Κεφάλαιο ΣΤ'
La sotto i giorni nubilosi e brevi,...
Nasce una gente a cui l'morir non dole.
Petr.
Όπου οι μέρες είναι συννεφιασμένες και μικρές, εκεί ...
Μία φυλή θα γεννηθεί που για τον θάνατο δε θα θρηνεί.
Πετράρχης

I
Την φυγή του Βλαδίμηρου έχοντας προσέξει,
Ο Ονέγκιν απ' την πλήξη κυνηγημένος και πάλι,
Δίπλα στην Όλγα βυθίστηκε στις σκέψεις,
Ευχαριστημένος απ' την εκδίκηση που είχε πάρει.

Ύστερα και την Όλενκα την έπιασε ένα ακατάσχετο χασμουρητό
Ρίχνοντας λοξές ματιές έψαχνε τον Λένσκι της παντού
Και οι γυροβολιές του ατέλειωτου χορού
Την κούρασε ως ένα όνειρο τρελό.

Μα τέλειωσε κι ο χορός. Όλοι πηγαίνουν να δειπνήσουν.
Για καλεσμένους στρωσίδια προσπαθούν να οικονομήσουν
Απ' τον προθάλαμο ως τον κοιτώνα των κοριτσιών.
Όλοι έχουν ανάγκη ανάπαυσης ωρών.

Και ο δικός μου ο Ονέγκιν μοναχός
Έφυγε για το σπίτι του σκαστός.

II
Ησυχία: στο καθιστικό του καλού καιρού
Ροχαλίζει μονάχα ο Πουστιακόφ 
Μετά συζύγου με τα ελέη πλούσια του Θεού.
Οι Γκβόζντιν, Μπουγιάνοφ, Κοκορόφ

Κι ο Φλιάνοφ ταλαιπωρημένος από αδιαθεσία,
Ξαπλώσαν στις καρέκλες στην τραπεζαρία,
Φορώντας ρόμπα και σκουφί ο μεσιέ Τρικέ
Στρωματσάδα εκοιμήθη στον παρκέ.

Στα δώματα της Τάνιας και της Όλγας των δεσποινίδων η παρέα
Έχει παραδοθεί εις την αγκάλη του Μορφέα.
Κάτω απ' το παραθύρι μονάχη και θλιμμένη,
Με την αχτίδα της Αρτέμιδος λουσμένη

Η Τατιάνα η καημένη δεν νυστάζει
Και όλο στο παραθύρι σκοτεινό κοιτάζει.

III
Με την επίσκεψή του ξαφνική,
Με την στιγμιαία τρυφερότητα  μες στην δική του τη ματιά
Και προς την Όλγα την παράξενη συμπεριφορά
Ως τα βάθη της δικής της της ψυχής

Εκείνη είχε συγκινηθεί αν και δεν είχε καταφέρει
Να τονε καταλάβει όσο και αν προσπαθεί.
Της ζηλοτυπίας μια πληγή
Σάμπως ένα παγωμένο χέρι

Της σφίγγει την καρδιά, σάμπως η άβυσσος η σκοτεινή
Που από κάτω χάσκει και αντηχεί...
Η Τάνια μονολογεί: "Θα χαθώ, μα ο χαμός
Εξαιτίας του θα μού είναι ποθητός.

Δεν μεμψιμοιρώ: ποιο το όφελος να καταφεύγω στην μεμψιμοιρία,
Όταν εκείνος αδυνατεί να μου χαρίσει την ευτυχία;".

IV
Ιστορία μου, μπρος ολοταχώς!
Ένα νέο πρόσωπο μας καλεί.
Σε απόσταση πέντε χιλιομέτρων απ' του Λένσκι το χωριό,
Που λεγόταν Κρασνογκόριε, ζει

Ζει και βασιλεύει μέχρι σήμερον ημέρα
Μες στην ερημιά των ερημιών
Ο Ζαρέτσκι, κάποτε μεγάλη λέρα,
Ο αρχηγός της συμμορίας των χαρτοπαικτών,

Καπετάνιος των γλεντζέδων, ρήτορας των καπηλειών,
Τώρα όμως καλοσυνάτος και απλοϊκός,
Ανύπαντρος πατέρας των παιδιών,
Φιλήσυχος κτηματίας, φίλος πιστός

Και πλέον άνδρας με τιμή.
Έτσι διορθώνεται η δική μας η εποχή!

V
Φορές του κόσμου η κολακευτική φωνή
Τον επαινούσε για το ανόητο του θράσος:
Εκείνος όμως με το πιστόλι του τον άσσο
Στα δέκα μέτρα πετύχαινε χωρίς να προσπαθεί,

Να πούμε ότι μια φορά στη μάχη
Ξεχώρισε εκείνος για ανδραγαθία,
Στην λασπουριά βουτώντας με ανδρεία
Από του αλόγου καθαρόαιμου τη ράχη,

Σκνίπα στο μεθύσι τελικά είχε βρεθεί
Στην γαλλική αιχμαλωσία: πολύτιμος εχθρός!
Νέος Ρέγκουλος, της τιμιότητος Θεός,
Έτοιμος και πάλι σε εξαρτήσεις να αφεθεί

Ώστε κάθε πρωί στου Βερί το καφέ
Τρία μπουκάλια να αδειάζει βερεσέ.

VI
Φορές εκείνος έσπαγε την πλάκα,
Γνώριζε πως να δουλέψει τον κάθε βλάκα
Και έναν έξυπνο μπορούσε να δουλέψει μια χαρά,
Είτε αναφανδόν είτε κρυφά,

Αλλά και για εκείνον κάποια παθήματα
Γίνονταν επίσης και μαθήματα,
Αν και ο ίδιος φορές
Την πάταγε ως ένας κουτενές.

Ήξερε με μπρίο και με κέφι να συζητά,
Αναλόγως με οξύνοια ή βραδύνοια να απαντά,
Φορές από συμφέρον να σιωπά
Και άλλοτε να κάνει τον τσαμπουκά.

Να βάλει τους φίλους του να τσακωθούν
Και έπειτα στην μονομαχία να οδηγηθούν.

VII
Ή να τους κάνει να συμφιλιωθούν,
Ώστε και οι τρεις να πάρουνε πρωινό
Και ύστερα να τους κάνει να εκτεθούν
Διαρρέοντας ένα ψέμα ή ένα χωρατό.

Sed alia tempora! Η λεβεντιά,
Σάμπως του έρωτα η μέθη
Μαζί με τη νιώτη ζωηρά περνά.
Ο Ζαρέτσκι μου, ως έφην,

Κάτω απ' της αγριοκερασιάς την φυλλωσιά κρυμμένος,
Από τις θύελλες προστατευμένος,
Εκείνος ζει σαν ένας γέροντας σοφός,
Σαν τον Οράτιο φυτεύει λάχανα ως γεωργός,

Εκτρέφει χήνες και παπιά
Και την αλφαβήτα μαθαίνει στα παιδιά.

VIII
Χαζός δεν ήταν. Και ο Ευγένιός ημών
Χωρίς την καρδιά εκείνου να εκτιμά,
Αγαπούσε το πνεύμα των δικών του συλλογισμών
Και την κοινή λογική για κείνα και για αυτά.

Φορές με ευχαρίστηση ειλικρινή
Συναντιόταν με αυτόν, για τούτο φυσικά
Πρωί πρωί δεν είχε διόλου ξαφνιαστεί,
Όταν τον είδε στην πόρτα του μπροστά.

Εκείνος μετά τον πρώτο χαιρετισμό,
Την συζήτησή τους κόβοντας την αρχική,
Στον Ονέγκιν με ένα βλέμμα γελαστό,
Ενεχείρισε ένα σημείωμα του ποιητή.

Ο Ονέγκιν στο παραθύρι στάθηκε κοντά
Και από μέσα το διάβασε ψιθυριστά.

IX
Ήταν ένα καρτέλ ή μια προσεγμένη και αριστοκρατική
Πρόσκληση σε μονομαχία διατυπωμένη με συντομία,
Με ευγένεια και ενάργεια ψυχρή:
Ο Λένσκι τον φίλο του καλούσε σε μονομαχία.

Ο Ονέγκιν απ' την πρώτη κιόλας την στιγμή,
Προς τον επιτετραμμένο για μια τέτοιου είδους αποστολή
Γυρίζοντας με δίχως λόγια περιττά
Πως είναι πάντα έτοιμος εδήλωσε κοφτά.

Ο Ζαρέτσκι σηκώθηκε με δίχως περιστροφές.
Δεν ήθελε άλλο να παραμείνει
Στο σπίτι έχοντας πολλές δουλειές
Και αναχώρησε γοργά. Μα ο Ευγένιος έχοντας μείνει

Με τον εαυτό του μοναχά
Μες στην ψυχή του δεν τα' χε διόλου δα καλά.

X
Και δικαίως: κατά την κρίση την αυστηρή,
Εγκαλώντας τον εαυτό του στην δίκη της ψυχής,
Κατηγορούσε τον εαυτό του για πολλά:
Πρώτον είχε άδικο εξαρχής

Που την αγάπη ντροπαλή και τρυφερή
Ψες την περιέπαιξε αισχρά.
Και δεύτερον: ας τον ποιητή
Να κάνει τις βλακείες. Όντας ετών δεκαεπτά

Τούτο είναι συγχωρητέο.
Ο Ευγένιος που αγαπά τον νέο,
Έπρεπε να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων,
Να μην γίνει μπαλάκι των συμβάσεων,

Μήτε ένα οξύθυμο εκδικητικό παιδί,
Μα άντρας με μυαλό και με τιμή.

XI
Το συναίσθημα θα μπορούσε να μην το κρατά κρυφό
Και να μην τσαμπουκαλεύεται ωσάν θεριό.
Έπρεπε να αφοπλίσει την νεαρά καρδιά.
"Μα τώρα είναι πια πολύ αργά.

Κύλησε ο χρόνος καταρχάς...
Συν τοις άλλοις στην υπόθεση αυτή
Ένας μονομάχος έμπειρος έχει ανακατευτεί.
Και είναι κουτσομπόλης ο φαφλατάς...

Φυσικά, η περιφρόνηση θα' ναι αμοιβή
Για τα λόγια του γεμάτα κοροϊδία
Μα των ηλίθιων οι ψίθυροι και τα αστεία..."
Και να ορίστε η γνώμη η κοινή!

Την προσκυνούμε, είναι της τιμής μοχλός!
Πάνω σε αυτήν κρατιέται ο κόσμος ο καλός!

XII
Βράζοντας απ' της έχθρας την ανυπομονησία,
Να του απαντήσουν περιμένει ο ποιητής.
Και να ο γείτων ο ρέπων προς πολυλογία
Φέρνει την απάντηση ως διαμεσολαβητής.

Επιτέλους ο ζηλιάρης πανηγυρίζει!
Φοβόταν μήπως εκείνος που ήταν η αιτία
Όπως όπως τούμπα θα τα γυρίσει
Επινοώντας κάποια δικαιολογία,

Το στήθος αποστρέφοντας απ' το πιστόλι.
Και τώρα είναι αποφασισμένοι όλοι:
Αύριο πρέπει στο μύλο να παρουσιαστεί
Πριν τους προλάβει η χαραυγή,

Και οι δυο με το δάχτυλο πάνω στη σκανδάλη
Να στοχεύσουν στο πόδι ή στο κεφάλι.

XIII
Έχοντας αποφασίσει την κοκέτα να μισεί,
Ο οργισμένος Λένσκι δεν επιθυμούσε
Την Όλγα πριν την μονομαχία να επισκεφτεί,
Μία τον ήλιο, μια το ρολόι κοιτούσε,

Έκανε μια συμβιβαστική χειρονομία -
Και βρέθηκε στο σπίτι γειτονικό.
Νόμιζε να φέρει την Όλγα σε αμηχανία,
Να την σοκάρει με τον δικό του τον ερχομό.

Μπα σιγά: όπως και παλιά,
Για να υποδεχθεί τον καημένο ποιητή
Η Όλγα απ' το κατώφλι πετάχτηκε γοργά,
Ίδια η ελπίδα φτερωτή,

Ζωηρή, ξέγνοιαστη, όλο χαρά,
Μα ίδια κι απαράλλαχτη ως και παλιά.

XIV
"Χθες φύγατε νωρίς. Άραγε γιατί;"
Ήταν της Όλενκα η ερώτηση η αφελής.
Τα συναισθήματά του μπερδευτήκανε αυτοστιγμής
Και σκεφτικός βυθίστηκε μες στη σιωπή

Σβήστηκε η ζήλια και η κακία,
Μπρος στην καθάρια της τη ματιά,
Μπρος στην απλότητα την τρυφερή,
Μπρος σε τούτη την άδολη ψυχή!...

Την κοιτάζει μες στην κατάνυξη γλυκιά.
Το βλέπει: τον αγαπούν ακόμη
Και έχει μετανιώσει πια,
Είναι έτοιμος να της ζητήσει μια συγγνώμη,

Δεν βρίσκει λόγια, τρέμει και σπαρταρά,
Είναι πανευτυχής, βρήκε επιτέλους τη γιατρειά.

XV. XVI. XVII
Και πάλι σκεφτικός και σκυθρωπός
Στην Όλγα τη γλυκιά εμπρός,
Ο Βλαδίμηρος δεν μπορεί
Να της θυμίσει την ημέρα χθεσινή.

Εκείνος σκέφτεται: "θα τηνε σώσω
Δεν θα ανεχτώ τον διαφθορέα όσο
Των γλυκόλογων και των αναστεναγμών του η πυρά
Υποβάλλει σε πειρασμό την νεαρά καρδιά

Ώστε το καταραμένο φίδι το φαρμακερό
Να δηλητηριάσει του κρίνου το στέλεχος λεπτό.
Ώστε το άνθος το πρωινό
Να μαραθεί όντας μπουμπούκι τρυφερό".

Αναγνώστες μου, όλο τούτο πάει να πει:
Στα όπλα με τον φίλο του πρέπει να αναμετρηθεί.

XVIII
Αν γνώριζε μονάχα, τι πληγή
Πύρωνε της Τάνιας την καρδιά!
Αν γνώριζε η Τάνια μας γλυκιά,
Αν μπορούσε να ήξερε η καψερή,

Πώς ο Λένσκι και ο Ευγένιος ταχιά
Θα διεκδικήσουν του τάφου την σκεπή.
Άμποτε η δική της η αγάπη να' ταν ικανή
Τους δύο φίλους να ένωνε ξανά!

Αλλά αυτό το αίσθημα ακόμα και κατά λάθος
Δεν είχε σε κανέναν αποκαλυφθεί.
Ο Ονέγκιν προτιμούσε τη σιωπή.
Η Τατιάνα κρατούσε κρυφό το πάθος.

Μονάχα η νένα θα μπορούσε να ξέρει εξαρχής
Μα ήταν μεγάλη και αφελής.

XIX
Ο Λένσκι φαινότανε χαμένος όλη τη βραδιά,
Μια εύθυμος, μια σιωπηλός ξανά.
Μα κείνος που είναι απ' τη Μούσα ευνοημένος
Μοιάζει πάντα έτσι: συνοφρυωμένος,

Και καθιστός στο πιάνο
Συνέχεια συγχορδίες έπαιζε ως θέμα,
Και κάθε τόσο στην Όλγα στρέφοντας το βλέμμα,
Ψιθύριζε: ευτυχισμένος είμαι και με το παραπάνω.

Να φύγει ήρθε η ώρα. Είναι πια αργά.
Η καρδιά του σφίγγεται γεμάτη θλίψη
Αποχαιρετώντας τη νεαρά
Σάμπως να του την έχουνε συντρίψει.

Στα μάτια εκείνη τον κοιτά.
"Τι έχετε;" - Όλα καλά. - Και το κατώφλι δρασκελά.

XX
Έχοντας φτάσει σπίτι, τα ρεβόλβερ
Τα έλεγξε, ύστερα τα βάλε μες στο κουτί
Και ξεντυμένος με το κερί
Άνοιξε έναν τομίσκο του Σίλλερ.

Μία σκέψη τον ξενυχτάει.
Η καρδιά του η θλιμμένη ξαγρυπνάει:
Με μιαν ανεξήγητη ομορφιά
Εκείνος βλέπει την Όλγα του μπροστά.

Ο Βλαδίμηρος το βιβλίο στην άκρη βάζει,
Παίρνει την πένα. Οι δικοί του στίχοι ξεχειλίζουν
Από ερωτικές υπερβολές, κελαρίζουν
Και ρέουν. Τους διαβάζει

Φωναχτά, μες στου λυρισμού τον πυρετό,
Σαν τον μεθυσμένο Ντέλβιγκ στο χορό.

XXI
Για παν ενδεχόμενο οι στίχοι έχουνε διατηρηθεί.
Ορίστε, τους έχω στη δική μου κατοχή.
"Πού, μα πού έχεις εξαφανιστεί
Της άνοιξης μου η εποχή χρυσή;

Τι μου ετοιμάζει η ημέρα αυριανή;
Μάταια να την ξεχωρίσω προσπαθώ,
Κρύβεται μες στην πυκνή αχλύ.
Έτσι κι αλλιώς έχει δική του λογική το κάθε μερτικό.

Είτε χτυπημένος απ' το βέλος πέσω καταή,
Είτε αστοχήσει του βέλους η αιχμή,
Όλα καλοδεχούμενα: του ύπνου και του ξύπνιου θα ρθει
Η ώρα που έχει από την μοίρα οριστεί.

Ευλογημένος και της ημέρας ο έντονος ρυθμός,
Ευλογημένος και του ερέβους ο ερχομός.

XXII
Θα λάμψει η ακτίνα του Αυγερινού
Και θα αρχινήσει το πρωινό.
Κι εγώ, ίσως, κάτω απ' του μνημουριού
την σκέπη μυστική θα κατεβώ.

Και η ανάμνηση του νέου ποιητή
Στην Λήθη αργόσχολη θα βυθιστεί,
Ο κόσμος θα με ξεχάσει, αλλά εσύ
Άραγε θα' ρθεις, ω κόρη καλλονή,

Δάκρυ να χύσεις πάνω απ' την πάρωρη υδρία
"Εκείνος με αγαπούσε" να σκεφτείς,
"Σε μένα είχε αφιερώσει με αυτοθυσία
Την θλιβερή αυγή της ρέμπελης ζωής!..

Καλή μου, καρδούλα μου, αστέρι,
Έλα, έλα: είμαι το δικό σου ταίρι!.."

XXIII
Συνέθετε με τρόπο σκοτεινό, νωχελικό
(Που τον αποκαλούμε ρομαντισμό,
Αν και ρομαντισμό καθόλου δεν μυρίζει
Και τούτο σιγά μη μας σκοτίζει!)

Και τελικά πριν την αυγή,
Κλίνει την κουρασμένη του την κεφαλή,
Πάνω στην μοδάτη λέξη "ιδανικό"
Ο Λένσκι απεκοιμήθη σε λεπτό.

Μα μόλις του ύπνου η γοητεία
Τον τυλίξει, ο γείτων μπαίνοντας
Μες στο γραφείο όπου βασίλευε η ησυχία
Τον ξυπνάει λέγοντας :

"Είναι καιρός να σηκωθείς: η ώρα είναι επτά.
Ο Ονέγκιν θα μας περιμένει πια".

XXIV
Μα είχε κάνει λάθος:
Ο Ευγένιος κοιμόταν τον ύπνο του νεκρού.
Ήδη οι σκιές της νύχτας λιώνουν μες στο βάθος
Και υποδέχεται ο κόκορας την λάμψη του Αυγερινού.

Ο Ονέγκιν κοιμάται πολύ βαθιά
Ενώ τον κόσμο όλο ο ήλιος από ψηλά λαμπρύνει
Και οι χιονοβελόνες φερμένες από μακριά
Λαμπυρίζουν και στροβιλίζονται, αλλά την κλίνη

Ο Ευγένιος ακόμα δεν την έχει αφήσει,
Ακόμα ο ύπνος από πάνω του πετάει φίνα.
Μα επιτέλους εκείνος έχει ξυπνήσει
Και έχει διάπλατα ανοίξει την κουρτίνα.

Κοιτάζει - και βλέπει πως έχει φτάσει η στιγμή
Να φύγει εδώ κι ώρα απ' την αυλή.

XXV
Το κουδουνάκι γρήγορα χτυπά.
Τρεχάτος ο Γαλλοϋπηρέτης, ο Γκιλιώ,
Του κομίζει την ρόμπα με το πασούμι μεταξωτό
Και του προσφέρει τα εσώρουχα λευκά.

Ντύνεται ο Ονέγκιν βιαστικά,
Διατάζει τον υπηρέτη να προετοιμαστεί
Να φύγουν και μαζί του να κρατά
Της μονομαχίας το κουτί.

Το έλκηθρό του έχει ετοιμαστεί.
Κάθεται, στον μύλο φτάνουν αστραπιαία.
Στον υπηρέτη δίνει τη διαταγή
Τα πιστόλια Λεπάζ τα μοιραία

Να φέρει, ενώ τα άλογα που σκιάζονται απ' την φοβέρα
Να δέσει στις δύο βελανιδιές πιο πέρα.

XXVI
Ο Λένσκι πάνω στο φράγμα ακουμπώντας 
Ώρα περίμενε ανυπομονώντας.
Ο Ζαρέτσκι, μηχανικός της επαρχίας, στο μεταξύ
Στην μυλόπετρα ασκούσε κριτική.

Ο Ονέγκιν να τον συγχωρέσουνε ζητεί.
"Μα πού είναι - ο Ζαρέτσκι απορεί, -
Πού είναι ο μάρτυράς σας, να του συστηθώ;"
Πιστός στης μονομαχίας τον κανονισμό,

Η ευαισθησία τον έκανε την τάξη ν' αγαπά
Και να σκοτώσει στης μονομαχίας τον αγώνα
Επέτρεπε όχι όπως όπως με τσαπατσουλιά,
Μα σύμφωνα με τούτης της τέχνης τον αυστηρότατο κανόνα,

Σύμφωνα με την παράδοση παλαιή
(Κάτι που πρέπει να του αναγνωριστεί).




















Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο