Ν. Σ. Λεσκώφ
Η λαίδη Μάκβεθ της επαρχίας του Μτσενσκ
Μετάφραση από τα Ρωσικά: Ρανελέ (Ranele)
Νουβέλα (ΣμΣ: χρονογράφημα)
Προμετωπίδα της νουβέλας: «Κάθε αρχή και δύσκολη» 

Κεφάλαιο Α΄

   Ενίοτε στα μέρη μας γεννιούνται τέτοιοι ανθρώπινοι τύποι, που όσα χρόνια και να περάσουν ύστερα από συνάντηση μαζί τους, η θύμησή τους πάντα σου προκαλεί ένα δέος. Ανάμεσά τους συγκαταλέγεται και η Κατερίνα Λβόβνα Ισμάιλωβα, γυναίκα ενός εμπόρου, που κάποια στιγμή είχε παίξει καθοριστικό ρόλο σ΄ένα τραγικό γεγονός με αποτέλεσμα οι ευγενείς της περιοχής μας, έπειτα από ένα επιτυχημένο σχόλιο κάποιου, να αρχίσουν να την αποκαλούν λαίδη Μάκβεθ της επαρχίας του Μτσενσκ.
   Η Κατερίνα Λβόβνα δεν γεννήθηκε καλλονή και όμως είχε πολύ ευχάριστο παρουσιαστικό. Διένυε τον εικοστό τέταρτο χρόνο της ζωής της. Δεν είχε μεγάλο μπόι, μα ήταν σπαθάτη με σμιλεμένο σαν από μάρμαρο κατάλευκο λαιμό. Είχε στρογγυλούς ώμους, σφριγηλό στητό στήθος, λεπτή ίσια μύτη, ζωηρά μαύρα μάτια, φαρδύ λευκό μέτωπο και μαύρα κατράμι μαλλιά. Την είχαν παντρέψει με τον έμπορο Ισμάιλωφ από τον Τουσκάρ του κυβερνείου του Κουρσκ. Μα δεν τον πήρε από αγάπη ή από κάποια συμπάθεια έστω, τον πήρε μόνο και μόνο επειδή της τον είχαν προξενέψει και καθώς ήταν φτωχιά, δεν είχε πολλές προτάσεις για να ξεδιαλέγει γαμπρούς και μνηστήρες. Η οικογένεια των Ισμάιλωφ στην πόλη μας δεν ήταν από τις ταπεινές∙ εμπορεύονταν τα υψηλής ποιότητας άλευρα, νοίκιαζαν και εκμεταλλεύονταν έναν μεγάλο μύλο στην επαρχία, είχαν προσοδοφόρο περιβόλι έξω από την πόλη και μες στην πόλη μία τρανή σπιταρόνα. Εν ολίγοις ήταν καλοστεκούμενοι έμποροι. Συν τοις άλλοις η φαμελιά τους δεν είχε πολλούς νοματαίους: πρώτα απ΄όλα, ο Μπορίς Τιμοθέιτς Ισμάιλωβ, πενθερός της Κατερίνας Λβόβνα, που είχε χηρέψει εδώ και πολύ καιρό και κόντευε να κλείσει τα ογδόντα του, ύστερα ο άντρας της, που δεν ήταν πια νέος, μιας και είχε πατήσει τα πενήντα, και τέλος, η ίδια η Κατερίνα Λβόβνα και άλλος κανείς. Παιδιά η Κατερίνα Λβόβνα αν και είχε μια πενταετία παντρεμένη με τον Ζηνόβι Μπορίσιτς, δεν κατάφερε να αποκτήσει. Ο Ζηνόβι Μπορίσιτς δεν είχε αποκτήσει παιδιά μήτε και με την πρώτη του συμβία, με την οποία είχε ζήσει είκοσι ολόκληρους χρόνους προτού χηρέψει και στεφανωθεί με την Κατερίνα Λβόβνα. Εκείνος βέβαια λογάριαζε και ήλπιζε ότι τουλάχιστον από το δεύτερο γάμο ο Θεός θα του χάριζε ένα διάδοχο που θα κληρονομούσε το όνομα και την περιουσία του, αλλά και με την καινούρια σύζυγο στάθηκε άτυχος σε τούτο το ζήτημα.
   Αυτή η ατεκνία στενοχωρούσε πάρα πολύ τον Ζηνόβι Μπορίσιτς, και όχι μόνο αυτόν, αλλά και το γέρο του, τον Μπορίς Τιμοθέιτς, ακόμη και την ίδια την Κατερίνα Λβόβνα την ζόριζε πολύ. Πρώτ΄απ΄όλα η αφόρητη πλήξη στην αμπαρωμένη σπιταρόνα του εμπόρου με τον αψηλό φράχτη και τα αμολημένα τριγύρω σκυλιά-φύλακες ενέπνεε στη νεαρά εμπόρισσα τέτοια θλίψη που ώρες ώρες έφτανε στα πρόθυρα της τρέλας και έτσι θα΄ταν πρόθυμη, μάρτυς ο Θεός πόσο πρόθυμη θα΄ταν να νταντέψει κανένα παιδάκι. Και έπειτα, βαρέθηκε τις βουβές κατηγόριες: «Γιατί και για ποιο σκοπό δέχτηκες να τον παντρευτείς και τον πήρες στο λαιμό σου; Γιατί καταδίκασες τον άνθρωπο, στέρφα γυναίκα», σάμπως πράγματι έπραξε κάποιο κακούργημα και ενώπιον του συζύγου της και ενώπιον του πενθερού της και ενώπιον όλου του τίμιου σιναφιού των εμπόρων.
   Παρόλα τα καλούδια και τα πλούτη η ζωή της Κατερίνας Λβόβνα στο σπίτι του πενθερού της κυλούσε πολύ βαρετά, πιο βαρετά δε γίνεται. Σπάνια πήγαινε επισκέψεις, και άμα τύχαινε να συνοδεύσει τον άντρα της σε τίποτα δουλειές, τής έβγαινε από τη μύτη η βίζιτα. Όλος ο εμπορικός κόσμος ήταν αυστηρότατων αρχών, δεν τους ξέφευγε το παραμικρό: το πώς θα κάτσει, το πώς θα σταθεί και το πώς θα σηκωθεί. Η Κατερίνα Λβόβνα όμως είχε αυθόρμητο χαρακτήρα και όντας ακόμη ανύπαντρη, φτωχιά κοπέλα συνήθιζε να ζει απλά και λεύθερα. Αχ, και να ΄τρεχε σαν πρότερα με τους κουβάδες στο ποτάμι και να λουζόταν κάτω από το μώλο φορώντας μονάχα μιαν πουκαμίσα ή να περιέλουζε τα κεφάλια περαστικών παλικαριών με τσόφλια από τον λιόσπορο ρίχνοντάς τον στα λάθρα πάνω από την αυλόθυρα του σπιτιού της. Εδώ όμως όλα ήταν καθωσπρέπει. Ο πενθερός με τον άντρα της σηκώνονταν χαράματα, στις έξι το πρωί έσωναν το τσάι τους και έφευγαν άρον άρον για τις δουλείες τους, ενώ εκείνη μόνη της τριγύριζε από κάμαρα σε κάμαρα μες στο σπίτι αδειανό. Παντού άστραφτε η καθαριότητα και η πάστρα, παντού βασίλευε η νεκρική σιγή και η ησυχία, τα καντήλια έκαιγαν μπρος στις εικόνες, μα πουθενά στο σπίτι δεν ακουγότανε μήτε φωνή ανθρώπου μήτε θόρυβος κανείς.
   Η Κατερίνα Λβόβνα θα φέρει μια γυροβολιά τις άδειες κάμαρες, θα αρχινήσει να χασμουριέται από τη βαρεμάρα της και τελικά θα ανεβεί από τη σκάλα ψηλά στη συζυγική της κλίνη, που έχει φτιαχτεί στο μικρό εξώστη. Εκεί θα καθίσει κάμποσο για να χαζέψει από το παραθύρι τους εργάτες του ανδρός της να κρεμάνε κάτω στα αμπάρια τα τρίχινα σχοινιά ή να ξεφορτώνουν τα άλευρα, - τούτο το θέαμα θα της φέρει χασμουρητό και νύστα και προς ανακούφισή της θα λαγοκοιμηθεί μια-δυο ωρίτσες. Όταν ξυπνήσει όμως, πάλι θα την βαραίνει η ίδια ρούσικη πλήξη, η πλήξη του μικροαστικού σπιτιού, μπροστά στην οποία ακόμη και η αγχόνη έχει πλάκα, όπως αρέσκεται να διατείνεται ο κοσμάκης. Όσο για το διάβασμα η Κατερίνα Λβόβνα δεν είχε πολλή όρεξη, εξάλλου μες στο σπίτι τους δεν υπήρχαν βιβλία εκτός από το συναξάρι των Αγίων Πατέρων από τα Σπήλαια του Κιέβου.
   Έτσι βαρετά κύλησαν πέντε ολόκληρα χρόνια από τη ζωή της στο αρχοντικό του πενθερού της πλάι σε έναν ψυχρό άντρα. Αλλά ποιος να δώσει σημασία σε τούτην την πλήξη της, σαν ήταν ένα πράγμα πολύ συνηθισμένο;

Κεφάλαιο Β΄

   Την έκτη άνοιξη του έγγαμου βίου της Κατερίνας Λβόβνα με τον Ζηνόβι Μπορίσιτς έσπασε το φράγμα του μύλου των Ισμάιλωφ. Εκείνη την εποχή ως εξεπίτηδες είχε μαζευτεί πολλή δουλειά στο μύλο, και σαν να μην έφτανε αυτό, το ρήγμα που δημιουργήθηκε από τη διαρροή ήταν τεράστιο: το νερό έσπασε το κάτω δοκάρι της δεξαμενής και δε γινόταν να το αποκαταστήσεις στα γρήγορα. Ο Ζηνόβι Μπορίσιτς μάζεψε στο μύλο εργάτες από όλη την περιοχή και ο ίδιος καθόταν εκεί αδιαλείπτως για να επιβλέπει τις εργασίες τους. Την διαχείριση των υποθέσεων της πόλης την άφησε στα χέρια του γέρου. Τον ίδιο καιρό η Κατερίνα Λβόβνα ολομόναχη έπληττε ολημερίς μες στους τέσσερις τοίχους. Στην αρχή με την απουσία του ανδρός της τής φάνηκε ακόμη πιο αβάσταχτη η πλήξη της, μα ξαφνικά αναθάρρησε: μόνη της ανάσανε πιο λεύθερα. Ποτέ της δεν τον ένιωθε ιδιαίτερα κοντά της, και τώρα που βρισκόταν μακριά σάμπως είχε γλιτώσει από την τυραννία του ενός από τους δυο αφέντες.
   Μια μέρα η Κατερίνα Λβόβνα καθόταν ψηλά στο ανώγι μπροστά στο παραθύρι, χασμουριόταν σερί, δε σκεφτόταν τίποτα το συγκεκριμένο και ξαφνικά δοκίμασε κάτι σαν ντροπή να κάθεται ολημερίς έτσι άπραγη και να χασμουριέται οληνώρα. Έξω είχε θαυμάσιο καιρό: ζέστη, λιακάδα, χάρμα οφθαλμών και μέσα από τον πράσινο καφασωτό φράχτη του κήπου φαίνονταν λογής λογής πουλάκια που πετάριζαν από κλαδί σε κλαδί ανάμεσα στα δέντρα.   
   «Τι στο καλό κάθουμαι και χασμουριέμαι; - αναρωτήθηκε η Κατερίνα Λβόβνα- Γιατί δε σηκώνομαι να βολτάρω λίγο στην αυλή ή να σεργιανίσω στον κήπο;».
Έριξε πάνω της ένα παλιό στόφινο κοντογούνι και βγήκε έξω.
  Στην αυλή είχε άπλετο φως. Πήρε βαθιές ανάσες. Στα αυτιά της έφτασαν κάτι δυνατά χαρούμενα γέλια που ακούγονταν από τα αμπάρια. 
  - Βρε, γιατί γελάτε; - ρώτησε η Κατερίνα Λβόβνα τους εργάτες του πενθερού της.
   - Να, κυρά Κατερίνα Ιλβόβνα, μια ζωντανή σκρόφα ζυγίζουμε, - της απάντησε ένας γερο-εργάτης.
   - Ποια σκρόφα;
   - Την Αξίνια, που γέννησε το γιο Βασίλη και στα βαφτίσια του δε μας εκάλεσε, η σκρόφα, – της εξήγησε με θάρρος και τσαγανό ένα παλικάρι με αυθάδικα όμορφο πρόσωπο, το οποίο πλαισίωναν μαύρες σαν κατράμι μπούκλες και μια ιδέα από μούσι.  
   Εκείνη τη στιγμή από τον κάδο για αλεύρι, που ήταν κρεμασμένος στο βραχίονα του κανταριού, πρόβαλε η παχιά μούρη της κοκκινομάγουλης μαγείρισσας Αξίνιας.
  - Α, να χαθείτε, διαόλια, - σιχτίρισε η μαγείρισσα, προσπαθώντας να πιαστεί από το σιδερένιο βραχίονα και να βγει από τον κάδο που πήγαινε πέρα δώθε.
   -  Νηστικιά ζυγίζει εκατό οκάδες, μόλις φάει μια αγκαλιά άχυρο, δε θα μας φτάσουν τα βαρίδια που έχουμε, - της εξήγησε πάλι ο μορφονιός και αναποδογυρίζοντας τον κάδο, έριξε τη μαγείρισσα πάνω σε σακιά σωριασμένα στη γωνιά.
   Η γυναίκα, βρίζοντας περιπαικτικά, σηκώθηκε σιάζοντας το φουστάνι της.
  - Εγώ άραγες πόσο ζυγίζω; - είπε χαριτολογώντας η Κατερίνα Λβόβνα και πάτησε πάνω στο σανίδι αδράχνοντας τα σκοινιά.
   - Πενήντα οκάδες και δύο δράμια, - απάντησε ο ίδιος μορφονιός ονόματι Σέργιος, ρίχνοντας βαρίδια πάνω στη ζυγαριά. - Θάμα!
 - Πού΄ν΄το θάμα;
 - Θάμα είναι ότι ζυγίζετε μόλις πενήντα οκάδες, Κατερίνα Ιλβόβνα. Νομίζω πως εσάς μπορεί κανείς να σας βαστάει ολημερίς στα χέρια του δίχως να νιώθει κούραση παρά μόνο μεγάλη φχαρίστηση.
   - Τι δηλαδή, δεν είμαι σαν τους άλλους; Σιγά μη δε κουραζόσουν, εδώ που τα λέμε, - απάντησε η Κατερίνα Λβόβνα, κοκκινίζοντας ελαφρά, μιας κι είχε καιρό να ακούσει τέτοια λόγια και τώρα αισθάνθηκε να την κατακλύζει μια ακαταμάχητη επιθυμία να φλυαρήσει ώσπου να χορτάσει κουβέντες εύθυμες και περιπαικτικές.
   - Όχι, προς Θεού! Θα σας πήγαινα στα χέρια μέχρι την μαγευτική Αραπιά. - απάντησε ο Σέργιος στην σπόντα της.
   - Λάθος συλλογιέσαι, παλικάρι μου, - τον διέκοψε ένας μουζίκος που φόρτωνε. - Τι είναι αυτό που μας κάνει να΄χουμε βάρος; Μην είναι το κορμί μας; Το κορμί μας, άνθρωπέ μου, δεν βαραίνει καθόλου: τα κότσια και η ψυχή μας είναι αυτά που έχουν δύναμη και ολκή - όχι το κορμί μας!
   - Δίκιο έχεις, πριν το γάμο αν και ήμουν πολύ λεπτή, είχα δύναμη και τσαγανό, - είπε η Κατερίνα Λβόβνα, μην μπορώντας και πάλι να συγκρατηθεί, - Δεν μπόραγε να με παραβγεί όποιος κι όποιος άντρας.
   - Για να ιδούμε, αν είναι έτσι. Δώστε μου το χεράκι σας, - ζήτησε ο μορφονιός.
   Η Κατερίνα Λβόβνα αισθάνθηκε μιαν αμηχανία, μα τελικά έτεινε το χέρι της.
   Την ώρα που ο Σέργιος έσφιγγε την απαλάμη της, εκείνη ξεφώνησε: « Άουτς, άσε! Το δαχτυλίδι μου! Με πονάς!», σύγκαιρα δίνοντάς του μια γερή σπρωξιά με το άλλο της χέρι ίσα στο στέρνο του. 
   Με το που άφησε το χέρι της κυράς του το παλικάρι πετάχτηκε δυο βήματα πιο πέρα από τη δύναμη της σπρωξιάς της.
   -Ποπό, και ύστερα σου λένε πως οι γυναίκες είναι το ασθενές φύλο, - απόρησε ο μουζίκος.
   - Όχι έτσι, ελάτε να παλέψουμε κανονικά, - την προκάλεσε ο Σέργιος, τινάζοντας τις μπούκλες του.
   - Έλα, λοιπόν, - απάντησε εύθυμα η Κατερίνα Λβόβνα ανασηκώνοντας τους αγκώνες της.
   Ο Σέργιος τύλιξε τα χέρια του γύρω απ΄τη νεαρά κυρά έτσι που το σφριγηλό της στήθος σφίχτηκε πάνω στο κόκκινο πουκάμισό του. Η Κατερίνα Λβόβνα πήγε να κουνήσει τους ώμους της, μα ο Σέργιος σφίγγοντας την με τα χέρια του την ανασήκωσε ψηλά, την κράτησε για λίγο στον αέρα και την απίθωσε προσεκτικά στο αναποδογυρισμένο σκεύος για μέτρηση σιταριού.
   Η Κατερίνα Λβόβνα δεν πρόκανε καν να κάνει χρήση της περιβόητης της δύναμης. Καθισμένη πάνω στο σκεύος κόκκινη κατακόκκινη εκείνη ίσιαξε το κοντογούνι που είχε γλιστρήσει από τον ώμο της, σηκώθηκε και έφυγε ήσυχα ήσυχα χωρίς να πει κουβέντα, ενώ ο Σέργιος έβηξε παλικαρίσια και φώναξε:
   - Άντε, χαϊβάνια! Γεμίστε, μη χαζεύετε, με το μαλακό τα φτυάρια, μετράτε καλά, κόψτε στο χείλος, μην αφήνετε το περίσσευμα.
  Έδειχνε σάμπως δεν τον ένοιαξε αυτό που είχε συμβεί.
   - Γυναικάς είναι αυτός ο καταραμένος Σιριόζκα! - έλεγε η μαγείρισσα Αξίνια σερνάμενη πίσω από την Κατερίνα Λβόβνα. - Όλα τα έχει ο άτιμος: τι μπόι, τι μούτρο, τι εμορφιά, δεν του λείπει τίποτες. Ο κολασμένος με τα γλυκόλογά του όποια γυναίκα θες την ρίχνει στο άψε σβήσε στην αμαρτία. Και άπιστος ο άτιμος δε λες τίποτα, πολύ άπιστος ο μπερμπάντης να πάρει η ευχή!
   - Εσύ Αξίνια .... τέτοιο, - έλεγε προπορευόμενη η νεαρά κυρά, - το αγοράκι σου ζει;
   - Ζει, μανούλα μου, ζει - τι ανάγκη έχει! Πάντα φυτρώνουν εκεί που δεν τους θέλουν.
   - Και από ποιον το απέκτησες;
   - Ποιος τον ξέρει τον μπάσταρδο, - με τόσους που πάω.
   - Έχει καιρό σε μας αυτό το παλικάρι;
   - Ποιο; Το Σέργιο λέτε;
   - Ναι.
   - Έχει κανένα μήνα. Πρώτα δούλευε στους Κοπτσιόνωφ, μα τον έδιωξε το αφεντικό. - Η Αξίνια χαμήλωσε τη φωνή της και πρόσθεσε: - Λένε πως τα΄χε μπλέξει με την ίδια την αφεντικίνα... Τέτοιο θράσος, ο τρισκατάρατος!

Κεφάλαιο Γ΄

   Ένα ζεστό γαλακτερό δείλι τύλιγε απαλά την πόλη. Ο Ζηνόβι Μπορίσιτς δεν είχε ακόμα γυρίσει από το φράγμα. Έλειπε και ο πενθερός της, ο Μπορίς Τιμοθέιτς: πήγε να γιορτάσει τον παλαιό του φίλο και μήνυσε να μην τον καρτερούν για δείπνο. Η Κατερίνα Λβόβνα μην έχοντας τίποτα καλύτερο να κάνει, μαζεύτηκε από νωρίς μέσα, άνοιξε το παραθύρι ψηλά στην κρεβατοκάμαρά της και ακουμπώντας στον παραστάτη μασουλούσε τον λιόσπορο. Οι άνθρωποι της υπηρεσίας είχαν αποσώσει το βραδινό τους στο μαγειρειό και τώρα σκόρπιζαν στον αυλόγυρο για να κουρνιάσουν κάπου για νύχτα: κάποιοι κάτω από το υπόστεγο, μερικοί σιμά στα αμπάρια, άλλοι ψηλά στους μοσχοβολιστούς αχυρώνες. Ο τελευταίος που βγήκε από το μαγειρειό ήταν ο Σέργιος. Έφερε μια γυροβολιά την αυλή, έλυσε τα σκυλιά, σφύριξε έναν σκοπό και περνώντας κάτω από το παραθύρι της Κατερίνας Λβόβνα, την κοίταξε ίσα μες στα μάτια της και της έκαμε έναν βαθύ τεμενά.
   - Καλησπέρα, του απάντησε από ψηλά η Κατερίνα Λβόβνα με σιγανή φωνή σάμπως φοβόταν να διαταράξει την ερημιά της αυλής.
   - Κυρά μου! - ακούστηκε ύστερα από δυο λεπτά μια αντρικιά φωνή πίσω από την κλειδαμπαρωμένη πόρτα της κρεβατοκάμαρας της.
   - Ποιος είναι ΄κει; - ρώτησε τρομαγμένα η Κατερίνα Λβόβνα.
   - Σας παρακαλώ μην φοβάστε. Εγώ είμαι, ο Σέργιος, - απάντησε ο νεαρός εργάτης.
   - Τι θέλεις, Σέργιε;
   - Σας έχω μια δουλίτσα, Κατερίνα Λβόβνα. Θέλω να σας ζητήσω μια χάρη. Επιτρέψτε μου να ανεβώ για ένα λεπτό.
   Η Κατερίνα Λβόβνα γύρισε το κλειδί και άφησε το Σέργιο να περάσει μέσα.
   - Λοιπόν, τι θες; - ρώτησε το νεαρό πισοπατώντας προς το παράθυρο.
   - Ήρθα σε σας, Κατερίνα Λβόβνα, να σας παρακαλέσω μήπως κι έχετε κανένα βιβλιαράκι να διαβάσω. Με πλάκωσε η βαρεμάρα.
   - Εγώ, Σέργιε, δεν έχω βιβλία: δεν τα διαβάζω, - απάντησε η Κατερίνα Λβόβνα.
   - Κρίμας! Βαριέμαι πολύ, - παραπονέθηκε ο Σέργιος.
   - Από τι βαριέσαι!
   - Έλεος, πώς να μη βαριέμαι; Είμαι νέος ενώ εδώ ζούμε λες και είμαστε σε κάνα μοναστήρι και έτσι όπως πάει, είναι σχεδόν βέβαιο ότι μέχρι την ταφόπλακα θα μαραζώνω μες στη μοναξιά. Ώρες ώρες μου΄ρχεται …
   - Και γιατί δεν παντρεύεσαι;
   - Κυρά μου, μια κουβέντα είναι να παντρευτώ! Και ποια να πάρω; Είμαι άνθρωπος ταπεινός, ένα κορίτσι από σπίτι δε με παίρνει, και όσο για τα κορίτσια της φτωχολογιάς, Κατερίνα Λβόβνα, το γνωρίζετε και η ίδια, όλες είναι μία προς μία σκέτη αμορφωσιά. Σάματις μπορούν να καταλάβουν τι είναι η αγάπη;! Αλλά μήτε και οι πλούσιοι την εννοούν. Για ιδέστε, καλήν ώρα εσείς, για κάποιον άλλο που κατέχει από αγάπη, θα΄σασταν το αποκούμπι του ενώ για δαύτους δεν είστε παρά μια κανάρα για κλουβί.
   - Πες το ψέματα, πνίγομαι,-  ξέφυγε της Κατερίνας Λβόβνα.
   - Και πώς να μην πνίγεστε, κυρά μου, με τέτοια δα ζωή! Ας πούμε πως θα΄χατε κάποιο πρόσωπο έξω από ΄δω, όπως το κάνουν τόσες και τόσες, μα και πάλι δε θα  σας ήταν μπορετό να το βλέπετε εδώ.
   - Μα τι λες; Πώς σου ήρθε κάτι τέτοιο; Άλλο λέω. Εγώ να ..., άμα γεννούσα ένα μωράκι, με κείνο, μου φαίνεται πως θα γινόμουν ευτυχισμένη.
   - Ναι, αλλά, με το συμπάθιο, κυρά μου, ακόμη και τα παιδιά δεν έρχονται έτσι στα καλά του καθουμένου. Μήπως κι εμείς έχοντας δουλέψει τόσα χρόνια για ένα σωρό αφεντικά δεν έχουμε δει τι μαύρη ζωή ζούνε οι γυναίκες των εμπόρων, δεν σας καταλαβαίνουμε τάχα; Όπως το λέει και το τραγούδι: «Δίχως την αγάπη μου γλυκιά με ζώνει η θλίψη μου βαθιά». Ορίστε την ίδια θλίψη, είναι ανάγκη να σας το ομολογήσω, Κατερίνα Ιλβόβνα, την ίδια θλίψη την νιώθω με όλη μου την καρδιά, έτσι που θα έπαιρνα και θα την ξερίζωνα από το στήθος μου με το σφυρήλατο μαχαίρι και θα την έριχνα στα ποδαράκια σας. Τότες μονάχα θα ξαλάφρωνα, μαθές θα ΄μουν εκατό φορές πιο αλαφρός...
Η φωνή του Σέργιου άρχισε να τρέμει.
 - Τι είναι αυτά που μου τσαμπουνάς για την καρδιά σου; Κάτι μου χρειάστηκε. Σύρε στο καλό...
   - Όχι, να χαρείτε, κυρά μου, - αναφώνησε ο Σέργιος, σπαρταρώντας με όλο του το κορμί και κάνοντας ένα βήμα προς την Κατερίνα Λβόβνα. - Το ξέρω, το βλέπω αλλά και το καταλαβαίνω και το νιώθω καθαρά ότι εσείς υποφέρετε πιότερα και από μένα, μα τώρα, - συνέχισε εκείνος ανασαίνοντας βαριά, - τώρα, αυτή τη στιγμή όλα βρίσκονται στα χέρια τα δικά σας, όλα εξαρτώνται από τη θέλησή τη δικιά σας.
    - Τι πας να κάνεις; Τι ζητάς από μένα; Μη ζυγώσεις, θα γκρεμνιστώ από το παραθύρι, - ψέλλισε η Κατερίνα Λβόβνα και κυριευμένη από έναν απερίγραπτο φόβο, γαντζώθηκε από το περβάζι.
   - Ζωή μου μονάκριβη! Ποιος ο λόγος να γκρεμνιστείς; - ψιθύρισε λάγνα και παθιασμένα ο Σέργιος και αφού τράβηξε τη νεαρά κυρά από το παραθύρι, την αγκάλιασε σφιχτά.
   -Α! Άσε με, στέναξε αδύναμα η Κατερίνα Λβόβνα, λιώνοντας κάτω από τα καυτά φιλιά του Σέργιου, ενώ η ίδια ασυναίσθητα σφιγγόταν πάνω στο δυνατό του κορμί.
  Ο Σέργιος ανασήκωσε την κυρά του στα χέρια σάμπως ήταν μια σταλιά μωρό και την πήγε σε μια σκοτεινή γωνιά.
   Σιωπή απλώθηκε μες στο δωμάτιο. Την διέκοπτε μονάχα το ρυθμικό τικ τακ του ρολογιού τσέπης του συζύγου της Κατερίνας Λβόβνα. Το ρολόι κρεμόταν πάνω από το προσκέφαλο της συζυγικής κλίνης, μα αυτό δεν ενοχλούσε σε τίποτα τους εραστές μας.
   - Άντε, πήγαινε τώρα, - του είπε η Κατερίνα Λβόβνα μετά από ένα μισάωρο, καθώς διόρθωνε τα μαλλιά της μπρος από ένα μικρό καθρεφτάκι χωρίς καν να σηκώσει τα μάτια της να τον κοιτάξει.
   - Και γιατί να φύγω από τώρα, - την ρώτησε με χαρούμενη φωνή ο Σέργιος.
   - Ο πενθερός μου θα κλειδώσει τις πόρτες.
   - Αχ, ψυχή μου! Τι σόι άντρες έχεις γνωρίσει στη ζωή σου άμα έμπαιναν στης γυναίκας τους από την πόρτα και μόνο; Εγώ δε χρειάζουμαι πόρτες μήτε να φύγω μήτε και να΄ρθω κοντά σου  - απάντησε το παλικάρι, δείχνοντας τους στύλος που στήριζαν τη σοφίτα.

Κεφάλαιο Δ΄

   Ο Ζηνόβι Μπορίσιτς δεν είχε γυρίσει σπίτι ούτε την επόμενη βδομάδα. Η γυναίκα του λοιπόν όλη την βδομάδα νύχτα μπαίνει νύχτα βγαίνει το γλεντούσε με το Σέργιο μέχρι πρωίας.
   Τούτες τις νύχτες πάνω στη συζυγική κλίνη και άφθονο κρασάκι από το κελάρι του νοικοκύρη είχε ρεύσει, και πολλά καλούδια είχαν φαγωθεί, και τα μελένια χείλη της νοικοκυράς είχαν φιληθεί και οι μαύρες μπούκλες πάνω στο μαλακό προσκέφαλο είχαν ανακατευτεί. Μα ο δρόμος δεν είναι πάντοτε στρωμένος με ροδοπέταλα, υπάρχουν και αγκάθια.
   Ένα βράδυ ο Μπορίς Τιμοθέιτς δεν είχε ύπνο. Τριγυρνούσε, λοιπόν,  ο γέρος με τη παρδαλή τσίτινη πουκαμίσα του μέσα στη σιγαλιά του σπιτιού, ρίχνοντας που και που ματιές από τα παραθύρια. Ξαφνικά βλέπει τον Σέργιο με την κόκκινη του πουκαμίσα να κατεβαίνει σιγά σιγά από το παραθύρι της νύφης του και να γλιστρά κάτω από ένα στύλο. Να σου είδηση! Πετάχτηκε όξω ο Μπορίς Τιμοθέιτς και άρπαξε το παλικάρι από τα ποδάρια. Εκείνος γύρισε για να του ρίξει μια ανάστροφη στο αφτί, μα συγκρατήθηκε αναλογιζόμενος τη φασαρία που θα ξεσήκωνε.
   - Λέγε, - είπε ο Μπορίς Τιμοθέιτς, πού ήσουν, κλέφταρε;
   - Όπου ήμουν εκεί, Μπορίς Τιμοθέιτς, δεν είμαι πια, του αποκρίθηκε ο Σέργιος.
   - Κοιμήθηκες στης νύφης μου;
   - Όσο για αυτό, αφεντικό, δε σου πέφτει κανένας λόγος. Άκου όμως, τι θα σου πω. Ό, τι έγινε, μπάρμπα, δεν ξεγένεται. Σκέψου αν αξίζει να τα βγάλεις στη φόρα εν βρασμώ ψυχής και να ντροπιάσεις το καλό όνομα της φαμελιάς σου. Λέγε τώρα τι γυρεύεις από μένα; Ποιαν ικανοποίηση θες να λάβεις;
   - Εσένα, όφι, θενά σου ρίξω πεντακόσιες βουρδουλιές, - απάντησε ο Μπορίς Τιμοθέιτς.
   - Ήμαρτον – υπακούω στην επιθυμία σου, -συμφώνησε το παλικάρι.  – Λέγε πού και σε ακολουθάω. Άντε, κάνε το γούστο σου, πιέ΄ το αίμα μου.
  Οδήγησε ο Μπορίς Τιμοθέιτς το Σέργιο στο πέτρινο κελάρι και εκεί τον μαστίγωσε μέχρις ότου ο ίδιος απόκανε. Ο Σέργιος δεν έβγαλε άχνα, μα μάδησε με τα δόντια του το μισό μανίκι από την πουκαμίσα του.
  Ο Μπορίς Τιμοθέιτς παράτησε τον Σέργιο μες στο κελάρι του ώσπου γιάνουν οι πληγές στη ράχη που γίνηκε κατακόκκινη σαν το πυρωμένο σίδερο. Έβαλε πλάι του ένα πήλινο λαγήνι με νερό, τον κλειδαμπάρωσε και μήνυσε το γιόκα του.
   Στη Ρωσία για να διανύσεις την απόσταση περίπου 100 σταδίων μέσα από το χωματόδρομο χρειάζεσαι κάμποσο χρόνο, ενώ η Κατερίνα Λβόβνα δίχως τον Σέργιό της δεν μπορούσε να ζήσει πια μήτε στιγμή. Ξαφνικά ο χαρακτήρας της ο οποίος ως τότε βρισκόταν σε μια νάρκη ξεδιπλώθηκε φαρδιά πλατιά και έγινε τόσο αποφασιστική και αχαλίνωτη που δεν την συγκρατούσε πια τίποτα στον κόσμο. Μυρίστηκε πού κρατιόταν ο Σέργιος, κατάφερε να του μιλήσει μέσα από τη σιδερένια πόρτα και (ε)ξαπολύθηκε να βρει τα κλειδιά να τον λευτερώσει.
Πήγε, λοιπόν, στον πενθερό της.
Άσε τον Σέργιο, πατερούλη, - άρχισε να τον εκλιπαρεί.
   Ο γέρος πρασίνισε και κιτρίνισε από το κακό του. Δεν περίμενε με τίποτα τέτοιο θράσος από την αμαρτωλή, που μέχρι πρότινος είχε διαγωγή υπάκουης και υποτακτικής νύφης.
   - Πας καλά, ξεδιάντροπη, - βάλθηκε να την εξευτελίζει.
   - Άσ΄ τον, - του ΄λεγε, - σου ορκίζομαι στην τιμή και στη ζωή μου ότι δεν είχε γίνει κάτι πονηρό αναμεταξύ μας.
   -Άκου λέει! Δεν έγινε κάτι πονηρό! –το΄λεγε και  έτριζε με τα δόντια του. – Και τι κάνατε εσείς οι δυο τις νύχτες; Τα στρωσίδια του άντρα σου τινάζατε;
   Εκείνη όμως δεν ξεκολνούσε και όλο: «άσ΄ τον και άσ΄ τον», τον παρακαλνούσε.
   - Μιας και επιμένεις, - είπε ο Μπορίς Τιμοθέιτς, - άκου το λοιπόν: σαν γυρίσει ο άντρας σου, εμείς οι δυο εσένανε, την πιστή σύζυγο, μες στο στάβλο με τα ίδια μας τα χέρια θα σε μαυρίσουμε στο ξύλο ενώ εκείνον τον αλήτη αύριο κιόλας θα τον στείλω στη στενή.
   Έτσι αποφάσισε ο Μπορίς Τιμοθέιτς, μα η απόφασή του δεν έμελλε να εκπληρωθεί.

Κεφάλαιο Ε΄

   Το ίδιο βράδυ ο Μπορίς Τιμοθέιτς έφαγε για δείπνο κάτι μανιταράκια με πλιγούρι και αισθάνθηκε μια δυσφορία και έντονη καούρα. Ξαφνικά τον έπιασε ένας δυνατός σφάχτης στην κοιλιά και ύστερα δε σταμάτησε να ξερνά οληνύχτα. Ως το χάραμα είχε αποθάνει ακριβώς όπως ψοφούσαν και οι ποντικοί μες στα αμπάρια του. Για αυτούς η Κατερίνα Λβόβνα παρασκεύαζε με τα ίδια της τα χεράκια ένα ειδικό έδεσμα με πολύ επικίνδυνη άσπρη σκόνη την οποία της εμπιστεύτηκαν να τη φυλάει σαν τα μάτια της.
   Έβγαλε η Κατερίνα Λβόβνα το παλικάρι της  από το πέτρινο κελάρι του γέρου και δίχως να ντραπεί τον κόσμο τον έβαλε να συνέλθει από το ξύλο του πενθερού της επάνω στο κρεβάτι του ανδρός της. Όσο για τον πενθερό της, τον Μπορίς Τιμοθέιτς, δίχως κανένα ίχνος ενοχής τον έθαψε με παπά όπως συνηθίζουν οι χριστιανοί. Να απορείς που ο κόσμος δεν έβαλε κανένα κακό με το νου του. Πού΄ν΄το το παράξενο που ο Μπορίς Τιμοθέιτς πήγε από μανιτάρια; – από αυτά πεθαίνει ο κόσμος και ο κοσμάκης. Τον παράχωσαν πολύ βιαστικά, δίχως να καρτερέσουν το γιο του, επειδή είχε πολλή ζέστη, εξάλλου ο απεσταλμένος δεν βρήκε το Ζηνόβι Μπορίσιτς στο μύλο. Εκείνος εντελώς τυχαία βρήκε σε απόσταση 500 σταδίων  από το μύλο μια έκταση δάσους σε τιμή ευκαιρίας και πήγε να την ιδεί χωρίς να μηνύσει κανέναν πού πάει.
   Αφού η Κατερίνα Λβόβνα τακτοποίησε αυτήν την υπόθεση, ποιος την έπιανε πια;! Έτσι κι αλλιώς δεν ήταν από τις άτολμες γυναίκες, τώρα όμως ένας Θεός ξέρει τι ήταν αυτό που είχε μες στο μυαλό της. Περπατούσε καμαρωτά-καμαρωτά, μες στο σπίτι έδινε διαταγές ζερβά δεξιά, όσο για το Σέργιο δεν τον άφηνε από κοντά της.
Τα κουτσομπολιά έδιναν και έπαιρναν μες στο σπίτι, μα η Κατερίνα Λβόβνα με τις γενναιοδωρίες της μπορούσε να βουλώσει στόματα και στόματα και ορίστε μας όλα τα κουτσομπολιά κοπήκανε μαχαίρι. «Τα΄χει μπλέξει με το Σέργιο, – μπήκε στο νόημα ο κόσμος, - σαν τι άλλο; Εμάς όμως τι μας κόφτει; Όπως τα΄μπλεξε ας την να τα ξεμπλέξει τώρα».
   Στο μεταξύ ο Σέργιος δυνάμωσε, ίσωσε και έγινε πάλι παλικάρι σαν και πρώτα, αρχίνησε να γυροφέρνει την Κατερίνα Λβόβνα σαν το παγόνι, και πάλι δώσ΄του σουρόπια και σαλιαρίσματα. Όμως ο χρόνος κυλούσε εις βάρος τους. Ο απατημένος σύζυγος, ο Ζηνόβι Μπορίσιτς, βιαζόταν και κείνος από τη μεριά του να γυρίσει σπίτι μετά από την έκτακτη και πολύημερη απουσία του.

Κεφάλαιο ΣΤ΄

   Το απομεσήμερο έξω στην αυλή είχε φωτιά και λάβρα. Μια αεικίνητη ενοχλητική μύγα ζουζούνιζε ακατάπαυστα. Η Κατερίνα Λβόβνα σφάλισε τα παντζουρόφυλλα της κάμαράς της και κάλυψε το παραθύρι από τη μέσα μεριά με ένα μάλλινο σάλι. Έπειτα πλάγιασε να αναπαυτεί μαζί με το Σέργιο πάνω στην υπερυψωμένη αφράτη κλίνη που μαρτυρούσε την ευμάρεια του σπιτιού. Η Κατερίνα Λβόβνα λαγοκοιμόταν γλυκά. Και εκεί που βρισκόταν ανάμεσα στον ύπνο και στο ξύπνιο ξαφνικά την έκοψε ο κρύος ιδρώτας και η ανάσα της έγινε καυτή και βαριά. Και ενώ ένιωθε πως είχε έρθει η ώρα για να ξυπνήσει, να κατεβεί στον κήπο, να πάρει το τσάι της, με όλα τούτα τα βλέφαρά της παρέμειναν σφαλιστά και το σώμα της βαρύ και ασήκωτο. Επιτέλους σαν να άκουσε τη μαγείρισσα να χτυπάει την πόρτα και να της κρένει: «Κυρά μου, το σαμοβάρι στον κήπο κοντεύει να σβήσει». Η Κατερίνα Λβόβνα ανασηκώθηκε με κόπο και ευθύς πιάστηκε να χαϊδολογά έναν γάτο, που ένας Θεός ξέρει πώς είχε τρουπώσει μέσα και είχε κουρνιάσει ανάμεσα τους. Και ήταν ο παλιόγατος αυτός πολύ χαριτωμένος:  ολόγκριζος, μεγαλόσωμος και τροφαντός ... με κάτι μουστακάρες σαν του φορατζή. Η Κατερίνα Λβόβνα βύθιζε το χέρι της μες στο πυκνό του τρίχωμα, και εκείνος όλο την έσπρωχνε με τη μουσούδα του: έχωνε την πλατιά του μούρη στο σφριγηλό της στήθος και ο ίδιος γουργούριζε σιγανά σιγανά σαν να έλεγε λόγια αγάπης. «Από πού και ως πού βρέθηκε εδώ τούτος ο γάταρος; - αναρωτήθηκε η Κατερίνα Λβόβνα.  – Αμάν! Θα γυρεύει το γάλα που άφηκα στο παραθύρι: δίχως άλλο, ο παλιόγατος, θα μου το φάει. Θέλει διώξιμο.»,  - αποφάσισε εκείνη και με το που πήγε να τον αρπάξει για να τον πετάξει έξω, εκείνος σαν μια αχλύς πέρασε μέσα από τα δάχτυλά της. «Από πού βρέθηκε εδώ τούτος ο γάτος; - συλλογιόταν μες στο ενύπνιό της η Κατερίνα Λβόβνα. – Ποτέ πριν δεν είχε ξαναμπεί γάτα στην κρεβατοκάμαρα μας, και να σου τι λογής τρούπωσε!» Πήγε εκείνη ξανά να τον αρπάξει με το χέρι της, άφαντος και πάλι ο γάταρος. «Μα τι στο καλό συμβαίνει με αυτόν τον γάτο;»,  -  απόρησε η Κατερίνα Λβόβνα.  Ξαφνικά την έπιασε μια παγωμάρα η οποία σε μια στιγμή έδιωξε και τον ύπνο και τη νύστα. Η Κατερίνα Λβόβνα κοίταξε ολόγυρά της: τριγύρω δεν υπήρχε ψυχή, μονάχα ο Σέργιος κείτονταν δίπλα της ωραίος και όμορφος σφίγγοντας με το δυνατό του χέρι τον κόρφο της επάνω στο αναψοκοκκινισμένο του πρόσωπο.
   Η Κατερίνα Λβόβνα σηκώθηκε, έκατσε στην άκρη του κρεβατιού, και δώστου να φιλάει και να χαϊδολογάει τον κοιμώμενο μορφονιό έπειτα διόρθωσε το τσαλακωμένο πουπουλένιο στρώμα και κατέβηκε στον κήπο να πάρει το τσάι της.
Έξω ο ήλιος βασίλευε, και πάνω στην πυρωμένη γης  κατέβαινε αργά αργά ένα θαυμάσιο, μαγικό δείλι.
-Κοιμήθηκα βαριά, - είπε η Κατερίνα Λβόβνα στην Αξίνια καθώς βολευόταν πάνω στο χαλί να απολαύσει το τσάι της κάτω από μια ανθισμένη μηλιά.
– Αξίνιουσκα, μπορείς να μου πεις τι πάει να πει;, - ρώτησε εκείνη τη μαγείρισσά της, σκουπίζοντας με την πετσέτα το πιατάκι της.
-Τι πράμα, μανούλα μου;
- Ένας γάτος όλο ερχόταν κατά πάνω μου και με ενοχλούσε μες στον ύπνο, μα όλα φαίνονταν πολύ αληθινά σαν να ήταν στο ξύπνιο.
- Κι εσύ;
- Μα σου λέω, μου χωνόταν αδιάντροπα.
   Η Κατερίνα Λβόβνα της διηγήθηκε το όνειρο.
- Και γιατί, μανούλα μου, σου΄ρθε να τον χαϊδέψεις;
- Έλα μου ντε! Πού να ξέρω γιατί τον χάιδευα;
- Πολύ παράξενο! –αναφώνησε η μαγείρισσα.
- Απορώ κι εγώ τι άραγε να σημαίνει; 
- Αυτό ίσως πάει να πει πως κάτι θα σε βασανίζει, ή κάτι τέλος πάντων αναπάντεχο θα σου συμβεί.
- Όμως τι ακριβώς;
- Το τι ακριβώς – κανένας, καλή μου, δεν μπορεί να στο εξηγήσει, μόλο που κάτι οπωσδήποτε θά ΄ναι.
-Στην αρχή όλο έβλεπα το νιό φεγγάρι, και να σου ξαφνικά αυτός ο παλιόγατος, - συνέχισε η Κατερίνα Λβόβνα.
-Το νιό φεγγάρι προμηνύει γεννητούρια.
   Η Κατερίνα Λβόβνα κοκκίνισε.
- Πεθύμησες τον Σέργιο, κυρά μου, να στον στείλω; - την ρώτησε η Αξίνια που με το στανιό προσπαθούσε να γίνει η γκαρδιακή της φιλενάδα.
- Γιατί όχι, - απάντησε η Κατερίνα Λβόβνα, -, σύρε να τον φωνάξεις: θα τον φιλέψω τσάι.
- Κι εγώ αυτό λέω, πάω να τον φωνάξω, - συμφώνησε η Αξίνια και περπατώντας σαν πάπια έφτασε ως την θύρα του κήπου.
   Η Κατερίνα Λβόβνα διηγήθηκε και στο Σέργιο το όνειρό της με το γάτο.
- Όνειρο ήταν και πάει, σκέτη φαντασία και μόνο, - της είπε ο Σέργιος.
- Άμα είναι σκέτη φαντασία, από τι, Σεριόζα, πριν δεν έβλεπα τέτοια πράγματα.
- Πριν! Όλα ήταν αλλιώτικα πριν! Πριν σου έριχνα μόνο καμιά ματιά στα κλεφτά και έρεβα μέρα με τη μέρα και τώρα ορίστε! Μου ανήκει ολάκερο το γαλατένιο σου κορμί. 
   Ο Σέργιος πήρε την Κατερίνα Λβόβνα στην αγκαλιά του, την στροβίλισε στον αέρα και την έριξε παιχνιδιάρικα πάνω στο παχύ χαλί.
- Ποπό, ζαλίστηκα, - αναφώνησε η Κατερίνα Λβόβνα. – Σεριόζα! Έλα κοντά μου, κάτσε εδώ δίπλα, - τον κάλεσε καθώς τεντωνόταν ναζιάρικα παίρνοντας μια αγέρωχη πόζα.
   Ο νέος, αφού έσκυψε ελαφρώς, μπήκε κάτω από τα κλαδιά σκεπασμένα με τα λευκά ανθάκια και έκατσε πάνω στο χαλί στα πόδια της Κατερίνας Λβόβνα.
- Αλήθεια, Σεριόζα, σε έτρωγε το μαράζι για την πάρτη μου;
- Αν με έτρωγε, λέει!
- Και πώς γίνεται αυτό; Μίλα μου για αυτό.
- Πώς να το πεις με λόγια; Πώς να το εξηγήσεις το μαράζι; Τέλος πάντων είχα λιώσει ολάκερος.
- Και τότε γιατί, Σεριόζα, εγώ δεν το πήρα είδηση πως  πέθαινες για την πάρτη μου; Λένε ότι τάχα το νιώθεις αυτό.
   Ο Σέργιος δε έβγαλε μιλιά.
- Τότες γιατί έλεγες εύθυμα τραγούδια, αφού είχες τέτοιον νταλκά; Μην το αρνηθείς, σε άκουγα να τραγουδάς στη γαλαρία, - επέμενε η Κατερίνα Λβόβνα χαϊδεύοντας τις μπούκλες του.
 - Και τι με αυτό; Να και ο κώνωπας όλο τραγούδια λέει, να ΄ναι από χαρά τάχα; – απάντησε ξερά ο Σέργιος.
   Για λίγο απλώθηκε η σιωπή. Η Κατερίνα Λβόβνα κατακλύσθηκε από έναν ανείπωτο ενθουσιασμό κολακευμένη από τις αναπάντεχες εκμυστηρεύσεις του Σέργιου.
   Και ενώ εκείνη είχε ακαταμάχητη επιθυμία να φλυαρεί, ο Σέργιος είχε σκυθρωπιάσει και σώπαινε.
 -Κοίτα, Σεριόζα, τι παράδεισος, τι ομορφιά! –αναφώνησε η Κατερίνα Λβόβνα, κοιτάζοντας μέσα από τα πυκνά κλαδιά της ανθισμένης μηλιάς προς τον διάφανο ουρανό όπου έπλεε το ολόγιομο φεγγάρι.
   Το σεληνόφως περνώντας μέσα από τα φυλλαράκια  και τα ανθάκια της μηλιάς έλουζε με τις πιο περίτεχνες φωτεινές κηλίδες το πρόσωπο και όλο το κορμί της Κατερίνας Λβόβνας που κείτονταν φαρδιά πλατιά χάμω στο χαλί. Τριγύρω επικρατούσε ησυχία και μονάχα ένα    ζεστό αεράκι πού και πού τάραζε σχεδόν ανεπαίσθητα την νυσταγμένη φυλλωσιά σκορπίζοντας παντού την ευωδιά της ανθισμένης φύσης. Με το μεθυστικό αέρα εισέπνεες κάτι που σε μπαΐλντιζε, σου γεννούσε μια διάθεση νωχελική μαζί με την επιθυμιά για ηδονή, για πόθους ανομολόγητους και σκοτεινούς.
   Μην παίρνοντας καμιά απόκριση η Κατερίνα Λβόβνα σώπασε και όλο κοίταζε ψηλά στον ουρανό μέσα από τα τρυφερά ροδαλά ανθάκια της μηλιάς. Σιωπούσε και ο Σέργιος, μα δεν ήτανε ο ουρανός εκείνο που απορροφούσε τη σκέψη του. Σφίγγοντας τα γόνατά του με τα χέρια εκείνος κοιτούσε σκεφτικός χάμω καρφώνοντας επίμονα το βλέμμα του στις μπότες. 
   Κεχριμπαρένια νύχτα! Ησυχία, φεγγαράδα, ευωδιές ανακατωμένες με την ευεργετική ζωοδότρα ζέστη! Μακριά πέρα από την χαράδρα πίσω από τον κήπο κάποιος έπιασε να τραγουδά έναν ψυχοπονιάρικο σκοπό, κάτω από το φράχτη μέσα στους πυκνούς θάμνους της αγριοκερασιάς σκόρπισε ξαφνικά τις μακρόσυρτες του τρίλιες ένα ερωτευμένο αηδόνι, στο κλουβί κρεμασμένο στο μακρύ κοντάρι άρχισε το ερωτικό του παραλήρημα ένας νυσταγμένος όρτυξ, πίσω από το ντουβάρι του στάβλου αναστέναξε νωχελικά και λάγνα μια παχιά φοράδα ενώ μια χαρούμενη αγέλη ερωτοτροπούντων σκύλων γλίστρησε σχεδόν αθόρυβα πίσω από το φράχτη του κήπου για να χαθεί πιο πέρα μες στο μαύρο άμορφο ίσκιο που έριχναν τα παλιά ερειπωμένα αλατομάγαζα.
   Η Κατερίνα Λβόβνα ανασηκώθηκε ακουμπώντας στον αγκώνα της και βάλθηκε να περιεργάζεται το ψηλό χορτάρι του κήπου που σάλευε και λαμπύριζε παιχνιδιάρικα κάτω από το φως του φεγγαριού το οποίο προσκρούοντας σε λούλουδα και φύλλα σκόρπιζε σε αμέτρητες φωτεινές κηλίδες. Οι παιχνιδιάρικες αυτές μικρές φωτεινές νησίδες το χρύσωναν ολόκληρο και όλο τρεμόπαιζαν και όλο αναβόσβηναν σαν ολοζώντανες φωτεινές πεταλουδίτσες, σάμπως όλο το χορτάρι κάτω από τα δέντρα να πιάστηκε ξαφνικά σε ένα αόρατο δίχτυ του σεληνόφωτος και λικνιζόταν αργά πέρα δώθε.
 - Αχ, Σεριόζετσκα, τι ομορφιά! – αναφώνησε η Κατερίνα Λβόβνα κοιτάζοντας αχόρταγα ολόγυρά της. Ο Σέργιος μόλις που έριξε γύρω του ένα αδιάφορο βλέμμα.
- Τι έχεις, Σεριόζα, και είσαι άκεφος; Μήπως βαρέθηκες κιόλας την αγάπη μου;
- Κούφια λόγια να λέμε τώρα! – απάντησε ξερά ο Σέργιος και σκύβοντας, φίλησε ανόρεχτα την Κατερίνα Λβόβνα.
-Είσαι σκορδόπιστος, Σεριόζα, - είπε σε μια τρυφερή κρίση ζηλοτυπίας η Κατερίνα Λβόβνα, - επιπόλαιος.
 - Δεν πιστεύω να το εννοείς,- απάντησε ήρεμα  ο Σέργιος.
- Και τότε γιατί με φίλησες έτσι;
   Ο Σέργιος δεν είπε κουβέντα.
- Έτσι μόνο οι παντρεμένοι φιλιούνται, - συνέχισε η Κατερίνα Λβόβνα παίζοντας με τις μπούκλες του, - ίσα ίσα που αγγίζονται με τα χείλη τους σάμπως τα ξεσκονίζουν.  Εσύ όμως φίλα με έτσι που από ετούτη τη μηλιά όλα τα ανθάκια να πέσουν πάνω μας βροχή. Έτσι, έτσι, - ψιθύριζε η Κατερίνα Λβόβνα, αγκαλιάζοντας και φιλώντας παθιασμένα τον αγαπητικό της. 
- Άκου, Σεριόζα, τι θα σου πω, -  άρχισε η Κατερίνα Λβόβνα μετά από λίγα λεπτά, - πώς γίνεται όλοι με μια φωνή να λένε ότι είσαι άπιστος;
- Και ποιοι είναι αυτοί που αμολάνε τέτοιες ψευτιές;
- Ο κόσμος, Σεριόζα. 
- Μπορεί και να παράτησα καμία, δεν άξιζε όμως μία.
- Και για ποιο λόγο, χαζέ, τα΄φτιαχνες με αυτές που δεν άξιζαν; Με μιαν ανάξια δεν αξίζει να έχεις έρωτες.
- Σιγά, πήρες φόρα. Σάματις χωράνε τίποτα ψυχροί υπολογισμοί σε αυτά τα πράγματα; Σε σπρώχνει η φύσις σου, δίχως να έχεις σοβαρές προθέσεις. Μα κάτι τέτοιες κυράτσες μονάχα αυτό και καρτερούν έτοιμες να σε τυλίξουν σε μια κόλλα χαρτί. Να μου λείπει το βύσσινο!
- Άκου, λοιπόν, Σεριόζα! Εμένα για τις άλλες δε με νοιάζει, δεν τις ξέρω και δε θέλω να τις μάθω. Μα μιας και κατάφερες να με ρίξεις σε αυτόν τον έρωτα που ζούμε, γνωρίζεις καλά ότι εγώ παρασύρθηκα σε αυτόν περισσότερο με την πονηριά τη δικιά σου παρά με τη θέληση τη δικιά μου. Να ξέρεις μονάχα, αν τυχόν με προδώσεις ή με απατήσεις με κάποιαν άλλη, πως εγώ, καρδούλα μου, συγχώρα με, δε θα σε αποχωριστώ όσο είμαι ζωντανή, ο κόσμος να χαλάσει.
   Ο Σέργιος ταράχτηκε.
 - Μάτια μου, Κατερίνα Ιλβόβνα! – μίλησε εκείνος. –  Δες και μόνη σου πώς έχουν τα πράγματα για μας. Μόνη σου έχεις προσέξει πως είμαι σκεφτικός απόψε. Και πώς να μην είμαι; Όμως πού να το καταλάβεις; Πού να καταλάβεις πως η καρδιά μου πάει να σκάσει.
- Τι σε βασανίζει, Σεριόζα; Πες τον πόνο σου να ξαλαφρώσεις.
- Και τι να πεις, όταν όλα είναι φως φανάρι! Όπου να΄ναι, πρώτα ο θεός, θα γυρίσει ο άντρας σου, και εσύ, Σεργέι Φιλίππιτς, κάνε πέρα, τράβα στην αυλή παρέα με τους μουζικάντηδες και κοίτα από πέρα την Κατερίνα Λβόβνα να ανάβει το κερί στην κάμαρή της, να αφρατεύει τα πουπουλένια στρωσίδια και να ετοιμάζεται να πλαγιάσει με το νόμιμο της σύζυγο, το Ζηνόβι Μπορίσιτς.
- Αυτό δεν πρόκειται να γίνει στον αιώνα τον άπαντα! – έσυρε με χαρούμενη φωνή η Κατερίνα Λβόβνα και κούνησε περιφρονητικά το χεράκι της.
-Πώς κι έτσι; Εγώ πάλι νομίζω πως είναι αδύνατον να το αποφύγετε. Όμως κι εγώ έχω καρδιά, Κατερίνα Ιλβόβνα, και βασανίζουμαι.
- Πάψε πια να μιλάς όλο για αυτό.
Η Κατερίνα Λβόβνα κολακευμένη από αυτήν την κρίση της ζηλοτυπίας από τη μεριά του Σέργιου ξέσπασε σε γέλια και βάλθηκε πάλι να τον ανταμείβει με φιλά. 
 - Έπειτα και το άλλο, - συνέχισε ο Σέργιος, ελευθερώνοντας σιγά σιγά το κεφάλι του από τα γυμνά ως τον ώμο χέρια της Κατερίνας Λβόβνα, - πρέπει να πω και αυτό, ότι δηλαδή η ταπεινή καταγωγή μου με αναγκάζει να σκέφτομαι και να ζυγιάζω το καθετί όχι μια, μα δέκα και παραπάνω φορές. Αν ήμουν ίσος με σας, ας πούμε, κάνας γαιοκτήμονας ή έμπορος έστω, εγώ, Κατερίνα Ιλβόβνα, δεν πρόκειται να σας αποχωριζόμουν σ΄όλη μου τη ζωή. Ενώ έτσι όπως έχουν τα πράγματα, κρίνετε και μόνη σας αν ταιριάζει ένας τέτοιος άνθρωπος να΄ναι δίπλα σας; Βλέποντας να σας παίρνουν από τα άσπρα σας τα χεράκια και να σας οδηγούν στην κάμαρή σας, εγώ αναγκαστικά πρέπει να τα υποφέρω σιωπηλά και να τα ανέχομαι αδιαμαρτύρητα ακόμη και αν εξαιτίας απ΄ αυτό σιχαθώ για πάντα τον εαυτό μου και τον περιφρονώ μια ζωή ολάκερη. Κατερίνα Λβόβνα, εγώ όμως δεν είμαι σαν τους άλλους, που τους είναι αδιάφορα όλα αυτά αρκεί να πάρουν αυτό που θέλουν από μια γυναίκα. Εγώ ξέρω τι πάει να πει έρωτας και τον νιώθω σαν ένα μαύρο φίδι που κατατρώει την καρδιά μου…  
- Γιατί όλο για τέτοια μου μιλάς; - τον διέκοψε η Κατερίνα Λβόβνα. Ένιωθε λύπη για το Σέργιο.
 - Κατερίνα Λβόβνα! Πώς να μην κουβεντιάζω για αυτά; Πώς να τα αγνοήσω, όταν όλα πια έχουν πάρει το δρόμο τους, όταν όχι σε κανένα εύλογο χρόνο, αλλά ίσως και από αύριο κιόλα σε τούτη την αυλή δε θα έχει μείνει μήτε φωνή μήτε ακρόαση από το Σέργιό σας, σαν να μην είχε περάσει ποτές από΄δω πέρα;
- Σώπα, μην λες τέτοια, Σεριόζα! Αυτό δε θα γίνει ποτές. Δε χωρίζουμε εμείς οι δυο, - η Κατερίνα Λβόβνα προσπάθησε να τον ησυχάσει συνεχίζοντας τα χάδια της. – Άμα φτάσουν εκεί τα πράγματα... ένας από τους δυο μας είτε εκείνος είτε εγώ πρέπει να φύγει απ΄τη μέση, μα εσύ δεν θα φύγεις πουθενά, θα μείνεις κοντά μου.
- Με τίποτα δεν μπορεί αυτό να συμβεί, Κατερίνα Λβόβνα, - της απαντούσε ο Σέργιος, κουνώντας θλιμμένα και μελαγχολικά το κεφάλι του. – Νιώθω δυστυχισμένος που σας αγάπησα. Δεν αγαπούσα καλύτερα μια γυναίκα της σειράς μου, τι πήγα και έφτιαξα ο έρμος; Πώς μπορώ να ελπίζω να σας έχω για πάντα δική μου; Μήπως σας τιμά να είστε αγαπητικιά μου; Θα ήθελα να σας πάρω γυναίκα μου με παπά και με κουμπάρο, τότε μονάχα, αν και πάλι θα συνέχιζα να θαρρώ τον εαυτό μου κατώτερο σας, τουλάχιστον στον κόσμο θα μπορούσα να δείξω ότι με το σέβας που έχω στη γυναίκα μου είμαι άξιος της αγάπης της …
Το μυαλό της Κατερίνας Λβόβνα είχε θολώσει  από τα λόγια του Σέργιου, από την ζήλια του, μα κυρίως από την επιθυμία του να την παντρευτεί – μια πρόταση που ηχεί πάντοτε ευχάριστα στα αφτιά μιας γυναίκας ακόμα κι αν γνωρίζει ελάχιστα τον υποψήφιο γαμπρό. Τώρα η Κατερίνα Λβόβνα ήταν έτοιμη να τον ακολουθήσει στη φωτιά, στο νερό, στην στενή ακόμα και στην κρεμάλα. Εκείνος έκανε να τον ερωτευτεί σε τέτοιο βαθμό, που δεν υπήρχε πια κανένα όριο στην αφοσίωση και στην αγάπη της για αυτόν. Είχε χάσει το μυαλό της από την ευτυχία. Το αίμα της έβραζε και δεν ήθελε πια να ακούει τίποτα. Με μια γρήγορη κίνηση έσφιξε με την απαλάμη της το στόμα του Σέργιου και ακουμπώντας το κεφάλι του στο στήθος της άρχισε να μιλάει:
- Λοιπόν, ξέρω πώς θα σε κάνω έμπορο και πώς θα ζήσουμε μαζί χωρίς να κρυβόμαστε. Μονάχα μη με σκοτίζεις άδικα, τώρα που δεν έχει έρθει ακόμα ο καιρός για αυτό.
 Και πάλι άρχισαν οι αγκαλιές και τα φιλιά.
   Μες στη νυχτερινή ησυχία ο γερο-εργάτης που κοιμόταν στο υπόστεγο ανάμεσα στον ύπνο και τον ξύπνιο άλλοτε άκουγε κάτι ψιθυρίσματα μαζί με πνιχτά γέλια, σάμπως κάτι ζαβολιάρικα παιδιά συνωμοτούσαν πώς να κοροϊδέψουν όσο πιο επιδέξια γίνεται κάνα ανήμπορο γέρο, άλλοτε πάλι άκουγε ένα ξεκαρδιστικό γέλιο σάμπως κάποιον γαργαλούσαν οι νεράιδες της λίμνης. Ήταν η Κατερίνα Λβόβνα που λουόμενη στο φεγγαρόφωτο και κυλιόμενη στο μαλακό χαλί, έπαιζε και διασκέδαζε με το νεαρό εργάτη του ανδρός της.
Η σγουρή μηλίτσα όλο τους έραινε και τους έραινε με τα τρυφερά ανθάκια ώσπου κάποια στιγμή στέρεψε. Στο μεταξύ η σύντομη καλοκαιρινή νύχτα έφτασε στο τέλος της. Το φεγγάρι είχε κρυφτεί πίσω από τις ψηλές στέγες αμπαριών και έριχνε στη γη λοξές και όλο και πιο αδύναμες ακτίνες. Στα κεραμίδια του μαγειρειού ακούστηκε ένα διαπεραστικό νιαούρισμα, το ακολούθησε μια βρισιά και ένα θυμωμένο ρουθούνισμα, και ύστερα δύο ή τρία γατιά κουτρουβάλησαν με τρομερό θόρυβο χάμω γλιστρώντας πάνω σε μια στοίβα από σανίδες ακουμπισμένες στη σκεπή.
 - Πάμε για ύπνο, είπε η Κατερίνα Λβόβνα και άρχισε να σηκώνεται αργά σαν μπαϊλντισμένη και έτσι όπως ήταν, με μια πουκαμίσα και λευκά μεσοφόρια, διέσχισε την αυλή βυθισμένη στη νεκρική σιγή και ο Σέργιος την ακολουθούσε κουβαλώντας το χαλάκι και το πολκάκι της που είχε βγάλει κάνοντας τις τρέλες της.

Κεφάλαιο Ζ΄

   Μόλις η Κατερίνα Λβόβνα έσβησε το κερί και ξάπλωσε ολόγυμνη πάνω στο μαλακό πουπουλένιο της στρώμα, την τύλιξε αμέσως ο ύπνος.
Χορτασμένη και ξελιγωμένη από τα χάδια και τα φιλιά κοιμήθηκε τόσο βαθιά, που όλα της τα μέλη είχαν λυθεί σε μια γλυκιά αποχαύνωση. Κάποια στιγμή και πάλι ακούει μες στον ενύπνιό της να ανοίγει η πόρτα και στο κρεβάτι της να πέφτει σούμπιτος ο ίδιος με πριν γάτος.
- Μα τι στο καλό; Τι βάσανο με βρήκε με τούτο το γάτο; - συλλογίστηκε αποκαμωμένη η Κατερίνα Λβόβνα. –Αυτή τη φορά επί τούτου σφάλισα και την πόρτα και το παραθύρι με τα ίδια μου τα χέρια, μα πώς γίνεται να μπήκε πάλι μέσα; Πού θα μου πάει θα τον πετάξω έξω, - η Κατερίνα Λβόβνα πήγε να σηκωθεί, μα τα παραλυμένα από τον ύπνο χέρια και πόδια αρνούνταν να την υπακούσουν. Στο μεταξύ ο γάτος σουλατσάριζε πάνω κάτω σε όλο της το κορμί και νιαούριζε παράξενα σάμπως να΄χε ανθρώπινη λαλιά. Η Κατερίνα Λβόβνα ανατρίχιασε σύγκορμα.
«Όχι, -σκέφτηκε,  - δεν πάει άλλο, αύριο κιόλας πρέπει να ραντίσω την κλίνη με το αγίασμα να ξεκουμπιστεί επιτέλους τούτος ο διαβολόγατος.»
   Ο γάτος όμως νιαουρίζοντας πάνω από το αφτί της την έσπρωξε με τη μούρη του και έβγαλε ανθρώπινη μιλιά: «Σιγά, - είπε, - που είμαι γάτος! Από πού κι ως πού! Πολύ καλά το εννόησες, Κατερίνα Λβόβνα, ότι δηλαδή δεν είμαι κάνας γάτος, αλλά ο ξακουστός έμπορος, Μπορίς Τιμοθέιτς. Τώρα όμως έχω τα χάλια μου γιατί όλα τα αντεράκια μου έχουν γδαρθεί από το φίλεμα της νυφούλας μου. Γι΄αυτό, - νιαούρισε, - έχω σουφρώσει και φανερώνομαι σαν γάτος σε αυτούς που δεν χαμπαριάζουν ποιος στα αλήθεια είμαι. Εσύ όμως πώς τα περνάς, Κατερίνα Λβόβνα; Πόσο καλά τηρείς το συζυγικό σου όρκο; Επί τούτου σηκώθηκα από τον τάφο για να ελέγξω πώς εσείς οι δυο με το Σεργέι Φιλίππιτς κρατάτε ζεστό το κρεβάτι του ανδρός σου. Νιάου νιάου, δεν μπορώ όμως να δω τίποτα. Τα ματάκια μου, ξέρεις, από το φίλεμά σου έχουν πεταχτεί έξω, οπότε μη με φοβάσαι. Για κοίτα με μες στα μάτια, καλή μου νυφούλα, μη φοβάσαι!»
   Η Κατερίνα Λβόβνα με το που τον κοίταξε πάτησε κάτι σπαραξικάρδιες κραυγές. Ανάμεσα σε αυτήν και στο Σέργιο πάλι κείτονταν ο ίδιος γάτος, μα ετούτη τη φορά το κεφάλι του ήταν ολόιδιο με αυτό του Μπορίς Τιμοθέιτς και στο ίδιο μέγεθος με αυτό του μακαρίτη, μα αντίς για μάτια είχε δυο πύρινους κύκλους που στριφογύριζαν γύρω γύρω!
   Ο Σέργιος ξύπνησε, μέρεψε την Κατερίνα Λβόβνα και πάλι αποκοιμήθηκε, μα εκείνη είχε χάσει πια τον ύπνο της – πράγμα που αποδείχθηκε σωτήριο για τους εραστές μας.
   Εκεί που ήταν ξαπλωμένη ανάσκελα με τα μάτια ορθάνοιχτα, ξαφνικά σαν να άκουσε κάποιονα να σκαρφαλώνει το φράχτη και να πηδά μες στην αυλή. Και εκεί που τα σκυλιά πήγαν να του ορμήξουν, ευθύς σταμάτησαν, σάμπως άρχισαν να χαϊδεύονται έχοντας αναγνωρίσει τον εισβολέα. Πέρασε ακόμη ένα λεπτό και στο ισόγειο έτριξε το σιδερένιο μάνταλο και ύστερα η πόρτα άνοιξε. 
«Είτε τα ονειρεύομαι όλα, είτε πράγματι έχει γυρίσει ο Ζηνόβι Μπορίσιτς και έχει ξεκλειδώσει την πόρτα με το δεύτερο κλειδί που΄χει απάνω του», - σκέφτηκε η Κατερίνα Λβόβνα και σκούντηξε βιαστικά το Σέργιο.
- Άκου, Σεριόζα, - του είπε και στήνοντας το αφτί της ανασηκώθηκε στηριζόμενη στον αγκώνα.
   Πράγματι, κάποιος ανεβαίνοντας από τη σκάλα στις μύτες των ποδιών του πλησίαζε αργά αργά στην κλειδωμένη πόρτα της κρεβατοκάμαρας.
   Η Κατερίνα Λβόβνα όπως ήτανε με τη νυχτικιά πετάχτηκε σβέλτα από το κρεβάτι για να ανοίξει το παραθύρι. Ο Σέργιος μονομιάς πήδηξε ξυπόλυτος στον εξώστη και πήγε να σφίξει με τα πόδια του τον στύλο, από τον οποίο γλιστρώντας πολλάκις κατέβαινε από την κρεβατοκάμαρα της κυράς του.
- Όχι, μη! Μη φεύγεις! Κρύψου εδώ ... και μην απομακρύνεσαι, - του ψιθύρισε η Κατερίνα Λβόβνα και πέταξε ξοπίσω του τις μπότες και τα ρούχα του, ενώ η ίδια γλίστρησε πάλι κάτω από το πάπλωμα και βάλθηκε να περιμένει.
   Ο Σέργιος την υπάκουσε: δεν κατέβηκε από τον στύλο, αλλά λούφαξε κάτω από το παραθύρι στον εξώστη.
   Η Κατερίνα Λβόβνα εντωμεταξύ άκουσε πως ο άντρας της είχε σταματήσει πίσω από την πόρτα και κρατώντας την ανάσα του αφουγκραζόταν τι γινότανε μέσα στην κάμαρη. Εκείνη μπορούσε να διακρίνει ακόμα και το ξέφρενο χτυποκάρδι της ζηλιάρικης του καρδιάς, μα δεν αισθανόταν καμιά λύπηση για αυτόν, τουναντίον μόλις που συγκρατούσε το χαιρέκακο της γέλιο.
   «Πάει πέταξε το πουλάκι. Τρέχα γύρευε να βρεις τα πειστήρια», - σκέφτηκε εκείνη από μέσα της χαμογελώντας και ανασαίνοντας σαν το άσπιλο βρέφος.
  Επιτέλους μετά από δέκα περίπου λεπτά ο Ζηνόβι Μπορίσιτς βαρέθηκε να κάθεται όρθιος πίσω από την πόρτα και να αφουγκράζεται πώς κοιμάται η συμβία του, έκρουσε λοιπόν την θύρα.
  -Ποιος είναι; -  ρώτησε η Κατερίνα Λβόβνα μια στιγμή αργότερα με μια τάχα μαχμουρλίδικη από τον ύπνο φωνή.
- Άνοιξε, -απάντησε ο Ζηνόβι Μπορίσιτς.
- Εσύ είσαι, Ζηνόβι Μπορίσιτς;
- Εγώ ντε! Τάχα δεν με κατάλαβες!
   Η Κατερίνα Λβόβνα όπως ήταν με το νυχτικό, πήδηξε από το κρεβάτι, έμπασε τον άντρα της μες στην κάμαρη και πάλι τρύπωσε κάτω από τα ζεστά στρωσίδια.
- Έχει μια ψύχρα πριν το χάραμα, - είπε εκείνη χουχουλιάζοντας μες στο πάπλωμα.
   Ο Ζηνόβι Μπορίσιτς μπήκε μες στο δωμάτιο ρίχνοντας μια εξεταστική ματιά τριγύρω, προσκύνησε την εικόνα, σταυροκοπήθηκε, άναψε το κερί και ξανακοίταξε γύρω γύρω.
- Πώς τα περνάς;- ρώτησε εκείνος τη σύζυγό του.
- Τίποτα το ιδιαίτερο, - του απάντησε η Κατερίνα Λβόβνα και αφού ανακάθισε στο κρεβάτι έριξε πάνω της μια ξεκούμπωτη τσίτινη ρόμπα.
- Θες να βάλω το σαμοβάρι; - τον ρώτησε.
- Μην ενοχλείσαι, φώναξε επάνω την Αξίνια, ας το βάλει εκείνη.
   Η Κατερίνα Λβόβνα ξεκάλτσωτη φόρεσε τα πασουμάκια της και έτρεξε έξω. Έλειψε για μισή ώρα περίπου. Μέσα σε αυτό το διάστημα εκείνη μόνη της ζέστανε το σαμοβάρι και πετάχτηκε για μια στιγμή να δει το Σέργιο στον εξώστη.
- Μην το κουνήσεις ρούπι από΄δω πέρα, - του ψιθύρισε.
- Ως πότε; - την ρώτησε ψιθυρίζοντας κι εκείνος.
- Μα τι μπουμπούνας που είσαι! Κάτσε εδώ ώσπου σε φωνάξω.
   Και τον ξανάβαλε στην ίδια κρυψώνα.
   Από τον εξώστη ο Σέργιος άκουγε όλα όσα συνέβαιναν μες στην κρεβατοκάμαρα. Άκουσε πάλι πως χτύπησε η πόρτα. Θα γύρισε η Κατερίνα Λβόβνα στον άντρα της. Κάθε κουβέντα έφτανε καθαρά στα αφτιά του, ακουγόταν ως και το παραμικρό κιχ.
- Τι χαρχάλευες εκεί τόσην ώρα; - ρώτησε τη γυναίκα του ο Ζηνόβι Μπορίσιτς.
- Έβαζα το σαμοβάρι, -  του απάντησε εκείνη ήρεμα.
 Ακολούθησε μια παύση. Ο Σέργιος άκουσε τον Ζηνόβι Μπορίσιτς να κρεμάει στην κρεμάστρα το σακάκι του έπειτα να πλένεται, να ρουθουνίζει, να πιτσιλάει ολόγυρα με τα νερά και τέλος να ζητάει ένα προσόψι. Ύστερα πάλι τους άκουσε να κουβεντιάζουν.
- Λέγε, λοιπόν, πώς θάψατε τον μπαμπάκα μου; - ζήτησε να μάθει ο άντρας.
-Να, πέθανε και τον θάψαμε, - του απάντησε η γυναίκα.
- Περίεργο πράγμα!
- Ποιος τον ξέρει, γιατί πέθανε, - πέταξε η Κατερίνα Λβόβνα καθώς ντραγκανούσε με τα φλιτζάνια. 
   Ο Ζηνόβι Μπορίσιτς βημάτιζε θλιμμένος πέρα δώθε.
- Και εσείς πώς περάσατε τον καιρό σας; - ρώτησε να μάθει ο Ζηνόβι Μπορίσιτς τη γυναίκα του.
- Οι δικές μας οι χαρές είναι γνωστές σε όλους: δεν παγαίνουμε μήτε σε δεξιώσεις μήτε σε θέατρα.
- Σαν να μην πολυχαίρεστε που γύρισε ο άντρας σας, -πέταξε μια σπόντα  ο Ζηνόβι Μπορίσιτς, κοιτάζοντάς την λοξά.
- Δεν είμεθα νιόπαντροι για να χάνουμε τα λογικά και το μυαλό μας σαν ανταμώνουμε. Πώς θέτε να σας δείξω τη χαρά μου; Να ορίστε σας φροντίζω, τρέχω για να σας ικανοποιήσω.
   Η Κατερίνα Λβόβνα πάλι βγήκε από το δωμάτιο για να φέρει το σαμοβάρι και πάλι πετάχτηκε μέχρι το Σέργιο, τον σκούντηξε και του είπε:
«Μη χαζεύεις, Σεριόζα!»
   Ο Σέργιος καλά καλά δεν καταλάβαινε πού πάει το πράγμα παρόλα αυτά ήτανε σε επιφυλακή.
   Σαν γύρισε η Κατερίνα Λβόβνα βρήκε τον Ζηνόβι Μπορίσιτς να κάθεται με τα γόνατα στο κρεβάτι και να κρεμάει πίσω πάνω από το προσκέφαλο το ασημένιο του ρολόι με την καδένα από χάντρες.
-Και γιατί, Κατερίνα Λβόβνα, αφού έλειπα, στρώσατε κρεβάτι για δυο; - ρώτησε να μάθει τη γυναίκα του με ένα ύφος όλο καχυποψία.
- Γιατί σας περίμενα κάθε βράδυ, - απάντησε ήρεμα η Κατερίνα Λβόβνα κοιτάζοντάς τον ίσια στα μάτια.
- Και για αυτό σας ευχαριστώ ταπεινά ... Όμως αυτό το αντικείμενο πώς βρέθηκε απάνω στο στρώμα σας;
   Ο Ζηνόβι Μπορίσιτς σήκωσε από το σεντόνι ένα μικρό μάλλινο ζωνάρι του Σέργιου και το κρατούσε από την άκρη κουνώντας το επιδεικτικά μπροστά από τα μάτια της γυναίκας του.
   Η Κατερίνα Λβόβνα δεν κώλωσε καθόλου.
- Το βρήκα στον κήπο και το πήρα για να δέσω τη φούστα μου, του απάντησε θαρρετά.
- Μάλιστα! – είπε o Ζηνόβι Μπορίσιτς με ιδιαίτερη έμφαση, – κάτι έχουμε ακουστά  για τις δικές σας τις φούστες και τους ποδόγυρους.
- Τι, δηλαδή, έχετε ακουστά;
- Για Σόδομα και Γόμορρα που γίνονται εδώ μέσα.
 - Τίποτα απολύτως δε γίνεται εδώ μέσα.
- Όσο για αυτό θα το ιδούμε, όλα θα τα ιδούμε, - απάντησε Ο Ζηνόβι Μπορίσιτς, σπρώχνοντάς το άδειο φλιτζάνι για να του το γεμίσει η γυναίκα του.
   Η Κατερίνα Λβόβνα δεν μίλησε.
- Εμείς όλα τα άπλυτά σας, Κατερίνα Λβόβνα, θα τα βγάλουμε στη φόρα – πρόσθεσε ύστερα από μεγάλη παύση o Ζηνόβι Μπορίσιτς, σουφρώνοντας απειλητικά τα φρύδια του στην Κατερίνα Λβόβνα.
- Σιγά μη φοβηθώ. Η δικιά σας η Κατερίνα Λβόβνα δεν είναι καμιά λιγόψυχη. Δεν φοβάται και τόσο τις φοβέρες σας, - του αντιγύρισε εκείνη.
- Τι΄πες;! – φώναξε ο Ζηνόβι Μπορίσιτς υψώνοντας τη φωνή του.
- Τίποτα, είπα αυτά που είπα, - επανέλαβε η νεαρά γυναίκα.
- Μπρε, για πρόσεχε γιατί μας γίνηκες πολύ ομιλητική!
- Και γιατί να μην είμαι; - του ανταπάντησε η Κατερίνα Λβόβνα.
- Γιατί έχεις λερωμένη τη φωλιά σου.
- Μια χαρά είναι η φωλιά μου. Ποιος το λέει; Και σαν σας είπαν οι κακές οι γλώσσες διάφορα, από πού και ως πού πρέπει να ανέχομαι τέτοιες προσβολές από σας! Άκου πράγματα!
- Δεν πρόκειται για κουτσομπολιά, αλλά για μια εγκυρότατη πληροφορία σχετικά με τους έρωτές σας.
- Για ποιους έρωτες; - φώναξε η Κατερίνα Λβόβνα, έχοντας φουντώσει για τα καλά.
- Έννοια σας και ξέρω εγώ για ποιους.
- Αφού ξέρετε, εμπρός πείτε το ξεκάθαρα!
Ο Ζηνόβι Μπορίσιτς δε μίλησε και πάλι έσπρωξε το άδειο φλιτζάνι να του το ξαναγεμίσει η γυναίκα του.
- Φαίνεται πως δεν έχετε κάτι να πείτε, - του πέταξε με περιφρόνηση η Κατερίνα Λβόβνα, ρίχνοντας με πρόκληση το μικρό κουταλάκι μες στο πιατάκι του άντρα της. - Άντε πέστε τι σας πρόφτασαν; Ποιος είναι άραγες ο αγαπητικός μου;
- Θα τα μάθετε όλα, μη βιάζεστε τόσο.
- Μπας και σας είπανε διάφορες ψευτιές για το Σέργιο;
- Θα το δούμε εν ευθέτω χρόνω, Κατερίνα Λβόβνα. Τη δική μας την εξουσία απάνω σας δεν την αναίρεσε κανένας και να την αναιρέσει δεν μπορεί ... Μόνη σας θα τα ξεράσετε όλα … σαν έρθει η ώρα.
- Ει-ι ! Πόσο το σιχαίνομαι αυτό, - αναφώνησε η Κατερίνα Λβόβνα τρίζοντας με τα δόντια της και άσπρη σαν το πανί όρμηξε έξω από το δωμάτιο.
- Ορίστε να τος, - είπε εκείνη ύστερα από μερικά δευτερόλεπτα, οδηγώντας το Σέργιο από το μανίκι και μπάζοντας τον μέσα, - Ρωτάτε κι αυτόν κι μένα, αν είναι αλήθεια αυτό που τάχα μου ξέρετε. Μπας και θέτε να μάθετε και κάτι παραπάνω από αυτά που ήδη ξέρετε;
   Ο Ζηνόβι Μπορίσιτς σάστισε. Κοιτούσε μια το Σέργιο, που στεκόταν κάτω από το υπέρθυρο, μια τη γυναίκα του, που έκατσε ήσυχα με σταυρωμένα τα χέρια στην άκρη του κρεβατιού, και δεν μπορούσε να καταλάβει πού το πήγαιναν.
- Τι είναι αυτό που κάνεις, οχιά; - μαζεύοντας τις τελευταίες του δυνάμεις, ψέλλισε ο Ζηνόβι Μπορίσιτς δίχως να σηκωθεί από την πολυθρόνα του.
-Ρώτα μας για αυτά που λες ότι τάχα τα ξέρεις, - τον προκάλεσε με θράσος η Κατερίνα Λβόβνα. – Σου πέρασε από το μυαλό να με φοβερίξεις με ξύλο, - συνέχισε εκείνη, βλεφαρίζοντας βαρυσήμαντα, -αυτό όμως δεν πρόκειται να γίνει ποτέ. Κι έμενα ίσως να μου πέρασε να σε βλάψω, είχα όμως κάποιες αμφιβολίες, μα τώρα που ξεστομίσεις τις φοβέρες σου, το πήρα απόφαση.
-Τι πράγμα; Ουστ από δω! – βροντοφώναξε Ο Ζηνόβι Μπορίσιτς στο Σέργιο.
- Αμ δε! – τον κορόιδεψε η Κατερίνα Λβόβνα. Κλείδωσε σβέλτα την πόρτα, έχωσε το κλειδί στην τσέπη της και μισοξάπλωσε πάνω στο κρεβάτι με την ξεκούμπωτη της ρόμπα.
- Για έλα, Σεριόζετσκα, έλα, πουλάκι μου, - ένευσε εκείνη για να την πλησιάσει το παλικάρι.
   Ο Σέργιος τίναξε τις μπούκλες του και έκατσε με θράσος δίπλα στην κυρά του.
- Θεέ μου και Κύριε! Τι πράγματα είναι αυτά; Μα τι σατράπηδες είστε!  – αναφώνησε ο Ζηνόβι Μπορίσιτς κοκκινίζοντας ολόκληρος ενώ σηκωνόταν από την πολυθρόνα.
-Τι; Μπας και δεν είναι του γούστου σου; Για να σε δει καλύτερα, ομορφιά μου, περήφανε μου αητέ!
   Η Κατερίνα Λβόβνα γέλασε και φίλησε με πάθος το Σέργιο μπρος στα μάτια του εμβρόντητου συζύγου της.
   Την ίδια στιγμή που στο μάγουλό της αντήχησε μια εκκωφαντική σφαλιάρα, ο Ζηνόβι Μπορίσιτς χίμηξε να πηδήσει από το ανοιχτό παραθύρι.

 Κεφάλαιο Η΄

- Ώστε έτσι, ε! ... Σε ευχαριστώ, καλέ μου φίλε. Αυτό μονάχα και περίμενα από σένα! – αναφώνησε η Κατερίνα Λβόβνα. – Τώρα πια που το ποτήρι ξεχείλισε ... δε θα περάσει το δικό σου, μα το δικό μου…
   Με μια κίνηση εκείνη έκανε πέρα το Σέργιο και εν ριπή οφθαλμού όρμησε πίσω από τον  άντρα της. Kαι πριν ακόμη ο Ζηνόβι Μπορίσιτς προλάβει να πηδήσει από το παραθύρι, τον άρπαξε από το λαιμό με τα λεπτά της δάκτυλα και τον έριξε ανάσκελα κάτω στο πάτωμα σαν ένα νωπό δεμάτι λιναριού.
  Καθώς σωριαζόταν σούμπιτος χάμω, το κεφάλι του χτύπησε με φόρα στο πάτωμα. Ο Ζηνόβι Μπορίσιτς τα είχε εντελώς χαμένα. Δεν περίμενε με τίποτα μια τέτοια τροπή. Η πρώτη βίαια πράξη της γυναίκας εναντίον του τού έδειξε ότι ήταν αποφασισμένη για όλα φτάνει μονάχα να γλίτωνε από αυτόν και επιπλέον ότι η παρούσα κατάστασή του ήταν άκρως επικίνδυνη. Ο Ζηνόβι Μπορίσιτς σε δευτερόλεπτα δηλαδή όσο διαρκούσε η πτώση του τα έκλωσε όλα αυτά μες στο μυαλό του και έπνιξε την κραυγή του που ανέβηκε στο λαιμό του υπολογίζοντας ότι οι φωνές του δεν θα έφταναν στα αφτιά κανενός και το μόνο που θα κατάφερναν ήταν να επισπεύσουν ακόμα περισσότερο το τέλος του. Γύρισε σιωπηλά τα μάτια του και τα στύλωσε με μιαν έκφραση κακίας, κατηγόριας και μαρτυρίου επάνω στη γυναίκα του, τα λεπτά δάχτυλα της οποίας συνέχιζαν να σφίγγουν με μανία το λαιμό του.
   Ο Ζηνόβι Μπορίσιτς δεν αντιστεκόταν, τα χέρια του με σφιχτά δεμένες γροθιές κείτονταν σε απόσταση από το σώμα του και τινάζονταν ελαφρώς από τους σπασμούς. Το ένα ήταν εντελώς ελεύθερο ενώ το άλλο το είχε πλακώσει η Κατερίνα Λβόβνα με το γόνατό της.
- Κράτα τον, - ψιθύρισε εκείνη με ψυχραιμία στο Σέργιο ενώ η ίδια στρεφόταν προς τον άντρα της.
   Ο Σέργιος έκατσε καβάλα πάνω στο αφεντικό του, ακινητοποίησε και τα δυο του χέρια με τα γόνατά του και ετοιμαζόταν να του σφίξει το λαιμό του κάτω από τα δάχτυλα της Κατερίνας Λβόβνα, μα την ίδια στιγμή έβγαλε μια απελπισμένη κραυγή. Αντικρίζοντας τον αντίζηλό του η δίψα για εκδίκηση έκανε το Ζηνόβι Μπορίσιτς να επιστρατεύσει όλες τις δυνάμεις που του είχαν απομείνει: τινάχτηκε με λύσσα, ελευθέρωσε τα πλακωμένα κάτω από τα γόνατα του Σέργιου χέρια και αφού άρπαξε τον μορφονιό από τις μαύρες του μπούκλες σαν θεριό ανήμερο έμπηξε τις δοντάρες του στο λαιμό του αντιπάλου του. Αυτό συνέβη μέσα στα ελάχιστα δευτερόλεπτα και σχεδόν αμέσως ο Ζηνόβι Μπορίσιτς αναστέναξε υπόκωφα και το κεφάλι του έγειρε κατά πίσω.
   Η Κατερίνα Λβόβνα χλομή, με κομμένη την ανάσα στεκόταν πάνω από τον άντρα και τον εραστή της. Στο δεξί της χέρι βαστούσε ένα ασήκωτο, σιδερένιο κηροπήγιο, αδράχνοντάς το από την απάνω άκρη με τη βαριά του βάση προς τα κάτω. Στον κρόταφο και στο μάγουλο του Ζηνόβι Μπορίσιτς έτρεχε ένα λεπτό σαν κορδονάκι άλικο ρυάκι αίμα.
- Φέρτε τον παπά, - αναστέναξε υπόκωφα ο Ζηνόβι Μπορίσιτς, απομακρύνοντας με αποστροφή το κεφάλι του όσο μπορούσε πιο πέρα από τον Σέργιο που καθόταν καβάλα πάνω του. – Να εξομολογηθώ, - είπε ακόμη πιο ακατάληπτα, αναρριγώντας και λοξοκοιτάζοντας το ζεστό αίμα που έπηζε κάτω από τα μαλλιά του.
- Θα σε κανονίσουμε και χωρίς παπά, - ψιθύρισε η Κατερίνα Λβόβνα.
- Έλα, φτάνει να χασομερούμε με αυτόν, - είπε εκείνη στο Σέργιο, - σφίξ΄του καλά το λαρύγγι.
   Ο Ζηνόβι Μπορίσιτς έβγαλε έναν ρόγχο.
   Η Κατερίνα Λβόβνα έσκυψε πάνω του, σφίγγοντας με τα δάχτυλά της τα χέρια του Σέργιου που σχημάτιζαν κλοιό γύρω από το λαιμό του ανδρός της. Ύστερα κόλλησε το αφτί της στο στήθος του Ζηνόβι Μπορίσιτς. Μετά από πέντε λεπτά νεκρικής σιγής εκείνη ανασηκώθηκε και είπε: «Φτάνει, αρκετά με αυτόν».
   Σηκώθηκε και ο Σέργιος ξεφυσώντας δυνατά. Ο Ζηνόβι Μπορίσιτς κείτονταν νεκρός με μελανιασμένο τπ λαιμό και χτυπημένο τον κρόταφο. Κάτω από το κεφάλι του από την αριστερή πλευρά φαινόταν μια μικρή κηλίδα αίματος. Η ξεραμένη πληγή πάνω στην οποία είχαν κολλήσει τα μαλλιά του δεν αιμορραγούσε πια.
   Ο Σέργιος κατέβασε το Ζηνόβι Μπορίσιτς στην καταπακτή μες στο ίδιο εκείνο υπόγειο, όπου λίγες μέρες νωρίτερα ο συγχωρεμένος Μπορίς Τιμοθέιτς κρατούσε κλειδωμένο τον ίδιο, και ύστερα ανέβηκε επάνω. Στο μεταξύ η Κατερίνα Λβόβνα ανασκουμπωμένη, με μαζεμένο ψηλά τον ποδόγυρο της ρόμπας της έπλενε σχολαστικά με το σφουγγάρι και το σαπούνι την κηλίδα αίματος, αφημένη από το Ζηνόβι Μπορίσιτς στο πάτωμα της κρεβατοκάμαράς του. Το νερό μες στο σαμοβάρι από το οποίο ο Ζηνόβι Μπορίσιτς, άνθρωπος-νοικοκύρης, πότιζε την ψυχούλα του με το φαρμακωμένο τσάι, δεν πρόλαβε να παγώσει κι έτσι η κηλίδα βγήκε χωρίς να αφήσει το παραμικρό ίχνος.
   Η Κατερίνα Λβόβνα πήρε την μπρούντζινη λεκανίτσα και το σαπουνισμένο σπόγγο.
- Έλα, φέξε μου, - είπε εκείνη στο Σέργιο, προχωρώντας στην πόρτα. – Φέξε μου πιο χαμηλά, ακόμα πιο χαμηλά, - έλεγε εκείνη, εξετάζοντας με προσοχή όλες τις σανίδες του πατώματος, πάνω στις οποίες ο Σέργιος έσερνε το κουφάρι του Ζηνόβι Μπορίσιτς ίσαμε το κιβούρι του.
   Μόνο σε δύο σημεία πάνω στο βαμμένο πάτωμα υπήρχαν δύο μικρούτσικες κηλίδες στο μέγεθος ενός κερασιού. Η Κατερίνα Λβόβνα τις έτριψε με το σφουγγάρι και εκείνες εξαφανίστηκαν.
- Ας όψεται να έρχεται κρυφά σαν κλέφτης στη γυναίκα του και να της στήνει καρτέρι, - είπε η Κατερίνα Λβόβνα, ισιώνοντας το κορμί της και ρίχνοντας μια βλοσυρή ματιά προς το κελάρι.
- Και τώρα μπάστα! - είπε ο Σέργιος και τινάχτηκε από τον ήχο της φωνής του.
   Όταν γύρισαν στην κρεβατοκάμαρα, η λεπτή πορφυρένια λουρίδα της αυγής αναδυόταν στην ανατολή και χρυσίζοντας τις ελαφρά ντυμένες με τα ανθάκια τους μηλιές, χυνότανε μέσα από την πράσινη καφασωτή πέργκολα για να τρυπώσει μες στο δωμάτιο της Κατερίνας Λβόβνα.
   Στην αυλή ένας γέρο-εργάτης με το πανωφόρι ριγμένο στους ώμους του χασμουριόταν και σταυροκοπιόταν πηγαίνοντας προς το μαγειρειό.  
   Η Κατερίνα Λβόβνα τράβηξε με προσοχή το στερεωμένο με σκοινί παντζούρι και κοίταξε ερευνητικά το Σέργιο, σαν να ήθελε να φτάσει στα τρίσβαθα της ψυχής του.
- Ορίστε που έγινες επιτέλους έμπορος, - είπε εκείνη, ακουμπώντας τα λευκά της χέρια επάνω στους ώμους του Σέργιου.
   Ο Σέργιος δεν είπε λέξη.
   Τα χείλη του έτρεμαν και ένα ρίγος διαπερνούσε όλο του το σώμα. Της Κατερίνας Λβόβνα από την άλλη είχαν παγώσει μονάχα τα χείλη της.
   Δύο μέρες αργότερα τα επιδέξια στον έρωτα, παιγνιδιάρικα χέρια του Σέργιου γέμισαν σκληρούς κάλους από το λοστό και το βαρύ φτυάρι. Χαλάλι όμως γιατί ο Ζηνόβι Μπορίσιτς ήταν τόσο καλά θαμμένος στην καταπακτή του που χωρίς τη βοήθεια της χήρας του ή του αγαπητικού της κανείς άλλος δε θα τον έβρισκε ίσαμε τη Δευτέρα Παρουσία.

Κεφάλαιο Θ΄

   Ο Σέργιος κυκλοφορούσε με το πορφυρένιο φουλάρι δεμένο γύρω από το λαιμό του και όλο παραπονιόταν ότι του έκλεισε η φωνή. Στο μεταξύ πριν καλά καλά φύγουν τα σημάδια αφημένα από τα δόντια του Ζηνόβι Μπορίσιτς στο λαιμό του Σέργιου, ο κόσμος αρχίνησε να αποζητά τον άντρα της Κατερίνας Λβόβνα. Ο ίδιος ο Σέργιος, και μάλιστα πιο συχνά από τους άλλους, τον συζητούσε. Τα βράδια καθόταν στο παγκάκι σιμά στην αυλόπορτα παρέα με τα παλικάρια και όλο έβρισκε τρόπο να γυρίσει την κουβέντα κατά ΄κεί που ήθελε: «Από τι στ΄αλήθεια, βρε παιδιά, το αφεντικό μας δεν λέει να φανεί τόσον καιρό;
   Τα παλικάρια κι εκείνα όλο απορούσαν τι άραγες να του είχε συμβεί; 
  Και να σου! Από το μύλο ήρθαν τα μαντάτα ότι πάγαινε εδώ και καιρός που το αφεντικό είχε νοικιάσει τα αλόγατα και είχε φύγει για το σπίτι του. Ο αμαξάς που τον έφερνε στην πόλη έλεγε ότι ο Ζηνόβι Μπορίσιτς φαινόταν στενοχωρημένος και τον σχόλασε κάπως παράξενα: τρία χιλιόμετρα πριχού φτάσουν στην πόλη εκείνος κατέβηκε από την σούστα σιμά στο μοναστήρι, πήρε τον τορβά του και συνέχισε το δρόμο με τα ποδάρια. Όλοι απόρησαν πιότερα από τα πριν ακούγοντας τέτοια πράματα.
   Όλα έδειχναν πως ο Ζηνόβι Μπορίσιτς είχε εξαφανιστεί και η τύχη του αγνοούνταν.
   Αρχίνησαν, λοιπόν, οι έρευνες, μα δίχως να φέρουν κάποιο αποτέλεσμα: σαν να άνοιξε η γης και τον κατάπιε. Από την κατάθεση του προφυλακισμένου αμαξά μάθανε μονάχα ότι πιο πέρα από το ποτάμι, πλησίον της μονής ο έμπορος κατέβηκε, απόλυκε τον αμαξά και πήγε σπίτι με τα πόδια. Η υπόθεση δεν διαλευκάνθηκε. Στο μεταξύ η Κατερίνα Λβόβνα όλο αυτό τον καιρό συζούσε αναφανδόν με το Σέργιο σάμπως ήταν ελεύθερη λόγω χηρείας. Οι φήμες έδιναν και έπαιρναν. Λέγανε ότι τάχα ο Ζηνόβι Μπορίσιτς εθεάθη μια δω μια κει, μα ο Ζηνόβι Μπορίσιτς δεν έλεγε να γυρίσει σπίτι και η Κατερίνα Λβόβνα γνώριζε πιότερα από όλους ότι αυτό ήταν αδύνατο των αδυνάτων να συμβεί.
  Μ' αυτά και μ' αυτά πέρασε ένας μήνας, πέρασε ο δεύτερος, πέρασε και ο τρίτος. Πάνω στον τρίτο μήνα μετά την εξαφάνιση του Ζηνόβι Μπορίσιτς η Κατερίνα Λβόβνα κατάλαβε ότι είχε γκαστρωθεί.
- Η περιουσία τους θα γίνει δικιά μας, Σεριόζετσκα: Θα αποκτήσω έναν κληρονόμο, - είπε και πήγε να παραπονεθεί στις αρχές της πόλης, ότι το και το, ήταν σε ενδιαφέρουσα, μα οι δραστηριότητες της επιχείρησης τους είχαν παγώσει εδώ και καιρό λόγω εξαφάνισης του συζύγου της: ας της επέτρεπαν, τέλος πάντων, να αναλάβει η ίδια τη διαχείριση της περιουσίας, κρίμα να χανόταν μια καλοστημένη εμπορική επιχείρηση τη στιγμή μάλιστα που περίμενε και τον νόμιμο κληρονόμο. Η Κατερίνα Λβόβνα ήταν νόμιμη σύζυγος του άντρα της, χρέη δεν είχαν άρα δεν υπήρχε κάποιο νομικό κώλυμα για να μην της επιτρέψουν τη διαχείριση, όπως και έγινε. 
   Η Κατερίνα Λβόβνα, λοιπόν ζούσε και βασίλευε σαν μια πραγματική αρχόντισσα έτσι που ακόμα και τον χθεσινό Σεριόγκα χάριν της όλος ο κόσμος αρχίνησε να τον προσφωνεί Σεργκέι Φιλίππιτς. Και ξαφνικά να σου πάλι αναποδιά! Σαν κεραυνός εν αιθρία τους βρήκε ένα καινούριο κακό. Ο άρχοντας του Μτσενσκ έλαβε μιαν επιστολή από την πόλη των Λίβνι που ενημέρωνε τις αρχές ότι ο Μπορίς Τιμοθέιτς δεν έκαμε εμπόριο αποκλειστικά και μόνο με τα κεφάλαιά του, και ότι το μεγαλύτερο μέρος του εμπορικού του τζίρου αποτελείτο από χρήματα του Φιόντορ Ζαχάρωφ-Λιάμιν, του ανήλικου ανιψιού του, παρά από τα δικά του και ότι αυτήν την υπόθεση έπρεπε να την αναψηλαφήσουν και να μη βιαστούν να τα παραδώσουν όλα στα χέρια της Κατερίνας Λβόβνα και μόνο. Μόλις έφτασαν τούτα τα χαμπέρια, ο άρχοντας της πόλης τα γνωστοποίησε στην Κατερίνα Λβόβνα και σε μια βδομάδα περίπου, ορίστε μας – κατέφτασε από τα Λίβνι ένα μικρό αγοράκι συνοδεία μιας γριούλας.
- Είμαι η ξαδέλφη του συγχωρεμένου Μπορίς Τιμοθέιτς και τούτος εδώ είναι ο ανιψιός μου, ο Φιόντορ Λιάμιν, της συστήθηκε η γριούλα.
    Η Κατερίνα Λβόβνα τους υποδέχτηκε εγκάρδια.
   Ο Σέργιος, παρακολουθώντας από την αυλή την άφιξη και την υποδοχή που τους επιφύλαξε η Κατερίνα Λβόβνα, άσπρισε σαν το πανί.
- Τι έχεις; - τον ρώτησε η κυρά του, σαν πρόσεξε τη νεκρική του χλομάδα τη στιγμή που εκείνος, ακολουθώντας τους μουσαφιραίους μπήκε μέσα και σταμάτησε στον προθάλαμο για να τους περιεργαστεί.  
- Τίποτες, - της αποκρίθηκε ο εργάτης, γυρίζοντας από τον προθάλαμο στο κατώφλι. – Θαρρώ πως τα Λίβνι μας την φέρανε, - απόσωσε εκείνος την σκέψη του με έναν βαθύ αναστεναγμό καθώς έκλεινε πίσω του την πόρτα του προθάλαμου.
- Τι θα απογίνουμε τώρα; - ρώτησε το ίδιο βράδυ ο Σεργκέι Φιλίππιτς την Κατερίνα Λβόβνα, πίνοντας μαζί της τσάι.– Τώρα, Κατερίνα Λβόβνα, φαίνεται πως όλοι οι κόποι μας έχουν πάει στράφι.
- Γιατί το λες, Σεριόζα;
- Γιατί τώρα τα πάντα θα πρέπει να μοιραστούν. Ύστερα τι θα μας μείνει τάχατες για να το διαχειριζόμαστε; Ένα τίποτα.
- Μπας και σου φαίνονται λίγα, Σεριόζα;
- Δεν το λέω για μένα, μόνο που τώρα αθιβάλλω αν θα΄χουμε την ίδια εκείνη την ευτυχία που ονειρευόμασταν.
- Πώς κι έτσι; Γιατί, Σεριόζα, δε θα την έχουμε;
- Γιατί από την αγάπη που σας έχω θα΄ θελα, Κατερίνα Λβόβνα, να σας είχα στα ώπα ώπα σαν μιαν πραγματική κυρία για να ξεχάσετε πώς ζούσατε πριχού ανταμώσουμε εμείς οι δυο, - της αποκρίθηκε ο Σεργκέι Φιλίππιτς. – Μα τώρα όλα μας πάνε στραβά και ανάποδα διότι με το τσεκούρωμα του κεφαλαίου θα ξαναγκαστούμε να περιπέσουμε σε ακόμα μεγαλύτερη μιζέρια κι από τα πριν.
- Δε με νοιάζουν όλα αυτά, Σεριόζετσκα!
- Ακριβώς, Κατερίνα Ιλβόβνα, όπως το λέτε, μπορεί να σας είναι πέρα για πέρα αδιάφορο τούτο που συζητάμε, μα όσο για μένα, επειδής σας εκτιμώ, θα μου είναι τρομερά οδυνηρός όλος αυτός ο ξεπεσμός ιδίως κάτω από τα βλέμματα ανθρώπων χαιρέκακων και φθονερών. Εσείς, εννοείται, μπορείτε να έχετε τη γνώμη σας, μα κι εγώ με το μυαλό που κουβανώ λέω ότι μου είναι αδύνατον να ευτυχήσω κάτω από αυτές τις συνθήκες.
   Σαν πήρε φόρα ο Σέργιος αναπαμό δεν είχε ψέλνοντάς της σερί το ίδιο τροπάρι, ότι τάχατες εξαιτίας του Φέντια Λιάμιν γίνηκε ο πιο δυστυχισμένος άνθρωπος πάνω στη γης, αφού στερήθηκε της δυνατότητας να αναδείξει τα μεγαλεία της και να την ανυψώσει στα μάτια όλου του εμπορικού κόσμου της πόλης. Και όλο κατέληγε στον ίδιο επωδό ότι άμα τάχατες δεν υπήρχε αυτός ο Φέντια, η Κατερίνα Λβόβνα θα γεννούσε το παιδί του εννιά μήνες μετά την εξαφάνιση του συζύγου της, θα κληρονομούσε όλην την περιουσία του και τότε πια θα έπλεαν ανεμπόδιστα στα απέραντα πελάγη της ευτυχίας.

Κεφάλαιο Ι΄

   Και ξαφνικά ο Σέργιος έκοψε μαχαίρι τις συζητήσεις του για τον συγκληρονόμο Φέντια Λιάμιν. Με το που έπαψε να τον συζητά και να τον πιάνει στο στόμα του εκείνος, αρχίνησε να τον σκέφτεται και να τον συλλογιέται η Κατερίνα Λβόβνα, τόσο βαθιά της καρφώθηκε μες στο μυαλό εκείνο το αγόρι. Έγινε πολλή σκεφτική. Ακόμα και με το Σέργιο έδειχνε πια ψυχρή και αδιάφορη. Είτε κοιμόταν είτε έβγαινε όξω για δουλειές ή ακόμη όταν έκανε την προσευχή της ένα πράγμα τριβέλιζε το μυαλό της: «Πώς γίνεται αυτό; Γιατί πρέπει σώνει και καλά να στερηθώ την περιουσία μου εξαιτίας του; Τόσα και τόσα έχω υποφέρει, έχω κάνει του κόσμου τις αμαρτίες που βαραίνουν την ψυχή μου, - συλλογιόταν η Κατερίνα Λβόβνα, - κι να σου έρχεται εκείνος καλός και ξεδιαλεγμένος και μου αρπάζει το βιός μου χωρίς κόπο και θυσία. Και να ήταν άνθρωπος, πάει καλά μα ένα παιδούλι, ένα τόσο δα αγοράκι; ...»
    Έξω είχε πρώιμο χειμωνιάτικο κρύο. Για το Ζηνόβι Μπορίσιτς, εννοείται, ούτε φωνή ούτε ακρόαση. Η Κατερίνα Λβόβνα γινόταν όλο και πιο σκεφτική καθώς στρογγύλευε μέρα με τη μέρα. Στην πόλη τα κουτσομπολιά έδιναν και έπαιρναν: πώς και γιατί η νεαρά Ισμάιλωβα που ήταν στέρφα και όλο έλιωνε και μαράζωνε στα καλά του καθουμένου άρχισε να φουσκώνει και να αφρατεύει. Στο μεταξύ ο ανήλικος συγκληρονόμος Φέντια Λιάμιν, με την ελαφριά του αλεπουδίσια γουνίτσα έκοβε βόλτες στην αυλή σπάζοντας πάγο στις λακκούβες και γούβες.
- Άπαπα, Φιόντορ Ιγνάτιτς! Πού ακούστηκε γιος εμπόρου να κάμνει τέτοια πράματα!, – φώναζε φορές η μαγείρισσα Αξίνια, διασχίζοντας την αυλή. – Ταιριάζει άραγες, σ΄ έναν νεαρό έμπορα να σκαλίζει λακκούβες και να τσαλαβουτά στις λάσπες;
   Και ο συγκληρονόμος, που κόλαζε τόσο την Κατερίνα Λβόβνα όσο και τον αγαπητικό της, χοροπηδούσε σαν τον αθώο αμνό και κοιμόταν τον ύπνο του δικαίου πλάι στη γιαγιάκα του που τον κανάκευε. Και όλα αυτά χωρίς καν να φανταστεί και να διανοηθεί ότι στεκόταν εμπόδιο στην ευτυχία κάποιου άλλου.
   Δεν άργησε ο Φέντια και από το πολύ το τρέξιμο όξω στην αυλή άρπαξε την ανεμοβλογιά, στην οποία  προστέθηκε και ένας πόνος κρυολογήματος στο στέρνο και τα αγόρι κρεβατώθηκε για τα καλά. Στην αρχή του  δίνανε βότανα και γιατροσόφια, μα ύστερις φώναξαν και το γιατρό.
   Αρχίνησε να τους επισκέπτεται ένας γιατρός, και δώστου να του γράφει αράδα φάρμακα και οι γυναίκες να του τα δίνουν αυστηρά στην ώρα τους. Μια το έκανε η ίδια η γιαγιά, την άλλη παρακαλνούσε την Κατερίνα Λβόβνα να του τα δώσει εκείνη.
 - Κόπιασε, - της έλεγε, - Κατερίνουσκα, εσύ, μάννα μου, καθώς είσαι γκαστρωμένη, βρίσκεσαι με το ένα ποδάρι στον τάφο, περιμένοντας την κρίση του θεού. Κόπιασε, λοιπόν, καλό θα σου κάμνει.
   Η Κατερίνα Λβόβνα πάντοτε ήταν πρόθυμη να βοηθήσει τη γριούλα. Όποτε εκείνη πήγαινε είτε στην ολονύχτια αγρυπνία να προσευχηθεί για «το κρεβατωμένο από την αρρώστια αγγόνι της» είτε στην πρωινή λειτουργία για να του φέρει ένα αντίδωρο, η Κατερίνα Λβόβνα πάντα κρατούσε συντροφιά στον άρρωστο δίνοντάς του και το νερό και το γιατρικό πειθαρχικά στην ώρα του.
  Κάπως έτσι την παραμονή των Εισοδίων της Θεοτόκου η γερόντισσα παρακάλεσε την Κατερίνουσκα να φροντίσει τον Φέντιουσκα για να πάει στον εσπερινό και στην ολονύχτια αγρυπνία. Εκείνο τον καιρό το αγόρι ανάρρωνε.
   Η Κατερίνα Λβόβνα ανέβηκε στο Φέντια και τον βρήκε να διαβάζει ένα συναξάρι Αγίων καθισμένος στο κρεβάτι με τη γουνίτσα του ριγμένη στους ώμους.
-Τι είναι αυτό που διαβάζεις, Φέντια; - τον ρώτησε η Κατερίνα Λβόβνα αφού κάθισε στην πολυθρόνα.
-Τους βίους αγίων, θείτσα.
- Έχει ενδιαφέρον;
- Μάλιστα. Έχει πάρα πολύ ενδιαφέρον, θείτσα.
   Η Κατερίνα Λβόβνα στήριξε το κεφάλι της στο χέρι και βάλθηκε να χαζεύει τα χείλη του Φέντια που σάλευαν αθόρυβα. Και ξάφνου οι λογισμοί που την βασάνιζαν από καιρό για το πόσο μεγάλο κακό της είχε προκαλέσει αυτό το αγοράκι και για το πόσο καλά θα ήταν να μην υπήρχε διόλου στη ζωή της, την κατέκλυσαν μεμιάς και ολοκληρωτικά σάμπως κάτι άγρια αλυσοδεμένα δαιμόνια είχαν απελευθερωθεί επιτέλους διαρρηγνύοντας μεμιάς όλα τα δεσμά που τα συγκρατούσαν εδώ και τόσον καιρό.
    «Και γιατί όχι, - συλλογιόταν η Κατερίνα Λβόβνα, - είναι άρρωστος, παίρνει και φάρμακα... Ποιος ξέρει τι μπορεί να συμβεί σε έναν άρρωστο … Θα πουν μονάχα ότι δεν έπιασε το φάρμακο που του  έδωσε ο γιατρός».
-  Δεν ήρθε η ώρα να πάρεις το φάρμακό σου, Φέντια;
- Να το πάρω, θείτσα, - απάντησε το αγόρι και αφού ρούφηξε το γιατρικό του, πρόσθεσε: - Έχει πάρα πολύ ενδιαφέρον, θείτσα, αυτό που γράφουν για τους αγίους.
- Ωραία, λοιπόν, διάβαζε, - είπε η Κατερίνα Λβόβνα και το παγωμένο της βλέμμα αφού διέτρεξε όλη την κάμαρα, σταμάτησε στα παραθύρια σκεπασμένα με περίτεχνα σχέδια από πάχνη.
- Πρέπει να πω να κλείσουν τα παντζούρια, - είπε  βγαίνοντας από την κάμαρα. Ύστερα πέρασε στο καθιστικό και από εκεί στη σάλα και από τη σάλα στα ιδιαίτερά της, όπου έκατσε μια στάλα για να σκεφτεί.
   Μετά από κάνα πεντάλεπτο ξοπίσω της ανέβηκε και ο Σέργιος φορώντας ένα κοντό μεσάτο πανωφόρι γαρνιρισμένο με φουντωτή φώκια και δίχως να βγάλει μιλιά πέρασε μέσα.
- Έκλεισαν τα παντζούρια; - τον ρώτησε η Κατερίνα Λβόβνα.
- Τα ΄κλεισαν, - είπε κοφτά ο Σέργιος, ύστερα κόντυνε με το τσιμπίδι την κάφτρα του κεριού και στάθηκε ορθός μπροστά στη σόμπα.
Έπεσε σιωπή.
- Απόψε έχει ολονυχτία, λες να αργήσει να σχολάσει η εκκλησιά; - τον ρώτησε η Κατερίνα Λβόβνα.
- Αύριο είναι μεγάλη γιορτή: θα αργήσει να τελέψει, - απάντησε ο Σέργιος.
Παραδόθηκαν πάλι στη σιωπή.
- Λες να πάω στο Φέντια; Είναι μόνος του, - είπε η Κατερίνα Λβόβνα καθώς σηκωνόταν όρθια.
- Μόνος; - ρώτησε λοξοκοιτάζοντάς την συνωμοτικά ο Σέργιος.
- Ολομόναχος, - απάντησε εκείνη ψιθυριστά, - γιατί ρωτάς;
   Τα βλέμματα τους διασταυρώθηκαν και ξαφνικά σάμπως ένα αόρατο νήμα διαπέρασε τα μάτια τους πηγαίνοντας αστραπιαία από τον έναν στον άλλον. Συνεννοούνταν πια δίχως λέξεις.
   Η Κατερίνα Λβόβνα κατέβηκε κάτω, διέσχισε τα άδεια δωμάτια: παντού μες στο σπίτι επικρατούσε απόλυτη ησυχία, οι καντήλες σιγόκαιγαν, στους τοίχους απλωνόταν η σκιά της ίδιας, τα τζάμια με τα σφαλιστά παντζούρια άρχισαν να νοτίζουν και να ιδρώνουν. Ο Φέντια καθόταν και διάβαζε. Αφού πρόσεξε την Κατερίνα Λβόβνα, της ζήτησε μια χάρη:
- Θείτσα, βάλτε, σας παρακαλώ, αυτό το βιβλιαράκι στη θέση του και δώστε μου εκείνο εκεί από το εικονοστάσι.
   Η Κατερίνα Λβόβνα έκανε το χατίρι του ανιψιού της και του΄φερε το βιβλίο που ζητούσε.
- Δεν κοιμάσαι καλύτερα, Φέντια;
- Όχι, θείτσα, θα περιμένω τη γιαγιάκα μου.
- Γιατί να την περιμένεις;
- Μού΄ταξε να φέρει ένα αντίδωρο από την ολονυχτία.
   Άξαφνα η Κατερίνα Λβόβνα άσπρισε: για πρώτη φορά αισθάνθηκε μέσα της να σαλεύει το δικό της το σπλάχνο. Για μια στιγμή η καρδιά της πάγωσε. Στάθηκε για λίγο καταμεσής της κάμαρας ύστερα βγήκε έξω, τρίβοντας τα παγωμένα της χέρια.
- Έλα! – ψιθύρισε εκείνη, αφού ανέβηκε ακροπατώντας πάνω στην κρεβατοκάμαρά της όπου ο Σέργιος εξακολουθούσε να στέκεται στην ίδια θέση δίπλα στη σόμπα.
- Τι; - ρώτησε πνιχτά ο Σέργιος και η φωνή του ίσα που ακούστηκε.
- Είναι μόνος του.
   Ο Σέργιος έσμιξε τα φρύδια και άρχισε να βαριανασαίνει.
- Πάμε, - είπε η Κατερίνα Λβόβνα γυρίζοντας αποφασιστικά προς την πόρτα.
   Ο Σέργιος έβγαλε σβέλτα τις μπότες του και ρώτησε:
- Τι να πάρω;
- Τίποτες, - απάντησε η Κατερίνα Λβόβνα με μια σβηστή φωνή που ακούστηκε ως άχνα και κρατώντας τον από το χέρι τον οδήγησε σιωπηλά κάτω.

Κεφάλαιο ΙΑ΄

   Το αγοράκι σαν είδε την Κατερίνα Λβόβνα να μπαίνει για τρίτη φορά στο δωμάτιό του, αναπήδησε έτσι που το βιβλίο που διάβασε γλίστρησε πάνω στα γόνατά του.
- Τι έχεις, Φέντια;
- Αχ, θείτσα, σκιάχτηκα μια στάλα, - αποκρίθηκε εκείνος με ένα ανήσυχο χαμόγελο ζαρώνοντας στη γωνιά του κρεβατιού του.
- Μα τι φοβήθηκες;
- Σας ακολούθησε κανείς, θείτσα;
- Πού, καλέ; Σου φάνηκε. 
- Σίγουρα;
   Το αγόρι τεντώθηκε προς την κάτω άκρη του κρεβατιού και στενεύοντας τα μάτια του κοίταξε ερευνητικά προς το άνοιγμα της πόρτας μέσα από το οποίο πριν από λίγο πέρασε η θείτσα του και το οποίο τώρα πια έχασκε ολοσκότεινο, τότε μονάχα μπόρεσε και κάλμαρε κομμάτι. 
- Δίχως άλλο μου φάνηκε, - συμφώνησε εκείνος.
   Η Κατερίνα Λβόβνα στάθηκε από πάνω του ακουμπώντας στο κεφαλάρι του κρεβατιού του.
   Ο Φέντια κοίταξε τη θεία του και της παρατήρησε πως γίνηκε κατάχλομη στα καλά του καθουμένου.
   Αντίς να του απαντήσει η Κατερίνα Λβόβνα ξερόβηξε εκουσίως και σάμπως να αδημονούσε για κάτι κοίταξε προς το καθιστικό, όπου ένα από τα σανίδια του πατώματος έτριξε σιγανά.
- Το βίο του Αγίου μου, του Θεοδώρου του Στρατηλάτη, θείτσα, διαβάζω. Έκανε πολλά θεάρεστα έργα.
Η Κατερίνα Λβόβνα στεκόταν αμίλητη.
- Άμα θέτε, θείτσα, καθίστε να σας τα διαβάσω φωναχτά; - προσπάθησε να την καλοπιάσει ο ανιψιός της.
- Στάσου μια στιγμούλα, πετάγομαι να ελέγξω την καντήλα μες στο σαλόνι και έρχομαι, - του αποκρίθηκε η Κατερίνα Λβόβνα βγαίνοντας βιαστικά έξω από την κάμαρή του.
  Από το καθιστικό ακουγόταν ένα ανεπαίσθητο ψιθύρισμα, το οποίο όμως μες στη γενική σιγή του σπιτιού έγινε αμέσως αντιληπτό από το ευαίσθητο αφτί του παιδιού.
- Θείτσα! Μα τι γίνεται; Με ποιον ψιθυρίζετε εκεί πέρα; - αναφώνησε έτοιμος να βάλει τα κλάματα ο μικρός. – Ελάτε εδώ, θείτσα, φοβούμαι, - μια στιγμή υστερότερα την φώναξε ακόμη πιο κλαψιάρικα και έπειτα σαν να άκουσε την Κατερίνα Λβόβνα να λέει ένα «άντε» και το πήρε σαν να το΄λεγε σε αυτόνανε.
- Μα τι φοβάσαι πάλι; - τον ρώτησε κάπως βραχνά η Κατερίνα Λβόβνα, μπαίνοντας με αποφασιστικό βήμα και παίρνοντας θέση μπροστά στο κρεβάτι του έτσι ώστε να του κλείσει το άνοιγμα της πόρτας με το σώμα της.
 – Ξάπλωσε, - του είπε εκείνη δίχως να χρονοτριβεί. 
- Δε θέλω, θείτσα.
- Όχι, να με ακούσεις, Φέντια, ξάπλωσε, είναι η ώρα, ξάπλωσε, - επανέλαβε η Κατερίνα Λβόβνα.
- Μα τι πάθατε, θείτσα! Δε νυστάζω.
- Όχι, ξάπλωσε, ξάπλωσε, - είπε η Κατερίνα Λβόβνα πάλι με αγνώριστη φωνή που πρόδιδε κάποιον δισταγμό και αρπάζοντας το μικρό από τις αμασχάλες, τον έβαλε με το ζόρι στο μαξιλάρι του.
   Εκείνη τη στιγμή ο Φέντια αναφώνησε με όση δύναμη είχε και δεν είχε αντικρίζοντας το Σέργιο να εισέρχεται χλομός και ξυπόλυτος μες στο δωμάτιό του.
   Η Κατερίνα Λβόβνα βούλωσε με την απαλάμη της το ορθάνοιχτο από φρίκη και τρόμο στόμα του μικρού και φώναξε:
- Άντε κουνήσου! Κράτα τον γερά για να μη χτυπιέται!
   Ο Σέργιος ακινητοποίησε το Φέντια κρατώντας τον χειροπόδαρα ενώ η Κατερίνα Λβόβνα με μιαν κίνηση κάλυψε το παιδικό προσωπάκι του θύματος με ένα μεγάλο πουπουλένιο μαξιλάρι και το πλάκωσε με το μεστό και σφριγηλό της στήθος.
   Για κάνα πεντάλεπτο μες στο δωμάτιο επικρατούσε νεκρική σιγή.
-Τέλειωσε, - ψιθύρισε η Κατερίνα Λβόβνα και με το που σηκώθηκε για να τα σιάξει οι τοίχοι του φιλήσυχου σπιτιού, που είχε συγκαλύψει τόσα ανομήματα, συνταράχτηκαν από τα εκκωφαντικά χτυπήματα: τα τζάμια έτριζαν, τα πατώματα σείονταν, οι αλυσίδες των κρεμαστών καντηλιών αναπηδούσαν ρίχνοντας στους τοίχους απόκοσμες σκιές που χόρευαν χαοτικά και ακατάστατα. 
   Ένα σύγκορμο τρέμουλο έπιασε τον Σέργιο και το βαλε στα πόδια τρέχοντας βολίδα έξω από την κάμαρη του μικρού.
   Η Κατερίνα Λβόβνα  ρίχτηκε ξοπίσω του, μα το κακό  και η φασαρία τους καταδίωκαν πανταχόθεν, σάμπως κάποιες υπερκόσμιες δυνάμεις συντάραζαν συθέμελα το αμαρτωλό τους σπίτι.
   Η Κατερίνα Λβόβνα φοβόταν μήπως ο Σέργιος μες στον πανικό του τρέξει όξω στην αυλή και προδοθεί  από την τρομάρα του, μα εκείνος μες στην παραζάλη του όρμησε πάνω στη σκάλα.
   Προχωρώντας στα σκοτεινά ο Σέργιος κουτούλησε με όλη του τη φόρα πάνω στη μισάνοιχτη πόρτα της κρεβατοκάμαρας και στενάζοντας κουτρουβάλησε χάμω, παραδομένος πια ολότελα στους δεισιδαίμονες φόβους του.
- Ο Ζηνόβι Μπορίσιτς, ο Ζηνόβι Μπορίσιτς! – μουρμούριζε εκείνος, κουτρουβαλώντας τη σκάλα με το κεφάλι προς τα κάτω και παρασέρνοντας στην κατρακύλα του την Κατερίνα Λβόβνα.
- Πού; - ρώτησε εκείνη.
- Να πέταξε από πάνου μας ντραγκανώντας με μια λαμαρίνα. Να τος και πάλι! – φώναξε ο Σέργιος, - Οϊμέ! Πάταγο που κάνει.
   Τότε ήταν που η Κατερίνα Λβόβνα επιτέλους κατάλαβε ότι ένα σωρό χέρια γρονθοκοπούσαν όλα τα παραθύρια απ΄όξω ενώ σύγκαιρα κάποιοι άλλοι προσπαθούσαν να μπουκάρουν μες στο σπίτι σπάζοντας την εξώπορτα με κλοτσιές.
- Χαζέ! Σήκω, χαζέ! – φώναξε η Κατερίνα Λβόβνα και λέγοντας αυτά πετάχτηκε μέχρι το Φέντια, έβαλε το κεφάλι του νεκρού πάνω στα μαξιλάρια σάμπως το παιδί κοιμόταν και έπειτα με χέρι σταθερό άνοιξε την εξώπορτα, στην οποία προσπαθούσε να εισβάλει ένα εξαγριωμένο πλήθος.
   Το θέαμα ήταν τρομακτικό. Η Κατερίνα Λβόβνα κοίταξε πέρα από το πλήθος που πολιορκούσε το κατώφλι της, εκεί πέρα ολόκληρα μπουλούκια ξένων ανθρώπων σκαρφάλωναν τον αψηλό φράχτη και πηδούσαν μες στην αυλή της, ένα μανιασμένο βουητό από τις φωνές του κόσμου ακουγόταν απ΄όξω από το δρόμο.
   Και πριχού η Κατερίνα Λβόβνα σκεφτεί το παραμικρό το πλήθος που πολιορκούσε το κατώφλι της ξεχύθηκε μέσα παρασέρνοντας και τσαλαπατώντας την στο διάβα προς τα ενδότερα του σπιτιού.

Κεφάλαιο ΙΒ΄

  Στην πραγματικότητα όλος αυτός ο χαμός να πώς συνέβη: ως συνήθως η ολονυχτία ακολουθία τις παραμονές των μεγάλων γιορτών μάζευε πάρα πολύ κόσμο ανεξαιρέτως σε όλες τις εκκλησιές της επαρχιακής και συνάμα αναπτυγμένης, βιομηχανικής μας πόλης, όπου ζούσε η Κατερίνα Λβόβνα, όμως στην εκκλησιά που γιόρταζε την επομένη, ακόμη και στον περίβολό της δεν έπεφτε καρφίτσα. Αυτού συνήθως έψελναν παλικάρια-ψαλτάδες καταγόμενοι από τις επιφανείς εμπορικές οικογένειες υπό τη διεύθυνση ενός πρωτοψάλτου που ήταν λάτρης της ψαλμωδίας.
   Ο λαός μας είναι θρήσκος, δείχνει μεγάλη ευσέβεια προς του Θεού τον οίκο, γι΄αυτό και έχει καλλιεργήσει σε ικανοποιητικό βαθμό την καλλιτεχνική του ευαισθησία έτσι που η μεγαλοπρέπεια των ναών μαζί με την καλλίφωνη και βαθύφωνη ψαλμωδία αποτελούν για αυτόν μια από τις ανώτερες και αγνότερες απολαύσεις. Όπου έψελναν οι ψαλτάδες μαζευόταν σχεδόν η μισή μας πόλη, ιδιαίτερα η νεολαία: μπακαλόπαιδα, παλικάρια, εργατοϋπάλληλοι, τεχνίτες και μαστόρια από τις φάμπρικες και τα εργοστάσια ακόμα και οι ίδιοι οι φαμπρικάντηδες με τις συμβίες τους, - όλοι τους ήταν πρόθυμοι να στριμωχτούν σε μια εκκλησιά ή αν δεν ήταν μπορετό να μπουν μέσα να σταθούν τουλάχιστον στο περιστύλιό της ή κάτω από τα παραθύρια της, ακόμα και μες στο λιοπύρι ή μες στην βαρυχειμωνιά – αδιάφορο - αρκεί να ακούσουν πόσο οργανικά συμπλέκονται οι φωνές της χορωδίας και πώς ένας πριμαντόνος τενόρος καταφέρνει τις πιο σκερτσόζικες κορώνες.
   Η ενοριακή εκκλησία των Ισμάιλωφ γιόρταζε τα Εισόδια της Θεοτόκου, γι΄ αυτό την παραμονή της γιορτής σύγκαιρα με αυτό που συνέβη στο Φέντια, όλη η νεολαία της πόλης είχε συναχθεί σε αυτόν το ναό. Αφού τελείωσε η εορτάσιμος ακολουθία ο κόσμος έφευγε παρέες παρέες σχολιάζοντας εύθυμα τις αρετές ενός διάσημου τενόρου και τις ανεπίτρεπτες παραφωνίες ενός εξίσου γνωστού βαρύφωνου.
   Ωστόσο δεν είχαν όλοι τους το ίδιο μεράκι για τη φωνητική: μέσα σε αυτό το πλήθος υπήρχαν άτομα που τους ενδιέφεραν και άλλα πράγματα.
- Δε μου λέτε, παιδιά, έχω ακούσει περίεργα πράγματα για την νεαρά Ισμάιλωβα, - είπε, πλησιάζοντας στο σπίτι των Ισμάιλωφ, ένας νεαρός μηχανικός από την Αγία Πετρούπολη φερμένος από έναν ντόπιο έμπορο για τον ατμόμυλό του, - λένε, - συνέχισε, - ότι εκείνη τάχα έχει έρωτες κάθε ώρα και στιγμή με τον εργάτη της, το Σεριόζκα...
- Αυτό το ξέρει και η κουτσή Μαρία! - του αποκρίθηκε ένας με τη γούνα καπλαντισμένη με μπλε ύφασμα. – Δε φάνηκε απόψε στην εκκλησιά.
- Ποια εκκλησιά; Το παλιοθήλυκο έγινε τόσο πρόστυχο που μήτε το Θεό, μήτε τη συνείδηση, μήτε τα μάτια του κόσμου δε φοβείται.
- Παρεμπιπτόντως έχουν φως, - παρατήρησε ο μηχανικός, δείχνοντας μια λουρίδα φωτός ανάμεσα στα παντζούρια.
- Για κοίτα μες στη χαραμάδα, τι κάνουν εκεί πέρα;  - τον κέντρισαν κάποιοι της παρέας.
   Ο μηχανικός στηρίχτηκε στους ώμους δύο συντρόφων του και με το που κόλλησε το μάτι του στην χαραμάδα ανάμεσα στα παντζούρια, ούρλιαξε ξεστομίζοντας ένα σωρό κατάρες:
-Βρε, αδερφάκι μου! Αυτού πνίγουν κάποιονα, τον ξεπαστρεύουν, μα το Χριστό!
   Και ο μηχανικός πιάστηκε να βροντοκοπά απεγνωσμένα τα παντζούρια. Καμιά ντουζίνα άνθρωποι ακολούθησαν το παράδειγμά του σιμώνοντας στα παραθύρια και γρονθοκοπώντας τα ανελεώς.
   Το πλήθος μεγάλωνε από στιγμή σε στιγμή και ύστερα έγινε η γνωστή πια σε μας έφοδος της οικίας των Ισμάιλωφ.
-Τους είδα με τα ίδια μου τα μάτια, - έλεγε ο μηχανικός δίνοντας κατάθεσή του πάνω από το νεκρό σώμα του Φέντια, - το παιδί ήταν ριγμένο στο κρεβάτι και εκείνοι οι δύο το΄πνιγαν.
   Το ίδιο βράδυ ο Σέργιος οδηγήθηκε στο αστυνομικό τμήμα, όσο για την Κατερίνα Λβόβνα, την πήγαν επάνω στο δωμάτιό της και της έβαλαν δύο σκοπούς.
   Στο σπίτι των Ισμάιλωβ είχε ανυπόφορο κρύο: οι σόμπες ήταν παγωμένες, οι πόρτες - ορθάνοιχτες: τα πυκνά μπουλούκια περίεργου κόσμου πλάκωναν το ένα πίσω από το άλλο. Όλοι έρχονταν να χαιρετήσουν το νεκρό Φέντια που κείτονταν μες στο φέρετρό του όπως και ένα άλλο μεγαλύτερο φέρετρο που ήταν ερμητικά κλειστό και σκεπασμένο με ένα φαρδύ σάβανο πάνω από το καπάκι του. Στο μέτωπό του ο Φέντια έφερε μια λευκή ατλαζένια ταινία η οποία κάλυπτε μια κόκκινη ουλή που έμεινε ύστερα απ΄ τη νεκροψία. Η ιατροδικαστική εξέταση απεφάνθη ότι ο θάνατος του Φέντια επήλθε από ασφυξία. Ο Σέργιος οδηγήθηκε μπροστά στο νεκρό και με το που άκουσε τα πρώτα λόγια του ιερέα για την Ημέρα της Κρίσεως και την τιμωρία των αμετανόητων, ευθύς λύθηκε στο κλάμα και την ίδια στιγμή ομολόγησε όχι μονάχα τη δολοφονία του Φέντια, αλλά ζήτησε να ξεθάψουν και το Ζηνόβι Μπορίσιτς που τον είχαν παραχώσει δίχως να τον διαβάσει ο παπάς. Το πτώμα του συζύγου της Κατερίνας Λβόβνα, που είχε θαφτεί μες στο στεγνό χώμα του υπογείου, δεν πρόλαβε να λιώσει: το ξέθαψαν και το τοποθέτησαν σε ένα μεγάλο φέρετρο. Ως συνεργό του και στους δύο φόνους ο Σέργιος υπέδειξε προς φρίκη όλων τη νεαρά του κυρά. Αντιθέτως η Κατερίνα Λβόβνα σε όλες τις ερωτήσεις απαντούσε κοφτά: «Δεν γνωρίζω κάτι. Δεν ξέρω τίποτα τέτοιο». Τότε εξανάγκασαν το Σέργιο να την ξεσκεπάσει στην κατ΄ αντιπαράθεση εξέταση. Όταν άκουσε την ομολογία του, η Κατερίνα Λβόβνα τον κοίταξε με βουβή απορία, μα δίχως θυμό και οργή, ύστερα πια πέταξε αδιάφορα:
- Άμα αυτός έστερξε να τα πει όλα, δεν έχει πια νόημα να κρύβομαι: ναι, σκότωσα.
-Γιατί σκότωσες; - την ρώτησαν.
- Το΄ χω κάνει για αυτόν, – απάντησε εκείνη δείχνοντας το Σέργιο που στεκόταν με κατεβασμένο το κεφάλι.
   Οι στυγνοί δολοφόνοι οδηγήθηκαν στη φυλακή ο καθείς χωριστά από τον άλλονε και το ειδεχθές έγκλημα που προκάλεσε πάνδημη κατακραυγή και αγανάκτηση τιμωρήθηκε με ταχείες διαδικασίες. Τέλη του Φλεβάρη μες στην αίθουσα του κακουργιοδικείου στο Σέργιο και στην Κατερίνα Λβόβνα, χήρα εμπόρου Γ΄ τάξης, απηγγέλθη η ετυμηγορία. Απεφασίσθη να καταδικασθούν σε δημόσιο μαστίγωμα στην αγορά της πόλης και ύστερα να σταλούν στα κάτεργα στη Σιβηρία. Ένα κρύο παγωμένο πρωί, στις αρχές του Μάρτη, ο δήμιος άφησε πάνω στη γυμνή λευκή πλάτη της Κατερίνας Λβόβνα τον επιβεβλημένο αριθμό μελανοκόκκινων σημαδιών, στη συνέχεια μαστίγωσε το  Σέργιο με όσα χτυπήματα του αναλογούσαν και σημάδεψε το όμορφό του πρόσωπο με τρία σύμβολα του κατάδικου. Όσο διαρκούσε το δημόσιο μαστίγωμα ο Σέργιος για κάποιον άγνωστο λόγο προκαλούσε πολύ περισσότερη συμπάθεια του κόσμου παρά η Κατερίνα Λβόβνα.
   Ίσως επειδή πασαλειμμένος και αιμόφυρτος σκουντουφλούσε και έπεφτε σε κάθε του βήμα καθώς κατέβαινε το μαύρο ικρίωμα ενώ η Κατερίνα Λβόβνα κατέβηκε αργά με αξιοπρέπεια, προσπαθώντας μονάχα ώστε το χοντρό αργαλίσιο πουκάμισό της και η άγαρμπη κουστωδία των δεσμοφυλάκων να μην ακουμπούν την κατακρεουργημένη της πλάτη.
   Ακόμη και στο νοσοκομείο των φυλακών, όταν της έφεραν το νεογέννητο της παιδί, εκείνη είπε κοφτά: «Δε το θέλω!» και, γυρίζοντας προς τον τοίχο, δίχως ούτε έναν αναστεναγμό, δίχως ούτε ένα παράπονο έπεσε μπρούμυτα στο σκληρό της στρώμα.

Κεφάλαιο ΙΓ΄

   Η πομπή καταδίκων όπου έτυχε να συμπεριληφθούν ο Σέργιος και η Κατερίνα Λβόβνα, θα ξεκινούσε στις αρχές της άνοιξης, τότε που η άνοιξη θα υπήρχε μονάχα στο καλαντάρι, ενώ ο ήλιος ακόμα θα «είχε δόντια», κατά πώς λέει ο κοσμάκης.
  Το παιδί της Κατερίνας Λβόβνα δόθηκε για ανατροφή στην περήλικη αδερφή του Μπορίς Τιμοθέιτς, και επειδή θεωρήθηκε νόμιμο τέκνο του δολοφονηθέντος έγινε ο μοναδικός κληρονόμος της ακέραιης πια περιουσίας των Ισμάιλωφ. Η Κατερίνα Λβόβνα έδειχνε πολύ ευχαριστημένη με τέτοια εξέλιξη και αποχωρίστηκε το μωρό με δίχως πόνο ψυχής. Η παθιασμένη αγάπη της για τον πραγματικό πατέρα του παιδιού της, όπως άλλωστε συμβαίνει και σε άλλες γυναίκες που ζουν στο έπακρο τα πάθη τους, δεν μεταβιβαζόταν στο απειροελάχιστο πάνω και στον ίδιο τον καρπό αυτής της σχέσης.
   Άλλωστε, για εκείνην δεν υπήρχε πια ούτε φως, ούτε σκοτάδι, ούτε κακό, ούτε καλό, ούτε λύπη, ούτε χαρά, δεν ένιωθε τίποτα, δεν αγαπούσε κανέναν, ούτε καν τον εαυτό της. Το μόνο που περίμενε με λαχτάρα και ανυπομονησία ήταν η στιγμή που θα ξεκινούσε η πομπή τους, οπότε και ήλπιζε να ξαναδεί το Σεριόζετσκά της, όσο για το παιδάκι της το είχε προ πολλού αλησμονημένο.
   Οι ελπίδες της Κατερίνας Λβόβνα δεν την γέλασαν: δεμένος με βαριές αλυσίδες και στιγματισμένος στο όμορφο του πρόσωπο ο Σέργιος πέρασε τις πύλες της φυλακής βαδίζοντας στο ίδιο με εκείνην μπουλούκι των καταδίκων.
   Συνήθως ο άνθρωπος προσαρμόζεται όσο μπορεί σε κάθε δυσάρεστη για αυτόν κατάσταση και ευρισκόμενος ακόμη και σε τέτοια δυσχερή θέση διατηρεί όσο μπορεί την ικανότητα και την όρεξη να κυνηγάει τις πιο μικρές χαρές και απολαύσεις, μα η Κατερίνα Λβόβνα δεν είχε ανάγκη τέτοιας προσαρμογής: έβλεπε και πάλι το Σεριόζετσκά της, μαζί του ο δρόμος ακόμα και στα κάτεργα ήταν ανθόσπαρτος.
   Πολύ λίγα πράγματα αξίας κατάφερε να βάλει στον τορβά της και να τα πάρει μαζί της η Κατερίνα Λβόβνα, ακόμα λιγότερα ήταν τα χρήματα που μπόρεσε να κρατήσει απάνω της. Μα και αυτά τα λίγα, έχοντας ακόμα πολύ δρόμο μπροστά, τα έδωσε όλα στους αρχιφύλακες των μεταγωγών για να μπορεί να βαδίζει πλάι πλάι  με το Σέργιό της και να χαίρεται για καμιά ωρίτσα την αγκαλιά του τις μαύρες νύχτες, στριμωγμένη σε κάτι κρύες γωνιές των μεταγωγικών σταθμών.
   Μόνο που ο σημαδεμένος φιλαράκος της Κατερίνας Λβόβνα έγινε πολύ απότομος μαζί της: της μιλούσε κοφτά, και δεν έδινε δεκάρα τσακιστή για τα λαθραία τους ραντεβουδάκια, για τα οποία εκείνη χωρίς να φάει και να πιει έδινε από το ισχνό βαλάντιό της τις τελευταίες ψωροδεκάρες παρόλο που και η ίδια τις είχε πολλή ανάγκη. Μάλιστα δεν ήταν λίγες οι φορές που της έλεγε:
- Αντί να ξεροσταλιάζεις μαζί μου στους διαδρόμους, καλύτερα να΄δινες σε μένα τα λεφτά που σκορπάς δεξιά ζερβά λαδώνοντας τους αρχιφύλακες.
- Μόνο δυο δεκάρες, Σεριόζενκα, τους έδωκα, - αποκρινόταν απολογητικά η Κατερίνα Λβόβνα.
- Σάματις δεν είναι λεφτά δυο δεκάρες; Άραγες πολλές τέτοιες έχεις βρει καταγής για να τις σκορπάς έτσι δα άδικα;
- Έχεις δίκιο, όμως μας άφηκαν και ειδωθήκαμε, Σεριόζα.
- Χαρά στο πράγμα. Και ποια χαρά; Σκέτο μαρτύριο να βλεπόμαστε μετά από όλα όσα γίνανε! Εδώ που φτάσαμε, θα καταριόμουν τη ζωή μου ολάκερη, τι να τα κάμνω πια τα ανταμώματά μας;
- Εμένανε δε με μέλλει τίποτες, Σεριόζα, φτάνει να σε βλέπω και μόνο.
- Μπούρδες, - απαντούσε ο Σέργιος.
   Πολλές φορές παίρνοντας τέτοιες αποκρίσεις η Κατερίνα Λβόβνα δάγκωνε τα χείλη της μέχρι που μάτωναν, άλλες πάλι τα μάτια της, αν και δεν υπήρξαν πότε κλαψιάρικα, βούρκωναν από δάκρυα θυμού και απογοήτευσης μες στο σκοτάδι των νυχτερινών τους συναντήσεων. Μα όλα τα υπέμενε σιωπηλά, προσπαθώντας να ξεγελάσει τον εαυτό της. 
   Έτσι με τη σχέση τους να πηγαίνει από το κακό στο χειρότερο έφτασαν μέχρι το Νίζνι Νόβγκοροντ. Εδώ η πομπή τους ενώθηκε με μιαν άλλη που κατευθυνόταν στη Σιβηρία ερχόμενη από τη Μόσχα.
   Σε αυτή τη μεγάλη ετερόκλητη πομπή ανάμεσα στις γυναίκες υπήρχαν δύο ενδιαφέρουσες υπάρξεις: η μία, η Φιόνα, χήρα στρατιωτικού από το Γιαροσλάβλ, ήταν μια πολύ όμορφη πληθωρική νταρντανογυναίκα με μια βαριά μαύρη πλεξούδα και νωχελικά καστανά μάτια, σκεπασμένα με πυκνές σαν το μυστηριώδες πέπλο βλεφαρίδες, ενώ η άλλη, μια δεκαεφτάχρονη ξανθούλα, που την αποκαλούσαν Σονέτκα, είχε μικρό στοματάκι πάνω στο τρυφερό λεπτοκαμωμένο της προσωπάκι με τα λακκάκια στα ροδαλά της μαγουλάκια και τις χρυσαφένιες μπουκλίτσες που πλαισιώνανε το μέτωπό της ξετρυπώνοντας σκανδαλιάρικα από το ριγωτό κεφαλόδεσμο των καταδίκων.
   Η ωραία Φιόνα με ήρεμο και νωχελικό της ταπεραμέντο είχε μεγάλη πέραση ανάμεσα στους άντρες της πομπής της. Μα κανένας από δαύτους μήτε πανηγύριζε κατακτώντας την μήτε στενοχωριόταν ιδιαίτερα, βλέποντας την να χαρίζεται με την ίδια ευκολία στον επόμενο καρδιοκαταχτητή.
- Η κυρά-Φιόνα είναι ψυχούλα, κάναν δεν αφήνει παραπονούμενο, - έλεγαν με μια φωνή οι κατάδικοι σπάζοντας την πλάκα τους. 
   Η Σονέτκα όμως ήταν από άλλη στόφα.
Για αυτήν έλεγαν:
- Σκέτο χέλι: κοντά στα χέρια τριγυρίζει, μα όλο ξεγλιστράει. Η Σονέτκα είχε γούστο, πρόσεχε πολύ τις επιλογές της και μάλιστα ξεδιάλεγε πολύ αυστηρά τα φιλαράκια της. Επιθυμούσε να της σερβίρουν το πάθος όχι σαν ένα σκέτο πιάτο, αλλά συνοδευόμενο με μια πικάντικη και γαργαλιστική σάλτσα όλο νταλκάδες και θυσίες. Ενώ η Φιόνα ήταν ίδια η ρούσικη αγαθότης έτσι, που δεν δυνόταν να κακοκαρδίσει κανέναν λέγοντάς του απλά: «Ξεκουμπίσου!» και δεν ήξερε παρά ένα πράγμα,  ότι πάνω απ΄όλα ήταν θηλυκό. Τέτοιες γυναίκες χαίρουν μεγάλης εκτίμησης στις ληστρικές συμμορίες, στις πομπές καταδίκων και στις σοσιαλδημοκρατικές κοινότητες της Αγίας Πετρούπολης.
   Η εμφάνιση αυτών των δύο γυναικών στην κοινή πομπή με αυτή του Σέργιου και της Κατερίνας Λβόβνα είχε για την τελευταία τραγικές συνέπειες.

Κεφάλαιο ΙΔ΄

  Από τις πρώτες κιόλας ημέρες της κοινής τους πορείας από το Νίζνι Νόβγκοροντ προς το Καζάν ο Σέργιος άρχισε να ψάχνει απροκάλυπτα αφορμές  για να κερδίσει την εύνοια της Φιόνας και δίχως τον παραμικρό κίνδυνο της χυλόπιτας, πολύ γρήγορα επέτυχε το στόχο του. Η νωχελική Φιόνα δεν άφησε το Σέργιο να αδημονεί όπως εξάλλου δεν άφηνε κανέναν από την αγαθοσύνη της.
  Στον τρίτο ή τέταρτο μεταγωγικό σταθμό η Κατερίνα Λβόβνα από νωρίς το δείλι κανόνισε λαδώνοντας τους φρουρούς μια συνάντηση με το Σέργιο. Και ενώ ήταν ξαπλωμένη, δεν κοιμόταν και όλο καρτερούσε πως από στιγμή σε στιγμή θα έμπαινε ο φύλακας της υπηρεσίας, θα την σκούνταγε σιγανά και θα της ψιθύριζε: «τρέχα», ξαφνικά η πόρτα άνοιξε και μια από τις γυναίκες ξεγλίστρησε μες στο διάδρομο. Η πόρτα ξανάνοιξε και για άλλη μια φορά μια άλλη κατάδικος πετάχτηκε σβέλτα από την κουκέτα της και χάθηκε ακολουθώντας το φύλακα-συνοδό.  
  Επιτέλους κάποιος τράβηξε το πανωφόρι, που σκέπαζε την Κατερίνα Λβόβνα. Η νεαρά γυναίκα ανασηκώθηκε γρήγορα στις κουκέτες λειασμένες από τα παΐδια τόσων καταδίκων, έριξε πάνω στους ώμους το πανωφόρι της και σκούντηξε το φύλακα που στεκόταν μπροστά της για να κινήσουν.
   Προχωρώντας μες στο σκοτεινό διάδρομο σε ένα σημείο όπου έφεγγε ένα αδύναμο λυχναράκι, εκείνη σκόνταψε πάνω σε δύο ή τρία ζευγάρια, που όμως δεν έδωσαν κανένα σημείο ζωής όπως τα πλησίαζε. Ενώ όπως περνούσε έξω από το θάλαμο των ανδρών, σαν να άκουσε πνιχτά γέλια μέσα από το καγκελωτό παραθυράκι της πόρτας.
 - Περνάνε ζωή και κότα, - μουρμούρισε ο συνοδός της Κατερίνας Λβόβνας και πιάνοντάς την από τους ώμους, την έσπρωξε σε μια γωνιά, ύστερα απομακρύνθηκε.
   Η Κατερίνα Λβόβνα με το ένα της χέρι ψηλάφισε ένα πανωφόρι και γένια ενώ με το άλλο άγγιξε ένα ξαναμμένο γυναικείο πρόσωπο.
- Ποιος είναι; - ρώτησε χαμηλόφωνα ο Σέργιος.
-Τι κάνεις εδώ; Με ποια είσαι;
   Μες στο σκοτάδι η Κατερίνα Λβόβνα τράβηξε τον κεφαλόδεσμο της αντίζηλού της. Η τελευταία ξεγλίστρησε από την μπάντα και πήγε να ξεφύγει, μα σκόνταψε πάνω σε κάποιο ζευγάρι και ξαπλώθηκε καταγής.
   Από το θάλαμο των ανδρών ακούστηκαν ξεκαρδιστικά γέλια.
- Κακούργε! – ψιθύρισε η Κατερίνα Λβόβνα και χτύπησε το Σέργιο στο πρόσωπο με τις άκρες της μαντίλας που απέσπασε από το κεφάλι της καινούριας του φιλενάδας.
   Ο Σέργιος πήγε να την χτυπήσει, μα η Κατερίνα Λβόβνα έτρεξε βολίδα και σε στιγμή έφτασε στην πόρτα του θαλάμου της. Το γέλιο από το κελί των ανδρών ξανακούστηκε τόσο δυνατά, που ο σκοπός ο οποίος στεκόταν αντίκρυ στο λυχνάρι και έφτυνε βαριεστημένα την άκρη της μπότας του, ανασήκωσε το κεφάλι του και βρουχήθηκε:
-Ησυχία!
   Η Κατερίνα Λβόβνα ξάπλωσε σιωπηλά και παρέμεινε ξάγρυπνη μέχρι το πρωί. Πάσχιζε να ξεγελάσει τον εαυτό της επαναλαμβάνοντας κάθε τόσο: «μα δεν τον αγαπάω», και όμως ένιωθε να τον αγαπά ακόμη πιο φλογερά, ακόμη πιο σφοδρά. Και έχοντας κλειστά τα μάτια της όλο έπλαθε με το νου της πώς το ένα του χέρι παλλόταν χαϊδεύοντας το κεφάλι της αλληνής και το άλλο έσφιγγε τους καυτούς της ώμους.
   Η καημενούλα ξέσπασε σε λυγμούς και ενάντια σε κάθε λογική επιζητούσε απεγνωσμένα αυτά τα τόσο γνώριμα για εκείνην χέρια. Πώς θα ήθελε το ένα του χέρι να χάιδευε το δικό της το κεφάλι και το άλλο να αγκάλιαζε τους δικούς της ώμους, ώμους που εκείνη τη στιγμή συνταράσσονταν από αναφιλητά.
- Έλα, δωσ΄ μου πίσω τη μαντίλα μου, - την σκούντηξε το πρωί η Φιόνα, χήρα στρατιωτικού.
- Ώστε, εσύ ήσουν τελικά;...
- Δωσ΄ την πίσω, σε παρακαλώ!
- Γιατί χωρίζεις τα ζευγάρια;
- Μα πώς σας χωρίζω; Σάματις έχουμε πραγματική αγάπη ή γνήσιο πάθος για να θυμώνεις έτσι;
   Η Κατερίνα Λβόβνα σκέφτηκε για μια στιγμή, ύστερα έβγαλε κάτω από το μαξιλάρι τη μαντίλα και πετώντας την στη Φιόνα γύρισε προς τον τοίχο. Ένιωθε ανακουφισμένη.
 - Φτού, είπε από μέσα της, - πραγματικά τι με έπιασε και ζήλεψα αυτήν την παρδαλή φρεγάτα; Α, να χαθεί! Τι κάθομαι και συγκρίνομαι με αυτήν.
- Άκου, Κατερίνα Λβόβνα, τούτο, - της είπε την επομένη ο Σέργιος βαδίζοντας πλάι της στο δρόμο, - κάνε μου τη χάρη, επιτέλους βάλ΄ το καλά στο μυαλό σου ότι μια φορά εγώ δεν είμαι ο Ζηνόβι Μπορίσιτς για σένανε, μα και κάτι άλλο - ότι εσύ δεν είσαι πια η κοτζάμ εμπόρισσα: γι΄αυτό μην το παίζεις μεγάλη και τρανή, κάνε μου τη χάρη. Και άσε τα πεισμώματά σου, κάτι τέτοια δεν περνάνε σε μένανε.
   Η Κατερίνα Λβόβνα δεν του έδωσε καμιά απάντηση και για μια βδομάδα περίπου βάδιζε πλάι στο Σέργιο χωρίς να ανταλλάξει με αυτόν μήτε ματιά μήτε λαλιά. Έχοντας προσβληθεί ως γυναίκα, εκείνη κρατούσε χαρακτήρα και της φαινόταν βαρύ να κάνει το πρώτο βήμα στο να τα βρουν μετά από τον πρώτο τους τσακωμό.
   Στο μεταξύ την ίδια περίοδο που η Κατερίνα Λβόβνα ήταν πεισμωμένη με το Σέργιο, εκείνος άρχισε να κομψεύεται και να φλερτάρει την ξανθούλα Σονέτκα. Κάθε φορά που την αντάμωνε στο δρόμο είτε της έκαμε βαθιούς τεμενάδες και επίσημες χαιρετούρες, είτε της έσκαγε πονηρά χαμόγελα είτε παραμόνευε να την σφίξει στην αγκαλιά του. Η Κατερίνα Λβόβνα τα έβλεπε όλα αυτά και ο θυμός της κόχλαζε ακόμα σφοδρότερα μες στην καρδιά της.
   «Τι να κάνω; Να φιλιώσω μαζί του;» - συλλογιόταν η Κατερίνα Λβόβνα και κάθε τόσο σκουντουφλούσε στο δρόμο μη βλέποντας τίποτα μπροστά της.
   Το να κάνει το πρώτο βήμα όμως, τώρα πιο πολύ από κάθε άλλη φορά δεν την άφηνε η περηφάνια της. Όσο περνούσε ο καιρός ο Σέργιος πολιορκούσε όλο και πιο στενά τη Σονέτκα, η οποία ενώ αρχικά δεν του δινόταν και ξεγλιστρούσε σαν χέλι, ξαφνικά άρχισε να ημερεύει και να εξημερώνεται.
- Να εσύ μου κρατούσες μούτρα,  - είπε μια φορά η Φιόνα στην Κατερίνα Λβόβνα, - σιγά τι σου έκανα; Μαζί μου ήταν μια ξεπέτα, τίποτα το σοβαρό. Κάλιο να πρόσεχες τα καμώματα της Σονέτκα.
   «Στα τσακίδια η περηφάνιά μου! Σήμερα κιόλας θα φιλιώσω μαζί του», - αποφάσισε η Κατερίνα Λβόβνα, σκεπτόμενη μονάχα ένα: πώς να φερθεί όσο το δυνατόν πιο επιδέξια για να μην τα κάνει μαντάρα.
   Από αυτήν την άβολη θέση την έβγαλε ο ίδιος ο Σέργιος.
- Λβόβνα! – την φώναξε σε μια στάση που έκαναν για να ξεκουραστούν.  – Έβγα απόψε για ένα λεπτό να με βρεις: σου΄χω μια δουλειά. Η Κατερίνα Λβόβνα μιλιά δεν έβγαλε.
- Μπας και μου κρατάς ακόμα μούτρα και δε θα βγεις;
   Η Κατερίνα Λβόβνα και πάλι δεν απάντησε τίποτα. Μα ο Σέργιος, και όλοι, όσοι έκαναν γούστο την Κατερίνα Λβόβνα, έβλεπαν ότι καθώς πλησίαζαν στο μεταγωγικό σταθμό, εκείνη άρχισε να γυροφέρνει τον αρχιφύλακα και κατάφερε να του πασάρει δεκαεφτά καπίκι, που είχε μαζέψει από την ελεημοσύνη του κοσμάκη.
- Μόλις μαζέψω κι άλλα, θα σας συμπληρώσω το ρούβλι, - τον εκλιπαρούσε η Κατερίνα Λβόβνα.
   Ο αρχιφύλακας έκρυψε τα λεφτά μες στο ρεβέρ του μανικιού του και είπε:
- Άντε καλά.
   Ο Σέργιος σαν τέλειωσε αυτό το αλισβερίσι γουργούρισε από ευχαρίστηση και έκλεισε πονηρά το μάτι του στη Σονέτκα.
- Ποπό, τι είσαι ’σύ, Κατερίνα Λβόβνα! - έλεγε εκείνος αγκαλιάζοντας την στην είσοδο του μεταγωγικού σταθμού. – Σαν κι αυτή, παιδιά, δεν υπάρχει καμία άλλη γυναίκα σε όλον τον ντουνιά.
   Η Κατερίνα Λβόβνα αναψοκοκκίνισε και η ανάσα της κόπηκε από ευτυχία.
   Τη νύχτα με το που μισάνοιξε σιγά-σιγά η πόρτα, εκείνη πετάχτηκε βολίδα έξω.  Έτρεμε σύγκορμη ψάχνοντας ψαχουλευτά το Σέργιό της μες στο σκοτεινό διάδρομο. 
- Κάτια μου! – είπε ο Σέργιος, σφίγγοντάς την στην αγκαλιά του.
- Αχ! Κακούργε μου! - του απάντησε δακρύζοντας η Κατερίνα Λβόβνα και κόλλησε πάνω του με τα χείλη της.
   Ο σκοπός πηγαινοερχόταν στο διάδρομο. Σταματώντας κάθε λίγο και λιγάκι έφτυνε πάνω στις μπότες του και πάλι ξεκίναγε τα ατέλειωτα πέρα δώθε του, οι κατάδικοι ψόφιοι στην κούραση ροχάλιζαν ρυθμικά πίσω από τις αμπαρωμένες πόρτες, ένας ποντικός κρυμμένος κάτω από τη σόμπα ροκάνιζε επίμονα ένα τράγανο, τα τριζόνια απολαμβάνοντας τη θαλπωρή της σόμπας συναγωνίζονταν αναμεταξύ τους στο ερωτικό τραγούδι και η Κατερίνα Λβόβνα έπλεε ακόμα στα πελάγη της ευτυχίας.
   Μα κάποια στιγμή τέλειωσαν τα γλυκόλογα και επικράτησε η αναπόφευκτη πεζότης της ζωής.
- Με σφάζει ο πόνος από τον αστράγαλο ίσαμε το γόνατο, όλα τα κόκαλα με σουβλίζουν, - παραπονέθηκε ο Σέργιος καθώς καθόταν με την Κατερίνα Λβόβνα  χάμω στο πάτωμα.
- Και τι να κάνουμε, Σεριόζετσκα; - τον ρώτησε εκείνη, κουρνιάζοντας κάτω από το πανωφόρι του.
- Σκέφτομαι να ζητήσω να μπω μες στο νοσοκομείο του Καζάν;
- Οχ! Τι είναι αυτά που λες, Σεριόζα;
- Και τι να κάνω αφού με σφάζει ο πόνος;
- Άμα μείνεις στο νοσοκομείο, εμένανε θα με πάρουν μακριά σου! Θα χωριστούμε!
- Και τι να κάνω; Με σφίγγει τόσο, σου λέω, που σάμπως όλη η αλυσίδα μπήγεται μες στο κόκαλό μου. Ίσως μόνο οι μάλλινες κάλτσες θα με έσωζαν αν τις έβαζα από μέσα, - είπε ο Σέργιος μετά από ένα λεπτό.
- Κάλτσες, λες; Μα έχω, έχω, Σεριόζα, ολοκαίνουριες κάλτσες.
- Έλα, δεν πειράζει! – απάντησε ο Σέργιος.
   Η Κατερίνα Λβόβνα χωρίς να πει κουβέντα, πετάχτηκε ως το θάλαμο, άδειασε πάνω στην κουκέτα όλο το περιεχόμενο του ντορβά της και έτρεξε πίσω στο Σέργιο φέρνοντάς του ένα ζευγάρι μαβιές μάλλινες κάλτσες με ένα φανταχτερό καρίκι στο πλάι.
- Με έσωσες, - είπε ο Σέργιος δεχόμενος το τελευταίο ζευγάρι κάλτσες της Κατερίνας Λβόβνα καθώς την αποχαιρετούσε.
   Η Κατερίνα Λβόβνα, γύρισε πανευτυχής στην κουκέτα της και αποκοιμήθηκε βαθιά δίχως να πάρει χαμπάρι πως λίγο μετά από την συνάντησή της με το Σέργιο στο διάδρομο γλίστρησε η Σονέτκα και πως εκείνη γύρισε μόλις λίγο πριν φέξει.
   Αυτά συνέβησαν σε απόσταση δύο μεταγωγικών σταθμών από το Καζάν.

Κεφάλαιο ΙΕ΄

  Μια κρύα μέρα με ξεροβόρι και χιονόνερο υποδέχτηκε αφιλόξενα την πομπή καταδίκων που περνούσε την πύλη του πνιγηρού μεταγωγικού σταθμού. Η Κατερίνα Λβόβνα  βγήκε όξω όλο κέφι και ζωηράδα, μα μόλις μπήκε στη γραμμή, πρασίνισε και αρχίνησε να τρέμει σύγκορμα. Της ήρθε μια σκοτοδίνη. Τα γόνατά της λύθηκαν. Μπροστά από την Κατερίνα Λβόβνα στεκόταν η Σονέτκα, πάνω της είχε βαλμένες τις δικές της μαβιές μάλλινες κάλτσες με το καρίκι στο πλάι.
   Η Κατερίνα Λβόβνα βάδιζε σαν πεθαμένη, μόνο τα μάτια της κάρφωναν βλοσυρά το Σέργιο και δεν ανοιγόκλειναν για να μην τον χάσουν μήτε για στιγμή.
   Στην πρώτη στάση εκείνη τον πλησίασε ήρεμα, του ψιθύρισε ένα «αλήτη» και εντελώς αναπάντεχα τον έφτυσε ίσα στα μούτρα.
   Ο Σέργιος πήγε να της ορμήσει, μα τον συγκράτησαν.
- Περίμενε και θα ιδείς! – γρύλισε εκείνος, σκουπίζοντας το πρόσωπο του.
- Ζόρικη γυναίκα! Καλά σε έφτιαξε!, - κορόιδευαν το Σέργιο οι φυλακισμένοι, μα πιότερα από όλους ξεκαρδιζόταν η Σονέτκα.
   Εκείνη γούσταρε πολύ τη μικρή ίντριγκα χάρη της οποίας ενέδωσε.
- Κοίτα, δεν θα το αφήκω να περάσει έτσι στο ντούκου, - την φοβέριξε ο Σέργιος.
   Η Κατερίνα Λβόβνα με τσακισμένη την ψυχή της κοιμόταν ανήσυχα στον μπάγκο του επόμενου μεταγωγικού σταθμού. Ωστόσο κουρασμένη από την κακοκαιρία και την πεζοπορία δεν είχε κουράγιο να παραφυλάει και δεν άκουσε πως μες στο γυναικείο παράπηγμα χώθηκαν λάθρα δυο άντρες.
   Με το που μπήκαν εκείνοι η Σονέτκα ανασηκώθηκε από τον μπάγκο της και τους έδειξε σιωπηλά την κόχη της Κατερίνας Λβόβνα, ύστερις ξάπλωσε και τυλίχτηκε με το πανωφόρι της.
   Την ίδια στιγμή  το πανωφόρι της Κατερίνας Λβόβνα ανασηκώθηκε και κουκούλωσε το κεφάλι της ενώ στην ράχη της, που ήταν καλυμμένη με ένα σκέτο χασεδένιο πουκάμισο άρχισε να πηγαινοέρχεται με όλη την αντρίκια δύναμη η χοντρή άκρη ενός διπλοστριμμένου σκοινιού.
   Η Κατερίνα Λβόβνα έβγαλε μια κραυγή, μα η φωνή της πνίγηκε κάτω από το πανωφόρι που τύλιγε το κεφάλι της. Τότε εκείνη τινάχτηκε για να ξεφύγει, μα κι αυτό του κάκου: πάνω στους ώμους της καθόταν ένας γεροδεμένος κατάδικος και την κρατούσε σφιχτά από τα μπράτσα.
- Πενήντα, - μέτρησε, επιτέλους, μια φωνή, στην οποία κανείς εύκολα αναγνώριζε τη φωνή του Σέργιου, και οι νυχτερινοί επισκέπτες εξαφανίστηκαν πίσω από την πόρτα το ίδιο ξαφνικά όπως εμφανίστηκαν.
   Η Κατερίνα Λβόβνα ελευθέρωσε το κεφάλι της και ανασηκώθηκε. Δεν φαινόταν ψυχή μες στο θάλαμο, μόνο κάπου κοντά κάποιος χαχάνιζε χαιρέκακα κάτω από το πανωφόρι του. Η Κατερίνα Λβόβνα αμέσως αναγνώρισε το γέλιο της Σονέτκα.
   Τούτη η προσβολή είχε ξεπεράσει κάθε όριο, κάθε όριο ξεπερνούσε και το μίσος, που έβραζε εκείνη τη στιγμή μες στην ψυχή της Κατερίνας Λβόβνα. Μισολιπόθυμη εκείνη όρμησε μπροστά και έπεσε αναίσθητη πάνω στο στήθος της Φιόνας που πρόκανε και την έκλεισε στην αγκαλιά της.
  Πάνω σε αυτό το στήθος το οποίο μόλις πριν λίγο καιρό διασκέδαζε με τη γλύκα της ακολασίας τον άπιστο αγαπητικό της Κατερίνας Λβόβνα, έκλαιγε εκείνη τώρα την αβάσταχτη της συμφορά, και σφιγγόταν πάνω στην αγαθή και νωθρή της αντίζηλο όπως ακριβώς ένα παιδί σφίγγεται πάνω στη μάνα του. Τώρα πια ήταν ίδιες: και οι δύο τους ήτανε του μπάτσου και του κλότσου, δίχως αξία και τιμή, ξεφτιλισμένες και οι δύο. 
   Ήταν ίσες!.. και η Φιόνα που υποτάσσονταν στο πρώτο κάλεσμα του κάθε αρσενικού και η Κατερίνα Λβόβνα που βίωνε το φαρμάκι του έρωτα!
   Πάντως δεν υπήρχε τίποτα πια που θα μπορούσε να πειράξει την Κατερίνα Λβόβνα. Στερεμένη από δάκρυα, εκείνη έγινε βράχος και με τη μουδιασμένη της απάθεια ετοιμαζόταν να βγει στην πρωινή αναφορά.
   Το τύμπανο σήμανε: ταμ-ταμτάμ-ταμ. Έξω ξεχύνονταν άδετοι και δεμένοι με αλυσίδες κατάδικοι, και ο Σέργιος, και η Φιόνα, και η Σονέτκα, και η Κατερίνα Λβόβνα, και ο σχισματικός δεμένος με τον Οβριό, και ο Πολωνός στην ίδια αλυσίδα με τον Τάταρο.
   Όλοι πρώτα έγιναν ένα μπουλούκι, ύστερα όπως όπως μπήκαν σε σειρές και κίνησαν.
   Το θέαμα ήταν θλιβερό: μια χούφτα ανθρώπων, ξεκομμένων από όλο τον κόσμο και στερημένων από την παραμικρή ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον, τσαλαβουτούσε μες στην μαύρη παγωμένη λάσπη ενός χωματόδρομου. Όλα τριγύρω ήταν άσχημα μέχρι αηδίας: ατέλειωτη λάσπη, γκρίζος ουρανός, γυμνές, βρεγμένες ιτιές με τα μαύρα κοράκια να κουρνιάζουν μέσα στα διχαλωτά τους κλαδιά. Ο αγέρας άλλοτε στέναζε, άλλοτε μαινόταν και άλλοτε πάλι βογγούσε και μούγκριζε δαιμονισμένα.
   Μαζί με αυτούς τους κολασμένους ήχους που σου σπάραζαν την ψυχή και ολοκλήρωναν όλη τη φρίκη της εικόνας, λες και αντηχούσαν οι προτροπές της γυναίκας του βιβλικού Ιώβ: «Κατάρασαι τὴν μέραν, ν γεννήθης κα τελεύτα».
   Όποιος δε θέλει να εισακούσει σε αυτήν την προτροπή, όποιος ακόμα και μέσα σε τούτη την κατάντια δε δελεάζεται από τη σκέψη του θανάτου, μα τουναντίον την αποδιώχνει, εκείνος πρέπει να εφεύρει χίλιους δυο τρόπους για να εξορκίσει αυτές τις σπαραχτικές κραυγές με κάτι ακόμη πιο φριχτό. Ένας απλοϊκός άνθρωπος το αντιλαμβάνεται πολύ καλά: και τότε αμολάει λεύθερα όλα τα πρωτόγονα, κτηνώδη του ένστικτα, αρχίζει ξαφνικά να φέρεται αψυχολόγητα, να χλευάζει τον εαυτό του, τους ανθρώπους γύρω του και τα συναισθήματά του. Σκληρός από τη φύση του, ξαφνικά γίνεται ακόμα πιο βάναυσος και απάνθρωπος.
- Τι μου γίνεσαι, εμπόρισσα; Πώς πάει η αρχοντιά σας; Χαίρει άκρας υγείας; - ρώτησε ο Σέργιος με περίσσιο θράσος την Κατερίνα Λβόβνα, μόλις το χωριό όπου διανυκτέρευσε η πομπή χάθηκε πίσω από το βρεμένο λοφάκι. 
   Λέγοντας αυτά εκείνος στράφηκε προς τη Σονέτκα, την σκέπασε με το παλτό του και τραγούδησε με διαπεραστικό φαλτσέτο:
Πίσω από το παραθύρι          
τριγυρνά τη νύχτα
μια ξανθομαλλούσα
Δεν κοιμάσαι, βάσανό μου
Δεν κοιμάσαι, πονήρου αλεπού
Έλα, να σε σκεπάσω
με το παλτουδάκι μου
Μη σε πάρουν χαμπάρι
Και σε πάρουν μακριά μου.
   Αποτελειώνοντας το τραγούδι του ο Σέργιος αγκάλιασε τη Σονέτκα και τη φίλησε δυνατά μπροστά στα μάτια όλου του κόσμου …
   Η Κατερίνα Λβόβνα τα έβλεπε και δεν τα έβλεπε: βάδιζε σαν μισοπεθαμένη. Άρχισαν να την σκουντούν για να την κάνουν να προσέξει πώς ο Σέργιος χαριεντιζόταν με τη Σονέτκα. Η νεαρά γυναίκα γίνηκε περίγελος όλων.
- Αφήστε την ήσυχη, - την υπερασπιζόταν η Φιόνα, κάθε φορά που κάποιος από την πομπή ήθελε να την πειράξει επειδή εκείνη δεν ήξερε πού πατούσε και πού πάγαινε. – Δε βλέπετε, σατανάδες, ότι η γυναίκα έχει τα χάλια της;
- Θα έβρεξε τα ποδαράκια της η καημενούλα, - είπε ένας νεαρός κατάδικος όλο εξυπνάδα και πνεύμα.
- Το βρήκες, είναι εμπόρισσα και ντελικάτη, - του απάντησε ο Σέργιος, - Αν όμως είχε τίποτα ζεστές καλτσούλες, κάπως καλύτερα θα υπέφερε την κατάσταση, - συνέχιζε εκείνος.
   Ξαφνικά η Κατερίνα Λβόβνα σαν να ξύπνησε.
- Καταραμένε όφι! – είπε εκείνη, χάνοντας την υπομονή της, - κορόιδευε, παλιάνθρωπε, κορόιδευε!
- Όχι, εμπόρισσα, δεν είχα καθόλου σκοπό να σε κοροϊδέψω, μόνο που η Σονέτκα έχει πολύ γερές κάλτσες για πούλημα, έτσι κι εγώ σκέφτηκα μήπως η εμπόρισσά μας θα ήθελε να τις αγοράσει.
   Γύρω ακούστηκαν πολλά γέλια. Η Κατερίνα Λβόβνα βάδιζε σαν να ήταν μια κουρντισμένη κούκλα.
   Ο καιρός χειροτέρευε από ώρα σε ώρα. Γκρίζα σύννεφα πλάκωσαν όλο τον ουρανό, άρχισε να πέφτει ένα υγρό και μαλακό χιόνι  που μόλις στρωνόταν χάμω, έλιωνε αυτοστιγμεί προσθέτοντας και άλλη αδιάβατη λασπούρα. Επιτέλους στον ορίζοντα πρόβαλε μια σκοτεινή μολυβένια λωρίδα, η άλλη άκρη της οποίας χανόταν στον ορίζοντα. Ήταν ο Βόλγας. Πάνω από το Βόλγα φυσούσε ένας δυνατός αγέρας σπρώχνοντας μπρος πίσω πλατιά, σκοτεινά κύματα που σηκώνονταν αργά και επιβλητικά.
   Η πομπή των μουσκεμένων και ξεπαγιασμένων καταδίκων πλησίασε σιγά σιγά το πέραμα και στάθηκε να ξαποστάσει περιμένοντας τη μαούνα.
  Ήρθε η μαούνα βρεγμένη και σκοτεινή, το πλήρωμα άρχισε να επιβιβάζει τους καταδίκους.
- Σε τούτη τη μαούνα, λένε, πως κάποιος έχει βότκα, - παρατήρησε ένας κατάδικος, όταν το πλεούμενο δαρμένο από το χιονόνερο ξεκίνησε αφήνοντας πίσω του την όχθη και άρχισε να ταλαντεύεται πάνω στα κύματα του φουσκωμένου ποταμού.
- Ναι, ένα ποτηράκι βότκα δε θά΄βλαπτε τώρα, - του απάντησε ο Σέργιος και πειράζοντας την Κατερίνα Λβόβνα με σκοπό να καλοπιάσει τη Σονέτκα, είπε: - Βρε, εμπόρισσα, δε θα μας κεράσεις κάνα ποτηράκι χάρη της παλιάς μας φιλίας; Μην τσιγκουνευτείς. Θυμήσου, καλή μου, την παλιά μας αγάπη, και το πώς εμείς οι δυο, χαρά μου, το γλεντούσαμε, πώς ξενυχτούσαμε αγκαλιά τις ατέλειωτες χινοπωρινές νύχτες, πώς τους δικούς σου έναν έναν χωρίς παπάδες και διάκους ξαποστέλναμε στον άλλον κόσμο.
   Η Κατερίνα Λβόβνα έτρεμε σύγκορμη από το δυνατό αγιάζι. Εξόν από το κρύο που την περούνιαζε ίσαμε τα κόκαλα κάτω από τα μουσκεμένα της ρούχα, της συνέβαινε και κάτι άλλο. Το κεφάλι της ψηνόταν στον πυρετό, οι κόρες των ματιών της είχαν διασταλεί και ζωηρέψει εκπέμποντας μια διαπεραστική και ανήσυχη λάμψη ενώ το απλανές της βλέμμα ήταν καρφωμένο αδιαλείπτως στα ταραγμένα κύματα.
- Να πω την αμαρτία μου κι εγώ δε θα έλεγα όχι σε ένα ποτηράκι: δεν βαστιέται τούτο το κρύο, - είπε εύθυμα η Σονέτκα.
- Εμπόρισσα, τι θα γίνει; Θα μας κεράσεις;! – της γίνηκε κολτσίδα ο Σέργιος.
- Δεν έχεις μπέσα, ρε! – τον αποπήρε η Φιόνα, κουνώντας αποδοκιμαστικά το κεφάλι της.
- Αυτό δε σε τιμά καθόλου, - υποστήριξε τη χήρα ο φυλακισμένος ονόματι Γκορντιούσκα.
- Σαν δεν ντρέπεσαι την ίδια, τουλάχιστον να ντραπείς τους άλλους.
- Ώπα ώπα, με το μαλακό, καριόλα! – της φώναξε ο Σέργιος. – Ακούς εκεί - να ντραπώ! Από τι να ντραπώ; Πού ξέρεις; Μπορεί να μην την έχω αγαπήσει ποτές μου, και τώρα ...  ακόμη και το παλιοπάπουτσο της Σονέτκα μου είναι πιο συμπαθητικό από τη μούρη αυτηνής της μαδημένης γάτας. Ορίστε μας! Μπούχτισα από την αγάπη της. Να, ας πάει να αγαπήσει το στραβοστόματο  Γκορντιούσκα ή ... – γύρισε κατά πίσω να δείξει με νεύμα έναν έφιππο κοντοστούπη που φορούσε μια κάπα και ένα στρατιωτικό πηλίκιο με κονκάρδα λέγοντας: - ή ακόμη καλύτερα ας κάνει τα γλυκά μάτια σε τούτον τον φύλακα μεταγωγών: τουλάχιστον δε θα βρέχεται κάτω από την κάπα του.
- Άμα γινότανε τέτοια δουλειά όλοι θα την φώναζαν κυρία αξιωματικού, - γέλασε με την ψηλή φωνή η Σονέτκα.
- Αμέ!... Και δίχως να κοπιάσει θα οικονομούσε και τις καινούριες καλτσούλες για την πάρτη της, - σεγκοντάριζε ο Σέργιος συνεχίζοντας τη σκέψη της Σονέτκα.
   Η Κατερίνα Λβόβνα δεν έλεγε τίποτα για να υπερασπιστεί τον εαυτό της: μόνο που κάρφωνε όλο και πιο πολύ το βλέμμα της πάνω στα κύματα και σάλευε σιωπηλά τα χείλη της. Ανάμεσα στα βρομόλογα του Σέργιου εκείνη ξεχώριζε έναν υπόκωφο βόμβο και έναν αναστεναγμό που έρχονταν από τα σκαμπανεβάσματα των κυμάτων. Και ξαφνικά πάνω στην κορυφή ενός κύματος της φανερώθηκε το μελανιασμένο κεφάλι του Μπορίς Τιμοθέιτς, από το άλλο κύμα πρόβαλε και ταλαντεύτηκε ο άντρας της που κρατούσε μες στην αγκαλιά του το μικρό Φέντια με το κρεμασμένο κάτω κεφαλάκι. Η Κατερίνα Λβόβνα πάσχιζε να θυμηθεί την προσευχή και σάλευε τα χείλη της, μα τα χείλη της ψιθύριζαν: «πώς εμείς οι δυο το γλεντούσαμε, πώς ξενυχτούσαμε αγκαλιά τις ατέλειωτες χινοπωρινές νύχτες, πώς μαζί με το μαύρο Χάρο ξαποστέλναμε έναν έναν τους ανθρώπους στον άλλον κόσμο».
   Η Κατερίνα Λβόβνα έτρεμε. Το τρελαμένο της βλέμμα έδειχνε πια συγκεντρωμένο και βλοσυρό. Τα χέρια της κάνα δύο φορές τινάχθηκαν μπρος προς κάτι άγνωστο και πάλι κρεμάστηκαν χάμω. Μετά από λίγο άρχισε και πάλι να αναδεύεται με το βλέμμα της πάντα καρφωμένο πάνω στο σκοτεινό κύμα, ξαφνικά έσκυψε, άδραξε τη Σονέτκα από τα ποδάρια της και με μια κίνηση ρίχτηκε μαζί της μες στα παγωμένα νερά από την κουπαστή της μαούνας.
  Όλοι πέτρωσαν αποσβολωμένοι.
   Η Κατερίνα Λβόβνα φάνηκε για λίγο στην κορυφή ενός κύματος, μα σχεδόν αμέσως εξαφανίστηκε κάτω από τα νερά. Το άλλο κύμα έβγαλε τη Σονέτκα.
- Μια σανίδα γρήγορα! Ρίχτε την! – φώναξαν πάνω στη μαούνα.
  Μια βαριά σανίδα σωτηρίας δεμένη με το μακρύ σκοινί υψώθηκε στον αέρα και έπεσε μες στο νερό. Μα για τη Σονέτκα ήταν πια αργά. Εκείνη προτού προλάβει να πιαστεί από τη σανίδα χάθηκε από τα μάτια και μετά από δυο δευτερόλεπτα σπρωγμένη από το ισχυρό ρεύμα μακριά από τη μαούνα τίναξε ψηλά τα χέρια της σε μιαν ύστατη προσπάθεια να σωθεί. Όμως την ίδια στιγμή από το άλλο κύμα αναδύθηκε η Κατερίνα Λβόβνα και ορθώνοντας το κορμί της σχεδόν μέχρι τη μέση πάνω από το νερό, σαν τον αρπαχτικό λούτσο που ρίχνεται πάνω σε μια τρυφερή κοκκινοφτέρα, ρίχτηκε πάνω στη Σονέτκα παρασέρνοντάς την στην υγρή άβυσσο. Ύστερα οι δυο τους δεν ξαναφάνηκαν πια.

Πρόλογος-παρουσίαση

 - Ο πιο μεγάλος δάσκαλός μου, έλεγε (ο Γκόρκυ), στάθηκε ο Μπαλζάκ.                                                - Κι ο Ντοστογιέφσκι, ο Γκόγκολ; Ρώτησα εγώ.                                                                                     - Όχι! Όχι! Από τους Ρώσους ένας μονάχα ο Λιεσκώφ.

Από τη συνομιλία του Καζαντζάκη με τον Γκόρκυ στο «Ταξιδεύοντας: Ρουσία», Ν. Καζαντζάκης, Δίφρος, Αθήνα, 1956, σελ. 242-3

Ν.Σ. Λεσκώφ - «ο πιο Ρώσος από όλους τους Ρώσους συγγραφείς»

Πολλοί από τους σπουδαίους λογοτέχνες εκτιμούσαν βαθιά τον Ν. Σ. Λεσκώφ θαυμάζοντας τα έργα και το λογοτεχνικό του ταλέντο. Ο Λ. Ν. Τολστόι, φέρ΄ ειπείν, τον αποκαλούσε «τον πιο Ρώσο από όλους τους Ρώσους λογοτέχνες» εννοώντας τη βαθύτατή του γνώση όλων των πτυχών του ρωσικού λαού, της ρωσικής  ψυχής πέρα από κάθε υπερβολή και εξωραϊσμό. Επίσης τον χαρακτήριζε ως «συγγραφέα του μέλλοντος» έχοντας κατά νου τον ιδιαίτερό του λογοτεχνικό τρόπο και την ιδιαίτερη λεσκοφική «σκληρή γραφή» που ξέφευγε από τα καθιερωμένα πρότυπα εκείνης της εποχής. Ο Ντοστογιέφσκι, στη γενικώς ευνοϊκή κριτική για το έργο του Λεσκώφ επισημαίνει μερικά αδύνατα σημεία του ως μυθιστοριογράφου: χαλαρή πλοκή, έλλειψη ψυχολογικών χαρακτηρισμών, επίπεδοι δευτερεύοντες χαρακτήρες, έλλειψη επεξεργασίας του υλικού και ανομοιογένεια του ύφους. Όλα αυτά  δημιουργούν εντύπωση «ακατέργαστου υλικού». Αντιθέτως δε οι σύγχρονοι μελετητές διαβλέπουν σε αυτά τα στοιχεία όχι κάποια παράλειψη, προχειρότητα ή έλλειψη της συγγραφικής δεξιοτεχνίας, αλλά ακριβώς το αντίθετο, τον πρωτοπόρο λογοτεχνικό τρόπο, παρομοιάζοντας το έργο του με πίνακες ζωγραφικής. Η Ι.Christina Sperrle πιστεύει ότι ο Λεσκώφ δημιουργεί ένα μωσαϊκό από εικόνες και σκηνές καθημερινής ζωής. Η Αμερικανίδα ερευνήτρια αναπτύσσει την ιδέα του Jean-Claude Marcade, σύμφωνα με την οποία ο Λεσκώφ δεν εντάσσεται στον λογοτεχνικό «μυθιστορηματικό κανόνα του 19ου αιώνα, αλλά μπορεί να θεωρηθεί πρόδρομος της κυβιστικής πεζογραφίας των αρχών του 20ου αιώνα, όπως ο Αντρέι Μπέλυ ή ο Ισαάκ Μπάμπελ». Η τοποθέτηση αυτή επιβεβαιώνει το πόσο διορατικός ήταν ο Λ.Τολστόι αποκαλώντας τον «συγγραφέα του μέλλοντος». Ο Α.Π. Τσέχωφ από την άλλη τον εκτιμούσε βαθύτατα ως αριστοτέχνη της μικρής φόρμας θεωρώντας τον έναν από τους βασικούς του δασκάλους. Ο Μ.Γ. Γκόρκυ τον τοποθετούσε στην πλειάδα ταλαντούχων Ρώσων λογοτεχνών του 19ου αιώνα και τον θεωρούσε άξιο να σταθεί πλάι σε τέτοια σπουδαία ονόματα της ρωσικής λογοτεχνίας όπως ο Τολστόι, ο Γκόγκολ, ο Τουργκένεφ, ο Γκοντσαρώφ. Επισήμανε ότι «το ταλέντο του Λεσκώφ με τη δύναμη και την ομορφιά του δεν υστερούσε σε τίποτα  από τα ταλέντα των δημιουργών της λογοτεχνικής «Βίβλου» της Ρωσίας, ενώ με το εύρος στην κάλυψη φαινομένων της ζωής, με το βάθος στην κατανόηση καθημερινών προβλημάτων, με την δεξιοτεχνική του γνώση της ρωσικής γλώσσας πολλές φορές ξεπερνούσε τους προαναφερθέντες ομότεχνούς του».  Ο Μ. Γ. Γκόρκυ συμφωνεί με τη γνώμη του Τολστόι περί της γνησιότητας του ρώσικου χαρακτήρα του Λεσκώφ λέγοντας τα εξής: «Ο Λεσκώφ καθαρός από οποιαδήποτε ξενική επιρροή είναι ο πιο γνήσιος από τους Ρώσους συγγραφείς. Διαβάζοντας τα βιβλία του, νιώθεις τη Ρούσια με όλα τα καλά και με όλα τα στραβά και τα ανάποδα, βλέπεις πιο ξεκάθαρα τον γεμάτο αντιφάσεις, μπερδεμένο και  αποπροσανατολισμένο της άνθρωπο ο οποίος πιστεύοντας με ειλικρίνεια στην ομορφιά και στην ελευθερία του κόσμου, καταφέρνει να είναι ταυτόχρονα και δούλος της πίστης του και δέσποτας του συνανθρώπου του».

Και παρόλη τη θετική αποτίμηση της προσφοράς του Λεσκώφ από τους κολοσσούς της Ρωσικής λογοτεχνίας, το έργο του για πολύ καιρό δεν έχαιρε της ανάλογης με το μέγεθος του ταλέντου του προσοχής. Και αυτό επειδή ο ίδιος ανήκε σε μια κατηγορία ταλαντούχων, αλλά παρεξηγημένων λογοτεχνών που επέλεξαν ή έτυχε λόγω ορισμένων συγκυριών να μείνουν έξω από το ιδεολογικό και λογοτεχνικό κατεστημένο της εποχής τους. Στην περιθωριοποίησή του οδήγησε αφενός η ιδιαίτερη του στάση απέναντι στις κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις της εποχής, που τον άφησε μετέωρο ανάμεσα στα δύο αντίπαλα στρατόπεδα των προοδευτικών και των συντηρητικών, στερώντας του οποιαδήποτε υποστήριξη και ενίοτε επισύροντας στο πρόσωπό του και στα έργα του δριμύτατη κριτική εκατέρωθεν, αφετέρου η αδυναμία και η ανικανότητα των επίσημων λογοτεχνικών κύκλων, που του φέρθηκαν με ιδιαίτερη καχυποψία, να τον κατατάξουν στον ισχύοντα λογοτεχνικό κανόνα της εποχής και να αποτιμήσουν πέρα από αγκυλώσεις και σκοπιμότητες τη χαρισματικότητα του συγγραφικού του ταλέντου, την πρωτοτυπία του λεσκοφικού ύφους, την δεξιοτεχνία της αφηγηματικής του τεχνικής και την πολυχρωμία του ανθρώπινου μωσαϊκού των έργων του.
Για τους σύγχρονούς του ο Λεσκώφ ήταν ένας συγγραφέας-παρίας, ένας «ασυμβίβαστος» συγγραφέας όπως τον αποκαλεί ο Λ. Άννινσκι στην ιδιότυπη βιογραφία του Ν. Λεσκώφ («Ασυμβίβαστος: η ζωή του Νικολάι Λεσκώφ»), που αντιστεκόταν σε οποιοδήποτε δογματισμό και κομματικοποίηση οι οποίες αναπόφευκτα οδηγούσαν στη διαστρέβλωση και στον κατακερματισμό της πραγματικότητας και της αλήθειας. Αυτή η ολιστική προσέγγιση της πραγματικότητας χωρίς υπεραπλουστεύσεις, περιχαρακώματα και δογματικά στεγανά διαφαίνεται σε όλο το έργο του Λεσκόφ και στο ιδιαίτερο του λογοτεχνικό ύφος που αφορά όχι μόνο τη γλώσσα του, αλλά και τον πειραματισμό με τα γραμματειακά είδη, τη διαμόρφωση της ταυτότητας του αφηγητή, την εκλογή θεμάτων και υποθέσεων, την οργάνωση της πλοκής, την ανάπτυξη ιδιαίτερων σχέσεων με τον αναγνώστη κάθε τύπου που αποπνέουν τον απέραντο σεβασμό στην ελευθερία πρόσληψης, ερμηνείας, ηθικής αποτίμησης των αφηγουμένων μακριά από κάθε επιβολή και ηθικοδιδακτισμό. Ο Λεσκώφ πολύ συχνά αξιοποιεί το τέχνασμα του αφηγητή-μάρτυρα ή του χρονικογράφου που καταγράφει αποστασιοποιημένα κάποια περιστατικά, παρουσιάζοντας την πραγματικότητα όπως είναι, χωρίς να την ψευτίζει με τις ερμηνείες του συγγραφέα, με σκοπό να προκαλέσει τον αναγνώστη να γίνει και εκείνος με τη σειρά του ένας προσεκτικός παρατηρητής-κριτής και όχι απλά ένας παθητικός δέκτης της κατασκευασμένης αλήθειας του μυθιστοριογράφου. Ο δρόμος του προς τη λογοτεχνική έκφραση ήταν μακρύς και επίπονος. Το 1891 ο κριτικός λογοτεχνίας Μ.Α. Πρωτόποπωφ του αφιέρωσε ένα άρθρο με τίτλο το «Το ταλαίπωρο ταλέντο». Εκείνος όμως τον διόρθωσε λέγοντας ότι μάλλον πρόκειται για «δύσκολη ωρίμανση» παρά για «ταλαίπωρο ταλέντο». Και όμως πολλές φορές είχε αισθανθεί παρείσακτος, ανεπιθύμητος, παρίας μέσα στους λογοτεχνικούς κύκλους της πρωτεύουσας. Πράγματι η συγγραφική του ταυτότητα άρχισε να διαμορφώνεται στην επαρχία μακριά από τα πολιτιστικά κέντρα της πρωτεύουσας.
Ο Νικόλαος του Σιμεών (Νικολάι Σεμένοβιτς) Λεσκώφ γεννήθηκε το 1831 στο χωριό Γορόχοβο του κυβερνείου Οριόλ. Καταγόταν από οικογένεια «τεσσάρων κοινωνικών στρωμάτων», όπως παρατηρεί ο Μ. Γκόρκυ προλογίζοντας μια τρίτομη έκδοση επιλεγμένων έργων του τελευταίου, «ο παππούς του ήταν κληρικός, η γιαγιά κράταγε τη σκούφια της από οικογένεια εμπόρων, ο πατέρας ανήκε στην τάξη δημοσίων υπαλλήλων, η μητέρα καταγόταν από ένα ξεπεσμένο αριστοκρατικό γένος» Λίγο παρακάτω συνεχίζει: «…πολύ πιθανόν όμως τη μεγαλύτερη επίδραση να την δέχτηκε από άτομο άλλου κοινωνικού στρώματος, την παραμάνα του, χήρα στρατιωτικού και δουλοπάροικο, οι αφηγήσεις της οποίας, όπως έλεγε ο ίδιος, ήταν άλλοτε σαν το πετιμέζι που γλύκαινε την ξινίλα της ζωής και άλλοτε σαν την πικάντικη μουστάρδα που βοηθούσε στη χώνεψη της χονδροειδέστατης, λιπαρής πραγματικότητας». 
Στην ίδια επαρχιακή πόλη φοίτησε στο γυμνάσιο. Από παιδί ήταν πολύ εύστροφος και έπαιρνε εύκολα τα γράμματα, όμως, όπως αναφέρει ο Άννινσκι, δεν υπήρξε ποτέ επιμελής μαθητής, «έκανε κοπάνες, έμενε μετεξεταστέος και στο τέλος τα παράτησε αποκτώντας τη ρετσινιά του ημιμαθούς που τον ακολουθούσε σε όλη του τη ζωή. Αν και το γεγονός αυτό δεν τον εμπόδισε να πιάσει την κατώτερη δημοσιοϋπαλληλική θέση στη δημόσια υπηρεσία (είχε τη βεβαίωση διετούς φοιτήσεως, όχι όμως και το απολυτήριο γυμνασίου), έπληξε όμως ανεπανόρθωτα την περηφάνιά του όταν δεκαπέντε χρόνια αργότερα αναζήτησε την τύχη του στην πρωτεύουσα. Σε όλη την ενσυνείδητη ζωή του τον έκαιγε η σκέψη ότι δεν είχε βγάλει το πανεπιστήμιο, σε κάθε ευκαιρία του το χτυπούσαν και οι αντίπαλοί του, άνδρες τετραπέρατοι στη θεωρία, διανοούμενοι, καταρτισμένοι σύμφωνα με τα τελευταία ευρωπαϊκά πρότυπα, πρωταθλητές διανοουμενίστικων κοντοροχτυπημάτων και αγώνων λόγου … Καμιά πιο όψιμη ευρυμάθεια, ούτε η σπάνια βιβλιοφιλία ούτε η γνώση παλαιών βιβλίων, των ακρογωνιαίων λίθων του ανθρώπινου πολιτισμού, ούτε καν η υπόληψη του ως σπουδαίου ειδικού και γνώστη βιβλίων – τίποτα απολύτως δε θα μπορέσει να εξευμενίσει τους αμείλικτους θεωρητικούς απέναντί του ούτε και να αποτρέψει την αμείλικτη αυτομαστίγωση του επειδή στα νιάτα του «δεν υπήρξε αρκετά επιμελής»…
Έτσι μετά τη διακοπή του γυμνασίου για βιοποριστικούς λόγους κυρίως μπήκε ως δημόσιος υπάλληλος χαμηλότερου βαθμού στο κακουργιοδικείο του Οριόλ όπου εργαζόταν και ο πατέρας του. Η δίχρονη του παραμονή σε αυτή την υπηρεσία θα του δώσει πλούσιο υλικό για τα μελλοντικά του έργα.
Το 1849 μετά το θάνατο του πατέρα του μετακόμισε στο Κίεβο, κοντά στο θείο του, τον Σ. Ο. Αλφέρωφ, διακεκριμένο καθηγητή Ιατρικής. Εκείνος τον εισήγαγε σε κύκλο μορφωμένων ανθρώπων όπου γνωρίστηκε με μεγάλα ονόματα της πολιτιστικής ζωής του Κιέβου, όπως τους Τ. Γ. Σεβτσένκο, Α. Α. Κοτλιαρέβσκι κ.ά. Στο πανεπιστήμιο του Κιέβου άρχισε να παρακολουθεί ως ακροατής παραδόσεις ποικίλου ενδιαφέροντος. Έμαθε Ουκρανικά και Πολωνικά. Παράλληλα εργάστηκε ως δημόσιος υπάλληλος σε μια κρατική υπηρεσία του κυβερνείου (1850-57).
Στη συνέχεια παραιτήθηκε από τη δημόσια υπηρεσία και συνέχισε τη σταδιοδρομία του στην εμπορική εταιρεία που ανήκε στον άντρα της θείας του, εκρωσισμένου Βρετανού ονόματι Σκοττ. Ως εμπορικός αντιπρόσωπος έπρεπε να πραγματοποιεί πολλά ταξίδια. Ταξιδεύοντας ως τα πέρατα της Ρωσίας «από τον Εύξεινο Πόντο μέχρι τη Λευκή Θάλασσα και από το Μπροντ μέχρι το Κράσνι Γιαρ» ο Λεσκώφ γνώρισε τα «σώψυχα» της Ρωσίας, απέκτησε πλούσιες εμπειρίες και πολύπλευρες γνώσεις για τη βιομηχανική και αγροτική κατάσταση της χώρας, που αργότερα θα αποτελέσουν μεγάλη παρακαταθήκη για τα έργα του. «Ήταν τα καλύτερα χρόνια της ζωής μου, έβλεπα πολλά και ζούσα αδέσμευτα», θυμόταν αργότερα ο ίδιος. Οι γραπτές του αναφορές από τα επαγγελματικά του ταξίδια έγιναν γνωστά στους δημοσιογραφικούς κύκλους και απέσπασαν μεγάλους επαίνους. Από το 1860 τα άρθρα του άρχισαν να δημοσιεύονται στις εφημερίδες της πρωτεύουσας. Εργαζόταν πλέον ως επαγγελματίας δημοσιογράφος στη Μόσχα.
Το 1861 εγκαταστάθηκε στην Αγία Πετρούπολη και αφιερώθηκε εξ ολοκλήρου στη λογοτεχνία. Ο δρόμος του όμως προς τη μεγάλη λογοτεχνία ήταν ιδιαίτερα ακανθώδης. Ο ίδιος δήλωνε ότι βρέθηκε στα λογοτεχνικά πράγματα από τύχη. Είχε το στίγμα του συγγραφέα-παρία που παρεισέφρησε στο λογοτεχνικό στερέωμα χωρίς να έχει σπουδάσει την τέχνη του λόγου, να έχει φοιτήσει κοντά σε μεγάλα ονόματα της τότε λογοτεχνικής αφρόκρεμας, να έχει εντρυφήσει σε επικρατούντα λογοτεχνικά ρεύματα και τεχνοτροπίες, να έχει υιοθετήσει αβίαστα και αβασάνιστα  την δεσπόζουσα εκείνη την εποχή λογοτεχνική φόρμα του μυθιστορήματος.
Ήταν ένας «αυτοδίδακτος» συγγραφέας που είχε ένα μεγάλο πλεονέκτημα έναντι λογοτεχνών-φυντανιών: γνώριζε από πρώτο χέρι το λαό γιατί ήταν ένα κομμάτι του εαυτού του και δεν τον «σπούδαζε» από διηγήσεις τρίτων. Επ΄αυτού χαρακτηριστικά επισημαίνει ο Γκόρκυ: «Ως τα τριάντα του χρόνια είχε γυρίσει όλη τη Ρωσία… Ξεκίνησε να γράφει λογοτεχνία όντας πια ένας ώριμος άντρας και έχοντας στο οπλοστάσιό του την πραγματική γνώση του λαού η οποία αποκτήθηκε από την ίδια τη ζωή και όχι από τα βιβλία. Αντιλαμβανόταν με όλο του το είναι εκείνο το άπιαστο που αποκαλείται η «ψυχή» του λαού.» Άλλο χαρακτηριστικό γνώρισμα του λογοτεχνικού του credo ήταν οι συνεχείς αναζητήσεις και πειραματισμοί όσον αφορά την επιλογή των λογοτεχνικών ειδών. Πολύ γρήγορα εγκατέλειψε τις καθιερωμένες λογοτεχνικές φόρμες, ιδίως αυτή του μυθιστορήματος, αναζητώντας κάτι καινούριο, αφηγηματικές φόρμες άλλου τύπου, όπου θα μπορούσε να χωρέσει τις τόσες εμπειρίες που κουβαλούσε στις αποσκευές του. Χαρακτηριστικά αυτής της αναζήτησης είναι τα λόγια του αφηγητή από το έργο του «Τα παιδικά χρόνια» που καταφέρεται εναντίον των περιορισμών του λογοτεχνικού είδους του μυθιστορήματος: «Δεν πρόκειται να μειώσω τη σημασία κάποιων γεγονότων και να παραφουσκώσω τη σπουδαιότητα κάποιων άλλων: σε αυτό δεν με εξαναγκάζει η αφύσικη φόρμα του μυθιστορήματος που απαιτεί την ολοκλήρωση της πλοκής και την περιστροφή των πάντων γύρω από ένα νοηματικό κέντρο. Η ζωή δεν ακολουθεί τέτοιους κανόνες. Η ζωή ενός ανθρώπου ξετυλίγεται ως ένα ειλητάριο κι εγώ στις σημειώσεις που προτείνω στους αναγνώστες μου θα την ξετυλίγω τόσο απλά ωσάν να ήταν μια κορδέλα.»
Πολύ γρήγορα λοιπόν στράφηκε στη μεσαία και στη μικρή αφηγηματική φόρμα, κυρίως αυτή του διηγήματος. Όμως δε αρκέστηκε σε αυτό. Πολύ συχνά πρόσθετε στα έργα του επεξηγηματικούς για το λογοτεχνικό είδος υπότιτλους, λ.χ. οικογενειακό χρονικό («Το ξεπεσμένο γένος»),  παρατηρήσεις, πειράματα και περιπέτειες του Ονούφριου Περεγκούντ από το Περεγκούντ («Το λαγούμι του λαγού»), αληθινό συμβάν («Ο μυστήριος άνθρωπος»), αφήγηση ενός υπαλλήλου ειδικών υποθέσεων («Ο δηκτικός»), ραψωδία (« κοιλδα το κλαυθμνος»), βουκολική νουβέλα με ιστορικό καμβά («Το ένα χέρι πλένει το άλλο»), λαϊκή αφήγηση για τον στραβό Αριστερόχειρα και τον ατσαλένιο ψύλλο ( «Ο Αριστερόχειρας»), θρυλική περίπτωση («Ο αβάπτιστος παπάς»), πνευματιστική εμπειρία («Το πνεύμα της κυρίας Ζανλίς»), τοπία και σκηνές καθημερινής ζωής («Οι ξενύχτηδες» ή το «Μια μέρα του χειμώνα»), ζωντανές εικόνες («Αυτοσχεδιαστές», «Οι λεπτομέρειες της ζωής ενός αρχιερέα») κ.ά. Ποικίλλοντας με αυτό τον τρόπο τις παραδοσιακές αφηγηματικές φόρμες ο συγγραφέας άφηνε στον αναγνώστη την ελευθερία ερμηνείας του έργου του.
Σύμφωνα με τον Δ. Σ. Λιχατσέβ, αυτοί οι επεξηγηματικοί υπότιτλοι που βρίσκονται έξω από την καθιερωμένη γλώσσα της λογοτεχνίας, παραπέμποντας  περισσότερο στη ζωγραφική, την ιστορία, τη δημοσιογραφία και άλλους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας, ξαφνιάζουν τους υποψιασμένους αναγνώστες και λειτουργούν ως ένα είδος προειδοποίησης προς αυτούς για να μην ψάχνουν μέσα στα περιγραφόμενα τη σκοπιά του συγγραφέα-δημιουργού. Ο συγγραφέας μιλάει με λόγια των αφηγητών του και συνεπώς δεν προδίδει τη στάση του απέναντι στα λεγόμενα. Ο δημιουργός σαν να κρύβεται από τον αναγνώστη πίσω από τις ιδιότυπες, ξένες προς την καθαρή λογοτεχνία φόρμες της μαρτυρίας, του χρονογραφήματος, του χρονικού, του ντοκουμέντου, της εικόνας και του στιγμιότυπου κ.ά., πίσω από τις μορφές των αφηγητών του, πίσω από την ιδιαίτερη γλώσσα του κάθε αφηγητή χρωματισμένη με στοιχεία της ντοπιολαλιάς, αφήνοντάς τους τετ α τετ με το δημιούργημά του σαν να τους λέει: «θέλετε τα πιστεύετε, θέλετε μην τα πιστεύετε». Αυτό ακριβώς και συνιστά την άκρως ενδιαφέρουσα  ιδιότητα των λεσκοφικών έργων: ιντριγκάρουν  τους αναγνώστες ώστε ανεξάρτητα από τις θέσεις και υποδείξεις του συγγραφέα-δημιουργού να ανακαλύψουν από μόνοι τους τα πολλαπλά νοήματα των γραφομένων.
Το έργο του Λεσκώφ λοιπόν, σύμφωνα με τον ίδιο ερευνητή, πηγάζει όχι τόσο από τη λογοτεχνική παράδοση της χώρας όσο από την προφορική παράδοση της «διαλογιζόμενης Ρωσίας». Ξεπήδησε από τους διαλόγους, τις συζητήσεις και τις έντονες λογομαχίες που ως συνήθως λαμβάνουν χώρα στο οικείο φιλικό και οικογενειακό περιβάλλον και ήταν φυσικό να επιστρέψει και πάλι μες στο ίδιο περιβάλλον της διαλογιζόμενης οικογενειακής Ρωσίας, δίνοντας αφορμή για καινούριες συζητήσεις, διαφωνίες, λεκτικές αντιπαραθέσεις, τονώνοντας το ηθικό αισθητήριο των ανθρώπων και διδάσκοντάς τους να λύνουν με τρόπο ανεξάρτητο τα ηθικά προβλήματα της καθημερινότητάς τους.  
Ο Βενιαμίν (Μπένγιαμιν) Βάλτερ, σημαντικός Γερμανός διανοητής και κριτικός της λογοτεχνίας, του έχει αφιερώσει ένα ολόκληρο κεφάλαιο «The Storyteller: Reflections on the Works of Nikolai Leskov"  στο βιβλίο του Ιlluminations (ed. by Hannah Arendt, 1968) εκθειάζοντάς τον ως έναν από τους σπουδαιότερους αφηγητές που έχουν διαπρέψει στο λογοτεχνικό στερέωμα.
Προτείνουμε στον Έλληνα αναγνώστη να αρχίσει τη γνωριμία του με αυτό τον αινιγματικό συγγραφέα διαβάζοντας μία από τις πιο συνταρακτικές νουβέλες πάθους και εγκλήματος τη «Λαίδη Μάκβεθ της επαρχίας του Μτσενσκ». Ο Λεσκώφ κατά τη διάρκεια της εργασίας του πάνω σε αυτό το χρονογράφημα, όπως χαρακτήριζε ο ίδιος αυτή τη νουβέλα προσδίδοντάς της έτσι μια δημοσιογραφική χροιά αστυνομικού ρεπορτάζ, θυμόταν το εξής: «σε ορισμένα σημεία αισθανόμουν την τρίχα μου να σηκώνεται κάγκελο από την ανείπωτη φρίκη των περιγραφομένων, να παγώνω σύγκορμα από τον παραμικρό θόρυβο που προκαλούσα μόνος μου με καμιά ακούσια κίνηση του ποδιού ή κανένα γύρισμα του λαιμού μου. Ήταν δύσκολες στιγμές που δεν πρόκειται να τις ξεχάσω ποτέ μου. Από τότε αποφεύγω να περιγράφω τέτοιες φρικαλεότητες.» Παρόμοιες φρικαλεότητες λαμβάνουν χώρα και στην ομώνυμη τραγωδία του Σαίξπηρ «Μάκβεθ» όπου η γυναίκα ενός φιλόδοξου αριστοκράτη γίνεται ιθύνων νους μιας σειράς από ειδεχθή εγκλήματα, προκειμένου ο άντρας της να καταλάβει την εξουσία και το θρόνο της Σκοτίας. Τα κίνητρα αυτού του μεσαιωνικού δράματος, αυτής της πιο ζοφερής τραγωδίας του Σαίξπηρ είναι η ασυγκράτητη δίψα για την εξουσία. Εν προκειμένω στο έργο του Λεσκώφ η επαρχιώτισσα Μάκβεθ, Κατερίνα Λβόβνα, μετατρέπεται από μια φιλήσυχη σχεδόν κοιμισμένη ύπαρξη σε μια στυγνή φόνισσα ωθούμενη από το αχαλίνωτο ερωτικό της πάθος για έναν νεαρό. Αυτό το πάθος την οδηγεί στην αυτοκαταστροφή, καθώς τυφλωμένη, παραβαίνει κάθε ηθικό νόμο, θυσιάζει άλλους και αυτοθυσιάζεται στο βωμό του έρωτα και του πάθους της. Η «αυτοθυσία» είναι το πιο χαρακτηριστικό γνώρισμα των ηρώων του Λεσκώφ. Θυσιάζουν τον εαυτό τους χάριν κάποιας αλήθειας ή ιδέας εντελώς αυθόρμητα, ασυναίσθητα και όχι αποβλέποντας συνειδητά σε κάποιο στόχο. Το κάνουν επειδή δεν μπορούν αλλιώς, σαν να τους σπρώχνει η αλήθεια που «κουβανούν» μέσα τους, σαν να τους ασκεί μια ανυπέρβλητη έλξη η αυτοκαταστροφή και η θυσία.
Τέλος θα ήταν μεγάλη παράλειψη να μην αναφέρουμε ότι η υπόθεση αυτού του έργου έχει συγκλονίσει έναν άλλο σπουδαίο δημιουργό, το Ντιμίτρι Σοστακόβιτς που συνέθεσε μια ομώνυμη όπερα βασισμένη στην παρούσα νουβέλα του Νικολάι Λεσκώφ.
Πηγές:
1.      Λεσκώφ Ν.Σ.. «Άπαντα έργα» σε 30 τόμους», εκδ. Τέρρα – Μόσχα 2012
2.      Γκόρκυ Μ.Γ., Προλεγόμενα στο «Επιλεγμένα έργα  του Ν.Σ. Λεσκώφ σε τρεις τόμους, τ.1ος , εκδ. Γκρζέμπιν, 1923
3.      Γκρόμωφ Π., Μπ. Εϊχενμπάουμ, «Ν.Σ. Λεσκώφ, δοκίμιο για το έργο του» στη Συλλογή Έργων σε 11 τόμους, τ. 1ος , εκδ. Κρατική Έκδοση της Λογοτεχνίας, Μόσχα, 1956.
4.      Λεσκώφ Α. Ν., «Η ζωή του Νικολάου Λεσκώφ», Μόσχα 1984.
5.      Λιεσκώφ Νικολάϊ, Νουβέλλες και διηγήματα, μτφ. Α.Α.Πάλλης, Δίφρος, Αθήνα, 1960
6.      Λιχατσέβ Δ., «Επιλεγμένα έργα», Λένινγκραντ 1987.
7.      Λεσκόφ Ν., Διηγήματα και νουβέλες, Α. Πάλλης (μτφ.), Δίφρος, Αθήνα 1960.
8.      Άννινσκι Λ. Α., «Ασυμβίβαστος: η ζωή του Νικολάι Λεσκώφ» από το «Τρεις αιρετικοί: αφηγήσεις για τον Α.Φ. Πίσεμσκι, τον Π.Ι. Μέλνικωφ-Πετσέρσκι, τον Ν.Σ. Λεσκώφ», εκδ. Κνίγκα, Μόσχα 1988.
9.      Γρόσσμαν Λ.Π., άρθρο: Ν.Σ. Λεσκώφ στο «Σύντομη Εγκυκλοπαίδεια της Λογοτεχνίας, τ. 4ος , σελ.158-162, εκδ. Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια, Μόσχα 1962-1978
10.  Πολίτης (Grazhdanin) στις 22 Ιαν. του 1873 (τεύχ. 4).
11.  Ποταπώφ Βλαδιμήρ, Μεταπτυχιακή Διατριβή, Οι πολιτισμικές εικόνες στο έργο του Νικολάι Λεσκόφ και του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, Α.Π.Θ., 2011
12.   Σπερλέ Ι. Χριστίνα, «Αφηγηματική δομή του «Σομποριάνε», πολυφωνικού χρονικού, του Ν. Λεσκώφ», The Slavic and East European Journal, Vol. 44, No. 1 (Spring, 2000), pp. 29-47
13.  Μαρκαντέ Ζαν-Κλοντ, «το έργο του Ν.Σ. Λεσκώφ: τα μυθιστορήματα και τα χρονικά», ακαδημαϊκό πρότζεκτ, 2006, σελ, 480.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο