σιωπηλή,
Και κρέμασε θλιμμένα την κεφαλή.
Τράβηξαν στο σπίτι φέρνοντας τον κήπο μια γυροβολιά.
Εμφανίστηκαν μαζί
Και κανείς δεν τόλμησε να τους την πει.
Έχει η χωριάτικη ελευθεριά
Δικά της δικαιώματα και τυχερά,
Όπως και η Μόσχα όλο ξιπασιά.
XVIII
Θα συμφωνήσετε, αναγνώστα μου αγαπητέ
Πως ο φίλος μας συμπεριφέρθηκε καλά
Στην Τάνια μας πιο θλιμμένη από ποτέ
Μας παρουσίασε εδώ και όχι για πρώτη του φορά
Την ακεραιότητα που είχε η δική του ευγενική ψυχή
Αν και η υστεροβουλία του κόσμου τούτου
Στο απυρόβλητο δεν άφησε τίποτε δικό του
Είτε οι φίλοι του είτε οι εχθροί
(Ίσως ανάμεσά τους δεν υπάρχει κάποια διαφορά)
Τον κακοσχολίαζαν δεξιά ζερβά.
Όλοι μας και ο καθείς ξεχωριστά έχουμε εχθρούς,
Μα, ω θεέ, φύλαξε μας απ' τους φίλους τάχα μου καρδιακούς!
Αχ, φίλοι, φίλοι, νισάφι πια και η παρέα,
Δεν σας θυμήθηκα τυχαία!
XIX
Γιατί αυτό; Κοιμίζω με αυτή την τεχνική
Τις φρούδες, μαύρες σκέψεις.
Και μόνο μες στις παρενθέσεις
Παρατηρώ πως δεν υπάρχει διαβολή
Που από έναν ψεύτη πάνω στη σοφίτα είχε γεννηθεί
Και από την κοσμική σαβούρα είχε ενθαρρυνθεί,
Που δεν υπήρχε ποτέ μια τέτοια ανοησία
Μήτε τα στιχάκια τα γελοία
Τα οποία ο φίλος σας όλο χαμόγελα και πονηριές
Στον κύκλο των κυρίων εκλεκτό
Χωρίς κακία και χωρίς κάποιον ιδιαίτερο σκοπό
Δε θα τα επαναλάμβανε καταλάθος τάχα ίσαμε εκατό φορές
Εκείνος κόπτεται για σας στο μεταξύ:
Σας αγαπά τόσο πολύ...σαν να' ταν αδερφή ψυχή!
XX
Χμ! Χμ! Ω, ευγενικέ μου αναγνώστα,
Πώς πάει η υγεία όλων των δικών σας συγγενών;
Επιτρέψτε, μήπως θα θέλατε λοιπόν
Τώρα να μάθετε από εμένα
Τι ακριβώς είναι οι συγγενείς.
Οι συγγενείς σας είναι ως εξής:
Έχουμε χρέος να τους αγαπάμε,
Να τους κανακευουμε και να τους τιμάμε
Και, σύμφωνα με τα έθιμα λαϊκά
Να τους επισκεπτόμαστε στων Χριστουγέννων την παραμονή
Ή με το ταχυδρομείο να τους στέλνουμε τα χρόνια πολλά
Ώστε όλη τη χρονιά λοιπή
Να ξεκουμπιστούν στου Θεού την ευχή
Και να μην μας ενοχλούν επ' ουδενί!
XXI
Και όμως η αγάπη των δεσποινίδων νεαρών
Είναι πιο αξιόπιστη απ' τη συγγένεια και τη φιλία:
Πάνω σε αυτήν ακόμα και στην εποχή των ταραχών
Διατηρείτε τη δική σας δικαιοδοσία.
Έτσι είναι. Μα ο στρόβιλος του συρμού
Μα η ιδιοτροπία του χαρακτήρα νεαρού,
Μα της κοινής γνώμης η ροή...
Και το φύλο το ασθενές, είναι σαν πούπουλο λαφρύ
Συν τοις άλλοις η γνώμη του συζύγου λατρευτού
Για μια μια γυναίκα όλο αρετή
Πάντα πρέπει να απολαμβάνει σεβασμού.
Όμως και η δική σας σύντροφος πιστή
Μπορεί να τύχει να παρασυρθεί μεμιάς:
Με την αγάπη παίζει ο ίδιος ο σατανάς.
XXII
Ποιον να εμπιστευόμαστε; Ποιον να αγαπούμε τελικά;
Ποιος ανάμεσα σε όλους θα παραμείνει πιστός παρά τις έλξεις;
Που όλες τις πράξεις του και όλες του τις λέξεις
να προσαρμόζει στα δικά μας τα σταθμά;
Που δε θα σπείρει συκοφαντίες επ' ουδενί;
Που θα μας φροντίζει με κάθε προσοχή;
Που το ελάττωμά μας δεν τον ενοχλεί;
Που δε θα πλήξουμε ποτέ μαζί;
Μιας οπτασίας, ω επίδοξέ μου κυνηγέ,
Μη χαραμίσεις τους κόπους σου επί ματαίω,
Αγάπα τον εαυτό σου όσο ποτέ,
Ω αναγνώστα μου, τιμιότατε και θαρραλέε!
Ένα αντικείμενο άξιο και γι' αυτό
Δεν υπάρχει τίποτα πιο αξιαγάπητο απ' αυτό.
XXIII
Ποιο ήταν το επακόλουθο του ραντεβού;
Αλίμονο, η μαντεψιά είναι απλή!
Η παραφορά του πάθους ερωτικού
Δεν έπαψε την ταραχή να προκαλεί
Μες στην νεαρά ψυχή θλιμμένη,
Μα με πάθος τρανύτερο και όλο λύπη
Φλέγεται η Τατιάνα μας καημένη.
Το κρεβάτι της ο ύπνος οριστικά εγκαταλείπει.
Η υγεία, η γλύκα, το χρώμα ζωηρό,
Το χαμόγελο, της κόρης η πραότης,
Όλα χάθηκαν όπως σκορπάει η ηχώ
Και μαραζώνει της Τάνιας η νεότης.
Έτσι φοράει της θύελλας τη σκιά
Η καινούρια μέρα που μόλις ανέτειλε δειλά δειλά.
XXIV
Φευ! Η Τατιάνα μαραζώνει,
Χλωμή, αμίλητη, μέρα με τη μέρα λιώνει!
Τίποτε δεν την απασχολεί,
Τίποτε δεν αγγίζει την δική της την ψυχή.
Κουνώντας τα κεφάλια με μομφή
Μεταξύ τους οι γείτονες μιλούν ψιθυριστά:
Είναι καιρός, είναι καιρός να παντρευτεί!...
Φτάνει όμως, πρέπει όσο γίνεται πιο γοργά
Να διασκεδάσω τη φαντασία του ακροατή
Με μιας αγάπης ευτυχισμένης την περιγραφή
Μα αγαπητοί μου, χώρια
Από την θέλησή μου με κωλύει η στενοχώρια.
Να με συγχωρείτε που αγαπώ τόσο πολύ
Την Τατιάνα μου καλή!
XXV
Υποτασσόμενος σιγά σιγά
Στης Όλγας την ομορφιά,
Ο Βλαδίμηρος στην γλυκιά σκλαβιά
Παραδίνεται ολοκληρωτικά.
Την ακολουθεί παντού. Μες στο δικό της το κονάκι.
Εκείνοι κάθονται μες στο σκοτάδι παρεάκι.
Στον κήπο πιασμένοι χέρι χέρι
Πρωί πρωί βολτάρουν δίπλα στο παρτέρι.
Και τι λοιπόν; Απ' την αγάπη μεθυσμένος,
Αμήχανος από της συστολής τα δεσμά
Εκείνος μόλις που τολμά
Απ' το χαμόγελο της Όλγας ενθαρρυμένος
Να παίζει με τα δικά της τα μαλλιά
Ή την άκρη του δικού της ρούχου να φιλά.
XXVI
Εκείνος διαβάζει στην Όλγα πού και πού
Κάνα μυθιστόρημα γεμάτο διδαχές
Όπου περί της φύσεως οι γνώσεις του δημιουργού
Ήταν κι απ' του Σατωβριάνδου πιο πολλές.
Στο μεταξύ δυο-τρεις σελίδες
(Ανοησίες, διάφορα σαχλά
Και επικίνδυνα για νεανίδες)
Εκείνος αναψοκοκκινισμένος προσπερνά.
Από το πλήθος ξεμοναχιασμένοι
Πάνω απ' την σκακιέρα σκυφτοί
Στο τραπέζι και οι δυο ακουμπισμένοι,
Ο καθένας θέλει τάχα την κίνησή του να καλοσκεφτεί
Και ο Λένσκι την βασίλισσα με ένα πιόνι
Μπερδεύει μες στο δικό του το αφιόνι.
XXVII
Ακόμα κι αν φύγει από το σπίτι τους μακριά
Εκείνος και πάλι με την Όλγα του θα ασχοληθεί.
Του άλμπουμ τα φύλλα τα λευκά
Για αυτήν στολίζει με μεγάλη προσοχή:
Μια της υπαίθρου τα τοπία ως ζωγραφιά πασχίζει να καταφέρει
Μια ταφόπλακα, της Αφροδίτης το ναό
Ή πάνω στη λύρα ένα περιστέρι
Με τις μπογιές και με το φτερό.
Μια πάνω στου αναμνηστικού το χαρτί
Πιο κάτω απ' των άλλων την υπογραφή
Αφήνει ένα στιχάκι τρυφερό,
Των ρεμβασμών ένα μνημείο σιωπηλό,
Της σκέψης αστραπιαίας ίχνος μακρινό,
Ίδιο και απαράλλαχτο μετά από πολύ καιρό.
XXVIII
Έχετε δει πολλάκις φυσικά
Ένα λεύκωμα μιας δεσποινίδας απ' την επαρχία,
Που όλες οι φίλες της το είχαν μουντζουρώσει με επιτυχία
Απ' άκρη σε άκρη και ανακατωτά.
Εδώ αντίθετα με τους κανόνες ορθογραφίας,
Στιχάκια δίχως μέτρο, από παράδοση λαϊκή
Έχουν γραφτεί σε ένδειξη φιλίας
Και αναλόγως έχουν προσαρμοστεί.
Στο πρώτο φύλλο γράφει γαλλιστί
Qu'ecrirez-vous sur ces tablettes,
Ακολουθεί η υπογραφή: t. a v. Annеttе.
Και στο τελευταίο υπάρχει μια επιγραφή:
"Όποιος περισσότερο σε αγαπά,
Ας γράψει από μένα πιο πολλά".
XXIX
Θα βρείτε οπωσδήποτε εδώ
Δυο καρδιές, λουλούδια και έναν φλεγόμενο πυρσό.
Σίγουρα θα βρείτε όρκους από δω κι από κει
Για την ως τον τάφο αγάπη παντοτινή.
Κάποιος ποιητάκος, αξιωματικός στρατού
Θα στριμώξει εδώ κάνα ποιηματάκι εκ του πονηρού.
Μες σε τέτοιο λεύκωμα, φίλοι μου, ομολογώ
Πως θα χαιρόμουν να' γραφα κι εγώ,
Όντας πεπεισμένος βαθιά μες στην ψυχή,
Που όποια δική μου σαχλαμάρα και δουλειά
Θα κέρδιζε μιαν ευγνώμονα ματιά
Και πως κατόπιν με σκοπό τη διαβολή
Δε θ' άρχιζαν να αναλύουν με σπουδή,
Αν είχα πει αλήθεια ή ουχί.
XXX
Αλλά εσείς, ω τόμοι σκόρπιοι και απαίσιοι
Απ' τη βιβλιοθήκη των διαβόλων,
Τα άλμπουμ τα θεσπέσια,
Βάσανος μοδάτων ριμαδόρων,
Εσείς, που είστε στολισμένοι αφειδώς
Με του Τολστόι τα θαυματουργά πινέλα
Ή με του Μπαρατίνσκι την σπουδαία πένα,
Ας σας κατακαύσει ο θείος κεραυνός!
Όταν μια ντάμα όλο χάρη
Μου δίνει το δικό της το σημειωματάρι,
Με διακατέχουν τα ρίγη και η οργή,
Και ένα επίγραμμα μέσα μου σκυρτεί
Βαθιά μες στην ψυχή
Ενώ εκείνη για ένα μανδριγάλι αδημονεί!
XXXI
Ο Λένσκι δεν γράφει μανδριγάλια
Μες στο άλμπουμ της Όλγας νεαρής.
Η πένα του την αγάπη στάζει αγάλι αγάλι,
Και αστράφτει με την οξύνοια της ψυχής.
Ό, τι και να παρατηρηθεί, ό, τι και να ακουστεί
Για την Όλγα, ποίηση το κάνει
Και, γεμάτες αλήθεια σπαρταριστή,
Κυλάνε οι ελεγείες σαν ποτάμι.
Ω Γιαζίκοβ μου εμπνευσμένε, έτσι κι εσύ
Μες στης καρδιάς σου την ορμή,
Υμνείς ένας Θεός γνωρίζει ποιον
Και η ακριβή σου συλλογή των ελεγειών
Θα σου θυμίσει κάποια στιγμή
Όλη την πορεία απ' την δική σου την ζωή.
XXXII
Μα κάνε ησυχία να ακούσεις. Ο αυστηρός κριτής
Προστάζει να βγάλουμε εμείς
Το μαραμένο το στεφάνι των ελεγειών
Και στους δεξιοτέχνες των ριμών
Φωνάζει: "Φτάνουν πια οι οδυρμοί,
Και οι ίδιοι πάντα κοασμοί,
Για τα ίδια, για τα περασμένα να θρηνείτε
Α, φτάνει, άλλα πια να εξυμνείτε!"
- Έχεις δίκιο και θα μας υποδείξεις με δίχως ενοχή
Τη σάλπιγγα, το προσωπείο και το εγχειρίδιο στη θήκη,
Και των συλλογισμών την ανεκμετάλλευτη παρακαταθήκη
Θα δώσεις διαταγή παντού ν' αναστηθεί:
Έτσι δεν είναι, φίλε; - Όχι δα, τότε οι ωδές;
"Γράψτε τις ωδές, ω κύριοι μου ποιητές,
XXXIII
Όπως τις έγραφαν στα χρόνια γεμάτα ένδοξες στιγμές,
Όπως συνήθιζαν παλιά..."
- Μόνο οι πανηγυρικές ωδές!
Και φτάνει, φίλε, μήπως έχουν σημασία όλα αυτά;
Για θυμίσω, τι είπε ο παλιός!
Της "Μόδας ξενικής" ο πανούργος λυρικός
Δεν μπορεί να' ναι πιο υποφερτοί ούτε καν με όρους
Απ' τους δακρύβρεχτους μας ριμαδόρους; -
"Κι όμως το παν στην ελεγεία είναι ποταπό.
Ο στόχος της είναι ελεεινός,
Ενώ ο στόχος της ωδής είν' υψηλός
Και ευγενικός..." Θα μπορούσαμε εδώ
Να διαφωνήσουμε, μα εγώ σιωπώ:
Δυο αιώνες να μαλώσουν δεν επιθυμώ.
XXXIV
Της δόξης και της λευτεριάς μεγάλος θαυμαστής
Έχοντας σκέψεις που προκαλούν την θύελλα της ταραχής,
Ο Βλαδίμηρος θα έγραφε και τις ωδές,
Μα η Όλγα δεν διάβαζε αυτές.
Αν έχει τύχει σε δακρύβρεχτους μας ποιητές
Να απαγγέλλουν ενώπιον των αγαπημένων τους γυναικών
Τα έργα τους; Λένε στον κόσμο των λαϊκών
Ότι δεν υπάρχει πιο ψηλή απ' τις ανταμοιβές.
Πράγματι, μακάριος ο ταπεινός μας εραστής,
Που απαγγέλλει τα όνειρά του ως ποιητής
Στον αποδέκτη της αγάπης και των ασμάτων, στην καλλονή
Που είναι ευχάριστα νωχελική!
Μακαριστός... αν και εκείνη μπορεί να αναζητεί
μια διασκέδαση εντελώς διαφορετική.
XXXV
Μα τους καρπούς εγώ των ρεμβασμών
Και των στιχουργικών μου ασχολιών
Διαβάζω μονάχα στη γριούλα νένα,
Φίλη της νιότης μου, κι από κει και πέρα σε κανέναν.
Εκτός κι αν μετά το δείπνο βαρετό
Έναν γείτονα που με επισκέφτηκε χωρίς σκοπό
Πιάνοντας τον απ' τον κόρφο ξαφνικά,
Τον πνίγω απαγγέλλοντας του την τραγωδία στη γωνιά.
Ή (καθόλα αστειευόμενος)
Βασανισμένος απ' την πλήξη και το παιχνίδι των ριμών,
Πάνω απ' τη λίμνη περιπλανώμενος,
Τρομάζω το σμήνος των αγριοπαπιών:
Εκείνες ακούγοντας τις γλυκολάλαλες στροφές,
Πετούν μακριά από τις όχθες θες δε θες.
XXXVI. XXXVII
Μα τι απέγινε ο Ονέγκιν; Βαστάτε, αδέρφια!
Σας ζητάω λίγη υπομονή:
Στην ρουτίνα του καθημερινή
Δε θα παραλείψω να αναφερθώ με κάθε λεπτομέρεια.
Ο Ονέγκιν ζούσε μια ζωή αναχωρητή
Το καλοκαίρι σηκωνόταν πρωί πρωί
Πεζοπορώντας προς την όχθη του ποταμού
Που έρεε στους πρόποδες βουνού.
Μιμούμενος της Γκουλνάρας τον τραγουδοποιό,
Αν και κείνος είχε έναν κοτζάμ Ελλήσποντο διαπλεύσει κολυμπώντας
Ο τούτος στη συνέχεια το καφεδάκι του ρουφώντας,
Ξεφύλλιζε ένα της κακιάς ώρας περιοδικό
Και ντυνότανε σιγά σιγά...
XXXVIII. XXXIX
Βόλτες, βιβλία, ύπνος βαθύς,
Ίσκιοι του δάσους, κελαρύσματα του ρυακιού
Ενίοτε μιας μαυρομάτας ασπρουδερής
Η φρεσκάδα του νεανικού φιλιού,
Ένα καπιστρωμένο ατίθασο άτι,
Ένα γεύμα όλο ευωχία,
Λευκού οίνου ένα γεμάτο κανάτι,
Απομόνωση και ησυχία:
Ορίστε του Ονέγκιν η ζωή αγία.
Επιδόθηκε σε αυτήν με δίχως ίχνος ενδοιασμού
Μη μετρώντας τις μέρες του καλοκαιριού
Μες στην ευχαρίστηση γλυκεία,
Ξεχνώντας την φασαρία της πόλης και των παρεών
Και την πλήξη των διασκεδάσεων κενών.
Κεφάλαιο Δ' (συνέχεια)
XL
Μα το καλοκαίρι μας είναι ψυχρό και φυσικά
Των χειμώνων του νότου είναι μια απομίμησις φαιδρά.
Θα λάμψει για λίγο και πάει: τοις πάσι είναι πια γνωστό,
Και όμως να το παραδεχτούμε μας φαίνεται κακό.
Φθηνόπωρο ανάσαινε πια ο ουρανός,
Πιο σπάνια πια ο ήλιος χάριζε το φώς,
Γινότανε η μέρα πιο μικρή,
Δασών η φυλλωσιά πυκνή
Με ένα θρόισμα θλιμμένο ξεγύμνωνε κλαδιά,
Χωράφια σκεπάζονταν με μιαν αχλύ,
Ένα καραβάνι αποδημητικά πουλιά
Τραβούσε νότια: ερχόταν με σπουδή
Μια εποχή, η πιο βαρετή όλων των εποχών.
Ο Νοέμβρης ευρίσκετο προ των πυλών.
XLI
Σηκώνεται η αυγή μες στην καταχνιά πρωινή.
Στα χωράφια κόπασε ο ήχος απ' την αξίνα
Ο λύκος με τη δική του λύκαινα θα βγει
Στη στράτα σπρωγμενος απ' την πείνα.
Μυρίζοντας τον κίνδυνο την ίδια ώρα
Το άλογο χλιμιντρίζει και ο αναβάτης προσεκτικός
Τραβάει με όλη του τη μπόρεση την ανηφόρα.
Την χαραυγή δε ο βοσκός
Δεν βγάζει απ' το στάβλο τις γελάδες
Και στον κύκλο την ώρα μεσημβρινή
Ο αυλός του δεν τις καλεί.
Στις ίσμπες τραγουδώντας οι κυράδες
Γνέθουν και τρίζει ενώπιον αυτών
Ένα λυχνάρι, φίλος των χειμερινών βραδιών.
XLII
Και να ήδη ζυγώνει η παγωνιά φουριόζα
Και μες στα χωράφια λαμπυρίζουν τα ασημιά...
(Ο αναγνώστης περιμένει για ρίμα ρόδα.
Να παρ ' την, όσο μπορέσεις πιο γοργά!)
Απ' τον μοδάτο τον παρκέ πιο λαμπερά
Αστράφτει το ποτάμι φορώντας πάγο,
Των αγοριών μια θορυβώδης συντροφιά
Χαράζει χαρούμενα τον πάγο.
Στα κόκκινα τα ποδαράκια η χήνα παχουλή
Που της δοκήθηκε να κολυμπήσει στον ποταμό,
Πατάει στον πάγο όλο προσοχή,
Γλιστρά και πέφτει. Χαρωπό
Χορεύει και στροβιλίζεται το πρώτο χιόνι,
Τις όχθες με αστρονυφάδες στρώνει.
XLIII
Στην επαρχία τι να κάνεις αυτή την εποχή;
Να διασκεδάζεις; Το χωριό τούτον τον καιρό
Άθελά του το βλέμμα σου το ενοχλεί
Με τη γύμνια απαράλλαχτη χωρίς τελειωμό.
Να καλπάζεις καβάλα στη στέπα την αχανή;
Μα το άτι, με το πέταλο το ξεχαρβαλωμένο
Σκαλώνοντας στον πάγο φρεσκοστρωμένο,
Μπορεί να πέσει ανά πάσα ώρα και στιγμή.
Κάτσε και διάβαζε στο σπίτι αδειανό:
Θες τον W. Scott, θες τον Πραντ, τον αββά.
Δε θες; - κάνε έλεγχο στα λογιστικά,
Θύμωνε ή πίνε και το βράδυ βαρετό
Κουτσά στραβά θα τελειώσει και τα ίδια αύριο ξανά
Και έτσι θα ξεχειμωνιάσεις μια χαρά.
XLIV
Ο Ονέγκιν είχε επιδοθεί μελαγχολικά
Ίδιος Τσάιλντ Χάρολντ στην τεμπελιά
Μόλις σηκωθεί βουτάει στην γεμάτη πάγο μπανιέρα,
Και στη συνέχεια, σπίτι του κάθεται όλη μέρα,
Μονάχος, σε υπολογισμούς του βυθισμένος,
Με στομωμενη στέκα οπλισμένος
Εκείνος στο μπιλιάρδο με δύο μπάλες
Παίζει απ' το πρωί χωρίς τις έννοιες άλλες.
Βραδιάζει στο χωριό:
Το μπιλιάρδο έχει εγκαταλειφθεί, η στέκα έχει αφεθεί,
Μπρος στο τζάκι έχει στρωθεί τραπέζι βραδινό,
Ο Ευγένιος είναι σε αναμονή:
Όπου να' ναι έρχεται ο Λένσκι με την τρόικα απ' τα άλογα ντοριά.
Έλα να φάμε όσο πιο γοργά!
XLV
Της χήρας του Μοέτ ή του Κλικό
Μες στο μπουκάλι δροσερό
Ευλογημένο το κρασί
Για τον ποιητή αμέσως έχει σερβιριστεί.
Εκείνο λαμπυρίζει σαν της Ιπποκρήνης το νερό
Εκείνο με το παιχνίδι του και με τον αφρό
(Έμοιαζε σε κάτι εντελώς θεϊκό)
Και με γοήτευε: για αυτό
Ενίοτε τον τελευταίο μου τον οβολό
Το έδινα. Σύντροφοί μου, θυμάστε άρα;
Το κελάρυσμα του μαγικό
Γεννούσε ουκ ολίγη χαζομάρα,
Και άλλες τόσες ρίμες, πλάκες,
Και όνειρα, και εύθυμες ατάκες!
XLVI
Μα η σαμπάνια με τον φασαριόζικο της τον αφρό
Ταράζει το στομάχι μου ασθενικό
Κι εγώ ως λογικός το κρασί Μπορντώ
Τώρα αυτής το προτιμώ.
Να καταφέρω την Aya δεν είμαι ικανός πια
Η Aya μοιάζει με μιαν ερωμένη αρχικά
Αστραφτερή, παιχνιδιάρικη και ζωηρή,
Και στη συνέχεια στριμμένη και ρηχή...
Μα εσύ, Μπορντώ, μοιάζεις του φίλου του πιστού
Που και στη θλίψη και στη συμφορά,
Σύντροφος πάντα και παντού
Έτοιμος να σου προσφέρει λιγοστή χαρά
Ή να περάσει μαζί σου ήσυχα λίγο χρόνο ποιοτικό
Ζητώ, ο φίλος μας Μπορντώ!
XLVII
Η φωτιά σβησμένη. Η στάχτη ελαφρώς Εσκέπασε τη θράκα τη χρυσή.
Με μια σχεδόν αόρατη κλωστή
Ανεβαίνει κατά πάνω ο καπνός.
Το τζάκι σιγοκαίει. Τον καπνό από τις πίπες, τον τραβά
Η καμινάδα. Στο κύπελλο το φωτεινό
Αφημένο στο τραπέζι ακόμη αφρίζει το ποτό.
Σουρουπώνει σιγά σιγά...
(Μ' αρέσει η κουβέντα φιλική
Συνοδευόμενη με ένα ποτηράκι παρεΐστικο κρασί
Την ώρα που αποκαλείται στη δική μας χώρα
Ως μεταξύ του σκύλου ή του λύκου η ώρα,
Για ποιον λόγο, δεν σκοτίζομαι εγώ.)
Τώρα ωστόσο μιλούν οι φίλοι μας οι δυο:
XLVIII
"Λοιπόν, τι κάνουν οι γειτόνισσες; Πώς είναι η Τατιάνα, βρε αδερφάκι;
Πώς πάει η Όλγα σου η ζωηρά;"
- Βάλε μου ακόμα κάνα ποτηράκι...
Φτάνει, καλέ... Όλη τους η φαμελιά
Χαίρει άκρας υγείας. Ορίστε και οι δικοί τους χαιρετισμοί.
Πώς έχουν ομορφύνει, φίλε μου καλέ,
Της Όλγας οι ώμοι και το ντεκολτέ!
Τι όμορφη ψυχή!... Κάποια στιγμή
Να τους επισκεφτούμε. Θα τους υποχρεώσεις.
Εξάλλου, φίλε μου, κρίνε και μόνος σου:
Δυο φορές τους έχεις επισκεφτεί,
Και από κει και πέρα έχεις εξαφανιστεί.
Μα να ... Τι βλαξ που είμαι, τι αφηρημάδα!
Σε έχουν καλεσμένο την ερχόμενη βδομάδα.
XLIX
"Εγώ;" - Μάλιστα, η Τατιάνα έχει γιορτή
Το Σάββατο. Η Όλενκα και η μαμά
Μου είπαν να σε φωνάξω, δεν έχεις αφορμή καμιά
Να μην δεχτείς την πρόσκληση αυτή.
"Πολύ κόσμο θα έχουν καλέσει ήδη,
Της κάθε καρυδιάς καρύδι..."
- Δε θα έχουν κανένα, έχω μια σιγουριά!
Ποιος θα είναι εκεί; Μονάχα η δική τους η φαμελιά.
Πάμε, κάνε μου τη χάρη!
Λοιπόν; - "Εντάξει". - Είσαι παλικάρι! -
Λέγοντας αυτά εκείνος ήπιε ξεροσφύρι
Προς χάρη της γειτόνισσας ως σπονδή ένα ολόκληρο ποτήρι,
Ύστερα έπιασε και πάλι για την Όλγα να μιλά:
Έτσι είναι αυτός που αγαπά!
L
Ήταν χαρούμενος. Δύο βδομάδες είχαν μείνει
Ως την χαρμόσυνη την τελετή
Και το μυστήριο, και η γαμήλια κλίνη,
Και το στεφάνι, και η αγάπη η παντοτινή
Περίμεναν τον δικό του ενθουσιασμό.
Του Υμεναίου δε οι έγνοιες μαζί με έναν μόνιμο μπελά,
Των χασμουρητών μια ατελείωτη σειρά
Ποτέ δεν του σκοτίζαν το μυαλό.
Στο μεταξύ εμείς, του Υμεναίου οι εχθροί,
Αντικρίζουμε την οικογενειακή ζωή
Μονάχα ως μια σειρά από εικόνες βαρετές,
Ένα μυθιστόρημα στο πνεύμα του Λαφοντέν...
Ω Λένσκι μου καημένε, να πούμε τα αληθή
Είχε γεννηθεί για άλλη δα ζωή.
LI
Ήταν αγαπητός... Ευτυχώς
Έτσι πίστευε και ήταν τυχερός.
Είναι χίλιες φορές μακαριστός αυτός που εμπιστεύεται τυφλά,
Αυτός που το ψυχρό μυαλό του αψηφά
Και πλέει σε πελάγη ευτυχίας διότι
Είναι ίδιος με έναν κοιμισμένο μεθυσμένο ταξιδιώτη
Ή ακόμα ίδιος με μια νυχτοπεταλούδα
Που έχει φωλιάσει μες στο ανοιξιάτικο λουλούδι.
Για λύπηση είναι εκείνος που μπορεί όλα να τα προβλέψει
Εκείνος του οποίου το κεφάλι δεν έχει ζαλιστεί
Ο οποίος την κάθε κίνηση, την κάθε λέξη
Κατόπιν ερμηνείας, την μισεί,
Εκείνος του οποίου η εμπειρία είχε παγώσει την καρδιά
Και του απαγόρευσε την λογική να αψηφά!
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου